Στο ταλμουδικό Μισνάχ, ένα από τα πιο επίσημα κείμενα της ιουδαϊκής παράδοσης, βρίσκει κανείς μια αξιοπρόσεκτη δήλωση, που ορίζει την ιουδαϊκή θρησκεία σε σχέση με τον επικουρισμό: Ο λαός Ισραήλ, καθώς είπε ο Ησαΐας, θα κληρονομήσει τον κόσμο:
«Όσοι από σας είστε ενάρετοι θα κερδίσετε την αιωνιότητα και θα κληρονομήσετε τη γη.»
Και ιδού ποιοι δεν πρόκειται να κερδίσουν τον κόσμο που μας μέλλεται: όσοι δεν πιστεύουν στην ανάσταση νεκρών, όσοι αρνούνται ότι η Τόραχ είναι εξ ουρανού, και οι Επικούρειοι («Απίκορσιμ»).
Οι σύγχρονοι Εβραίοι χρησιμοποιούν τη λέξη «απίκορος» για τους άπιστους γενικώς όμως οι συγγραφείς του Ταλμούδ ξεχώριζαν καθαρά τους οπαδούς του Επίκουρου. Το πραγματικό νόημα της παραπάνω δήλωσης είναι ότι όλοι οι Εβραίοι θα κερδίσουν την αιώνιο ζωή εκτός από εκείνους που έχουν διαφθαρεί από τον Επίκουρο ή από συγκεκριμένες επικούρειες ιδέες (δηλαδή, άρνηση της μετά θάνατο ζωής και της θείας πρόνοιας). Είναι αξιοσημείωτη ετούτη η παράξενη έχθρα προς τον επικουρισμό, όπως και το ότι, αιώνες αργότερα, για τους ραββίνους του Μεσαίωνα, η συγκεκριμένη δήλωση είχε θεμελιώδη χαρακτήρα ως προς τον ορισμό του νοήματος της Εβραϊκότητας. Ο πιο γνωστός ραβ- βίνος, ο Μωυσής Μαϊμονίδης, πιστός στην ιουδαϊκή παράδοση, ακόμα και στα τέλη του 12ου αιώνα καταδίκαζε ρητά τον επικουρισμό.
Η προέλευση του αντι-επικουρισμού στην ιουδαϊκή σκέψη, εύκολα ανιχνεύεται στον 2ο αιώνα π.Χ., τότε που ο Σελευκίδης μονάρχης Αντίοχος ο Επιφανής είχε ξεκινήσει εκστρατεία ενάντια στην Αίγυπτο σε μια προσπάθεια να κυριέψει τους αντιπάλους του Πτολεμαίους. Η Ιουδαία είχε την ατυχία να βρίσκεται ανάμεσα στη σελευκιδική Συρία και την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, και οι Ιουδαίοι είχαν διαιρεθεί σε φιλοπτολεμαϊκούς και φιλοσελευκιδείς. Την ίδια εποχή, το ιερατείο των Σαδδουκαίων (δηλαδή των απογόνων του Σαδώκ, αρχιερέα της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα) ήταν βαθειά επηρεασμένο από τον ελληνικό πολιτισμό και ενστερνιζόταν δόγματα που αψηφούσαν τη συντηρητική προφορική παράδοση, ενώ απέρριπτε δεισιδαιμονίες του συρμού και προπάντων την πίστη στην ανάσταση των νεκρών σωμάτων. Την εποχή εκείνη της εκστρατείας του Αντίοχου, ο αρχιερέας των Σαδδουκαίων ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Πτολεμαίων.
