«…Όποιο και να είναι το μυστικό του μυστηρίου των πραγμάτων,
είναι χωρίς αμφιβολία ιδιαίτερα πολύπλοκο. Ή, αν είναι απλό, έχει μια απλότητα
που καμιά από τις ικανότητές μας δεν μπορεί να διακρίνει. Το πιο μεγάλο μου
παράπονο απέναντι στα περισσότερα φιλοσοφικά δόγματα είναι πως είναι υπερβολικά
απλά. Η έγνοια τους να εξηγήσουν αποτελεί επαρκή απόδειξη γι’ αυτό, αφού εξήγηση
σημαίνει απλούστευση.
Όσο αλλόκοτη και να είναι η θεωρία του κακού του Soame Jenyns
[1] τουλάχιστον δεν είναι παράλογη, όπως είναι παράλογο το δόγμα ενός Θεού
παντοδύναμου και καλού, αλλά και δημιουργού του κακού, αφού είναι δημιουργός των
πάντων. Η υπόθεση του Soame Jenyns παρουσιάζει μάλιστα το – ίσως απατηλό, αλλά
προφανέστατο – πλεονέκτημα της αναλογίας. Πράγματι, όπως ακριβώς παρεμβαίνουμε
στη ζωή των όντων που είναι κατώτερα από μας – για να τους κάνουμε άλλοτε καλό
κι άλλοτε κακό.
Καμιά φορά τους κάνουμε καλό πιστεύοντας ότι τους κάνουμε
κακό, και αντίστροφα, έτσι μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι ενεργούν με τον ίδιο
τρόπο απέναντί μας όντα που υποτίθεται πως είναι το ίδιο ανώτερα από εμάς όπως
εμείς από τα κοπάδια στις εξοχές μας ή από τα πουλιά στον ουρανό μας. Μια μέρα
σκέφτηκα – ήταν μάλλον ένα ονειροπόλημα παρά μια αληθινή πεποίθηση – ότι θα
μπορούσε κάλλιστα, αφού η ζωή είναι ο νόμος των πάντων, ο θάνατος να είναι πάντα
σημάδι ξένης παρέμβασης, και να μην πεθαίνουμε ποτέ παρά μόνο από βίαιο
θάνατο.
Κάποιοι θάνατοι είναι ξεκάθαρα βίαιοι, και πολύ συχνά του
προκαλούμε εμείς οι ίδιοι. Άλλοι θάνατοι, που τους χαρακτηρίζουμε φυσικούς, θα
μπορούσαν να είναι το ίδιο βίαιοι, αλλά να οφείλονται στην παρέμβαση κάποιων
όντων ασύλληπτων από τις αισθήσεις μας. Όπως βλέπουμε κάποια έθνη να βρίσκονται
σε κατάσταση πλήρους παρακμής, και παρ’ όλα αυτά να μην εξαφανίζονται από
προσώπου γης παρά μόνο εξαιτίας ξένων εισβολών και πράξεων βίας, παρομοίως και
οι ζωές μας θα μπορούσαν να μην τελειώνουν παρά μόνο μ’ αυτό τον τρόπο.
Ακόμα και η αυτοκτονία – ακολουθώντας τον λογικό ειρμό της
ονειροπόλησής μου – θα μπορούσε να υπακούει σε ξένη παρόρμηση. Καμιά ζωή δεν θα
δινόταν αυθαίρετα στο θάνατο, αλλά στην περίπτωση της αυτοκτονίας θ’ αποφάσιζε
το θάνατό της υπό εξωτερική επήρεια, χρησιμοποιώντας απλώς τον εαυτό της. Θα
είχα ξεχάσει εντελώς αυτούς τους όχι ιδιαιτέρως ακριβείς συλλογισμούς, αν κάποτε
δεν είχαν σώσει εμένα τον ίδιο από την αυτοκτονία, πριν από πολύ καιρό – λίγο
μετά το τέλος των πανεπιστημιακών σπουδών μου.
Η ζωή μου δοκιμαζόταν από έναν παροξυσμό αγωνίας, αλλά η
αόριστη πιθανότητα να είναι η σκέψη μου σωστή (και μπορούσε να είναι σωστή όσο
οποιαδήποτε άλλη), και, αν ήταν σωστή, η απροθυμία μου να δράσω ως απλός
υπηρέτης, σαν εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος – όλα αυτά, πράγματι, με απέτρεψαν
(δεν ξέρω αν αυτό ήταν χρήσιμο ή όχι) από την εκτέλεση μια πράξης που, στο κάτω
κάτω, απλώς αναβλήθηκε μέχρι σήμερα.
Τίποτα πια δεν μπορεί σήμερα ν’ αλλάξει τη ζωή μου. Αν… ή αν…
Ναι, αλλά ένα «αν» αντιπροσωπεύει πάντα κάτι που δεν έχει συμβεί κι αφού δεν
έχει συμβεί, ποιο το όφελος να φανταζόμαστε τι θα γινόταν αν είχε συμβεί;
«…Η μεγαλύτερη τραγωδία για μια ψυχή ή έναν άνθρωπο είναι να διαθέτει διάνοια και ηθική εξίσου ισχυρές. Για να είναι κάποιος αναμφισβήτητα και «απόλυτα» ηθικός, πρέπει να είναι και λιγάκι ανόητος. Για να είναι απόλυτα διανοούμενος, πρέπει να είναι και λιγάκι ανήθικος. Δεν ξέρω ποιο παιχνίδι της Μοίρας ή ποια ειρωνεία της Τύχης δεν επιτρέπει στον άνθρωπο αυτόν το δυϊσμό σε υψηλό επίπεδο. Προς μεγάλη μου δυστυχία κάτι τέτοιο συμβαίνει στην περίπτωσή μου. Διαθέτοντας, λοιπόν, δύο αρετές, δεν κατόρθωσα ποτέ μου να γίνω τίποτα. Αυτό που με έφθειρε στη ζωή δεν είναι ότι διέθετα υπερβολικά ανεπτυγμένο ένα προσόν, αλλά δύο.»
«…Το κακό δεν βρίσκεται στον ατομικισμό μας, αλλά στον τύπο
του ατομικισμού που μας χαρακτηρίζει, ο οποίος είναι στατικός αντί να είναι
δυναμικός. Στα μάτια μας, η αξία μας εξαρτάται απ’ αυτό που σκεφτόμαστε, κι όχι
από αυτό που πράττουμε. Ξεχνάμε πως αυτό που δεν κάναμε δεν το βιώσαμε πως η
πρωταρχική λειτουργία της ζωής είναι η δράση, όπως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό
των πραγμάτων είναι η κίνηση.
Προσδίδουμε σημασία στις σκέψεις μας απλώς και μόνο επειδή
είναι δικές μας θεωρούμε εαυτούς όχι, όπως έλεγε εκείνος ο Έλληνας [2], «μέτρον
πάντων», αλλά κανόνα ή μονάδα μέτρησης των πάντων∙ κι έτσι δημιουργήσαμε ανάμεσά
μας όχι απλώς μια ερμηνεία, αλλά μια κριτική του σύμπαντος (ενώ, εφόσον δεν το
γνωρίζουμε, δεν είμαστε ικανοί να το κρίνουμε) και βλέπουμε τα πιο αδύναμα και
πιο διαταραγμένα πνεύματα ανάμεσά μας να ανάγουν αυτή την κριτική σε ερμηνεία
που επιβάλλεται σαν παραίσθηση, και όχι μέσω συλλογισμού, αλλά διά μιας
απλούστατης επαγωγής. Πρόκειται για μια καθαρή περίπτωση παραίσθησης, δηλαδή για
μια ψευδαίσθηση που γεννήθηκε από την εσφαλμένη κατανόηση ενός γεγονότος.»
«…Ποτέ δεν κατάφερα να πιστέψω ότι θα μπορούσε κανείς, είτε
εγώ ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, να έχει τη βεβαιότητα ότι θα φέρει κάποια
ανακούφιση, πραγματική ή βαθιά, στις δυστυχίες του ανθρώπου, κι ακόμη λιγότερο
να τις γιατρέψει! Ούτε κατάφερα, όμως, να πάψω να το σκέφτομαι η παραμικρή
ανθρώπινη αγωνία- ή και μόνο το να τη φανταστώ- πάντα μου δημιουργούσε άγχος, κι
ακόμη με αναστάτωνε, μου απαγόρευε να συγκεντρωθώ και ν’ αφιερωθώ στο «εγώ»
μου.
Η πεποίθηση ότι κάθε θεραπευτική της ψυχής είναι εντελώς
ανώφελη θα έπρεπε, αντίθετα, να με υψώσει μέχρι τις κορυφές της αδιαφορίας, όπου
οι γήινες ανησυχίες θα κρύβονταν πίσω από το νεφελώδες πέπλο αυτής της
πεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, όσο δυνατή και να είναι η σκέψη, είναι εντελώς
ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να μην
αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατον να μην περπατάμε.
(Σ.Σ. Αυτό μόνο αδύνατον δεν είναι, αντίθετα είναι πολύ
εφικτό και απολύτως απαραίτητο το να ελέγχουμε, τι αισθανόμαστε και όταν
κρίνεται πρέπον να μην αισθανόμαστε τίποτε. Βασική άσκηση, είναι αυτή, στην
Ακεραιότητα)
Η έλλειψη ορμής μέσα μου ήταν πάντα, σε τελική ανάλυση, η πηγή και η αιτία όλων των δεινών μου – το να μην μπορώ να θελήσω πριν σκεφτώ, το να μην μπορώ να αφοσιωθώ, το να μην μπορώ να πάρω μιαν απόφαση με τον μόνο τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι: με την αποφασιστικότητα, κι όχι με το μυαλό- όπως ο γάιδαρος του Μπυριντάν [3] που πεθαίνει πάνω στη μαθηματική διχοτόμο που χωρίζει το νερό από τη συγκίνηση και το άχυρο από την προσπάθεια, ενώ, αν δεν το σκεφτόταν, ίσως και να πέθαινε, αλλά δε θα πέθαινε ούτε από πείνα, ούτε από δίψα.»
Fernando Pessoa «Η Αγωγή του Στωικού»
[1] Soame Jenyns (1704-1787): Άγγλος ποιητής, κριτικός και
δοκιμιογράφος, συγγραφέας ενός δοκιμίου με τίτλο Ελεύθερη Έρευνα για τη Φύση και
την Προέλευση του Κακού.
[2]. Ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης
[3].Jean Buridan (1300-1358): Γάλλος σχολαστικός φιλόσοφος
που διατύπωσε το εξής: Αν ένας γάιδαρος που βασανίζεται το ίδιο από
πείνα και δίψα τοποθετηθεί σε ίση απόσταση από έναν κουβά νερό και μια μερίδα
βρώμη, δεν μπορεί να αποφασίσει προς τα που να κατευθυνθεί και πεθαίνει από
πείνα και δίψα. Ο Buridan θέλησε έτσι να καταδείξει τις παρενέργειες της
υποτιθέμενης «ελευθερίας της επιλογής».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου