Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Τα Θεμέλια της αξίας, μέρος ΙΙΙ

1280px-Aristoteles_Logica_1570_Biblioteca_HuelvaΗ Θεωρία του Καλού


Πλάτων, Νεοπλατωνισμός, Immanuel Kant, Zoroastrianism

Το καλό δεν μπορεί να οριστεί, υποστηρίζει ο George Edward Moore στο έργο του Principia Ethica. O Robert Pirsig στο Ζεν και η τέχνη της περιποίησης των μηχανών, λέει κάτι παρόμοιο αλλά προφανώς αναφέρεται στο τι είναι καλό σχετικά με την ποιότητα. Παρόλα αυτά, ότι υποστηρίζει για το καλό, είναι λιγότερο ορισμός και περισσότερο περιγραφή της πραγματικότητας. Πιστεύει ότι η καλή ποιότητα είναι ένα βαθύτερο επίπεδο στην πραγματικότητα, όπως το Ταο, του κόσμου όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Αυτή η προσέγγιση στο καλό ωστόσο, πηγαίνει πίσω στον Πλάτωνα. Στην Πολιτεία του, ξεχωρίζει δύο επίπεδα στην πραγματικότητα, τον κόσμο του γίγνεσθαι (παροδικό και ατελή) τον οποίο βλέπουμε και τον κόσμο του είναι, αιώνιο και αμετάβλητο, τον οποίο δεν βλέπουμε. Παρόλο που ο Πλάτωνας επιφυλάσσεται να δώσει έναν ορισμό, λέει ότι το καλό είναι για τον κόσμο του είναι, ότι ο ήλιος για τον ορατό κόσμο, η πηγή όλης της γνώσης, ακόμη και της ύπαρξης.

Οι Νεοπλατωνιστές χρησιμοποίησαν την πλατωνική μεταφορά για τον ήλιο, υποστηρίζοντας ότι η ύπαρξη ακτινοβολεί από το καλό, όπως το φως εκπέμπεται από τον ήλιο και το κακό είναι το εξώτερο σκοτάδι της μη-ύπαρξης. Στην σύγχρονη φιλοσοφία ο Καντ δεν υποθετικολογεί για την σχέση της αξίας με την ύπαρξη, αλλά επίσης ξεχωρίζει δύο επίπεδα πραγματικότητας όπως ο Πλάτων : τον κόσμο, όπως αυτός υπάρχει στην αντίληψή μας (εμφανίσεις ή φαινόμενα, τα συμβάντα) και τον κόσμο, όπως υπάρχει εκτός της αντίληψής μας ή του εαυτού του (το εσωτερικό των πραγμάτων, τα νοούμενα). Ο Καντ πίστευε πως όλη η γνώση αφορούσε φαινόμενα, πλην της ηθικής γνώσης, η οποία βασιζόταν στην ουσία των πραγμάτων. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε το πως αυτό γινόταν, αλλά όπως και ο Hume, το θεώρησε ως δεδομένο.


Όλα αυτά κάνουν την λέξη καλό να φαίνεται δύσκολη στον ορισμό της, αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι λάθος αν εννοούμε το καλό με την κοινή έννοια ενός συντελεστικού, τελεσιουργού καλού, το οποίο είναι κάτι καλό για κάτι άλλο, όπως ένας λαμπτήρας είναι καλός, για να παρέχει φωτισμό. Σε αυτή την περίπτωση το καλό μπορεί να οριστεί πλήρως, ως κάτι το επαρκές για τον σκοπό του. Λέγοντας ότι μια λάμπα είναι καλή για να παρέχει φως, είναι το ίδιο με το να λέμε ότι ο σκοπός της λάμπας είναι να δίνει φως και ίσως επιτυγχάνει αυτόν τον σκοπό σε μεγαλύτερο βαθμό σχετικά με άλλα αντικείμενα, τα οποία παράγουν φώς, όπως τα κεριά. Πολλοί συνήθεις ορισμοί για το καλό πάσχουν από την δυσκολία του κυκλικού ορισμού (όπου ορίζουμε την έννοια Α με την έννοια Β και πάλι την έννοια Β με την έννοια Α) αντικαθιστώντας απλά το καλό με έναν ισάξιο όρο, όπως είναι η ίδια η αξία ή κάτι το οποίο παράγει το καλό (όπως η φιλανθρωπία, beneficent) που προέρχεται από λατινική λέξη για το καλό ή την ηθική τάξη. Όλες μας παραπέμπουν σε ένα μεγαλύτερο ερώτημα για την φύση της αξίας, η οποία είναι αυτό που αναζητούσε, το αρχικό ερώτημά μας για το καλό.


Η ιδέα του σκοπού, προσθέτει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στην έρευνα μας για την φύση του καλού. Ας θυμηθούμε ότι υπάρχουν δύο πιθανές συντελεστικές κρίσεις για τις λάμπες: μια λάμπα μπορεί να είναι μια καλή λάμπα, δηλαδή να πραγματώνει τον σκοπό της ύπαρξής της και μια λάμπα μπορεί να είναι μια καλή πηγή φωτός, δηλαδή να κάνει ότι θα έπρεπε να κάνει κάθε πηγή φωτός. Ένα καλό σφυρί, κάνει ότι ένα καλό σφυρί υποτίθεται ότι κάνει, σπρώχνει καρφιά. Ακόμη και το καλό κάρφωμα μπορεί να λάβει τελολογικό ορισμό (που αποδίδει την ύπαρξη σκοπού): τα καρφιά αναμένεται να μπουν ίσια, γρήγορα και να ξεχωρίζει η κεφαλή τους λίγο πάνω από το ξύλο ή να μπει λίγο πιο μέσα. Ένα καλό αυτοκίνητο κάνει ότι είναι σχεδιασμένο να κάνει, να μας μεταφέρει όπου θέλουμε να πάμε, αξιόπιστα και με στοιχειώδη άνεση. Αν αυτά τα πράγματα αποδειχθούν ανεπαρκή ως προς τον σκοπό τους, λέμε ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτά. Αν το λάθος μπορεί να διορθωθεί, τότε παραμένουν καλά παραδείγματα στο είδος τους. Αν το σφάλμα είναι μη αναστρέψιμο, τότε γίνονται κακά παραδείγματα στο είδος τους, ένα κακό σφυρί ή ένα κακό αυτοκίνητο.


Τα τελεσιουργά καλά δεν δημιουργούν τόσο μεγάλη δυσκολία στο να οριστεί το καλό. Υπάρχουν άλλα τα οποία είναι καλά για τον εαυτό τους. Δεν είναι καλά για τα πάντα. Αυτά είναι, οι απόλυτες επιδιώξεις ή οι εσχατιές αυτών καθαυτών των τελεσιουργών καλών, οι οποίες διαφορετικά θα προκαλούσαν την άρνηση του τέλους (της επίτευξης του σκοπού) επ᾽ άπειρον. Είναι περισσότερο εγγενή, ενύπαρκτα, παρά τελεσιουργά καλά. Τα φυσικά – εσωτερικά καλά είναι αυτά που αντιστέκονται στον ορισμό. Αυτά τα καλά διατηρούν επίσης μια προφανή σχέση με τους σκοπούς όπως το θέτει ο Αριστοτέλης, το καλό είναι αυτό στο οποίο τα πάντα στοχεύουν. Ωστόσο το ερώτημα το οποίο ο Αριστοτέλης δεν έκανε, είναι γιατί τα πράγματα στοχεύουν σε ένα τέτοιο τέλος. Το καλό δεν είναι καλό επειδή επιδιώκεται από τα πράγματα. Αντιθέτως, τα πράγματα έχουν σκοπό το καλό επειδή είναι καλό. Γιατί λοιπόν ένα εγγενές καλό να είναι καλό; Αυτό το είδος της ερώτησης χαρακτηρίστηκε από τον Moore, αναπάντητο και στο οποίο ο Πλάτων και οι υπόλοιποι μπόρεσαν να δώσουν μεταφορική απάντηση. Γενικώς, αυτό είναι μάλλον παράξενο. Πως είναι δυνατόν ένα τελεσιουργό καλό να μπορεί να ορισθεί τόσο εύκολα ενώ ένα εγγενές, καθόλου; 


Παρόλα αυτά, ο καθένας μπορεί να συνεχίσει να αναζητά την απάντηση που είχε ήδη στην διάθεσή του. Αν τελεσιουργό καλό είναι αυτό που εξυπηρετεί τον σκοπό του, τότε το ίδιο μπορεί να κάνει κι ένα εγγενές καλό. Η μόνη διαφορά που πρόκειται να υπάρξει είναι ότι για το εγγενές καλό, θα ήταν ο αυτοσκοπός του. 

Αριστοτέλης

Όπως το τελεσιουργό καλό, είναι το μέσον προς ένα διακριτό τέλος, το εγγενές καλό είναι το μέσον προς ένα τέλος το οποίο ενυπάρχει στον εαυτό του. Και πάλι ο Αριστοτέλης μας δίνει τον όρο για κάτι τέτοιο: εντελέχεια, που σημαίνει πραγματικότητα, εκπλήρωση ή ότι περιλαμβάνω το τέλος (την τελειότητα) μέσα μου. Αυτός ο ορισμός είναι επισήμως επαρκής αλλά ενστικτωδώς ανεπαρκής, μιας και εξακολουθεί να είναι δύσκολο να ειπωθεί το τι αυτό σημαίνει ή γιατί θα ήταν ένας καλός ορισμός για το τελεσιουργό καλό. Αυτό που είναι ευκολονόητο στην άποψη αυτή, είναι το ότι διατηρεί την σύνδεση του καλού με τον σκοπό. Μια βαθύτερη κατανόηση των ενυπάρκτων αγαθών απαιτείται από τον στοχασμό σχετικά με την φύση των σκοπών.


[Η εντελέχεια ως όρος της Αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι η ζωτική δύναμη που ενυπάρχει μέσα σε κάθε ον και κατευθύνει κάθε ενέργειά του προς την επίτευξη της πλήρους τελειότητας. Κατ᾽ επέκταση σημαίνει την ολοκλήρωση ή την πραγματοποίηση μιας κατάστασης σε αντιδιαστολή προς την δυνάμει εμφάνισή της.


Τα πράγματα που βρίσκονται στην περιοχή της δυνατότητος, εν δυνάμει, είναι αυτά που προαναφέρθηκαν ως τελεσιουργά και τα οποία μπορούν να συντελέσουν σε κάτι που ενδεχομένως να χαρακτηρισθεί καλό (τελεσιουργό καλό) εφόσον πραγματώνει τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε.


Αντιθέτως, τα όντα που βρίσκονται στην πραγματικότητα, δηλαδή στην εν ενεργεία κατάσταση, εμπεριέχουν τον σκοπό της ύπαρξής τους και η εντελέχεια είναι η μετάβασή τους από την εν δυνάμει κατάσταση στην εν ενεργεία μέχρι την επίτευξη της αυτοπραγμάτωσης. Εν προκειμένω σε αυτά αναφερόμαστε με τον όρο εγγενή ή ενύπαρκτα]


Ο σκοπός, φυσιολογικά, είναι κάτι που αφορά στο μέλλον. Αν ο σκοπός του σφυριού είναι να καρφώνει, τότε συνήθως σηκώνουμε το σφυρί με την πρόθεση ότι πρόκειται να καρφώσουμε με αυτό. Όταν τα καρφιά καρφωθούν, το σφυρί επιστρέφει σε άσχετο (με τον σκοπό του) αποθηκευτικό χώρο. Το σφυρί γίνεται άσχετο επειδή τα καρφωμένα καρφιά στέκονται ανεξάρτητα από αυτό. Ένα εγγενές τέλος ωστόσο, δεν θα ήταν δυνατόν να διαχωριστεί από τον σκοπό του. Δεν υπάρχει μέλλον, μόνο παρουσία. Δεν διακρίνουμε τον αυτοσκοπό από την πρόθεση της μελλοντικής πραγμάτωσής του. Διακρίνουμε τον αυτοσκοπό, επειδή έχει ήδη επιτευχθεί ως τέτοιος, όπως παρακολουθούμε μια ταινία σε μεγάλο βαθμό για τον αυτοσκοπό της, να διασκεδάσουμε. Παρ᾽ όλα αυτά, πρέπει να υπάρχει κάποια έννοια με την οποία ο σκοπός ενός πράγματος, όπως η αξία (οι εν δυνάμει χρήσεις του) του, θα διαφέρει από την αντικειμενική τελεσιουργία του. Διαφορετικά γεγονός και αξία θα ήταν ένα και το αυτό, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Η μοναδικότητα ενός καλού που ενυπάρχει, έγκειται στο ότι, το γεγονός και η αξία, εξισώνονται αλλά εξακολουθούν να μην είναι το ίδιο πράγμα. Αλλιώς δεν θα βρισκόμασταν στην ανάγκη να ταυτοποιήσουμε κάτι ως εγγενές καλό στο είδος του. Όμως, πώς είναι δυνατόν ένα πράγμα να περιέχει την αντικειμενική του παρουσία και κάτι επιπλέον, που να αντιστοιχεί στο μέλλον ενός τελεσιουργού καλού; Σε αυτό το σημείο εισέρχονται τα δύο επίπεδα της πραγματικότητας που κατά έναν τρόπο προτείνουν οι Πλάτωνας και Καντ. 


Ντέιβιντ Χιουμ

Ο Hume διακρίνει το γεγονός από την αξία προσάπτοντας στην αξία ένα σοβαρό μειονέκτημα. Τα συμβάντα φαίνεται να βασίζονται στην εμπειρία και στον κόσμο, την ώρα που η αξία δεν φαίνεται να βασίζεται σε κάτι από αυτά – πράγματι, η διάκριση του Hume συνήθως χρησιμοποιείται για να απαλείψει οποιαδήποτε θεμελιώδη ύπαρξη της αξίας. Ότι είναι, είναι ορατό σε όλους, αλλά ότι θα έπρεπε να είναι, δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου. Εφόσον ο Hume ήταν υποκειμενιστής, το προφανές που θα έλεγε, θα έπρεπε να είναι ότι η αξία δεν βασίζεται πουθενά, ενώ τα προσωπικά μας αισθήματα δεν υπάρχουν χωριστά από εμάς. Ο υποκειμενισμός του Hume ωστόσο, είναι η θεωρία του πώς η αξία γίνεται γνωστή και όχι τι είναι.


Ο Hume δεν πίστευε περισσότερο ότι θα μπορούσαμε να πούμε ποια είναι η βάση της αξίας, από το ποια η βάση του αντικειμενικού γεγονότος. Ο σκεπτικισμός του Hume δεν σήμαινε ότι αμφέβαλλε λιγότερο για την ύπαρξη των θεμάτων της αξίας από την ύπαρξη των αντικειμενικών γεγονότων. Απλά δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε το πώς.