Ο Αντίοχος, θέλοντας να εξασφαλίσει τα νώτα του στην Ιουδαία και να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία πιο ενοποιημένη πολιτιστικά, απομάκρυνε τον Σαδδουκαίο αρχιερέα και ίδρυσε ένα ελληνικό Γυμνάσιο στην Ιερουσαλήμ. Ο μονάρχης συμπαθούσε τον επικουρισμό (παρ' ότι οι δραστηριότητές του ήταν ξένες προς τη διδασκαλία του Επίκουρου), κι έτσι η απόπειρά του να εξελληνίσει την Ιουδαία διά της βίας, στη συνείδηση των Ιουδαίων πατριωτών συνδέθηκε με την επικούρεια φιλοσοφία. Άλλος παράγοντας ήταν το ότι οι επικούρειοι, που δέσποζαν στις εξελληνισμένες πόλεις της Γαλιλαίας, υποδαύλιζαν την αντιπαλότητα ανάμεσα στον επικουρισμό και την παραδοσιακή θρησκεία των βόρειων Ιουδαίων. Η πολιτική του Αντίοχου προκάλεσε ισχυρή εθνικιστική αντίδραση, που ξέσπασε βίαια μόλις έφτασαν ως την Ιουδαία φήμες για το θάνατο του μονάρχη. Μολονότι οι φήμες ήταν ψευδείς, αυτό δεν εμπόδισε την επιτυχία της εξέγερσης -υπό την ηγεσία του Ιούδα Μακκαβαίου- κατά των Σελευκιδών.
Η κατάσταση στο ιουδαϊκό ιερατείο ήταν μάλλον εύθραυστη, απ” όταν σταθεροποίησαν την εξουσία τους οι Μακκαβαίοι. Το κύρος και η νομιμότητα του ιερατείου των Σαδδουκαίων είχε υπονομευτεί από τις φιλελληνικές τους τάσεις και τις στενές σχέσεις με την πτολεμαϊκή μοναρχία. Η παράταξη των σχισματικών (των Φαρισαίων) δεν επέτρεψε στους Σαδδουκαίους να ανακτήσουν τον έλεγχο του ναού της Ιερουσαλήμ, και οι Σαδδουκαίοι ίδρυσαν έναν αντίπαλο ναό στην αιγυπτιακή Λεοντόπολη. Λίγα χρόνια μετά, οι Φαρισαίοι είχαν πια σταθεροποιήσει τις θέσεις τους στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας -θέσεις που κράτησαν μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Τα πράγματα όμως μπλέχτηκαν πολύ από το γεγονός ότι άρχισε να αμφισβητείται ανοιχτά η νομιμότητα των Φαρισαίων, επειδή ο αρχιερέας τους δεν ήταν απόγονος του Σαδώκ. Άλλες θρησκευτικές φατρίες είχαν βγει στο προσκήνιο κατά την ύστερη Ασμοναϊκή περίοδο (δηλαδή, στα τέλη του ίου αι. π.Χ.), που αμφισβητούσαν συλλήβδην Φαρισαίους, Σαδδουκαίους και Σαμαρίτες (μια παραφυάδα του ιουδαϊσμού, της οποίας οι πιστοί ήδη από τον 4° αιώνα είχαν ιδρύσει δικό τους λατρευτικό κέντρο στην πόλη Ναμπλούς, στους πρόποδες του όρους Γκεριζίμ). Οι νέες φατρίες αμφισβητούσαν την αναγκαιότητα του λατρευτικού τυπικού του Ναού και την αυθεντία του ιερατείου. Μια από τις ομάδες αυτές ήταν οι αυτοαποκαλούμενοι τηρητές (ναζαρίμ) – δηλαδή, «διατηρητές» της θείας σοφίας. Αυτοί οι ναζαρίμ ή ναζαρηνοί, δίδασκαν ότι η ενάρετη στάση προς τον συνάνθρωπο, παράλληλα με τελετές βαπτίσεων και χρίσεων και ευχαριστιακές τελετές προς τιμή των νεκρών, αρκούσαν ώστε να συγκαταλεχθεί κανείς στους ανθρώπους του θεού, και ότι περίττευαν οι παραδοσιακές τελετές του Ναού. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι ναζαρηνές λατρευτικές σέχτες βρέθηκαν στο επίκεντρο της αντίστασης κατά των Ρωμαίων, καθώς και οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι είχαν επιστρατευτεί στην υπηρεσία της μοναρχίας του Ηρώδη, που είχαν εγκαταστήσει οι κατακτητές.
Η ιστορική σπουδαιότητα όλων αυτών των περιπλοκών της αρχαίας ιουδαϊκής πολιτικής, έγκειται στο ότι οι Φαρισαίοι είναι οι προπάτορες του σύγχρονου ραββινικού ιουδαϊσμού, ενώ από το ναζαρηνό κίνημα ξεπήδησαν δύο θρησκείες που επέζησαν μέχρι σήμερα, ο μανδαϊσμός και ο χριστιανισμός. Η ίδρυση των δύο αυτών ναζαρηνών θρησκειών ανάγεται στον Ιωάννη Βαπτιστή και στον Ιησού αντίστοιχα.
Το Ταλμούδ (που θα πει μελέτη, δηλ. συστηματική παράθεση, ερμηνεία και σχολιασμός), προέρχεται από την φαρισαϊκή προφορική παράδοση, συνεπώς το αντιεπικουρικό απόσπασμα που παραθέσαμε μπορεί να ερμηνευτεί ως μία επίθεση ενάντια στους Σαδδουκαίους μια ταύτιση των σαδδουκαιϊκών πεποιθήσεων με εκείνες του μισητού Σελευκίδη που βεβήλωσε το Ναό. Φαίνεται πως οι Σαδδουκαίοι δεν κατάφεραν να σβήσουν από πάνω τους τη μομφή ότι ξεπουλήθηκαν στους Σελευκίδες και στους Ρωμαίους, γιατί λίγα χρόνια μετά την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 7ο μ.Χ., εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, καθώς μαζί με το Ναό καταστράφηκαν και τα βιβλία που καταδείκνυαν την καταγωγή τους από τον Σαδώκ (τα τελευταία εναπομείναντα τεκμήρια της νομιμότητάς τους).
Η ανάμνηση της εξέγερσης των Μακκαβαίων ενάντια στον Αντίοχο επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας (μέσα από τον εορτασμό της «Χανουκάχ»)” ζωντανή κληρονομιά της διαμάχης των φατριών της Ασμοναϊκής (δηλ. Μακκαβαϊκής) περιόδου, είναι οι τρεις χωριστές θρησκείες, ο εβραϊσμός, ο μανδαϊσμός* και ο χριστιανισμός, καθώς και η ταλμουδική αποκήρυξη του επικουρισμού.
* Ο μανδαϊσμός, αρχαία θρησκεία ιουδαικής-παλαιστινιακής προέλευσης, επιβιώνει στο Ιράκ και στο νοτιοδυτικό Ιράν” λατρεύει τον Ιωάννη Βαπτιστή.
«Όσοι από σας είστε ενάρετοι θα κερδίσετε την αιωνιότητα και θα κληρονομήσετε τη γη.»
Και ιδού ποιοι δεν πρόκειται να κερδίσουν τον κόσμο που μας μέλλεται: όσοι δεν πιστεύουν στην ανάσταση νεκρών, όσοι αρνούνται ότι η Τόραχ είναι εξ ουρανού, και οι Επικούρειοι («Απίκορσιμ»).
Οι σύγχρονοι Εβραίοι χρησιμοποιούν τη λέξη «απίκορος» για τους άπιστους γενικώς όμως οι συγγραφείς του Ταλμούδ ξεχώριζαν καθαρά τους οπαδούς του Επίκουρου. Το πραγματικό νόημα της παραπάνω δήλωσης είναι ότι όλοι οι Εβραίοι θα κερδίσουν την αιώνιο ζωή εκτός από εκείνους που έχουν διαφθαρεί από τον Επίκουρο ή από συγκεκριμένες επικούρειες ιδέες (δηλαδή, άρνηση της μετά θάνατο ζωής και της θείας πρόνοιας). Είναι αξιοσημείωτη ετούτη η παράξενη έχθρα προς τον επικουρισμό, όπως και το ότι, αιώνες αργότερα, για τους ραββίνους του Μεσαίωνα, η συγκεκριμένη δήλωση είχε θεμελιώδη χαρακτήρα ως προς τον ορισμό του νοήματος της Εβραϊκότητας. Ο πιο γνωστός ραβ- βίνος, ο Μωυσής Μαϊμονίδης, πιστός στην ιουδαϊκή παράδοση, ακόμα και στα τέλη του 12ου αιώνα καταδίκαζε ρητά τον επικουρισμό.
Η προέλευση του αντι-επικουρισμού στην ιουδαϊκή σκέψη, εύκολα ανιχνεύεται στον 2ο αιώνα π.Χ., τότε που ο Σελευκίδης μονάρχης Αντίοχος ο Επιφανής είχε ξεκινήσει εκστρατεία ενάντια στην Αίγυπτο σε μια προσπάθεια να κυριέψει τους αντιπάλους του Πτολεμαίους. Η Ιουδαία είχε την ατυχία να βρίσκεται ανάμεσα στη σελευκιδική Συρία και την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, και οι Ιουδαίοι είχαν διαιρεθεί σε φιλοπτολεμαϊκούς και φιλοσελευκιδείς. Την ίδια εποχή, το ιερατείο των Σαδδουκαίων (δηλαδή των απογόνων του Σαδώκ, αρχιερέα της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα) ήταν βαθειά επηρεασμένο από τον ελληνικό πολιτισμό και ενστερνιζόταν δόγματα που αψηφούσαν τη συντηρητική προφορική παράδοση, ενώ απέρριπτε δεισιδαιμονίες του συρμού και προπάντων την πίστη στην ανάσταση των νεκρών σωμάτων. Την εποχή εκείνη της εκστρατείας του Αντίοχου, ο αρχιερέας των Σαδδουκαίων ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Πτολεμαίων.
Ο Αντίοχος, θέλοντας να εξασφαλίσει τα νώτα του στην Ιουδαία και να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία πιο ενοποιημένη πολιτιστικά, απομάκρυνε τον Σαδδουκαίο αρχιερέα και ίδρυσε ένα ελληνικό Γυμνάσιο στην Ιερουσαλήμ. Ο μονάρχης συμπαθούσε τον επικουρισμό (παρ' ότι οι δραστηριότητές του ήταν ξένες προς τη διδασκαλία του Επίκουρου), κι έτσι η απόπειρά του να εξελληνίσει την Ιουδαία διά της βίας, στη συνείδηση των Ιουδαίων πατριωτών συνδέθηκε με την επικούρεια φιλοσοφία. Άλλος παράγοντας ήταν το ότι οι επικούρειοι, που δέσποζαν στις εξελληνισμένες πόλεις της Γαλιλαίας, υποδαύλιζαν την αντιπαλότητα ανάμεσα στον επικουρισμό και την παραδοσιακή θρησκεία των βόρειων Ιουδαίων. Η πολιτική του Αντίοχου προκάλεσε ισχυρή εθνικιστική αντίδραση, που ξέσπασε βίαια μόλις έφτασαν ως την Ιουδαία φήμες για το θάνατο του μονάρχη. Μολονότι οι φήμες ήταν ψευδείς, αυτό δεν εμπόδισε την επιτυχία της εξέγερσης -υπό την ηγεσία του Ιούδα Μακκαβαίου- κατά των Σελευκιδών.
Η κατάσταση στο ιουδαϊκό ιερατείο ήταν μάλλον εύθραυστη, απ” όταν σταθεροποίησαν την εξουσία τους οι Μακκαβαίοι. Το κύρος και η νομιμότητα του ιερατείου των Σαδδουκαίων είχε υπονομευτεί από τις φιλελληνικές τους τάσεις και τις στενές σχέσεις με την πτολεμαϊκή μοναρχία. Η παράταξη των σχισματικών (των Φαρισαίων) δεν επέτρεψε στους Σαδδουκαίους να ανακτήσουν τον έλεγχο του ναού της Ιερουσαλήμ, και οι Σαδδουκαίοι ίδρυσαν έναν αντίπαλο ναό στην αιγυπτιακή Λεοντόπολη. Λίγα χρόνια μετά, οι Φαρισαίοι είχαν πια σταθεροποιήσει τις θέσεις τους στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας -θέσεις που κράτησαν μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Τα πράγματα όμως μπλέχτηκαν πολύ από το γεγονός ότι άρχισε να αμφισβητείται ανοιχτά η νομιμότητα των Φαρισαίων, επειδή ο αρχιερέας τους δεν ήταν απόγονος του Σαδώκ. Άλλες θρησκευτικές φατρίες είχαν βγει στο προσκήνιο κατά την ύστερη Ασμοναϊκή περίοδο (δηλαδή, στα τέλη του ίου αι. π.Χ.), που αμφισβητούσαν συλλήβδην Φαρισαίους, Σαδδουκαίους και Σαμαρίτες (μια παραφυάδα του ιουδαϊσμού, της οποίας οι πιστοί ήδη από τον 4° αιώνα είχαν ιδρύσει δικό τους λατρευτικό κέντρο στην πόλη Ναμπλούς, στους πρόποδες του όρους Γκεριζίμ). Οι νέες φατρίες αμφισβητούσαν την αναγκαιότητα του λατρευτικού τυπικού του Ναού και την αυθεντία του ιερατείου. Μια από τις ομάδες αυτές ήταν οι αυτοαποκαλούμενοι τηρητές (ναζαρίμ) – δηλαδή, «διατηρητές» της θείας σοφίας. Αυτοί οι ναζαρίμ ή ναζαρηνοί, δίδασκαν ότι η ενάρετη στάση προς τον συνάνθρωπο, παράλληλα με τελετές βαπτίσεων και χρίσεων και ευχαριστιακές τελετές προς τιμή των νεκρών, αρκούσαν ώστε να συγκαταλεχθεί κανείς στους ανθρώπους του θεού, και ότι περίττευαν οι παραδοσιακές τελετές του Ναού. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι ναζαρηνές λατρευτικές σέχτες βρέθηκαν στο επίκεντρο της αντίστασης κατά των Ρωμαίων, καθώς και οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι είχαν επιστρατευτεί στην υπηρεσία της μοναρχίας του Ηρώδη, που είχαν εγκαταστήσει οι κατακτητές.
Η ιστορική σπουδαιότητα όλων αυτών των περιπλοκών της αρχαίας ιουδαϊκής πολιτικής, έγκειται στο ότι οι Φαρισαίοι είναι οι προπάτορες του σύγχρονου ραββινικού ιουδαϊσμού, ενώ από το ναζαρηνό κίνημα ξεπήδησαν δύο θρησκείες που επέζησαν μέχρι σήμερα, ο μανδαϊσμός και ο χριστιανισμός. Η ίδρυση των δύο αυτών ναζαρηνών θρησκειών ανάγεται στον Ιωάννη Βαπτιστή και στον Ιησού αντίστοιχα.
Το Ταλμούδ (που θα πει μελέτη, δηλ. συστηματική παράθεση, ερμηνεία και σχολιασμός), προέρχεται από την φαρισαϊκή προφορική παράδοση, συνεπώς το αντιεπικουρικό απόσπασμα που παραθέσαμε μπορεί να ερμηνευτεί ως μία επίθεση ενάντια στους Σαδδουκαίους μια ταύτιση των σαδδουκαιϊκών πεποιθήσεων με εκείνες του μισητού Σελευκίδη που βεβήλωσε το Ναό. Φαίνεται πως οι Σαδδουκαίοι δεν κατάφεραν να σβήσουν από πάνω τους τη μομφή ότι ξεπουλήθηκαν στους Σελευκίδες και στους Ρωμαίους, γιατί λίγα χρόνια μετά την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 7ο μ.Χ., εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, καθώς μαζί με το Ναό καταστράφηκαν και τα βιβλία που καταδείκνυαν την καταγωγή τους από τον Σαδώκ (τα τελευταία εναπομείναντα τεκμήρια της νομιμότητάς τους).
Η ανάμνηση της εξέγερσης των Μακκαβαίων ενάντια στον Αντίοχο επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας (μέσα από τον εορτασμό της «Χανουκάχ»)” ζωντανή κληρονομιά της διαμάχης των φατριών της Ασμοναϊκής (δηλ. Μακκαβαϊκής) περιόδου, είναι οι τρεις χωριστές θρησκείες, ο εβραϊσμός, ο μανδαϊσμός* και ο χριστιανισμός, καθώς και η ταλμουδική αποκήρυξη του επικουρισμού.
* Ο μανδαϊσμός, αρχαία θρησκεία ιουδαικής-παλαιστινιακής προέλευσης, επιβιώνει στο Ιράκ και στο νοτιοδυτικό Ιράν” λατρεύει τον Ιωάννη Βαπτιστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου