Ο Άνταμ Σμιθ αναφερόμενος στην τιμή της εργασίας ξεκαθάρισε ότι θα είναι υψηλή ή χαμηλή ανάλογα με τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας κι όχι με το πόσο πλούσια είναι: «Αυτό που προκαλεί την αύξηση του μισθού της εργασίας δεν είναι το πραγματικό μέγεθος του εθνικού πλούτου, αλλά η συνεχής του αύξηση. Κατά συνέπεια, οι υψηλότεροι μισθοί της εργασίας παρατηρούνται όχι στις πιο πλούσιες χώρες, αλλά στις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες, σε αυτές που γίνονται εύπορες με τους ταχύτερους ρυθμούς. Σήμερα, η Αγγλία είναι ασφαλώς μια πολύ πλουσιότερη χώρα απ’ οποιοδήποτε μέρος της Βόρειας Αμερικής. Ωστόσο, ο μισθός της εργασίας είναι πολύ υψηλότερος στη Βόρεια Αμερική από οποιοδήποτε μέρος της Αγγλίας». Αν δεχτούμε ότι η αγοραστική δύναμη του μισθού της εργασίας είναι από τους βασικότερους δείκτες για την ευμάρεια κάθε χώρας, συμπεραίνουμε ότι μια πλούσια χώρα είναι αδύνατο να προσφέρει την ευμάρεια μιας ταχύτατα αναπτυσσόμενης χώρας. Γιατί σε μια αναπτυσσόμενη χώρα, οι διαρκώς επεκτεινόμενες οικονομικές δραστηριότητες προϋποθέτουν τέτοια ζήτηση ανθρώπινου δυναμικού, που εκτινάσσουν την τιμή της εργασίας στα ανώτερα όρια της.
Αντίθετα σε μια στάσιμη αναπτυξιακά χώρα, όσο πλούσια κι αν είναι, ο μισθός της εργασίας δεν έχει άλλη επιλογή από τη συρρίκνωση: «Στην περίπτωση μιας χώρας της οποίας ο πλούτος είναι πολύ μεγάλος, πλην όμως στάσιμος επί ένα μεγάλο διάστημα, δε θα πρέπει να αναμένουμε πολύ υψηλούς μισθούς εργασίας. Οι πόροι που προορίζονται για την πληρωμή των μισθών, δηλαδή το εισόδημα και το απόθεμα των κατοίκων της, θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα υψηλοί, αν όμως παρέμεναν επί πολλούς αιώνες στο ίδιο ή περίπου στο ίδιο επίπεδο, ο αριθμός των απασχολούμενων κάθε χρόνο εργατών θα μπορούσε άνετα να προσφέρει, και μάλιστα να υπερκαλύψει, τον αριθμό των εργατών που θα ζητηθούν την επόμενη χρονιά. Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να παρατηρηθεί έλλειψη χεριών και τα αφεντικά δε θα υποχρεώνονταν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να εξασφαλίσουν εργατικά χέρια».
Το ζήτημα λοιπόν της τιμής της εργασίας δεν έγκειται τόσο στον υπαρκτό πλούτο της χώρας, όσο στην αναπτυξιακή της πορεία. Από την άποψη αυτή κάθε χώρα, αν θέλει να διατηρήσει – ή και να αυξήσει – το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της, δεν έχει άλλη επιλογή από το να αναζητά τη διαρκή, την ακατάπαυτη ανάπτυξη. Κι αν ο Σμιθ από το 1776 διαβλέπει ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να ξεπεράσουν την εργασιακή ζήτηση μετά από στασιμότητα πολλών αιώνων, οι σύγχρονες συνθήκες της άκρατης τεχνολογικής εξέλιξης και της ταχύτητας μέσα σε όλες τις παραγωγικές – και κατ’ επέκταση οικονομικές – δομές καθιστούν το διάστημα αυτό απείρως μικρότερο. Θα λέγαμε ότι όλες οι χώρες βρίσκονται διαρκώς μπροστά στην έσχατη απειλή. Όμως, από τη στιγμή που η στασιμότητα, ως οικονομική κατάρα, δεν είναι τίποτε άλλο από τα προεόρτια της παρακμής, η ανάπτυξη, ως οικονομική πρόοδος, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως ξεκάθαρος οικονομικός εκβιασμός. Όποιος δεν αναπτυχθεί, όποιος δεν μπορέσει να προσελκύσει καινούργιες επενδύσεις, θα μείνει στάσιμος (για να μην πούμε ότι θα χάσει και τα ήδη επενδυμένα κεφάλαια που έχει) οπότε αυτόματα θα αρχίσουν και τα παρατράγουδα.
Κι εδώ δε μιλάμε για την αναπόφευκτη φρενίτιδα των παραγωγικών δομών, που οφείλουν διαρκώς να επεκτείνονται, αν θέλουν να επιβιώσουν (και που σε τελική ανάλυση δεν είναι παρά η φρενίτιδα του ίδιου του ανθρώπου), ούτε για το φαρισαϊσμό του νεοφιλελευθερισμού που, ξεπερνώντας τον Άνταμ Σμιθ, κατάφερε να μεταφέρει τις μονάδες παραγωγής στις χώρες της Ασίας εξασφαλίζοντας υψηλούς δείκτες ανάπτυξης και εξευτελιστικά μεροκάματα ταυτοχρόνως, καταδεικνύοντας με σαφήνεια τι λογής είναι η ανάπτυξη που ευαγγελίζεται. Εδώ μιλάμε για το ασυνάρτητο του νεοφιλελεύθερου δόγματος, που από τη μια θέλει διαρκή ανάπτυξη, δηλαδή ολοένα και πιο επιθετική διείσδυση των επιχειρήσεων στις αγορές και από την άλλη (δήθεν) διαρκή επιχειρηματικότητα, σα να είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου να ανταγωνιστεί κανείς παραγωγικά τους ήδη διαμορφωμένους κολοσσούς που συγχωνεύονται κι ενισχύονται μονοπωλώντας την παγκόσμια αγορά. Σα να μην προϋποθέτει η διαρκής ανάπτυξη τη διαρκή συσσώρευση κεφαλαίου και σα να μη λειτουργεί στην αγορά η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου ως έσχατη καταστολή κάθε ανταγωνιστικότητας. Από τη μια διακηρύσσεται η πίστη στον ελεύθερο ανταγωνισμό κι από την άλλη διαμορφώνονται όλες οι συνθήκες για την οριστική επικράτηση των πολυεθνικών. Η ανάπτυξη, ως επένδυση κεφαλαίων, δεν μπορεί παρά να αμβλύνει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες, αφού μόνο το χρήμα φέρνει άλλο χρήμα κι όποιος δεν το έχει, όχι μόνο δεν μπορεί να δράσει επιχειρηματικά, αλλά ακόμη κι αν βρεθεί κάτοχος μιας παραγωγικής μονάδας, δεν μπορεί να εξελιχθεί, αφού δεν μπορεί να επεκτείνει – στους εξοντωτικούς ρυθμούς που επιβάλλει η ανταγωνιστικότητα – την παραγωγική του ισχύ. Μοιραία θα μείνει στάσιμος, οπότε θα παρακμάσει. Ο άκρατος ανταγωνισμός της ελεύθερης αγοράς δεν είναι τίποτε άλλο από τη νομιμοποίηση της ανισότητας ή αλλιώς, από τη μετατροπή των συμφερόντων της ισχύος σε καθολική συνείδηση. Κι αυτή είναι η πιο επαίσχυντη επίφαση δικαίου.
Όμως, ακόμη κι αν προσπερνούσαμε το παράλογο της κατοχυρωμένης αδικίας που περνιέται για δικαιοσύνη, οφείλουμε να σκοντάψουμε πάνω στο παράλογο της ίδιας της φύσης της διαρκούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή πάνω στο αδύνατο του εφικτού μιας τέτοιας δυνατότητας. Χωρίς να θίξουμε καν το ζήτημα του περιβάλλοντος, κατά πόσο δηλαδή ο ίδιος ο πλανήτης μπορεί να αντέξει αυτού του είδους την ανάπτυξη, τόσο σε επίπεδο παροχής πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο μόλυνσης (το διαρκές εμπεριέχει το άπειρο κι ο πλανήτης έχει συγκεκριμένες δυνατότητες), πρέπει να σταθούμε πάνω στις δομές αυτής της οικονομικής συλλογιστικής. Η ανάπτυξη δεν είναι τίποτε άλλο από την παραγωγική πράξη που διαρκώς διογκώνεται. (Αν πάψει να διογκώνεται πέφτει στη στασιμότητα). Με άλλα λόγια είναι η διαρκώς αυξανόμενη μάζα των προϊόντων που πρέπει οπωσδήποτε να καταναλωθούν, αφού αν μείνουν απούλητα είναι αδύνατο να συνεχιστεί η παραγωγή, λόγω έλλειψης ρευστού χρήματος. (Είναι τα προβλήματα της κύκλησης του κεφαλαίου, που τόσο ξεκάθαρα οριοθέτησε ο Μαρξ). Αναλογιζόμενοι την αχαλίνωτη τεχνολογική εξέλιξη που εκτινάσσει τις παραγωγικές δυνατότητες μέσα σε ελάχιστο χρόνο, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που ονομάζουμε ανάπτυξη οριοθετείται ως γεωμετρική κι όχι ως αριθμητική πρόοδος. Υπό αυτή την έννοια αν φανταστούμε ότι μια παραγωγική μονάδα 100 ατόμων μπορεί να καλύψει τις ανάγκες για αυτοκίνητα μιας ολόκληρης χώρας, το επόμενο μέλημα είναι να επεκταθεί και σε άλλες, αφού αν δεν το κάνει θα μείνει στάσιμη. Το στοίχημα λοιπόν είναι διπλό. Κατά πρώτον πρέπει να αυξήσει την παραγωγή (και κατά συνέπεια και τις εμπορικές της δυνατότητες) και κατά δεύτερον να μειώσει τον αριθμό των εργαζομένων για να ρίξει το κόστος. Μπορεί με το μισό προσωπικό να παράγει τη διπλάσια ποσότητα; Αυτό είναι το ζητούμενο.
Κι εδώ δε μιλάμε για τις στρατιές των ανέργων που προφανώς θα δημιουργηθούν (αυτές μπορεί να φανούν και χρήσιμες ως μηχανισμός πίεσης για την πτώση των μεροκάματων, όπως σωστά εξήγησε ο Μαρξ), ούτε για τις προφανείς αδυναμίες που θα προκύψουν στις πωλήσεις, αφού ο μη έχων χρήματα δεν καταναλώνει (η εξωφρενική χρηματική ελίτ που θα προκύψει, δεν μπορεί να καταναλώσει κι όλα τα παραγόμενα αυτοκίνητα!) Μιλάμε για το αδιέξοδο του ίδιου του μηχανισμού, αφού η διαρκής ανάπτυξη του ενός δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί με τη συρρίκνωση ή τη στασιμότητα του άλλου. Γιατί δεν είναι μόνο ο πλανήτης πεπερασμένος, είναι και το καταναλωτικό κοινό. Η αναζήτηση παρθένων αγορών δεν μπορεί να ισχύει για πάντα. Και η διεισδυτικότητα στις αγορές έχει όρια. Το δόγμα της ανάπτυξης δεν είναι τίποτε άλλο από το αέναο παιχνίδι της κυριαρχίας. Μοιραία οφείλει να λειτουργήσει δια του αποκλεισμού. Οι ισχυροί που προκύπτουν από την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου θα συνεχίσουν, εξελίσσοντας διαρκώς την παραγωγή και ρίχνοντας το κόστος. Οι υπόλοιποι που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν θα πάνε σπίτι τους. Δεν μπορεί να γίνει πιο σαφές ότι ο τελικός στόχος του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι η εξάλειψη κάθε ανταγωνισμού.
Όμως, ανάπτυξη που λειτουργεί με ανταγωνιστικούς όρους, που αποσκοπεί δηλαδή στον περιορισμό της δραστηριότητας των άλλων προς όφελος των ιδίων δραστηριοτήτων, δεν έχει άλλη επιλογή από το αδιέξοδο. Ή θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι την τελική επικράτηση του ενός, που θα λυμαίνεται όλη την αγορά και μοιραία δε θα μπορεί να αναπτυχθεί άλλο ή να παρακολουθήσουμε τη συμφωνία των λίγων ισχυρών που θα επικρατήσουν, στο μοίρασμα των αγορών. Αλλά, ακόμη κι έτσι, και πάλι θα βρισκόμαστε μπροστά στη στασιμότητα, εκτός κι αν ελπίζουμε σε νέες παρθένες αγορές εκτός πλανήτη. (Η διαρκής τεχνολογική πρόοδος, που από τη φύση της ανανεώνει ραγδαία το καταναλωτικό ενδιαφέρον, λόγω της επαναπώλησης προϊόντων με βελτιωμένες δυνατότητες, όχι μόνο δεν αλλάζει την κατάσταση, αλλά νομιμοποιεί τον αποπροσανατολισμό τόσο της παραγωγής όσο και της επιστημονικής έρευνας, που στρέφεται αναγκαστικά σε οτιδήποτε είναι κερδοφόρο, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ωφελιμότητα). Παρακολουθούμε το κατοικίδιο που διαρκώς φουσκώνει μέσα στο κλουβί του και κάποιους να ισχυρίζονται ότι πρέπει να συνεχίσει να φουσκώνει, σα να μη βλέπουν – πέρα από το γεγονός ότι θα σκάσει – ότι στο τέλος δε θα χωράει στο κλουβί. Είναι προφανές ότι το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ανάπτυξης αυτού του είδους δεν έχει κανένα σχεδιασμό για το μέλλον. Είναι η λογική της αρπαχτής που προσπαθεί να αποκτήσει και ιδεολογική – επιστημονική βάση. Αυτό συμφέρει, αυτό κάνουμε. Όταν σφίξουν τα αδιέξοδα βλέπουμε. Ίσως ένας πόλεμος να σώσει την παρτίδα.
Όσο για τις χώρες που από τη στασιμότητα περνούν στη φάση της παρακμής, ο Άνταμ Σμιθ είναι ξεκάθαρος: «Πολλοί απ’ αυτούς που ανατράφηκαν στους κόλπους των κατώτερων τάξεων, καθώς δε θα βρίσκουν απασχόληση στην ειδικότητά τους, ευχαρίστως θα την αναζητούσαν στους κόλπους των κατώτερων τάξεων. Στις κατώτερες τάξεις, που θα γνωρίζουν όχι μόνο την υπερπληθώρα των δικών τους εργαζομένων αλλά και την εισροή όλων των άλλων τάξεων, ο ανταγωνισμός για απασχόληση θα είναι τόσο μεγάλος, ώστε θα μειώσει το μισθό της εργασίας στα πιο άθλια και πενιχρά μέσα διαβίωσης του εργάτη. Πολλοί δε θα είναι σε θέση να βρουν απασχόληση ακόμα και κάτω από αυτούς τους σκληρούς όρους, και είτε θα λιμοκτονήσουν είτε θα οδηγηθούν στην αναζήτηση των αναγκαίων μέσω της επαιτείας ή της διάπραξης των μεγαλύτερων εγκλημάτων. Η φτώχεια, η πείνα και η θνησιμότητα θα κυριαρχήσουν άμεσα σε αυτή την τάξη και απ’ αυτή θα επεκταθούν σε όλες τις ανώτερες τάξεις, μέχρις ότου ο αριθμός των κατοίκων αυτής της χώρας μειωθεί στα επίπεδα αυτών οι οποίοι θα μπορούσαν άνετα να συντηρηθούν από το εισόδημα και το απόθεμα που παρέμειναν, και οι οποίοι θα έχουν διαφύγει από την τυραννία ή τη συμφορά που κατέστρεψαν τους υπόλοιπους». Κι εδώ βρίσκεται το μικρό μυστικό της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης. Η εξαθλίωση κάνει πάντα πιο βολικές τις διαπραγματεύσεις γι’ αυτόν που έχει τα λεφτά. Γίνεται πιο κερδοφόρα. Ο Σμιθ, αναφέρει: «το επίπεδο του κέρδους δεν αυξάνεται σε περιόδους οικονομικής άνθησης και δε μειώνεται σε περιόδους παρακμής της κοινωνίας. Αντίθετα, είναι γενικά χαμηλό στις πλούσιες και υψηλό στις φτωχές χώρες, και είναι πάντα υψηλότερο στις χώρες που βαδίζουν προς την καταστροφή». Εξάλλου όλοι πλέον το έχουμε αποδεχτεί. Κανένας επενδυτής δε ρίχνει λεφτά για την ψυχή της μάνας του. Γιατί η ανάπτυξη είναι μπίζνες και οι μπίζνες δεν αφορούν τις συλλογικότητες. Ο Σμιθ συμπληρώνει: «Η πρόταση κάθε νέου νόμου ή ρύθμισης του εμπορίου που προέρχεται από αυτή την τάξη (εννοείται των εργοδοτών κατόχων του κεφαλαίου) θα πρέπει πάντα να ακούγεται με επιφύλαξη και δε θα πρέπει να υιοθετείται, παρά μόνο έπειτα από μακρά και προσεκτική εξέταση, με την επίδειξη της μέγιστης σχολαστικότητας αλλά και της μέγιστης καχυποψίας. Οι προτάσεις αυτές προέρχονται από μια τάξη ανθρώπων, των οποίων τα συμφέροντα δεν ταυτίζονται ποτέ με αυτά της χώρας, που έχουν γενικά συμφέρον να εξαπατούν, ακόμα και να καταπιέζουν τη χώρα, και οι οποίοι, για το λόγο αυτόν, σε πολλές περιπτώσεις και την εξαπάτησαν, αλλά και την καταπίεσαν».
Και βέβαια, από την καταδίκη του νεοφιλελεύθερου αναπτυξιακού μοντέλου δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση η προοπτική της στασιμότητας. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν μόνο οπισθοδρομικό αλλά και γελοίο. Η ανθρωπότητα οφείλει να προχωρήσει. Ο αγώνας για μια καλύτερη ζωή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Όμως, αυτή η καλύτερη ζωή πρέπει να αφορά τις πλειοψηφίες. Ανάπτυξη θα πει να περάσουν τα οφέλη της υψηλής τεχνολογίας της παραγωγής στα χέρια όλων. Ανάπτυξη σημαίνει αύξηση του ημερομισθίου και μείωση του χρόνου εργασίας. Ανάπτυξη σημαίνει σεβασμός στο περιβάλλον. Τελικά το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης είναι πρωτίστως θέμα παιδείας. Είναι θέμα συνείδησης ότι πρόκειται για κάτι συλλογικό. Και δυστυχώς, ο άνθρωπος δε φαίνεται ακόμη ώριμος για κάτι τέτοιο.
Άνταμ Σμιθ: Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου