Ένα άκρως επίκαιρο κείμενο του πρώην πρωθυπουργού, νομικού και ιστορικού Αλεξάνδρου Διομήδη (1875-1951), από τις περίφημες “Βυζαντινές Μελέτες” του, που εκδόθηκαν σχεδόν ολοκληρωμένες το 1951, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του.
Ο Αλέξανδρος Διομήδης Κυριακός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1874. Ήταν εγγονός του Διομήδη-Κυριακού και γιος του Νικολάου Διομήδη-Κυριακού. Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Βαϊμάρης και Παρισίων και έγινε διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Το 1905 υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο Διοικητικό Δίκαιο, το 1909 νομάρχης Αττικο-βοιωτίας, το 1910 βουλευτής των Φιλελευθέρων στις Σπέτσες, το 1912 υπουργός Οικονομικών, το 1918 συνδιοικητής της Εθνικής Τραπέζης, το 1922 υπουργός Οικονομικών, το 1923 διοικητής Εθνικής Τραπέζης και το 1927 διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδας. Το 1949 έγινε αντιπρόεδρος Κυβερνήσεως και από 30.6.1949 μέχρι 6.1.1950 Πρωθυπουργός της συμμαχικής κυβέρνησης, που περιλάμβανε τους Κ. Τσαλδάρη, Π. Κανελλόπουλο, Σ. Βενιζέλο, Γ. Μαύρο, Κ. Τσάτσο, κ.ά. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο. Πέθανε στην Αθήνα το 1951.
Στο παρακάτω απόσπασμα, ο σπουδαίος μελετητής της Βυζαντινής Ιστορίας, με την ελευθεροφροσύνη που τον διέκρινε, μαστίγωσε τον μοναστικό θεσμό, που ήταν μια δυσίατη πληγή για το Βυζάντιο και αποτέλεσε ένα από τα βασικά αίτια της παρακμής και της κατάρρευσης του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.
«O μοναχικός θεσμός, ιδίως δε ο υπό των αναχωρητών εφαρμοζόμενος ασκητισμός, έξετράφη εις την Αίγυπτον ιδίως, την Συρίαν και την έρημον ενδοχώραν, εν μέσω της νοσηράς μυστικοπάθειας ήτις παρατηρείται κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνας. Φεύγουν πολλοί τον κόσμον δια να σώσουν την ψυχήν. Αναμένουν ως λύτρωσιν τον θάνατον. Ζουν υπεράνθρωπον βίον ευσεβείας και εγκρατείας έξω κάθε ανάγκης και υπεράνω κάθε ανθρωπίνης αδυναμίας, «τα πάθη της σαρκός τω ξίφει της εγκρατείας τέμνοντες», υποβαλλόμενοι εις στερήσεις και κακώσεις, εξήπτον μέχρι νοσηρότητος την φαντασίαν, περιέπιπτον εις εκστάσεις και επίστευον ότι μόνον ούτω ζουν αληθώς αυστηρόν χριστιανικόν βίον.
«Κατώδυνος ψυχή εν διηνεκεί μνήμη θανάτου, αδολεσχούσα και υπνώττουσα και γρηγορούσα, αναχώρησις κόσμου, μίσος εκούσιον επαινουμένης ύλης και άρνησις φύσεως δι επιτυχίαν των υπέρ φύσιν»
Το πνεύμα αυτό της ακράτητος και της εκδήλου δυσμενείας προς κάθε ορμήν της ζωής ήτις, αν δεν χαλιναγωγήται αυστηρώς, οδηγεί προς το κακόν, εκυριάρχησε κατά το πλείστον της βυζαντινής περιόδου. Την αισιόδοξον δηλαδή πίστιν του αρχαίου Έλληνος εις τον άνθρωπον είχε διαδεχθή η δυσπιστία προς την ανθρωπίνην φύσιν.
Πνιγηρά ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας σκιάζει επομένως την ζωήν. Η αρνητική πλευρά της χριστιανικής διδασκαλίας θίγει κυρίως. Τα πάντα είναι ματαιότης. Η επίγειος ζωή είναι αναξία προσοχής. Η χαρά είναι απόβλητος, διότι Άδολος χαρά δεν υπάρχει. Όλα είναι σκιερά. Τα πάντα τέφρα. Η χριστιανική Έκστασις είναι η ευτυχεστέρα μορφή ζωής. Μόνον ούτω «μετά αγγέλων συναγάλλεται» ο άνθρωπος.
Εντεύθεν η φρίκη προς κάθε εκδήλωσιν ανθρωπίνου οργασμού (ασχημοσύνη), χαρακτηριζομενου κατά βάσιν ως αμαρτήματος. Η επιθυμία της σαρκός φέρει τον χαρακτήρα της αμαρτίας. Εντεύθεν η διάχυτος εις όλην την βυζαντινήν κοινωνίαν δυσπιστία των φύλων προς άλληλα. Εντεύθεν τα στεγανά χωρίσματα και τα εμπόδια, τα οποία ήθη και προλήψεις επέβαλλον, μεταξύ δε τούτων και ο αποκλεισμός των θηλέων εντός του γυναικωνίτου. «Από γυναικός αρχή αμαρτίας και δι αυτήν αποθνήσκομεν πάντες». Εντεύθεν ο άγνωστος εις την αρχαιότητα και άγνωστος παραμείνας εις την δύσιν θεσμός των εξ ανατολών ορμηθέντων ευνούχων. Εντεύθεν η δεσπόζουσα τούτων θέσις, φυσικώς αδυνατούντων να προκαλέσουν τα κυρίως αμαρτωλά ολισθήματα. Εντεύθεν η των μοναχών, οι οποίοι έχουν ομολογήσει ακτημοσύνη και αποχήν από πάσης γηίνης απολαύσεως και χαράς, παντοδυναμία, εντεύθεν κατά μοιραίαν συνέπειαν η έλλειψις κάθε λυρικής ποιήσεως καθ’ όλην την χιλιετή του Βυζαντίου ζωήν, πλην καθαρώς λαϊκών τινών εκδηλώσεων.
Η διαστροφή της φύσεως δεν ενέπνευσεν όμως αρετήν, ούτε επροφύλαξε την κοινωνίαν εκείνην από την εσχάτην έκλυσιν. Απεναντίας, όλον το στείρον και ανελεύθερον πνεύμα της Ανατολής, όλη η ανατολική καχυποψία και κρυψίνοια, ανέκοψαν κάθε αυθόρμητον ανάπτυξιν του ανθρώπου, απετύπωσαν δε την σφραγίδα των επί μιας πλευράς της βυζαντινής ζωής. Εάν κακίζεται το ήθος και ο χαρακτήρ του βυζαντινού ανθρώπου και αι σκολιαί του μέθοδοι, εάν τα χρονικά του Βυζαντίου αναφέρουν πολλάς σκοτεινάς πλεκτάνας και αδιείσδυτον υποκριτικήν τέχνην, η αιτία τούτων εν πολλοίς πρέπει να αναζητηθή εις την επί της πολιτικής ζωής δεσποτείαν των κυριωτάτων εκπροσώπων του αποπνικτικού κάθε ελευθερίας πνεύματος, των μοναχών δηλ. και των ευνούχων. Από κράσεως και ανατροφής η τάξις αυτή των ανθρώπων δεν ημπορεί να ανέχεται ευθείαν και φανεράν πολιτικήν.
Αι σκολιαί μέθοδοι και αι αποσυνθετικαί ενέργειαι έχουν την προτίμησίν των. Βεβαίως, υπήρξαν και μοναχοί ανωτέρου ήθους, πράγματι άγιοι, με βίον πληρούντο όλας τας χριστιανικός αρετάς ειλικρινώς αφοσιωμένοι εις τα Έργα της χριστιανικής αγάπης και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Και τοιούτους έχει πολλούς να επιδείξη η Εκκλησία καθ’ όλους τους μακρούς αιώνας της Αυτοκρατορίας. Αι φωτειναί όμως αύται εξαιρέσεις δεν σβήνουν την δράσιν του μεγάλου πλήθους, το οποίον γεμίζει με το αντικοινωνικόν του πνεύμα τα χρονικά του Βυζαντίου.
Η φιληδονία ήτον ο εχθρός. Ο πειρασμός της γυναικός, ήτις γοητεύουσα παρέσυρεν εις ακολασίαν, αυτός ήτον ο κίνδυνος. Εκ παντός τρόπου πρέπει να παταχθούν οι κίνδυνοι ούτοι, δια να σωθούν οι άνθρωποι από τα δεινα της κολάσεως.
«Σκόπησον – λέγει ο Μέγας Βασίλειος εις τας ασκητικάς διατάξεις – τι περί τούτου φησίν η σοφία… ει δε τις λέγων εκ του γυναιξίν συντυγχάνειν, συνδιαιτάσθαι τε επί πλέον, μη παραβλέπτεσθαι, ούτος ή ου μετέσχηκε της του άρρενος φύσεως… ή ει μετέσχε, βαπτιζόμενος υπό των παθών, ουκ αισθάνεται» (Γεδεών, «Ο Άθως», σ. 24).
Απαγορεύσεις επομένως επιβάλλονται και περιορισμοί και επιτίμια, δια να συγκρατήσουν τον άνθρωπον από της αμαρτίας, προς ην ολισθαίνει από αυτήν την φύσιν παρασυρόμενος.