Η ταύτιση του καλού με την ύπαρξη, σύμφωνα με τον Πλάτωνα ή τους Νεοπλατωνιστές, ασφαλώς αντιστρέφουν το μειονέκτημα του να είναι η αξία αντικρυστό γεγονός, αλλά αυτό δεν εξηγεί πως τα πράγματα τα οποία θα έπρεπε να είναι ενώ δεν υπάρχουν, έχουν κάποια σχέση με την ύπαρξη. Διακρίνοντας δύο επίπεδα στην πραγματικότητα, όπως οι Πλάτωνας και Καντ, μπορούμε να διαχωρίσουμε το γεγονός από την αξία, αλλά είναι σαν να προτείνουμε δύο διαφορετικά είδη ύπαρξης, το οποίο μοιάζει με εξειδικευμένο ή αυθαίρετο είδος επίλυσης. Ωστόσο, προσθέτοντας κάποια νέα δεδομένα στον Καντ, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Το είδος της ύπαρξης που βιώνουμε δεν είναι το ίδιο με την ύπαρξη ενός εξωτερικού αντικειμένου όπως ένας βράχος. Ότι υπάρχει στον βράχο δεν μπορεί να καταστραφεί. Αυτό για την σύγχρονη φυσική, είναι η διατήρηση της μάζας.


Στην Ελληνική φιλοσοφία ο Παρμενίδης υποστήριζε ότι η ύπαρξη δεν ήταν δυνατόν να καταστραφεί επειδή η μη-ύπαρξη ή το Τίποτα ήταν κάτι το εντελώς αδιανόητο. Με το επικό της ποίημα Bhagavad Gita, η κλασσική Ινδική φιλοσοφία, φανερώνει την σύμφωνη γνώμη της: το μη-πραγματικό, ποτέ δεν είναι και το πραγματικό ποτέ δεν είναι μη-υπαρκτό. Αλλά η ύπαρξή μας, όπως γνωρίζουμε καλά, είναι ευάλωτη αναφορικά με την μη-ύπαρξη. Αυτό ονομάζεται θάνατος. Ωστόσο ο θάνατος δεν σημαίνει μη-ύπαρξη των σωμάτων μας. Ούτε είναι αναγκαίο να σημαίνει τον θάνατο των σωμάτων μας. Σημαίνει το τέλος της συνείδησης, καθώς το είδος της ύπαρξης που βιώνουμε είναι η ύπαρξη της συνείδησης.

Edmund Husserl

Η συνείδηση είναι κάτι το ιδιόμορφο. Στην σύγχρονη φιλοσοφία ο Edmund Husserl τόνισε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της συνείδησης: και ένα πράγμα που λέει είναι ότι η συνείδηση είναι πάντα η συνείδηση του κάτι. Η συνείδηση έχει πάντα ένα αντικείμενο, είναι πάντα μια σχέση υποκειμένου και αντικειμένου. Αυτό λέγεται σκοπιμότητα της συνείδησης. Στην Ινδική φιλοσοφία, οι Ουπανισάδες (Ινδουιστικά ιερά κείμενα) αναφέρουν κάτι παρόμοιο: η γνώση πάντα εμπλέκει έναν Γνώστη με έναν Γνωστό – αλλά ο Γνώστης δεν είναι Γνωστός ως Γνώστης. Αν το υποκείμενο γίνει αντικείμενο που θα γίνει γνωστό, τότε παύει πλέον να είναι υποκείμενο, αλλά το υποκείμενο παραμένει εκεί, γνωρίζοντας το αντικείμενο. 


Χειρόγραφο Upanishad_βιβλιοθήκη Wellcome_Λονδίνο

Τα περιεχόμενα στην συνείδηση υπάρχουν εξαιτίας της ύπαρξης του αντικειμένου. Ωστόσο το αντικείμενο δεν είναι γνωστό ως τέτοιο από τα περιεχόμενα της συνείδησης. Τα περιεχόμενα (στην συνείδηση) προβάλλονται αυθόρμητα στα αντικείμενα για τα οποία προορίζονται. Τα αντικείμενα γίνονται γνωστά μέσω των περιεχομένων στην συνείδηση. Αυτό διαχωρίζει την συνείδηση από την πραγματική ύπαρξη είτε του υποκειμένου, είτε του αντικειμένου: Αυτό που υπάρχει στο υποκείμενο προβάλλεται πάνω στα αντικείμενα, διαχωρίζοντάς μας από το υποκείμενο (Γνώστης). Όμως, γνωρίζουμε τα αντικείμενα μόνο από αυτά τα υποκειμενικά περιεχόμενα και παραμένουμε διαχωρισμένοι από την ύπαρξη τέτοιων εξωτερικών αντικειμένων. Ο René Descartes μπερδεύτηκε με αυτή την σχέση και αποφάνθηκε ότι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι ακόμη και για την ίδια την ύπαρξη των εξωτερικών αντικειμένων. Όλος ο κόσμος θα μπορούσε να είναι μια παραίσθηση (το ενδεχόμενο του σολιψισμού-μόνο εγώ υπάρχω) κι έτσι θεωρούμε ότι ο νους είναι περισσότερο γνωστός από το σώμα.

Αλλά η συνείδηση μας διαχωρίζει από την ύπαρξη του υποκειμένου όπως αυτό μας διαχωρίζει από την ύπαρξη του σώματος (εξωτερικό αντικείμενο). Οι Hume και Καντ παρατήρησαν αμφότεροι ότι όποια αβεβαιότητα μας για την εξωτερική ύπαρξη (σώμα) πρέπει να αντισταθμίζεται από την αμφιβολία για την εσωτερική ύπαρξη (νους).

Η παραδοξότητα της συνείδησης μας δίνει την δυνατότητα να συνδυάσουμε Πλάτωνα, Καντ και τους υπόλοιπους σε μια θεωρία για το καλό. Μπορούμε να πούμε ότι η ύπαρξη είναι αξία, το είναι………είναι το καλό, αλλά και ότι αυτή η ταυτοσημία και η συμμετρία διαλύεται από την συνείδηση, η οποία είναι το είδος της ύπαρξης που κατέχουμε. Η ασυμμετρία που προκύπτει, είναι η διαφορά μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου από την μία πλευρά και μεταξύ είναι και τίποτα από την άλλη. Η συνείδηση χωρίζει τα περιεχόμενά της από την ύπαρξη αυτή καθαυτή είτε ως υποκείμενα η ως αντικείμενα. Αυτό καθιστά την συνείδηση επισφαλή: κάνει τον θάνατο, την μη-ύπαρξη της συνείδησης, ενδεχόμενο για εμάς. Η ύπαρξη που απολαμβάνουμε είναι ένα είδος προβληματισμού για τη ίδια την ύπαρξη. Ο στοχασμός μας δίνει αντικειμενικά γεγονότα αλλά η πραγματική, άμεση αντίληψή μας για την απερίσκεπτη ύπαρξη γίνεται δια μέσου της αξίας: Αξία είναι η σκιά που ρίχνει η ύπαρξη στα φαινόμενα.

Ζαρατούστρα ή Ζωροάστρης

Ο ρόλος του θανάτου παραλληλίζεται με μια άλλη αρχαία σύλληψη της ιδέας του καλού, τον Ζωροαστρισμό, την αρχαία θρησκεία του Ιράν που ίδρυσε ο Ζαρατούστρα. Ο Ζωροαστρισμός βασικά ταυτίζει την ζωή με το καλό και τον θάνατο με το κακό. Καταστάσεις (συμβάντα) όπως η βία και ο πόνος, είναι κατά συνέπεια κακά εξαιτίας της σχέσης τους με τον θάνατο: ο πόνος είναι το μέσον που διαθέτει το σώμα για να μας πληροφορήσει ότι κάποια ζημιά ή ο θάνατος το απειλούν και η βία είτε απειλεί να προκαλέσει πόνο ή έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο. Αν αυτή είναι μια καλή εξίσωση, τότε η συνείδηση δημιουργεί την (νοητή) σφαίρα του καλού και του κακού όπως κάνει με την ζωή και τον θάνατο.


Στο Συμπόσιο, ο Πλάτων υποστηρίζει ότι η μόνη ορατή σε μας, μορφή της αξίας, είναι η ομορφιά και θεωρούσε ότι η αναγνώρισή της θα μας οδηγούσε σε μια ενορατική γνώση του Κόσμου της Ύπαρξης. Πράγματι, μπορούμε να δούμε την ομορφιά. Ταυτόχρονα έχουμε επίγνωση ότι η ομορφιά δεν είναι κάτι αντικειμενικό ή επιστημονικό κατηγόρημα ενός αντικειμένου. Γι’ αυτό και λέμε «beauty is in the eye of the beholder» – η ομορφιά έγκειται στο μάτι του θεατή, η ομορφιά είναι υποκειμενική.
Όμως δεν είναι έτσι.


Η ομορφιά είναι στο αντικείμενο και είναι στην ομορφιά που διακρίνουμε την αντικειμενική αντανάκλαση της πραγματικότητας στην ίδια την Ύπαρξη. Πράγματι, η ομορφιά είναι σχετικιστική και δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα εννοιολογικό σύστημα αλλά ως διαφορετικό είδος αξίας, όπως είναι η ηθική, μπορεί καλύτερα ή ακόμη και απόλυτα, να συλληφθεί νοητικά. Στην πραγματικότητα όλα (τα διαφορετικά είδη αξίας) είναι είδη ομορφιάς. Τα καλά πράγματα για την ηθική μπορούν να είναι ακόμη πιο όμορφα από τις ομορφιές της φύσης ή της τέχνης ακόμα κι αν είναι πιο δύσκολο να τα αντιληφθούμε ως τέτοια.


Όπως λέει ο Καντ: «Δύο πράγματα γεμίζουν τον νου πάντα με νέο, αυξανόμενο θαυμασμό και δέος, όσο πιο συχνά και σταθερά στοχάζομαι γι’ αυτά…….ο έναστρος ουρανός επάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου»


Αναλογιζόμενοι την ομορφιά της φύσης μπορεί να γεννηθεί το ερώτημα, όπως συνέβη με τον Καντ, αν ο κόσμος έχει κάποιον σκοπό. Είναι ο κόσμος ή η ζωή για οτιδήποτε; Αυτό είναι το ίδιο με το να αναρωτιέσαι αν τα φυσικά αντικείμενα πλην των σκοπών μας, είναι τελεσιουργά καλά. Ωστόσο, προσπαθώντας να αντιληφθούμε τα φυσικά αντικείμενα ως τελεσιουργά καλά οδηγούμαστε στις Αντινομίες του σκοπού, του μαρτυρίου κλπ. Οι τελολογικές εξηγήσεις ορθά αποκλείονται από την επιστήμη, η οποία ασχολείται με τα φυσικά αντικείμενα μόνο ως προϊόντα αιτιώδους συνάφειας. Οφείλουμε να θυμόμαστε ωστόσο, ότι η απόρριψη τελολογικών αιτιάσεων, σημαίνει απλά, απόρριψη των φυσικών αντικειμένων ως τελεσιουργά καλά.


Ο σκοπός, παραμένει μέρος αυτού του κόσμου, όταν θεωρούμε ότι τα φυσικά αντικείμενα εμπεριέχουν το καλό. Πράγματι, όλα τα φυσικά καλά είναι εγγενή καλά. Δεν υπάρχουν φυσικά τελεσιουργά καλά. Έτσι, κανένα καλό απομονωμένο από τους ανθρώπινους σκοπούς δεν μπορεί παρά να είναι αυθύπαρκτο. Οτιδήποτε υποθέτει η επιστήμη για τον «έναστρο ουρανό επάνω μου» εξακολουθεί να υποδηλώνει τα ίδια πράγματα που ο Πλάτων ή ο Καντ θεωρούσαν ότι έκαναν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου