Όπως ήδη ανέφερα στον ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟ ο Ερμαφρόδιτος παρουσιάζεται στην Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία και τέχνη ως το ον που έχει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων.
Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης τον οποίο ανέθρεψαν οι νύμφες στις σπηλιές του όρους Ίδη της Φρυγίας. Στο πρόσωπό του αντιφέγγιζε η χάρη και η ομορφιά και των δύο γονέων του, από τους οποίους πήρε και το όνομά του. Όταν έγινε δεκαπέντε χρόνων, εγκατέλειψε το βουνό όπου μεγάλωσε για να περιπλανηθεί στη Μικρά Ασία και να γνωρίσει καινούργια μέρη. Πέρασε από πόλεις της Λυκίας, καθώς και από την Καρία, όπου σταμάτησε να ξεκουραστεί σε μια πηγή που ονομαζόταν Σαλμακίς, τα νερά της οποίας σχημάτιζαν λίμνη.
Η ομώνυμη νύμφη της πηγής, η φιλάρεσκη Σαλμακίς, μαγεύτηκε από την ομορφιά του νέου και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Ο Ερμαφρόδιτος όμως έμεινε ασυγκίνητος και αδιάφορος μπροστά στο ερωτικό πάθος της. Όταν εκείνη ένιωσε πως οι προσπάθειές της να τον κατακτήσει απέβαιναν μάταιες, προσποιήθηκε την αδιάφορη και απομακρύνθηκε από την πηγή. Ο Ερμαφρόδιτος, νομίζοντας ότι έμεινε μόνος, βούτηξε στο νερό της πηγής. Η Σαλμακίς όμως, που είχε κρυφτεί σε ένα γειτονικό θάμνο και παρακολουθούσε τις κινήσεις του νέου, βλέποντάς τον ανυπεράσπιστο μέσα στο βασίλειό της, βούτηξε και αυτή στην πηγή.
Ο Ερμαφρόδιτος, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να ξεφύγει από την αγκαλιά της νύμφης, που τυφλωμένη από το πάθος παρακάλεσε τους θεούς να μη χωρίσουν ποτέ οι δυο τους. Οι θεοί πραγματοποίησαν την επιθυμία της και συνένωσαν τα δύο σώματα σε ένα, δημιουργώντας ένα καινούργιο ον με διττή φύση, ούτε ξεκάθαρα γυναικεία ούτε ξεκάθαρα ανδρική. Ο Ερμαφρόδιτος, καθώς ένιωθε το σώμα του να αφομοιώνεται με το θηλυκό, καταράστηκε την πηγή και παρακάλεσε τους γονείς του όποιος άντρας πέφτει στα νερά της να χάνει τον ανδρισμό του και να εκθηλύνεται. Ο Ερμής και η Αφροδίτη εισάκουσαν την παράκληση του γιου τους και έδωσαν στην πηγή τη μυστηριώδη αυτή δύναμη.
Ας εξετάσουμε τώρα και την «εσωτερική παράδοση» στην οποία γίνεται συμβολικά αναφορά στο αρχέγονο ερμαφρόδιτο στάδιο τόσο της κοσμογονίας όσο και της «ανθρωπογονίας».
Στην Ορφική Κοσμογονία ο Ηρικαπαίος ή και Ηρικεπαίος ήταν ερμαφρόδιτο ον το οποίο και χαρακτηριζόταν κυρίαρχη πρωτόγονη και ζωοδότης δύναμη του κόσμου. Κατά την κοσμογονία δημιουργήθηκε στην αρχή ο Χρόνος και εξ αυτού η δυάδα Αιθήρ και Χάος, τα οποία μετά του κοσμογονικού Ωού (αυγού) παρήγαγαν την πρώτη θεϊκή τριάδα. Στη συνέχεια από τη γονιμοποίηση του Ωού προήλθαν ο Έρως, ο Φάνης (δηλαδή ο θεός του φωτός) και ο Μήτις (ο θεός της σκέψης, της φρόνησης) που αποτέλεσαν έτσι τη δεύτερη θεϊκή τριάδα.
Στην Ερμητική παράδοση σύμφωνα με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, ο πατέρας Νους του κόσμου ήταν αρσενικοθήλυκος ζωή και φως, από τον οποίο ξεπηδά ο «Λόγος». Ο κόσμος του φωτός είναι το αρχέτυπο του αισθητού κόσμου, ο οποίος δημιουργείται από το κατώτερο μέρος του, ύστερα από απόφαση του Θεού και δια της συμμετοχής του «Λόγου», υιού του Θεού.
Στην συνέχεια ο πατέρας Νους γέννησε έναν άλλο δεύτερο δημιουργό Νου, ο οποίος μέσω του «Λόγου» δημιουργεί τον δικό μας αισθητό κόσμο, που υπακούει στους κανόνες της Ειμαρμένης. Καθήκον του κατώτερου αισθητού κόσμου είναι να μιμείται τον ιδεατό (αρχέτυπο). Ο «Λόγος» με τον δημιουργό «Νού», θέτουν σε κίνηση τους επτά κύκλους, του πυρός.
«Ο Νους-Θεός που είναι αρσενικό-θηλυκός, ζωή και φως μαζί, γέννησε με έναν λόγο, άλλον δημιουργό Νου, ο οποίος είναι Θεός της φωτιάς και του πνεύματος και ο ενιαίος δημιουργός επτά διοικητών που περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο και η διοίκησή τους καλείται Ειμαρμένη και αμέσως από τα κατώτερα στοιχεία (του Θεού) ξεπήδησε ο Θεϊκός Λόγος στην περιοχή της καθαρής φυσικής δημιουργίας κι ενώθηκε με τον δημιουργό Νου (προς τον οποίον είναι ομοούσιος)....... Και ο δημιουργός Νους μαζί με τον Λόγο, που περιβάλλει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κραδασμούς στριφογύρισε τα δικά του δημιουργήματα και τα άφησε να στρέφονται από απροσδιόριστο χρόνο και θα συνεχίσουν να στρέφονται διαρκώς χωρίς τέλος». Λόγοι, Ι 9,10.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η δημιουργία του ανθρώπου ξεκινάει με την δημιουργία του ανθρώπου αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα:
«Κι ο πατέρας όλων ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτό του, τον οποίον αγάπησε ως γέννημα δικό του. Και ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο Θεός αγάπησε την ίδια του την μορφή, του παρέδωσε όλα τα δημιουργήματα ». Λόγοι, Ι 12-15
Η δημιουργία του ανθρώπου γίνεται με την δημιουργία του ανθρώπου –αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα. Στην συνέχεια και ο άνθρωπος συμμετέχει στην δημιουργία. Αρχικά ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ήταν αρσενικοθήλυκος κάτι που συναντάμε επίσης στην αρχαιοελληνική γραμματεία τόσο στον Ησίοδο όσο και τον Πλάτωνα
«Οι ψυχές παιδί μου, Ώρε έχουν όμοια φύση, καθότι προέρχονται από τον ίδιο τόπο, όπου τις πλάθει ο δημιουργός, και δεν είναι ούτε αρσενικές ούτε θηλυκές. Διότι η διάκριση αυτή γίνεται στα σώματα και όχι στα ασώματα.» Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 24, 8
«Όταν επληρώθη η περίοδος, λύθηκε ο δεσμός που συγκρατούσε τα πάντα με την θέληση του Θεού. Έτσι όλα τα ζώα που ήταν αρσενικοθήλυκα κι ο άνθρωπος μαζί, διαλύθηκαν κι άλλα έγιναν αρσενικά κι άλλα θηλυκά. Και τότε ο Θεός είπε άγιο λόγο. Αυξάνεστε και πληθύνεστε όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα». Ποιμάνδρης Ι, 18.
Ο άνθρωπος - αρχέτυπο διαπερνόντας τους πλανητικούς κύκλους παρουσιάστηκε στην φύση, και εισέρχεται την ύλη. Κάτι όμως που είχε ως συνέπεια την πτώση του, διότι ως Νάρκισσος αγάπησε την μορφή του, την αντανάκλασή του στον υλικό κόσμο, και συνειδητά επέλεξε να κατοικήσει στην άλογη μορφή.
«... Και τότε ο άνθρωπος είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του Θεού κι όταν είδε το απέραντο κάλλος κι όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στην μορφή του Θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στην σκιά του πάνω στην γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σε αυτήν. Κι αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογη μορφή. Και για αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα κι αθάνατος στην ουσία του». Λόγοι, Ι 12-15
Εξαιτίας της πτώσης του ο άνθρωπος έχει διπλή φύση, θνητός ως προς το σώμα και αθάνατος ως προς τη ουσία του. Ο άνθρωπος που έχει επίγνωση της αθάνατης φύσης του, προχωράει προς την γνώση του υπέρτατου αγαθού και την ένωση με τον Θεό, που γίνεται με την ενδοσκόπηση, ενώ ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε το σώμα του παραμένει στο σκοτάδι και τον θάνατο. Με τον θάνατο βέβαια δεν καταστρέφεται τίποτα απλώς γίνεται μια διάλυση των υλικών στοιχείων.
«-Δεν παθαίνουν πατέρα, τα ζώα που βρίσκονται μέσα σε αυτό (Θείο) και είναι μέρη του;
-Κράτα τον λόγο σου τέκνο μου, γιατί πλανάσαι στην ονομασία των φαινομένων. Δεν πεθαίνει τίποτα τέκνο μου, αλλά ως σύνθετα σώματα, διαλύονται. Η διάλυση δεν είναι θάνατος, αλλά διάλυση του κράματος. Και διαλύεται όχι για να χαθεί αλλά για να γίνει κάτι νέο. Γιατί ποια είναι η ενέργεια της ζωής: Δεν είναι η κίνηση; Και υπάρχει τίποτα ακίνητο στον κόσμο; Τίποτε, παιδί μου.
-Ούτε η Γη δεν είναι ακίνητη πατέρα κατά την γνώμη σου;
-Όχι παιδί μου. Η γη είναι και πολυκίνητος από μόνη της και στάσιμη. Πόσο γελοίο είναι να λέμε την τροφό των πάντων ακίνητη, αυτή που βλασταίνει και γεννάει τα πάνα.
Είναι αδύνατο να βλασταίνει κάτι δίχως να κινείται…(… )
Τέκνο μου, ο κόσμος ως σύνολο είναι αμετάβλητος , αλλά τα μέρη του είναι μεταβλητά, ενώ τίποτα δεν είναι φθαρτό και τίποτα δεν χάνετε. Μόνο οι ορισμοί μπερδεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι η γένεση ζωή, αλλά η αίσθηση, ούτε ο θάνατος αλλά λήθη». Λόγοι ΙΒ, 17,18
Η ψυχή απελευθερώνεται και αναβαίνει περνώντας από τις εφτά σφαίρες αφήνοντας όλα της τα πάθη έως ότου φτάσει στην όγδοη φύση και την ένωση της με τον Θεό.
«Η ασεβής ψυχή μένει στην ίδια ουσία, κολάζεται από αυτήν και ζητάει γήινο σώμα για να εισέλθει. Σε ζώου σώμα δεν χωράει ανθρώπινη ψυχή και η Θέμιδα δεν επιτρέπει η ανθρώπινη ψυχή να εκπέσει σε αλόγου ζώου σώμα. Νόμος του Θεού είναι για να προφυλάσσει την ανθρώπινη ψυχή από μία τέτοια ύβρη». Λόγοι, X, 19
Σύμφωνα με την «εσωτερική παράδοση» η εξέλιξη του ανθρώπου προχωρά μέσα από Επτά Κοσμικές Περιόδους που αντιστοιχούν σε διαδοχικές «καταστάσεις» από τις οποίες περνά η Γη όσο και τα όντα που ζουν σε αυτή, συνεπώς και ανθρωπότητα από το πνεύμα πρός την Ύλη. (Ο Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι» αναφέρει πως υπήρχαν πέντε έως τώρα γένη της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζοντάς τα κατά σειρά φθίνουσας αξίας μετάλλων: Πρώτο είναι το «Χρυσό» Γένος, όπου οι άνθρωποι ζούσαν σαν τους θεούς χωρίς μόχθο, βάσανα και γηρατειά. Δεύτερο το «Αργυρό» Υπερβόρειοι-Ουρανός, τρίτο το «Χάλκινο» Λεμούρειοι-Κρόνος, τέταρτο το Γένος των Ηρώων Άτλαντες-Δίας και πέμπτο το «Σιδερένιο» Γένος, το πιο «άθλιο» απ’ όλα, το δικό μας).
Εμείς βρισκόμαστε τώρα στην τετάρτη Κοσμική Περιόδο. Έχουν προηγηθεί η «Κρόνια», η «Ηλιακή» και η «Σεληνιακή» και θα ακολουθήσει η περίοδος του «Δία», της «Αφροδίτης» και του «Ηφαίστου», κατά τις οποίες η ανθρωπότητα θα γίνεται διαρκώς πνευματικότερη. Οι τρεις προηγούμενες αλυσίδες αντιστοιχούν συμβολικά στην «ορυκτή», «φυτική» και «ζωική» εξέλιξη του ανθρώπου και κατ’ αυτές εμφανίστηκαν διαδοχικά τα στοιχεία Φωτιά, Αέρας και Νερό.
Το πρώτο γένος των ανθρώπων, το κατεξοχήν Θείο ή «Χρυσό» ήταν καθαρά αιθερικό αποτελούμενο από τα αστρικά σώματα των «Σεληνιακών Προγόνων» πάνω στα οποία άρχισε να δομεί η Φύση του υλικό σώμα του ανθρώπου.
Το δεύτερο γένος (Υπερβόρειοι) ήταν άφυλο ενώ το τρίτο (Λεμούρειοι) ερμαφρόδιτο. Στα μέσα περίπου αυτού του τρίτου γένους των Λεμουρείων έγινε ο διαχωρισμός των φύλων ή «η πτώση στη γέννηση» και ο προηγουμένως ερμαφρόδιτος άνθρωπος, ο οποίος πολλαπλασιαζόταν μέχρι τότε μόνο με τη θέλησή του, απέκτησε φύλο και χρειαζόταν πια για την αναπαραγωγή του τη συνεύρεσή του με ένα ον του αντιθέτου φύλου. Στα προηγούμενα γένη ο πολλαπλασιασμός ήταν αγενής (ασεξουαλικός) είτε με τη στερέωση ενός «εκτοπλασματικού» σώματος που πρόβαλλε ο γονέας ή με εκβλάστηση, ή με «ιδρωτογέννηση» ή με άγνωστες σε μας μορφές ωοτοκίας.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, η τελευταία ερμαφρόδιτη ανθρωπότητα είχε τέσσερα χέρια και δύο πρόσωπα και την ικανότητα της κυκλοτερούς όρασης (μπρος και πίσω). Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε τις παράξενες Ινδουιστικές θεότητες με τα τέσσερα χέρια ή την παράδοση για τους Κύκλωπες (=κύκλος + ώψ-μάτι, δηλαδή ετυμολογικά οι έχοντες κυκλοτερή όραση) και τον εκφυλισμό του τρίτου ματιού της «πλάτης» μας μετά τη πτώση των Ερμαφρόδιτων, οπότε αυτό τελικά αποσύρθηκε με τα χρόνια μέσα στο κεφάλι μας και αποτελεί τη σημερινή υπόφυση.
Ας δούμε πως περιγράφει στο Συμπόσιο ο Πλάτωνας το αρχέγονο αυτό όν:
«… υπήρχε λοιπόν τότε το ανδρόγυνο, που και στην εμφάνιση και στο όνομα αποτελούσε συνδυασμό του αρσενικού και του θηλυκού" τώρα όμως δεν υφίσταται πια αλλά το όνομα χρησιμεύει σαν βρισιά. Έπειτα ολόκληρο το σώμα κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλό, έχοντας ολόγυρα τη ράχη και τα πλευρά. Χέρια είχε τέσσερα και πόδια ίσα με τα χέρια, και πρόσωπα δύο πάνω από κυκλικό αυχένα, ολόιδια μεταξύ τους. Κεφάλι ένα πάνω από τα δύο πρόσωπα που βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο και αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά όργανα, και όλα τα άλλα όπως θα μπορούσε κανείς από αυτά να εικάσει.
Προχωρούσε λοιπόν και όρθιο όπως και τώρα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε, αλλά και όταν επιθυμούσε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες, που φέρνοντας τα πόδια επάνω κινούνται κυκλικά, έχοντας τότε οχτώ σκέλη, στηριζόταν σ' αυτά και μετακινούνταν γρήγορα κυκλικά. Και ήταν τρία τα γένη και τέτοια, γιατί το αρσενικό γεννήθηκε αρχικά από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη κι εκείνο που μετείχε και των δύο από τη σελήνη, γιατί και η σελήνη μετέχει και των δύο. Ήταν δε κυκλικά, και αυτά και η πορεία τους, γιατί ήταν όμοια με τους γονείς τους και ήταν φοβερά ως προς τη δύναμη και τη σωματική τους αντοχή και είχαν πολύ μεγάλη έπαρση.
Τα έβαλαν μάλιστα και με τους θεούς, και αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και για τον Ώτο, για εκείνους το λέει, το ότι δηλαδή προσπάθησαν να ανεβούν στον ουρανό για να επιτεθούν στους θεούς. Ο Ζευς τότε και οι άλλοι θεοί σκέφτονταν τι πρέπει να τους κάνουν και δεν έβρισκαν λύση, γιατί δεν μπορούσαν ούτε να τους σκοτώσουν και, όπως τους Γίγαντες, να τους κατακεραυνώσουν για να αφανίσουν το γένος τους (γιατί έτσι οι τιμές προς αυτούς και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν), ούτε όμως και να τους αφήσουν να παρεκτρέπονται.
Τέλος ο Ζευς σκέφτηκε κάτι και τους λέει: Μου φαίνεται, είπε, πως μηχανεύτηκα έναν τρόπο ώστε και να διατηρηθούν οι άνθρωποι και να πάψει ο εκτραχηλισμός τους, αφού θα έχουν γίνει ασθενέστεροι. Τώρα λοιπόν αυτούς, είπε, θα τους κόψω τον καθένα στη μέση, κι έτσι και ασθενέστεροι θα είναι και χρησιμότεροι σ' εμάς, γιατί θα είναι πολυπληθέστεροι. Και θα βαδίζουν όρθιοι πάνω στα δύο σκέλη.
Αν όμως εξακολουθήσουν να παρεκτρέπονται και δεν θελήσουν να ησυχάσουν, και πάλι είπε, θα τους κόψω στα. δύο, ώστε να περπατούν πάνω στο ένα πόδι σα να παίζουν κουτσό. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε τους ανθρώπους στη μέση, όπως εκείνοι που κόβουν τα μούσμουλα για να τα ξεράνουν, ή όπως εκείνοι που κόβουν τα αβγά με μια τρίχα. Και όποιον έκοβε, έβαζε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και τον μισό λαιμό προς την τομή, ώστε βλέποντας το κόψιμό του να γίνει ο άνθρωπος φρονιμότερος και τον έβαζε να γιατρέψει και τα άλλα.
Αυτός λοιπόν του γύριζε το πρόσωπο και, τραβώντας από παντού το δέρμα προς αυτό που λέμε τώρα κοιλιά, όπως τα σουρωτά πουγκιά, το έδενε στη μέση της κοιλιάς αφήνοντας ένα στόμιο, αυτό που λέμε αφαλό. Και τις άλλες ρυτίδες τις πολλές τις λείαινε και διάρθρωνε τα στήθη έχοντας ένα όργανο παρόμοιο μ' εκείνο που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες για να λειαίνουν τις ρυτίδες των δερμάτων γύρω από τα καλαπόδια. Άφησε όμως λίγες, αυτές που βρίσκονται γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να αποτελούν ανάμνηση του παλιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύση διχοτομήθηκε, ποθώντας το καθένα το μισό του, πήγαινε μαζί του.
Και τυλίγοντας τα χέρια του ο ένας γύρω από τον άλλον και αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, θέλοντας να ξαναενωθούν, πέθαιναν από την πείνα και την απραξία, γιατί δεν ήθελαν να κάνει τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλον. Και όποτε πέθαινε το ένα από τα δυο μισά και παρέμενε το άλλο, εκείνο που παρέμενε επιζητούσε άλλο και αγκαλιαζόταν μαζί του, είτε τύχαινε να είναι το ήμισυ μιας ολόκληρης γυναίκας (αυτό που τώρα ονομάζουμε γυναίκα), είτε ενός άντρα, και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε όμως ο Ζευς και μηχανεύτηκε κάτι άλλο, μεταθέτοντας τα γεννητικά τους όργανα μπροστά γιατί προηγουμένως τα είχαν κι αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και η γέννηση γινόταν όχι επάνω τους αλλά στη γη, όπως και στα τζιτζίκια.
Τα μετέθεσε λοιπόν έτσι αυτά μπροστά και έκανε ώστε μ' αυτά να γίνεται η γονιμοποίηση μέσα τους, με το αρσενικό μέσα στο θηλυκό, ώστε με το αγκάλιασμα, αν τύχει να είναι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, να γίνεται γονιμοποίηση και να αναπαράγεται το γένος, ή αν είναι άντρας με άντρα, να επέρχεται κορεσμός από τη συνουσία και να υπάρχουν παύσεις, και να στρέφονται στις δουλειές τους και να ασχολούνται με τα διάφορα ζητήματα της ζωής.
Είναι λοιπόν από τόσο παλιά ο έρωτας έμφυτος στους ανθρώπους και τους επαναφέρει στην αρχαία φύση, και επιχειρεί να κάνει από τα δύο ένα, και να γιατρέψει την ανθρώπινη φύση. Ο καθένας λοιπόν από μας είναι κομμάτι ανθρώπου, σαν κομμένος από ένα στα δύο, όπως οι γλώσσες τα ψάρια, κι αναζητεί πάντοτε ο καθένας το κομμάτι που του λείπει…»
Θα μπορούσε να πεί κανείς πως και σε Ψυχολογικό επίπεδο η αναζήτηση του άλλου μισού που αναφέρει ο Πλάτωνας, βρίσκει την έκφραση του μέσα από την θεωρία του Carl Jung Animus και Anima. Σύμφωνα με αυτή τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουν μέσα τους στοιχεία και του αντίθετου φύλου. Κάθε άντρας έχει και μια θηλυκή πλευρά και κάθε γυναίκα έχει ασυνείδητα αρσενικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό αρχέτυπο στον άντρα αποκαλείται «Anima», ενώ το αρσενικό αρχέτυπο στη γυναίκα αποκαλείται «Animus».