Η δυσπιστία προς τον ακέραιο άνδρα ώθει τους Βυζαντινούς κατά σύστημα, να απονέμουν τα κύρια αξιώματα, τα εγγύτερον των Αυτοκρατόρων κείμενα, εις εκτομίας. Ο αριθμός αυτών ήτον απέραντος, η επαφή με τους βασιλείς στενότατη και η σημασία ην εις αυτούς απέδιδον υψίστη. Αντί να δυσπιστούν οι κυβερνώντες προς την στρέβλωσιν της φύσεως και να φοβούνται την επί του ήθους θλιβεράν ταύτης απήχησιν, την μοιραίαν κακεντρέχειαν και υποκρισίαν, εδέχοντο αυτούς ως εμπίστους και επολλαπλασίαζον τας εις αυτούς ανατεθειμενας λειτουργίας, διότι δεν τους εφοβούντο από άλλης απόψεως.
Εις τας αδιαλύτους πλεκτάνας των παλατιών, τας ασύλληπτους δολοπλοκίας, τα απαίσια εγκλήματα, η κρυφή ενέργεια μεμυημένων ευνούχων και μοναχών ήτο πάντοτε βεβαία. Όταν μεγάλοι και ισχυροί Αυτοκράτορες εκυβέρνων, εγνώριζον ούτοι να περιστέλλουν τας επικίνδυνους επιρροάς, καίτοι πολλοί τούτων υπέκυψαν εις αυτάς. Eπί ασθενών όμως και μετρίων βασιλέων, η ενέργεια των παραγόντων αυτών υπήρξε δεσπόζουσα και ολεθρία. Ο 11ος αιών ιδίως γέμει τοιούτων παραδειγμάτων.
«…Η Εκκλησία όμως διέρχεται κατά τους αιώνας αυτούς κρίσιν οξείαν. Οικτρά διαφθορά χαρακτηρίζει τον κλήρον και τους μοναχούς, η τάξις των οποίων συνεχώς πληθύνεται. Η οκνηρία, η απληστία, η φιλοχρηματία, η αχρειότης, ο παρασιτισμός η εκμετάλλευσις ψευδούς αγιωσύνης, η υποκρισία, έχουν αποβή κοινά χαρακτηριστικά της τάξεως αυτής. Τον 12ον αιώνα χαρακτηρίζει δεινή παρακμή του εσωτερικού μοναστηριακού βίου.
Η φανερά παραμέλησις των εκ του σχήματος καθηκόντων και η αυθάδης ανάμιξις εις την κοσμικήν ζωήν, είναι συνήθεις. Παρά τας απαγορεύσεις της νομοθεσίας, και αυτοί ακόμη οι επίσκοποι, με πρόσχημα τι, φεύγουν από την Έδραν των και προτιμούν την φαιδροτέραν διαμονήν της Κωνσταντινουπόλεως και τας εκεί αργοσχόλους συζητήσεις.
Όχι δε μόνον οι μοναχοί των συνήθων μονών, αλλά και αυτοί οι Αγιορείται, των οποίων οι κανονισμοί είναι αυστηρότεροι – «μηδενί συγχωρείσθω των αδελφών του όρους εξέρχεσθαι» ορίζει η § 14 του τυπικού του Ι.Τσιμισκή – εγκαταλείπουν άνευ λόγου μονάς και σκήτας και γυρίζουν εις τους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως, αναμιγνυόμενοι εις την τύρβην της μεγαλουπόλεως.
Τον εκ των μοναχών κίνδυνον εγκαίρως προείδον οι μεγάλοι βυζαντινοί Ιεράρχαι. Προς αποτροπή των διαταραχών της κοινωνίας και πολιτείας εκ της αναμίξεως τούτων, επιβάλλει σκληράς κυρώσεις η εν Χαλκηδόνι, 4η Οικουμενική Σύνοδος εις τον Δ΄ Κανόνα, με την αιτιολογίαν ότι «τω μοναχικώ κεχρημένοι προσχήματι τας τε εκκλησίας και τα πολιτικά διαταράσσουσι πράγματα». Αι σκληραί όμως και επανειλημμεναι διατάξεις των Οικουμενικών Συνόδων κατά κληρικών και μοναχών και αι σχετικαί με αυτάς αποφάσεις αποδεικνύουν ότι η ασθένεια είχεν αποβεί χρονία και ότι καμμία εκκλησιαστική απειλή δεν ηδύνατο να φέρη αποτέλεσμα.
Αι καταχρήσεις και η σεξουαλική διαφθορά ήσαν τόσον διαδεδομέναι, ώστε με αυστηράς διατάξεις, αποκλειούσας και μόνην ακόμη την παρουσίαν των δύο φύλων εν τω αυτώ τόπω, εφαντάζοντο οι διάφοροι μεταρρυθμισταί ότι θα περιεστέλλετο το κακόν και θα εδαμάζετο η ανθρωπίνη φύσις. Εις το επί Ιωάννου Τσιμισκή εκδοθέν κτητορικόν της εν Άθω Μεγάλης Λαύρας, περιλαμβάνονται διατάξεις §15 ορίζουσαι «τους νεωτέρους και αγενείους και ευνούχους, ένεκεν κουράς τω Όρει προσφοιτώντας, παντελως μη παραδέχεσθαι». Αι απαγορεύσεις όμως εις ουδέν ωφέλησαν, καίτοι συνεχώς επανελαμβάνοντο. Ο ασκητής Χριστόδουλος, εις τους κανονισμούς της εν Πάτμω ιδρυθείσης μονής, διορίζει «το μη κατοικείν εν Πάτμω κοσμικούς άνδρας γυναίκας έχοντας και παιδία…», ο δε Αλέξιος Κομνηνός, εις το χρυσόβουλλον των προς την εν λόγω μονήν παραχωρήσεων, απαγορεύει ρητώς «τοις λείοις τε και βλαπτικοίς προσώποις, γυναιξί τε και παισί και ευνούχοις» να έρχονται εις την νήσον.
«Την μονήν άβατον τε και παντελως αδιόδευτον γυναιξίν» ορίζει η «υποτύπωσις του βίου των εν τή μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ευεργέτιδος μοναχών», «τω γυναιξίν άβατον είναι καθάπαξ την μονήν». (Ντμιτριέβσκι, 615 και 743).
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας, οδυρόμενος δια τας καταχρήσεις, αναφωνεί,
«της δε εις τα γυναικεία μοναστήρια ενεργούμενης ασεβείας, τις αν εφίκοιτο λόγος δια την υπερβολήν του κακού;» «οίχετο κανταύθα… πάσα μοναχική και παρθενική κατάστασις».
Εις το σωζόμενον «τυπικόν» του έτους 1118 της υπό της Αυτοκρατείρας Ειρήνης, συζύγου του Αλεξίου Κομνηνού, ιδρυθείσης παρά την Κωνσταντινούπολη γυναικείας μονής της Κεχαριτωμένης, όπου απεσύρθη να μονάση η ιδία μετά τον θάνατον του Αυτοκράτορος συζύγου της, εγκατεστάθη δε και η κόρη της Άννα Κομνηνή, περιλαμβάνονται κανονιστικαι διατάξεις, αι οποίαι ρίπτουν φως επί της εκλύσεως των ηθών και παρουσιάζουν ταύτα εις όλην των την απαισίαν γυμνότητα. Γράφουν εν τούτοις οι τυφλώττοντες προ της πραγματικότητος υπέρμαχοι της μοναστικής ζωής, ότι οι μοναχοί, «ως εν ιερώ μελισσών περιβμβούντες, τον της αρετής ειργάζοντο καρπόν»!
Προς εξασφάλισιν της ηθικής υποστάσεως της μονής από της διαχύτου διαφθοράς, λαμβάνονται αυστηρά προφυλακτικά μέτρα. Συμφώνως με τας αυστηράς διατάξεις της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, καθ’ ας (κανών ΜΖ) «μήτε εν ανδρώω μοναστηρίω γυνή, μήτε εν γυναικείω ανήρ καθευδέτω – παντός γαρ προσκόμματος και σκανδάλου έξω δει είναι τους πιστούς», αναγράφει το τυπικόν της μονής, ότι σκοπός της είναι «ταύτην την αγέλην συντηρούσα ανεπιβούλευτον και το θήλυ προς αρετην αρρένουσα.
Τοιούτον τρόμον ενέπνεεν η απειλουμένη πάντοτε και μη συγκρατουμένη έλξις των φύλων, ώστε αυστηρώς απαγορεύεται, όχι μόνον η είσοδος, αλλά και η προσπέλασις του άρρενος.
«Ανήρ δε ουδέ εις άβατον γαρ τούτο το μοναστήριον παντάπασιν ανδράσι και αυτοίς τοις ευνούχοις διοριζόμεθα και κεκλεισμένον διηνεκώς».
Έπονται δε μακραί και λεπτομερείς διατάξεις, αποβλέπουσαι, πως θα περιφρουρήσουν τας μοναχάς από τον πειρασμόν και πως η αναγκαστική δια την υπηρεσίαν, έστω και προσωρινή εμφάνισις άρρενος, θα μείνη άνευ αποτελέσματος. Πάντοτε με συνοδείαν δύο καλογραιών πρεσβυτέρων και ηθικώς ανεπιλήπτων, θα φθάνη μέχρι της εξωτερικής πύλης η μοναχή, την οποίαν έρχεται να επισκεφθή άρρην συγγενής. Ο Ιατρός πρέπει απαραιτήτως να είναι ευνούχος. Το τερατωδέστερον είναι η και προς αυτούς τους ιερείς και πνευματικούς δυσπιστία. Αυτή είναι τόσον βαθειά χαραγμένη, δηλ. τόσον δικαιολογημένη από τα εν τη ζωή συμβαίνοντα, ώστε οι κανονισμοί διατάσσουν και αυτοί ακόμη οι ιερείς και οι πνευματικοί να είναι ευνούχοι.
Η έλλειψις ηθικής μορφώσεως, η χαμηλή κοινωνική ποιότης, η απαιδευσία, η άγνοια της αξίας κάθε παιδεύσεως από μίαν τάξιν της κοινωνίας, η περιφρόνησις προς τα αρχαία χειρόγραφα, τα παλαιόθεν συσσωρευμενα εις τας βιβλιοθήκας των μονών, η μανία με την οποίαν οι μοναχοί κατεφέροντο κατά της καλλιεργείας των αρχαίων γραμμάτων, υπήρξε εις το Βυζάντιον βαρύ πρόσκομμα κατά της γενικωτέρας επικρατήσεως ελευθεριωτέρου και υγιέστερου πνεύματος.
Πριν καταλάβουν την πρωτεύουσαν θέσιν εις τον μοναστικόν βίον του Βυζαντίου κατά τον 11ον αιώνα τα πολυάριθμα μοναστήρια και αι σκήται του Αγίου Όρους, ήκμαζαν, μέχρι της καταλήψεως της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους, αι πολλαί εις τον Όλυμπον της Βιθυνίας μοναί, με απέραντον ακτινοβολίαν εις όλον το Βυζάντιον. Ήσαν αύται αυστηρά ασκητικά κεντρα. Ασφαλως απώτεραι ανατολικαι, ίσως ιδανικαι επιδράσεις, αρνούμεναι την άξίαν της ζωής, παρατηρούνται εις τας ροπάς αυτάς. Εις την μόνωσιν, την άσκησιν και τας δεήσεις πρέπει να αναζητή ο άνθρωπος την τελείωσίν του. Εις το απόκοσμον αυτό ιδανικόν έτεινον Οι εκεί μονάζοντες, αδιάφοροι εις τας τύχας του κόσμου και τα ποικίλα συμφέροντα, τα οποία ερεθίζουν τους ανθρώπους. Αδιάφοροι προς κάθε καθήκον έναντι της κοινωνίας, – πλην ενίοτε του της φιλανθρωπίας – πιστεύουν, ότι μόνον η απάρνησις από παντός εγκόσμιου αγαθού ασφαλίζει την σωτηρίαν των ψυχών.
Από τα σωζόμενα τυπικά πολλών μονών, τα οποία ορίζουν καταλεπτώς τον τρόπον της ζωής και της διαίτης των μοναχών από όρθρου βαθέος, προκύπτει ότι ολόκληρος η ημέρα κατηναλίσκετο εις προσευχάς και εκκλησιασμούς. Παρηκολούθουν τακτικά παννυχίδας, έψαλλον το μεσονυκτικόν, ήσαν παρόντες εις τον εσπερινόν και το λεγόμενον απόδειπνον και εις όλας τας ατελειώτους λειτουργίας των Κυριακών και των σχεδόν καθ’ ημέραν εορτών. Χρόνος δια άλλην απασχόλησιν δεν έμενεν εύκαιρος, εάν ληφθή υπ’ όψιν και η φυσική κούρασις από τας μακράς ορθοστασίας. Δια πνευματικήν τίνα ή άλλην εργασίαν καθ’ ωρισμένας ώρας, ούτε ωρίζετό τι, ούτε και πράγματι εγίνετο τοιαύτη, – πλην εννοείται των μονών, αι οποίαι ηκολούθουν τους κανονισμούς του Θεοδώρου Στουδίτου. Την επιμέλειαν των κτημάτων είχον βεβαίως οι μοναχοί. Όσοι τούτων από καταγωγής ήσαν γεωργοί ή κτηνοτρόφοι ή κηπουροί, ησχολούντο εις τούτο, βοηθούμενοι όμως και από τους άφθονους κληρικοπαροίκους, προσδεδεμένους εις την γην και ων έργον ήτον ακριβώς η καλλιέργεια, η υλοτομία, και ότι άλλο εχρειάζετο δια την εκμετάλλευσιν της απεράντου κτηματικής περιουσίας των μονών. Είχον δηλ. οι καλόγεροι, δια το πλείστον των χειρωνακτικών εργασιών, πολυπληθές υπηρετικόν προσωπικόν, παρακολουθούν τα δωρούμενα ή αγοραζόμενα κτήματα, τοιαύτης μάλιστα εκτάσεως, ώστε επανειλημμένως υπό των Αυτοκρατόρων εξεδόθησαν διατάξεις, περιορίζουσαι τον αριθμόν των εις τας μονάς ανηκόντων δουλοπάροικων.
Οι ολίγοι βεβαίως εκλεκτοί, οι αποσυρόμενοι της ενεογού εν τη κοινωνία ζωής, εύρισκον πρόσφορον την εν τη μονή γαλήνην, δια να επιδοθούν εις ότι από εσωτερικής διαθέσεως έρρεπον. Μελετώντες ούτοι παλαιά χειρόγραφα, εκτελούντες έργα γλυπτά, αντιγράφοντες καλλιγραφικώς χειρόγραφα αρχαίων συγγραφέων ή πατέρων της Εκκλησίας και πλουτίζοντες αυτά με λεπτά έγχρωμα στολίσματα, ανέπτυξαν την περίφημον εικονογραφίαν του 13ου και του 14ου αιώνος ιδίως εις το Άγιον Όρος. (Diehl, Man, d’ Art Byzantin, II, σελ. 863).
Εις πολλάς μονάς μάλιστα γραμματισμενοι καλόγεροι ωργάνωσαν στοιχειώδη σχολεία δια τους πέριξ οικούντας πληθυσμούς. Αυτά όμως όλα ωφείλοντο εις ατομικάς δραστηριότητας ωρισμένων μοναχών υψηλοτέρας εμπνεύσεως ή ξεχωριστής ιδιοφυίας, οι οποίοι πράγματι αφήκαν βαθύτερα ίχνη και χάρις εις τους οποίους διεσώθησαν μέχρις ημών πολύτιμα μνημεία των βυζαντινών χρόνων. Η διανοητική όμως και ψυχική σύνθεσις του συνήθους μοναχού, καλλιεργούμενη από τον ιδιάζοντα εν τη μονή βίον, υπήρξεν απολύτως απρόσφορος εις δημιουργίαν έργων με σφραγίδα συλλογικωτέρου χαρακτήρος.
Κατά την μεσούντος του 9ου αιώνος αρχόμενην αναγέννησιν των κλασικών σπουδών, ήτις παρακολουθείται από έντονον καλλιέργειαν της επιστήμης, όταν η πλειάς των τότε σοφών, Θεοκτίστου, Λέοντος, Φωτίου, Αρέθα, Κωνσταντίνου και άλλων, επιδίδεται εις πολυμερείς μελέτας της κλασικής αρχαιότητος, η ζωντανή αυτή στροφή προς τα γράμματα – την θύραθεν παιδείαν – εύρεν ισχυρόν αντίπαλον εις όλους τους δουλεύοντας εις το στενόν καλογερικόν πνεύμα. Κατά του κύκλου των τότε διανοουμένων ωργανώθη επίθεσις με επί κεφαλής τον Πατριάρχην Ιγνατιον, αντιδραστικόν κληρικόν. Μετεχειρίσθη αυτή όλα τα μέσα, δια να δημιουργήση δυσπιστίαν και να συκοφαντήση τους εργάτας της αναγεννήσεως. Τους κατηγόρησεν ως μάγους, τους εσατύρισε, δια να γεννήση την εντύπωσιν, ότι η ελληνική παιδεία είναι αντιχριστιανική και αυτόχρημα αχρεία.
Η μοιραίως από αυτόν τον τρόπον της ζωής εκτρεφομενη οκνηρία των μοναχών, – εξαιρέσει των εκ ψυχικής διαθέσεως ρεπόντων προς αγιωσύνην ανθρώπων – δεν ηδύνατο να μείνη άνευ αντιδράσεως επί του ήθους, της διανοητικής χαμηλότητος και της θρησκευτικής διαστροφής κοινωνίας, της οποίας η ζωή εκινείτο εντός εκκλησιαστικού πλαισίου, το δε πνεύμα ησχολείτο με θεολογικά προβλήματα. Κάθε πράξις του Ιδιωτικού βίου, κάθε πολιτική ή διοικητική ενέργεια, έχουν ως αναγκαίον παρακόλουθοv εξωτερικήν επίδειξιν ευσεβείας. Εις όλας τας στρατιωτικάς στάσεις, τας υφαινομένας εις τα ιερά παλάτια, τας σκοτεινάς συνωμοσίας, τα μυσαρά κακουργήματα, τας δολοφονίας Αυτοκρατόρων υπό επιδόξων τοιούτων, υπάρχει πάντοτε εις το κέντρον της ενεργείας μοναχός τις μεμυημένος, όστις (φέρει την ευλογίαν της Εκκλησίας υπέρ επιτυχίας του σκοπού, οσονδήποτε εγκληματικός και αν είναι ούτος.
Η δεσποτεία, την οποίαν ήσκουν ο κατώτερος κλήρος και προ πάντων το απέραντον σμήνος των μοναχών και καλογραιών επί του απαίδευτου και δεισιδαίμονος κόσμου, είναι αφάνταστος. Η πεποίθησις επί την θαυματουργόν ιδιότητα εικόνων και λειψάνων, η επίσκεψις εικόνων αι οποίαι ήκλαιον, εικόνων «αχειροποιήτων», αίτινες δηλ. ήρχοντο άνωθεν, άνοιγεν ευρύ στάδιον εις τους ανά την χώραν όλην ελευθέρως κυκλοφορούντας καλόγερους, τους εκμεταλλευόμενους κάθε είδους προλήψεις, δαιμονολογίας και τερατολογίας, ανατολικής εν πολλοίς προελεύσεως, αι οποίαι ετρομοκράτουν τας περιδεείς ψυχάς των αφωτίστων ανθρώπων.
Η δεισιδαιμονία και η πλήρης δέους προσκόλλησις εις τους εξωτερικούς τύπους της λατρείας, έχουν εν πολλοίς υποκαταστήσει την αληθή θρησκευτικήν πίστιν.
Εις όλας τας τάξεις της κοινωνίας, ανωτέρας και κατωτέρας, οι άνθρωποι ασχολούνται με τους αστρολόγους, τους διαβάζοντας εις τα άστρα τα πεπρωμένα της ζωής. Τοιαύτη η τοιαύτη εμφάνισις των άστρων, η συνταύτισις της πορείας των, ωρισμένον σχήμα των αστερισμών, εφανέρωναν το μέλλον. Από αυτά εξηρτάτο ευτυχία ή δυστυχία. Αναλόγως του αστερισμού υπό τον οποίον εγεννήθη τις, ερρυθμίζετο η ζωή του, συνδυασμοί όμως διάφοροι ηδύναντο να αλλοιώσουν την αρχικήν τάσιν της «μοίρας και να κατευθύνουν αυτήν διαφορετικά».
Η πίστις εις των αριθμών τας μαγικάς δυνάμεις δεν ήτον ίδιον μόνον των απλοϊκών, αλλά απεναντίας των μορφωμένων, όσοι. κυρίως ενδιέτριβον εις τας λεγομένας απόκρυφους επιστήμας. Πολλοί επίστευον, ότι ουδεμία προσωπική ενέργεια χρειάζεται να καταβληθή, δια να αποτραπούν δυσμενείς περιστάσεις της ζωής, διότι όλα εξαρτώνται από κάποιαν θαυματουργόν επέμβασιν, ήτις ημπορεί τα πάντα να ματαιώση. Τας πόλεις,πολιορκουμένας, δεν προστατεύουν τα όπλα και η θέλησις των υπερασπιστών των, αλλά οι πολιούχοι αυτών. Βεβαίως, η πίστις αυτή ενεψύχωνε πολλούς αγωνιζόμενους, υπήρξε δε η ηθική αύτη ενίσχυσις πολύτιμον εφόδιον της στρατιωτικής δράσεως. Πολλούς όμως παρέσυρεν αύτη εις άδράνειαν και εγκατάλειψιν κάθε αγώνος ως περιττού.
Ο βυζαντινός κόσμος ολόκληρος έζη και εκινείτο εντός ατμοσφαίρας προλήψεων. Αν δεν λάβη τις υπ’ όψιν τον παράγοντα αυτόν, η ψυχολογία του είναι ακατανόητος. Χρησμοί, μαντεύματα, προφητείαι και τα παρόμοια, έπαιξαν τεράστιον ρόλον εις την ρύθμισιν και της επισήμου πολιτικής ακόμη. Ακατανόητοι εκ πρώτης όψεως ενέργειαι ταύτης, οδηγήσασαι εις μοιραίαν αποτυχίαν, φωτίζονται μόνον με την εξήγησιν της επιδράσεως προφητειών και μηνυμάτων από αοράτους δυνάμεις. Είναι ευνόητον, τι απέραντον έδαφος παρεσκεύαζεν η πνευματική αυτή προδιάθεσις εις τους ποικίλους αγύρτας, τις μάγισσες και τους προλέγοντας το μέλλον αστρολόγους, εις τους γόητας με τας μαγγανείας και τους εξορκισμούς, οι οποίοι απεμάκρυναν το κακόν ή είλκυον το αγαθόν ή έστρεφον προς άλλους το κακόν.
Προφητείαι διάφοροι παρέλυον την θέλησιν. Άνθρωποι με μυστικάς διαισθήσεις, στρεφόμενας πέριξ της δαιμονολογίας «λεκανομάντεις, χειρομάντεις, νεφοδιώκται», οι γνωρίζοντες δηλ. να διαβάζουν εις την πορείαν των νεφών, άλλοι ασκούντες «τας από κορωνών και των κοράκων και των λοιπών αγρίων ζώων οιωνοσκοπίας», σμήνος δηλ. ολόκληρον εκμεταλλευτών της λαϊκής αφελείας, ασιατών κατά το πλείστον, Χαλδαίων και Αιγυπτίων, από αμνημονεύτων χρόνων, ως επιστεύετο, μεμυημένων εις την μυστηριακήν τέχνην της διαγνωσεως του μέλλοντος, επλημμύριζον το Βυζάντιον και εξενεύριζον την καθ’ εαυτήν ήδη νοσηράν εκείνην κοινωνίαν. Η ευρεία διάδοσις και εκμετάλλευσις της παντός είδους δεισιδαιμονίας είχεν ανέκαθεν αποβή τόσον βαθεία ασθένεια της κοινωνίας ώστε ήδη η εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδος εις τον Κανόνα ΞΑ’ ορίζει εκκλησιαστικάς ποινάς προς καταστολήν των εκ της δεισιδαιμονίας κακών. Η ερμηνεία του κανόνος κατά τον 12ον αιώνα από τον ερμηνευτήν του κανονικού δικαίου Βαλσάμωνα και η επακολουθούσα ανάπτυξις, δίδουν ζωηρών εικόνα της νοσηρότητος της κοινωνίας.
«Ο παρών κανών διορίζεται μηδένα μάντεσιν ή γόησι προέρχεσθαι… ή τοις νεφοδιώκταις ή τοις γοητευταίς ή τοις παρέχουσι τα φυλακτήρια. Ει δε τις τούτο ποιήσει, επί εξαετίαν αφορισθήσεται…».
Εις την βαθύτατα ερριζωμενην και ευρύτατα διαδεδομένην αντιλογικήν αυτήν διασκευήν του νου, η οποία τα πάντα εξήρτα από την παρουσίαν εν μέσω της ζωής αοράτων στοιχείων, η επίδρασις των οποίων ησκείτο μυστηριωδώς και των οποίων το νόημα επεκαλύπτετο εις προνομιούχους μόνον φύσεις, μετέχουσας κάποιας υπερφυσικής ουσίας, οφείλεται εν πολλοίς η εξάρθρωσις της θελήσεως και η έλλειψις κάθε αυτομάτου λαϊκής αντιδράσεως εις περιόδους κακοτυχίας. και η ασιατική μοιρολατρική αδράνεια έναντι του συντελούμενου ολέθρου.
Ούτε όμως το Κράτος, ούτε η Εκκλησία είχαν την δύναμιν, πολλάκις δε ούτε την διάθεσιν, να αντιδράσουν. Τα υπό των Συνόδων απειλούμενα επιτίμια εις ουδέν ωφέλησαν, έμειναν δε ανενέργητα, διότι αυτοί ούτοι οι ηγούμενοι του Κράτους και της Εκκλησίας ήσαν δούλοι της αυτής ψυχώσεως. Και εάν Αυτοκράτορες όπως ο Αλέξιος και ο Ιωάννης Κομνηνός ήσαν ως φαίνεται ελεύθεροι προλήψεων, το περιβάλλον των όμως δεν ήτο. Ο Μανουήλ, νους ισχυρός και «μεγάλος Αυτοκράτωρ, παίκτης όμως ριψοκίνδυνος εις την πολιτικήν, ήτο βαθύτατα προληπτικός, εθεράπευε φανερά την αστρολογίαν, υπέρ ης μάλιστα – λέγει ο Krumbacher – εξέδωκε πιτάκιον «απολογητικόν προς γραφήν τινος μοναχού παλατινού… τα της αστρονομικής τέχνης κακίζουσαν και ασέβεια αποκαλούσαν το μάθημα». Ο Ανδρόνικος επίσης, βίαιος και ωμός τύραννος, στηριζόμενος εις τον αστερισμόν του, επίστευεν εις τας λεγομένας λεκανομαντείας και επηρεάζετο από αυτάς. Όσον προχωρεί το Βυζάντιον προς το τέρμα, τόσον αυξάνει η επιβολή της προλήψεως, τόσον η εξάρτησις από ασυλλήπτους δυνάμεις, από την μαγείαν και τας προφητείας αυξάνει, αποβαίνει τυραννική και εξουδετερώνει κάθε αυτόβουλον κρίσιν και ενέργειαν. Οι Άγγελοι περιεστοιχίζοντο από ποικιλώνυμους αγύρτας, δεν εδίσταζαν δε από δεισιδαιμονίαν να καταστρέφουν και περίφημα ακόμη έργα τέχνης. Η υποτιθέμενη αυθάδης ή ειρωνική στάσις ανδριάντων κατά λαϊκήν φήμην κατηραμένων ερμηνεύετο από τον προληπτικόν όχλον ως δυσμενής πρόρρησις δια την τύχην του Αυτοκράτορος ή της Αυτοκράτειρας. Η αιτία αυτή αρκεί, δια να διαταχθή η καταστροφή κειμηλίων της αρχαίας τέχνης, τα οποία εκόσμουν τας πλατείας της Κωνσταντινουπόλεως»
(Αλ. Διομήδης, «Βυζαντιναί Μελέται», Αθήναι 1951, σ. 249-272).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου