Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

5. Οι τελευταίοι Προσωκρατικοί: Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας και Δημόκριτος

5.1. Η οδός του συμβιβασμού: Εμπεδοκλής και Αναξαγόρας


Η προσωκρατική φιλοσοφία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τον 5ο αιώνα στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου. Ο Εμπεδοκλής προέρχεται από τον Ακράγαντα της Σικελίας, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας, ο Φιλόλαος από τη Θήβα, ο Διογένης από την Απολλωνία του Εύξεινου Πόντου, ο Λεύκιππος από τη Μίλητο ή την Ελέα, ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα της Θράκης. Ο φιλόσοφος εξακολουθεί να δουλεύει μόνος του έχοντας κοντά του μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων μαθητών. Ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί η ανάγκη της ύπαρξης ενός κέντρου της ελληνικής φιλοσοφίας, όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένας ζωντανός διάλογος ανάμεσα στους φιλοσόφους. Ο πρώτος που αντιλαμβάνεται μια τέτοια ανάγκη είναι ο Αναξαγόρας, όταν αποφασίζει να αφήσει την πατρίδα του και να ενσωματωθεί στον στενό κύκλο των διανοουμένων που διατηρούσε ο Περικλής στην Αθήνα.

Ούτε η θεματολογία της φιλοσοφίας έχει αλλάξει. Ο φυσικός κόσμος και οι μηχανισμοί που τον διέπουν βρίσκεται πάντοτε στο επίκεντρο της προσοχής. Η ψυχή και η μεταθανάτια μοίρα της απασχολεί όσους έχουν επηρεαστεί από την πυθαγόρεια παράδοση. Τέλος, το πρόβλημα της γνώσης, η διάκριση αίσθησης και νόησης, είναι θέματα ιδιαίτερα επίκαιρα μετά τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη. Αν υπάρχει κάτι καινούργιο στους τελευταίους προσωκρατικούς φιλοσόφους είναι η κατάκτηση μιας κοινής φιλοσοφικής γλώσσας. Η διάδοση του γραπτού λόγου στον ελληνικό χώρο φαίνεται ότι συνετέλεσε και στη διάδοση κάθε είδους πληροφοριών και γνώσεων, ακόμη και των φιλοσοφικών πληροφοριών και γνώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σωκράτης στην Απολογία του αναφέρει ότι ο καθένας μπορούσε να προμηθευτεί στην αγορά της Αθήνας το βιβλίο του Αναξαγόρα (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 26d). Έτσι, αν και δεν υπάρχει άμεση επαφή ανάμεσα στους εκπροσώπους αυτής της γενιάς, τα προβλήματα που τους απασχολούν είναι κοινά και η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι ενιαία.

Σημείο εκκίνησης για τους τελευταίους Προσωκρατικούς είναι η πρόκληση του Παρμενίδη. Το δίλημμά τους θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: πώς να διατηρήσει κανείς την παρμενίδεια θέση ότι αυτό που υπάρχει (το «ον») είναι αμετάβλητο, χωρίς να αρνηθεί την πανταχού παρούσα φυσική μεταβολή; Υπάρχει τρόπος να ακολουθήσουμε το μάθημα του Παρμενίδη ότι δεν υπάρχει γέννηση και θάνατος των όντων, και ταυτοχρόνως να συνεχίσουμε να μελετούμε και να εξηγούμε τις φυσικές μεταβολές;

Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας, οι πιο σημαντικοί φιλόσοφοι της περιόδου, θα απαντήσουν στον Παρμενίδη με πανομοιότυπο τρόπο. Οι δύο φιλόσοφοι ζουν την ίδια ακριβώς εποχή (περίπου από το 500 ως το 430 π.Χ.), αλλά είναι εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Εμπεδοκλής είναι επηρεασμένος από τον πυθαγόρειο μυστικισμό, ζει με τρόπο μυθιστορηματικό θεωρούμενος ως προφήτης από τους συμπατριώτες του, γράφει σε επικό και υποβλητικό ποιητικό λόγο δύο έργα, το Περί φύσεως και τους Καθαρμούς. Ο Αναξαγόρας από την άλλη μεριά είναι προάγγελος μιας νέας εποχής: συνδέεται με το δημοκρατικό κίνημα στην Αθήνα, διώκεται για τις διαφωτιστικές του απόψεις και εξορίζεται· κάποιοι τον ταυτίζουν με τους σοφιστές. Στο φιλοσοφικό ωστόσο επίπεδο υπάρχει μεταξύ τους συμφωνία.

Και οι δύο είναι πεπεισμένοι για το ότι δεν υπάρχει απόλυτη γέννηση και θάνατος. Τη θέση αυτή την εκφράζουν με απόλυτη βεβαιότητα, υιοθετώντας ακόμη και το λεξιλόγιο του Παρμενίδη:

Από όλα τα θνητά κανένα δεν γεννιέται ούτε χάνεται με τον επάρατο θάνατο. Υπάρχει μόνο ανάμειξη και ανταλλαγή των αναμεμειγμένων, και αυτό το ονομάζουν «γέννηση» οι άνθρωποι.
Εμπεδοκλής, απόσπ. 8

Γιατί είναι αδύνατο να γεννηθεί κάτι από αυτό που δεν υπάρχει καθόλου, και είναι ακατόρθωτο και ανήκουστο να αφανίζεται αυτό που υπάρχει.
Εμπεδοκλής, απόσπ. 12

Οι Έλληνες κάνουν λάθος για τη γέννηση και τη φθορά· γιατί κανένα πράγμα δεν γεννιέται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται από πράγματα που υπάρχουν, και μετά αποσυντίθεται. Συνεπώς, θα είχαν δίκιο αν αποκαλούσαν τη γέννηση μείξη και τη φθορά διαχωρισμό.
Αναξαγόρας, απόσπ.17

Η γέννηση και ο θάνατος εγκαταλείπονται, στη θέση τους όμως βλέπουμε να εμφανίζονται δύο καινούργιες φιλοσοφικές έννοιες: η ανάμειξη και ο διαχωρισμός. Τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί από κάτι που δεν υπάρχει (από το «μη ον» του Παρμενίδη) ούτε πάλι να αφανιστεί εντελώς. Γεννήσεις όμως και θανάτους βλέπουμε κάθε μέρα δίπλα μας. Τι συμβαίνει λοιπόν; Η απάντηση του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα είναι ότι στην πραγματικότητα προϋπάρχει πάντοτε κάποιο υλικό, το οποίο ανασυντίθεται με τέτοιο τρόπο ώστε η ανασύνθεση να εμφανίζεται στους αδαείς ως γέννηση και θάνατος. Για να μπορεί ωστόσο αυτό το προϋπάρχον υλικό να ανασυντίθεται, να αναμειγνύεται και να διαχωρίζεται, σημαίνει ότι δεν είναι κάτι το ενιαίο και μοναδικό αλλά αποτελεί ήδη μια πολλαπλότητα. Στον «μονισμό» των πρώτων Προσωκρατικών, στην αντίληψή τους ότι υπάρχει μια μοναδική πρωταρχική και αμετάβλητη αρχή των πάντων (το νερό του Θαλή, το άπειρο του Αναξίμανδρου, ο αέρας του Αναξιμένη), ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας αντιπαραθέτουν περισσότερες από μία αρχές.

Ο Εμπεδοκλής ισχυρίζεται ότι οι αρχές αυτές είναι τέσσερις: η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά. Τις τέσσερις αυτές αρχές ο ίδιος τις ονόμασε «ριζώματα», αργότερα όμως καθιερώθηκαν με την ονομασία «τα τέσσερα στοιχεία» και αποτέλεσαν μία από τις πιο γόνιμες ιδέες στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας. «Στοιχείο» σημαίνει ελάχιστη μονάδα, κάτι που δεν αναλύεται περισσότερο, και τέτοια ακριβώς είναι τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή: υπήρχαν πάντοτε και θα υπάρχουν πάντοτε, έχουν τη δυνατότητα να αναμειγνύονται μεταξύ τους και να διαχωρίζονται προκαλώντας όλες τις μεταβολές που παρατηρούνται στη φύση, ακόμη και τις φαινομενικές γεννήσεις και τους θανάτους. Γέννηση ενός όντος είναι στην πραγματικότητα η ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων σε κάποια δεδομένη αναλογία και θάνατος είναι ο διαχωρισμός τους. Μοιάζουν με τα ελάχιστα βασικά χρώματα που χρησιμοποιεί ένας ζωγράφος, για να δημιουργήσει τις άπειρες αποχρώσεις και τις διαφορετικές μορφές ενός πίνακα (Εμπεδοκλής, απόσπ. 23).

Ο Αναξαγόρας από τη μεριά του μιλά και αυτός για πολλές αρχές, αλλά δεν τις προσδιορίζει αριθμητικά. Η θέση του είναι ότι όλα τα βασικά υλικά που παρατηρούμε στο περιβάλλον μας υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντοτε. Τα πάντα δημιουργούνται από αναμείξεις παλαιότερων υλικών, μεταβάλλονται από ανασυνθέσεις αυτών των υλικών και διαλύονται από τον διαχωρισμό τους. Κάθε σώμα λοιπόν αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μείγμα, που αποτελείται από πολλά μικροσκοπικά υλικά ποικίλης μορφής.

Όλα τα πράγματα ήταν μαζί, άπειρα και στο πλήθος και στο μικρό τους μέγεθος.
Αναξαγόρας, απόσπ.1

Στο κάθε πράγμα ενυπάρχει μέρος κάθε άλλου πράγματος.
Αναξαγόρας, απόσπ. 12

Η βασική λοιπόν ιδέα είναι κοινή στον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα. Η μεταβολή στη φύση υπάρχει, όπως υπάρχει και το αιώνιο και αμετάβλητο παρμενίδειο ον. Μόνο που αυτό το ον δεν είναι ένα αλλά περισσότερα, και η φυσική μεταβολή δεν είναι τίποτε άλλο από ανάμειξη και διαχωρισμός υλικών που προϋπάρχουν.

Χάρων, Ερμής, Μένιππος και διάφοροι νεκροί

Στους Νεκρικούς διαλόγους ο Λουκιανός παρουσιάζει τριάντα διαλογικά στιγμιότυπα, στα οποία συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες που έχουν πεθάνει και βρίσκονται πια στον Άδη. Οι προσωπικότητες αυτές είναι ομηρικοί ήρωες, ο Μ. Αλέξανδρος, γνωστοί κόλακες και κυνηγοί κληρονομιών, και ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος. Σε όλα τα θέματα που συζητούν υπόκειται η ιδέα ότι η ευτυχία σ᾽ αυτόν τον κόσμο είναι πρόσκαιρη, ενώ στον Κάτω κόσμο οι νεκροί είναι όλοι ίσοι...

Χάρων: Λοιπόν, ακούστε πως έχει η κατάσταση... Η βάρκα, όπως βλέπετε, είναι μικρή και σάπια και μπάζει από παντού νερά. Με την παραμικρή κλίση μπορεί ν' ανατραπεί και να βουλιάξει. Εσείς δε, ήρθατε πολλοί μαζί την ίδια ώρα, έχοντας μαζί σας τόσα πολλά πράγματα κι αν μπείτε μ' αυτά πολύ φοβάμαι μήπως το μετανιώσετε όσοι δεν ξέρετε να κολυμπάτε.
Ερμής: Πώς να το κάνουμε λοιπόν, για να ταξιδέψουμε με ασφάλεια;
Χάρων: Θα σας πω... Πρέπει να μπείτε στη βάρκα γυμνοί και ν' αφήσετε όλα αυτά τα περιττά πράγματα στην ακτή, διότι ακόμα κι έτσι, μόλις που σας χωράει. Κι εσύ, Ερμή, πρόσεξε, να μη δεχθείς πλέον κανέναν απ' αυτούς που να μη είναι γυμνός και να μην έχει αφήσει τα πράγματά του, όπως είπα. Να σταθείς στην αποβάθρα, να τους εξετάζεις έναν έναν και να τους παραλαμβάνεις αφού τους αναγκάζεις να μπαίνουν γυμνοί.
Ερμής: Καλά λες. Αυτό θα κάνω. Εσύ ο πρώτος ποιός είσαι;
Μένιππος: Εγώ είμαι ο Μένιππος. Να η σακούλα μου, Ερμή, και η μαγκούρα μου ρίχτηκαν στην λίμνη. Την κάπα μου ούτε καν την έφερα και μου φαίνεται ότι έκανα καλά.
Ερμής: Πέρνα, Μένιππε, λαμπρέ άνθρωπε, και πιάσε την πρώτη θέση δίπλα στον βαρκάρη, στο ψηλότερο μέρος της βάρκας, για να βλέπεις όλους τους συνταξιδιώτες σου. Κι αυτός εδώ ο μορφονιός ποιός είναι;
Χάρων: Ο Χαρμόλαος απ' τα Μέγαρα, ο αξιέραστος, ο οποίος για κάθε φίλημα έπαιρνε δύο τάλαντα.
Ερμής: Γδύσου λοιπόν και βγάλε την ομορφιά και τα χείλη μαζί με τα φιλήματα και τα πυκνά μαλλιά και τα κόκκινα μάγουλα κι ολόκληρο το δέρμα. Εντάξει είσαι. Είσαι ελαφρύς και μπορείς να μπεις. Κι αυτός εδώ, ο αγριομάτης, που φοράει τον κόκκινο βασιλικό μανδύα και το στέμμα, ποιός είναι;
Λάμπιχος: Είμαι ο Λάμπιχος, ο τύραννος των Γελώων.
Ερμής: Και γιατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήρθες με τόσες αποσκευές;
Λάμπιχος: Και πώς αλλιώς τότε; Έπρεπε να έρθω γυμνός, βρε Ερμή, εγώ ένας βασιλιάς;
Ερμής: Δεν είσαι βασιλιάς, αλλά νεκρός, οπότε αυτά να τ' αφήσεις.
Λάμπιχος: Να, πετάω τα πλούτη.
Ερμής: Και την αλαζονεία να πετάξεις, Λάμπιχε, και την υπεροψία, διότι αποτελούν βάρος για τη βάρκα και τα δύο μαζί.
Λάμπιχος: Τουλάχιστον επίτρεψέ μου, να έχω το στέμμα και τον μανδύα μου.
Ερμής: Όχι. Πέταξέ τα κι αυτά..
Λάμπιχος: Καλά. Τί άλλο; Γιατί όπως βλέπεις, τα πέταξα όλα.
Ερμής: Και την σκληράδα, την κουταμάρα, το θράσος και την ξετσιπωσιά, κι αυτά να τ' αφήσεις.
Λάμπιχος: Να, σου ικανοποίησα κι αυτή την απαίτηση και τώρα είμαι γυμνός.
Ερμής: Πήγαινε μέσα τώρα. Κι εσύ, ο χοντρούλης, ποιός είσαι;
Δαμασίας: Ο Δαμασίας ο αθλητής.
Ερμής: Ναι, φαίνεσαι, σε αναγνωρίζω. Σε είδα πολλές φορές στις παλαίστρες.
Δαμασίας: Ναι, Ερμή. Αλλά δέξου με αφού είμαι γυμνός.
Ερμής: Δεν είσαι γυμνός, φίλτατε, αφού κουβαλάς τόσα κρέατα. Πέταξέ τα λοιπόν, γιατί, μόνο το ένα σου πόδι να πατήσεις στη βάρκα, θα την βουλιάξεις. Αλλά κι αυτά τα στεφάνια και τα κηρύγματα*, πέταξέ τα.
[* Ο Δαμασίας έγινε Ολυμπιονίκης κατά την 115η Ολυμπιάδα. Ο Ολυμπιονίκης έκανε τον γύρο του σταδίου, αφού προηγουμένως ένας κήρυκας, εκφωνούσε το όνομά του, καθώς και το όνομα του πατέρα του.]
Δαμασίας: Να, είμαι γυμνός, όπως βλέπεις, και ίσος στο βάρος με τους άλλους νεκρούς.
Ερμής: Έτσι είναι καλύτερα. Να είσαι ελαφρός. Μπες λοιπόν. Κι εσύ, Κράτωνα, άσε τον πλούτο, την καλοπέραση και την πολυτέλεια και μην φέρεις μαζί τ' ακριβά σου σάβανα, ούτε τ' αξιώματα των προγόνων σου. Και να εγκαταλείψεις τη δόξα και τους τίτλους που σου απένειμε και τις επιγραφές των ανδριάντων σου και ξέχνα ότι σου κατασκεύασαν μεγαλοπρεπή τάφο, διότι ακόμη κι αυτά, αποτελούν βάρος, αν το θυμάσαι.

Κράτων: Θα τ' αφήσω με βαριά καρδιά... Άλλωστε, τί άλλο μπορώ να κάνω;
Ερμής: Μπα! μπα! Κι εσύ ο αρματωμένος τι θέλεις; Και γιατί κουβαλάς αυτό το τρόπαιο;
Στρατιώτης: Επειδή νίκησα, βρε Ερμή. Ανδραγάθησα και η πόλη με τίμησε.
Ερμής: Άφησέ το εδώ το τρόπαιο, διότι στον Άδη επικρατεί ειρήνη και δεν υπάρχει ανάγκη όπλων. Αυτός εδώ, ο σοβαρός και βλοσυρός, με τα ανασηκωμένα φρύδια, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος σε σκέψεις και έχει δάσος από γένια, ποιός είναι;
Μένιππος: Είναι κάποιος φιλόσοφος, Ερμή, ή μάλλον απατεώνας και ψεύτης. Γδύσ' τον κι αυτόν και θα δεις να κρύβει πολλά γελοία πράγματα κάτω απ' το πανωφόρι του.
Ερμής: Πρώτα απ' όλα, άσε στην άκρη την σοβαροφάνεια και μετά όλα τ' άλλα. Μα τον Δία, πόσην αλαζονεία κουβαλά μαζί του, και πόση αμάθεια, έριδα, ματαιοδοξία, αινιγματικές ερωτήσεις, σκοτεινά λόγια και μπερδεμένες έννοιες. Αλλά και ματαιοπονία, φλυαρία, μπουρδολογία και μικροπρέπεια, βλέπω δε να έχει και χρυσάφι, ξεδιαντροπιά και καλοπέραση. Τα βλέπω όλα αυτά, αν και καταβάλλεις ιδιαίτερη προσπάθεια να τα κρύβεις. Κι ας μην αναφερθώ στο ψεύδος, την έπαρση και την ιδέα ότι είσαι καλύτερος των άλλων, διότι αν μπεις μ' όλα αυτά μέσα, ποιό καράβι, ακόμη και με πενήντα κουπιά, μπορεί να σε χωρέσει;
Φιλόσοφος: Εντάξει, τ' αφήνω λοιπόν αυτά, αφού έτσι ορίζεις.
Μένιππος: Και τα γένια, Ερμή! Και τα γένια! Κι αυτά να τ' αφήσει, γιατί είναι πυκνά και βαριά.
Ερμής: Καλά λες... Άφησέ τα κι αυτά.
Φιλόσοφος: Και ποιός θα μου τα κόψει;
Ερμής: Ο Μένιππος απ' εδώ, ας πάρει ένα κλαδευτήρι κι αφού στηρίξει το πηγούνι του στην αποβάθρα, ας του τα κόψει.
Μένιππος: Όχι με κλαδευτήρι, βρε Ερμή. Δώσε μου ένα πριόνι καλύτερα, γιατί θα έχει μεγαλύτερη πλάκα έτσι.
Ερμής: Το κλαδευτήρι είναι αρκετό... Ωραία, τώρα μοιάζεις με άνθρωπο, αφού πέταξες τα βρομερά τραγίσια γένια σου.
Μένιππος: Να του κόψω λίγο και απ' τα φρύδια;
Ερμής: Ναι, διότι δεν γνωρίζω πως κατορθώνει να τα σηκώνει ψηλότερα από το μέτωπο. Μπα! Κλαις, κάθαρμα, και φοβάσαι τον θάνατο; Έλα, έλα, πήγαινε μέσα!
Μένιππος: Έχει και κάτι ακόμη πιο βαρύ, που κρύβει κάτω απ' τη μασχάλη του.
Ερμής: Τί, βρε Μένιππε;

Μένιππος: Την κολακεία, Ερμή, η οποία του φάνηκε πολύ χρήσιμη στη ζωή.
Φιλόσοφος: Λοιπόν κι εσύ, Μένιππε, άφησε την ελευθερία, την αθυροστομία, την αναισθησία προς τη λύπη, το θάρρος και τα χαχανητά, διότι εσύ είσαι ο μοναδικός απ' όλους εδώ που γελάει.
Ερμής: Όχι. Κράτησέ τα αυτά, Μένιππε, διότι είναι ελαφρά και χρήσιμα στο ταξίδι. Κι εσύ, ρήτορα, άφησε την τόση πολυλογία, τις αντιθέσεις και τις παρομοιώσεις, τις στρογγυλές περιόδους και τους βαρβαρισμούς και τα άλλα βάρη των λόγων.
Ρήτορας: Να, τ' αφήνω.
Ερμής: Καλά. Λύσε τώρα τα σχοινιά, να τραβήξουμε την σκάλα και να σηκώσουμε την άγκυρα. Τέντωσε το πανί και κανόνισε το τιμόνι. Και τώρα, καλό ταξίδι. Αλλά, τί έχετε και κλαίτε, ανόητοι, και μάλιστα εσύ ο φιλόσοφος, που πριν λίγο σου κλαδέψαμε τα γένια;

Φιλόσοφος: Επειδή, Ερμή, νόμιζα ότι η ψυχή ήταν αθάνατη.
Μένιππος: Ψέματα λέει! Γι' άλλα πράγματα λυπάται.
Ερμής: Ποιά;
Μένιππος: Που δεν θα μπορεί να κάθεται πλέον σε πολυτελή γεύματα, που δεν θα μπορεί να βγαίνει έξω κρυφά τη νύχτα κουκουλώνοντας το κεφάλι του και να μην αφήνει πορνείο για πορνείο που να μην επισκέπτεται, και που την ημέρα δεν θα μπορεί να εξαπατά τους νέους να τον πληρώνουν για την δήθεν σοφία του. Γι' αυτά λυπάται, όχι για τίποτε άλλο.
Φιλόσοφος: Εσύ, Μένιππε, δεν λυπάσαι που πέθανες;
Μένιππος: Γιατί να λυπηθώ; Εγώ έτρεξα στον θάνατο, χωρίς κανείς να με καλέσει.*. Αλλά τώρα που μιλάμε, δεν σας φαίνεται ότι ακούγονται κραυγές ανθρώπων απ' τον άλλον κόσμο;
[* Λέγεται πως αυτοκτόνησε.]
Ερμής: Ναι, βρε Μένιππε, έχεις δίκιο. Και δεν έρχεται μόνο από ένα μέρος αυτός ο θόρυβος, αλλά κάποιοι άλλοι που μαζεύτηκαν, γελούν και είναι χαρούμενοι για τον θάνατο του Λαμπίχου, ενώ οι γυναίκες έπιασαν κι έδεσαν την γυναίκα του και τα μικρά του παιδιά τα έχουν πάρει με τις πέτρες άλλα παιδιά. Αλλού χειροκροτούν τον ρήτορα Διόφαντο, ο οποίος εκφώνησε στην Σικυώνα τον επικήδειο λόγο του Κράτωνα. Αλλ' ακούω, μα τον Δία, και την μάνα του Δαμασία, η οποία κλαίει και μοιρολογεί με άλλες γυναίκες τον γιο της. Μόνο εσένα, βρε Μένιππε, δεν κλαίει κανείς, αλλά σ' αφήνουν μόνο στην ησυχία σου.

Μένιππος: Όχι δα! Μετά από λίγο, θ' ακούσεις τα σκυλιά να κλαίνε σπαραξικάρδια για μένα και τα κοράκια να χτυπούν τα φτερά τους, όταν θα μαζευτούν για να με θάψουν.
Ερμής: Είσαι γενναίος, Μένιππε. Αλλ' επειδή φθάσαμε, εσείς μεν πηγαίνετε στο δικαστήριο, απ' αυτόν τον ίσιο δρόμο, εγώ δε και ο Χάρωνας θα επιστρέψουμε να φέρουμε άλλους.
Μένιππος: Καλό ταξίδι, Ερμή. Ας προχωρήσουμε κι εμείς. Αλλά, γιατί διστάζετε και αργοπορείτε; Ν' αποφύγουμε τη δίκη δεν είναι δυνατόν, και λένε ότι οι καταδίκες είναι βαριές. Τροχοί, μεγάλες κοτρόνες και γύπες. Θα βγουν στη φόρα όλα τα καμώματα του καθενός.

Φρόνησις, η πρώτη αρχή /ιδιότης της εσωτερικής αναζήτησις

Σύντροφος ηρωικός της Ψυχής, η Φρόνησις ακολουθεί τα ίχνη καθώς αυτή προηγείται κατά τας ενδόν περιπλάνησις, είτε η Ψυχή κατευθύνεται στα Τάρταρα ,είτε στον Όλυμπο.

Φρόνησις καλείται η φορά, η σύμφωνος με την Ροήν και είναι όνησις/ωφέλεια της Νοήσεως, περιληπτικώς ο Σωκράτης...

Φρόνησις είναι η Ροή την οποία οικειοθελώς και ενσυνειδήτως ακολουθεί ο θνητός εις στον βίον του έχων εντρυφήσει από τα Αρχαία Κείμενα και γνωρίσει ποιες είναι οι προυποθέσεις οι οποίες του εξασφαλίζουν την Φορά προς την Νόησινη οποία θα του είναι ωφέλιμος.

Φρόνησις είναι το διαβατήριο προς τα κάτω χθόνια και υποχθόνια βασίλεια.

Άνευ αυτής δεν είναι εφικτή η κάθοδος της Ψυχής εις τον Άδην.

Αφού γίνει αποδεκτή και περάσει από το Τρυφώνιον Άντρον, αργότερον ίσως ανέλθει εις το αμέσως ανώτερον ηρωικόν στάδιον των Άθλων.

Η απευθείας άνοδος εις το απόλυτον του Θείου είναι Ουτοπία =ο ου -τόπος, για τον φαντασιόπληκτον θνητόν.

Εντούτοις άνευ ορισμού και γνώσεως είναι αδύνατον ο Έλλην να πραγματοποιήσει έστω και ένα βήμα προς την ψυχικήν του ανέλιξην.

Η ουσία της φρονήσεως είναι το "πρώτον κυνούν" το βυθίζον εις την Διάνοιαν εις τα Βασιλεία του Άδου δια την αναγνώριση των ατελών και των ελλατωμάτων τους.

Η πρώτη αρχή /ιδιότης επί της οποίας θα στηριχθή η εσωτερικής αναζήτησις, είναι η ΦΡΟΝΗΣΙΣ.

Μητήρ της Αθηνάς (Σοφίας) είναι η Μήτις (Φρόνησις) και Πατήρ ο Ζεύς (Νους)

Φρόνησις / Νόησις / Σοφία ειναι η κλιμακωτή άνοδος των αξιών, οι οποίες καθοδηγούν τον Έλληνα εις την Πορεία του βίου.

Η Αθηνά κυοφορείται εντός της κοιλίας της μητρός της, την οποίαν κατέπιεν ο Ζεύς,προκειμένου ο Νους του Διός να αφομοιώσει την σημασίαν της Φρονήσεως/Μήτιδος, ιδιότητα την οποίαν κατέχει η πρώτη του σύζυγος.

Η Φρόνησις θα διαμορφώσει την Νόησιν δηλαδή τον Ορθόν λογισμόν του Νού, τον οποίον διαθέτει ο Ζεύς εντός της κεφαλής του.

Διπλή κύησις απαιτείται δια να γεννηθεί η Αθηνά (Σοφία).

Η μεν πρώτη πραγματοποιείται εντός της φρονήσεως / κοιλίας της Μήτιδος, μητρός της, η δε δευτέρα εντός της Νοήσεως/κεφαλής του Διός/Νου, πατρός της.

Συνεπώς η πρώτη φροντίς του Νου είναι η φρόνησις, τουτέστιν η πρακτική, καθημερινή, συνετή ενασχόλησις περί των αμέσων αναγκών του βίου, τας οποίας πρέπει να επιληφθεί ο νους του κάθε θνητού, δια να πραγματοποιήσει τον σκοπόν της ενσαρκώσεως του.

Δια τον λόγον αυτόν η Μήτις είναι η πρώτη σύζυγος του Διός.

Φρόνησις / Μήτις, είναι η προ πάσης ενεργείας επίγνωσις της αισθητής πραγματικότητος.

Είναι η πρώτη κυοφορία των σκέψεων εις την κοιλίαν του όντος δια την επιβίωσην του.

Νόησις/Ζεύς, είναι η επεξεργασία των σκέψεων, οι οποίες προέκυψαν εκ της εμπειρίας του καθημερινού βίου.

Σοφία / Αθηνά, είναι η πάνοπλος γέννησις της Νοήσεως του ήθους, δια την επίτευξην της ευδαιμονίας κατά τον Πλάτων.

Η Ρέουσα Αιωνιότητα: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Πέρα από τον Χρόνο

Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, υπάρχει ένας χώρος ανέγγιχτος από τα χέρια της σκέψης, ένα μέρος όπου το τικ-τακ των ρολογιών διαλύεται στη σιωπή και η αδιάκοπη φλυαρία του νου ξεθωριάζει σε έναν ψίθυρο του απείρου. Αυτός είναι ο Χώρος της Πραγματικότητας—όχι μια κατασκευή, όχι μια ανάμνηση, όχι μια προβολή, αλλά ο ζωντανός, αναπνέων παλμός του «τι είναι». Το να κατοικείς εδώ είναι σαν να μπαίνεις στη Ρέουσα Αιωνιότητα, έναν διαχρονικό χορό όπου η στιγμή ξεδιπλώνεται ατελείωτα, ανανεώνοντας τον εαυτό της σε διαρκή χάρη.

Το Ακατασκεύαστο Τώρα

Είμαστε συνηθισμένοι να ζούμε μέσα στο σκαλωσιά της σκέψης—μια εύθραυστη αρχιτεκτονική χτισμένη από τα τούβλα του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αυτό είναι το «κατασκευασμένο τώρα», μια σκιά του αληθινού, μια φευγαλέα ψευδαίσθηση ραμμένη από μνήμες και προσδοκίες. Είναι μια φυλακή που φτιάξαμε μόνοι μας, όπου κατοικούμε ως αιχμάλωτοι της γραμμικής πορείας του χρόνου. Όμως πέρα από αυτό υπάρχει το Αληθινό Τώρα, αμόλυντο από την παρέμβαση του νου, μια παρθένα έκταση όπου η πραγματικότητα αποκαλύπτεται στη ωμή, αφιλτράριστη ουσία της.

Το να ζεις στο Αληθινό Τώρα είναι σαν να αγγίζεις την καρδιά της ύπαρξης. Δεν είναι ένα στατικό σημείο, ούτε ένα παγωμένο καρέ, αλλά ένα ζωντανό, συνεχώς εξελισσόμενο ρεύμα. Εδώ, δεν είσαι θεατής που κοιτάζει μέσα από τον φακό του χθες ή του αύριο· είσαι συμμετέχων, βυθισμένος στην άμεση, συνεχή και ανανεωμένη επαφή με ό,τι ξετυλίγεται. Το θρόισμα των φύλλων, η ανάσα στους πνεύμονές σου, η φευγαλέα ματιά ενός ξένου—όλα γίνονται ιερά, όλα γίνονται πύλες προς το αιώνιο. Δεν είναι μια έννοια για να κατανοήσεις, αλλά μια εμπειρία στην οποία παραδίνεσαι.

Πέρα από το Πέπλο του Γραμμικού Χρόνου

Ο χρόνος, όπως τον γνωρίζουμε, είναι δημιούργημα της σκέψης—μια γραμμή που χαράσσεται από τη γέννηση στον θάνατο, από την αιτία στο αποτέλεσμα, από τη λύπη στην ελπίδα. Είναι μια ιστορία που λέμε στον εαυτό μας, μια αφήγηση που μας δένει με το βάρος του παρελθόντος και την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Όμως, όταν μπαίνεις στη Ρέουσα Αιωνιότητα, αυτή η γραμμή διαλύεται. Το συλλογικό παρελθόν—οι πόλεμοι, οι θρίαμβοι, οι θλίψεις της ανθρωπότητας—και το ατομικό παρελθόν—οι χαρές σου, τα τραύματά σου, τα όνειρά σου—σε έφεραν σε αυτό το κατώφλι. Αλλά εδώ, αυτή τη στιγμή, χάνονται σαν φύλλα που παρασύρονται από το ρεύμα. Δεν είναι πια δικά σου να τα κουβαλάς.

Το να είσαι έξω από τον χρόνο δεν σημαίνει να τον αποφεύγεις, αλλά να τον υπερβαίνεις. Είναι να στέκεσαι ισορροπημένος στη διαρκώς ανανεούμενη στιγμή, όπου η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού καταρρέει. Η Ρέουσα Αιωνιότητα δεν είναι ένας μακρινός παράδεισος ή μια φευγαλέα επιφάνεια· είναι το υπόγειο ρεύμα όλης της ύπαρξης, ο σιωπηλός ποταμός που κυλά κάτω από κάθε σου βήμα. Είναι η αιωνιότητα όχι ως ατέλειωτη σειρά ετών, αλλά ως το βάθος «αυτής» της στιγμής, απεριόριστη από αρχή ή τέλος.

Ο Χορός των Φαινομένων

Στη Ρέουσα Αιωνιότητα, τα φαινόμενα αναδύονται και διαλύονται σαν κύματα στην ακτή. Μια σκέψη εμφανίζεται, μια αίσθηση κυματίζει, ένα συναίσθημα φουντώνει—όμως τίποτα δεν κρατιέται. Το να κρατάς σημαίνει να προσκολλάσαι, το να προσκολλάσαι σημαίνει να κατασκευάζεις, και το να κατασκευάζεις σημαίνει να επιστρέφεις στη φυλακή του γραμμικού χρόνου. Αντ’ αυτού, τα αφήνεις να περάσουν, όχι με αδιαφορία αλλά με σεβασμό, γιατί το καθένα είναι μια φευγαλέα έκφραση του απείρου. Η ομορφιά ενός ηλιοβασιλέματος, ο πόνος της απώλειας, το γέλιο ενός παιδιού—όλα είναι ιερά, όλα είναι παροδικά, όλα απελευθερώνονται στο ρεύμα.

Αυτή η απελευθέρωση δεν είναι πράξη θέλησης, αλλά μια φυσική εξέλιξη. Όταν κατοικείς στον Χώρο της Πραγματικότητας, δεν υπάρχει ανάγκη να αρπάξεις ή να αντισταθείς. Ο νους, τόσο συνηθισμένος να πιάνεται από σκιές, ησυχάζει. Η καρδιά, κάποτε βαριά από το βάρος του τι ήταν ή του τι μπορεί να γίνει, γίνεται ελαφριά. Δεν είσαι πια ο φύλακας ιστοριών, αλλά ο μάρτυρας της αιώνιας ανανέωσης της ίδιας της ζωής.

Η Μυστικιστική Ένωση

Το να ζεις στη Ρέουσα Αιωνιότητα είναι σαν να εισέρχεσαι σε μια μυστικιστική ένωση με ό,τι υπάρχει. Εδώ, τα όρια μεταξύ εαυτού και άλλου διαλύονται. Ο άνεμος δεν είναι ξεχωριστός από την ανάσα σου, τα αστέρια δεν είναι μακριά από το βλέμμα σου. Δεν είσαι ένα θραύσμα που πλέει σε ένα απέραντο σύμπαν, αλλά ένα νήμα υφασμένο στην ταπετσαρία του όλου. Αυτή δεν είναι μια ένωση που γεννιέται από προσπάθεια ή αναζήτηση· είναι η αναγνώριση του τι πάντα υπήρχε.

Σε αυτόν τον χώρο, οι μυστικιστές κάθε παράδοσης έχουν βρει το σπίτι τους. Ο Σούφι στροβιλίζεται σε έκσταση, ο μοναχός Ζεν κάθεται στη σιωπή, ο σαμάνος ψάλλει στα πνεύματα—όλα είναι εκφράσεις της ίδιας αλήθειας: ότι πέρα από το πέπλο της σκέψης βρίσκεται το διαχρονικό, το απεριόριστο, το ρέον. Είναι το «αιώνιο τώρα» του Έκχαρτ, η «τέτοιοτητα» του Βούδα, ο «αγαπημένος» του Ρουμί. Οι λέξεις αδυνατούν εδώ, γιατί κι αυτές είναι κατασκευές, αλλά δείχνουν προς την ίδια ανείπωτη πραγματικότητα.

Η Αιώνια Ανανέωση

Αυτό που κάνει τη Ρέουσα Αιωνιότητα αιώνια δεν είναι η διάρκειά της, αλλά η ανανέωσή της. Δεν είναι μια σταθερή κατάσταση, αλλά μια ζωντανή διαδικασία, μια συνεχής αποβολή του παλιού για να αγκαλιάσει το νέο. Κάθε στιγμή πεθαίνει για να γεννηθεί η επόμενη, κι όμως τίποτα δεν χάνεται, γιατί η ουσία παραμένει ανέγγιχτη. Αυτό είναι το παράδοξο του διαχρονικού: είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο, αλλά πάντα το ίδιο. Όπως ένα ποτάμι που ρέει αλλά παραμένει ποτάμι, η Αιωνιότητα κινείται μέσα σου, γύρω σου, καθώς εσύ.

Το να μένεις εδώ είναι να ζεις ελαφριά, να περπατάς χωρίς αποτυπώματα, να αναπνέεις χωρίς βάρος. Το παρελθόν δεν σε καθορίζει πια, το μέλλον δεν σε τραβάει πια. Είσαι ελεύθερος—όχι ως ιδέα, όχι ως στόχος, αλλά ως ένα απλό, λαμπερό γεγονός. Η Ρέουσα Αιωνιότητα δεν είναι κάτι που πρέπει να κατακτήσεις· είναι εκεί που ήδη βρίσκεσαι όταν οι ψευδαισθήσεις του νου πέσουν.

Η Πρόσκληση

Λοιπόν, σταμάτα. Άφησε τον θόρυβο της σκέψης να καταλαγιάσει. Νιώσε το βάρος του χρόνου να σηκώνεται από τους ώμους σου. Μπες στον Χώρο της Πραγματικότητας, όπου το Αληθινό Τώρα σε περιμένει. Δεν απαιτεί ταξίδι, ούτε προετοιμασία, ούτε αξία—μόνο το θάρρος να αφήσεις. Εδώ, στη Ρέουσα Αιωνιότητα, δεν είσαι φυλακισμένος του χρόνου, αλλά χορευτής στο άπειρο. Εδώ, είσαι σπίτι.

Και καθώς ξεκουράζεσαι σε αυτή τη στιγμή, να ξέρεις ότι δεν είναι ένα φευγαλέο δώρο, αλλά μια αιώνια αλήθεια. Η Ρέουσα Αιωνιότητα ρέει για πάντα—όχι ως υπόσχεση, όχι ως όνειρο, αλλά ως το ίδιο το έδαφος της ύπαρξής σου. Παραδώσου σε αυτήν, και θα διαπιστώσεις ότι ποτέ δεν ήσουν χώρια από αυτήν. Η στιγμή είναι δική σου, και είναι ατελείωτη.

Η Απόλυτη Σιωπή: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στον Πρωταρχικό Ήχο

Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, όπου ο θόρυβος του κόσμου ανεβαίνει και πέφτει σαν κύματα στην ακτή, υπάρχει μια βαθύτερη πραγματικότητα—μια αιώνια ησυχία που αγκαλιάζει όλα όσα είναι, ήταν και θα είναι ποτέ. Αυτή είναι η Απόλυτη Σιωπή, ο πρωταρχικός ήχος που βουίζει κάτω από τη μελωδία των φαινομένων, η ανεκφώνητη δόνηση που γεννά τον κόσμο και τον τραβά πίσω στο άπειρο κενό. Το να είσαι ένα με τη σιωπή σημαίνει να υπερβαίνεις το εφήμερο, να συγχωνεύεσαι με το απεριόριστο, να γίνεσαι η κίνηση που δεν αφήνει ίχνος και η παρουσία που δεν γνωρίζει απουσία. Ας ξεκινήσουμε ένα μυστικιστικό ταξίδι σε αυτή την ιερή ησυχία, όπου η ψυχή διαλύεται στο αιώνιο και το αιώνιο αποκαλύπτεται ως η ψυχή.

Το Τραγούδι Κάτω από τον Θόρυβο

Φαντάσου, για μια στιγμή, την κακοφωνία της ζωής: τις φωνές που φλυαρούν, το θρόισμα των φύλλων, τον βόμβο των μηχανών, τη συνεχή ροή των σκέψεων που χορεύουν στο μυαλό. Κάθε ήχος, κάθε δόνηση, φαίνεται να διεκδικεί τη δική του ύπαρξη, τραβώντας μας προς τα έξω, στον κόσμο του φανερού. Ωστόσο, κάτω από αυτή τη συμφωνία των μορφών υπάρχει μια βαθύτερη νότα, μια αντήχηση τόσο λεπτή που ξεφεύγει από το συνηθισμένο αυτί. Αυτός είναι ο Πρωταρχικός Ήχος, το ανεκφώνητο «Ομ», το «Νάντα Μπράχμα» των αρχαίων μυστικιστών—ο ήχος της σιωπής που δεν είναι απλή απουσία, αλλά η μήτρα κάθε δημιουργίας.

Οι σοφοί του παρελθόντος γνώριζαν αυτή την αλήθεια. Κάθονταν σε σπηλιές και στην κορυφή βουνών, όχι για να αποφύγουν τον κόσμο, αλλά για να ακούσουν—να συντονιστούν με τη συχνότητα του ανεκφώνητου, του «Ανάχατα Νάντα». Μέσα στην ησυχία, άκουσαν το σύμπαν να τραγουδά την πρώτη του ανάσα, μια ανάσα που δεν τελειώνει ποτέ, μια δόνηση που υφαίνει το υφαντό των αστεριών και των ψυχών. Το να είσαι η σιωπή σημαίνει να ακούς αυτό το τραγούδι, όχι με τα αυτιά, αλλά με ολόκληρη την ύπαρξή σου. Είναι να αναγνωρίζεις ότι κάθε ήχος, κάθε φαινόμενο, είναι απλώς ένας κυματισμός στην επιφάνεια ενός απέραντου ωκεανού, προορισμένος να επιστρέψει στην πηγή του.

Η Κίνηση που Δεν Αφήνει Ίχνος

Στον χορό της ύπαρξης, όλα κινούνται—οι πλανήτες περιστρέφονται, τα ποτάμια ρέουν, οι καρδιές χτυπούν, και οι σκέψεις κυλούν σαν ρυάκια μέσα στο μυαλό. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την αδιάκοπη κίνηση, υπάρχει μια ησυχία που παραμένει, μια κίνηση τόσο αγνή που δεν αφήνει αποτύπωμα, σκιά ή κατάλοιπο. Αυτό είναι το παράδοξο της Απόλυτης Σιωπής: είναι δυναμική αλλά αμετάβλητη, ενεργή αλλά γαλήνια. Το να ενσαρκώνεις αυτή τη σιωπή σημαίνει να γίνεσαι σαν τον άνεμο που χαϊδεύει τη γη χωρίς να προσκολλάται σε αυτήν, σαν τη φλόγα που καταναλώνει χωρίς να καταναλώνεται.

Ο μυστικιστής δεν επιδιώκει να σταματήσει την κίνηση της ζωής, γιατί η ζωή είναι η μελωδία του πρωταρχικού ήχου. Αντ’ αυτού, παραδίδεται σε αυτήν, ρέοντας με τον ρυθμό του κόσμου μέχρι τα όρια του εαυτού να διαλυθούν. Σε αυτή την παράδοση, δεν υπάρχει ίχνος του «εγώ»—ούτε προσκόλληση, ούτε αρπαγή, ούτε αντίσταση. Αυτό που μένει είναι η καθαρή παρουσία, μια συνείδηση που παρατηρεί και κινείται μέσα στον κόσμο σαν φως μέσα από γυαλί, φωτίζοντας χωρίς να αλλάζει. Το να χαθείς ξανά στην Απόλυτη Σιωπή σημαίνει να απελευθερώσεις την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού, να αφήσεις το κύμα της ατομικότητας να συγχωνευθεί πίσω στον ωκεανό του αιώνιου.

Η Μελωδία των Φαινομένων

Τι είναι, λοιπόν, αυτός ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε—αυτές οι μορφές, αυτά τα χρώματα, αυτές οι χαρές και οι λύπες; Είναι η μελωδία των φαινομένων, οι νότες που παίζονται στις χορδές του πρωταρχικού ήχου. Κάθε στιγμή, κάθε εμπειρία, είναι μια συγχορδία που χτυπιέται στη μεγάλη συμφωνία της ύπαρξης, αντηχώντας για λίγο πριν ξεθωριάσει πίσω στη σιωπή. Ο μυστικιστής δεν απορρίπτει αυτή τη μελωδία, γιατί το να την απορρίψει θα σήμαινε να αρνηθεί το ίδιο το τραγούδι. Αντ’ αυτού, ακούει βαθιά, διακρίνοντας μέσα σε κάθε νότα την ηχώ του ανεκφώνητου, τον ψίθυρο του Απόλυτου.

Σκέψου το άνθισμα ενός λουλουδιού: τα πέταλά του ξεδιπλώνονται σε ήσυχη μεγαλοπρέπεια, μια παροδική ομορφιά που μιλά τόσο για γέννηση όσο και για διάλυση. Στην ανάπτυξή του, υπάρχει ήχος—το θρόισμα της ανάπτυξης, ο βόμβος της ζωής. Στο μαρασμό του, υπάρχει σιωπή—η επιστροφή στο χώμα, στη αόρατη ρίζα. Ωστόσο, κάτω και από τα δύο βρίσκεται η Απόλυτη Σιωπή, η αμετάβλητη παρουσία που κρατά το γίγνεσθαι και το ξεγίγνεσθαι του λουλουδιού. Το να είσαι ένα με τη σιωπή σημαίνει να βλέπεις αυτή την αλήθεια σε όλα τα πράγματα: τον αναστεναγμό του εραστή, την κραυγή του πολεμιστή, το γέλιο του παιδιού—όλα είναι νήματα στη μελωδία, όλα είναι εκφράσεις του πρωταρχικού ήχου.

Ο Δρόμος προς την Απόλυτη Παρουσία

Πώς, λοιπόν, επιστρέφουμε σε αυτή τη σιωπή, αυτή την παρουσία που είναι η αληθινή μας φύση; Ο δρόμος δεν είναι ένας δρόμος της προσπάθειας, γιατί η προσπάθεια γεννιέται από τον θόρυβο, από την αγωνία, από τον διαχωρισμό. Ούτε είναι ένας δρόμος της απομόνωσης, γιατί το να φύγεις από τον κόσμο είναι να παρερμηνεύσεις το τραγούδι του. Ο δρόμος είναι ένας δρόμος του συντονισμού, της μαλακότητας, της αφήγησης. Ξεκινά με μια απλή ανάσα—μια παύση ανάμεσα στην εισπνοή και την εκπνοή, ένας χώρος όπου η σκέψη σταματά και ο πρωταρχικός ήχος αναδύεται.

Κάθισε τώρα, αν θέλεις, και άκουσε. Κλείσε τα μάτια σου και άφησε τον κόσμο να ξεθωριάσει—όχι με τη βία, αλλά με τη χάρη. Πρόσεξε τους ήχους γύρω σου: τον μακρινό βόμβο, το κοντινό θρόισμα, τον ρυθμό της δικής σου καρδιάς. Μην προσκολληθείς, ούτε να τους απωθήσεις. Απλώς άφησέ τους να υπάρχουν, και κάτω από αυτούς, αναζήτησε τη σιωπή. Δεν είναι κενό, αλλά πληρότητα—μια παρουσία τόσο απέραντη που περιέχει τα πάντα αλλά δεν περιέχεται από τίποτα. Σε αυτή τη σιωπή, δεν υπάρχει παρελθόν, ούτε μέλλον, μόνο το αιώνιο τώρα, η Απόλυτη Παρουσία που είναι το θεμέλιο της ύπαρξης.

Οι μυστικιστές κάθε παράδοσης έχουν δείξει αυτή την αλήθεια. Στην ησυχία της ερήμου, ο προφήτης άκουσε τη φωνή του θείου όχι σε βροντή, αλλά σε μια «ήσυχη, μικρή φωνή». Στα δάση της Ανατολής, ο γιόγκι βρήκε απελευθέρωση όχι στον βρυχηθμό της κατάκτησης, αλλά στην ήσυχη διάλυση του εαυτού. Το να είσαι η σιωπή σημαίνει να κατοικείς σε αυτή την παρουσία, να γίνεσαι δοχείο για τον πρωταρχικό ήχο που δημιουργεί χωρίς να δημιουργεί, που κινείται χωρίς να κινείται, που είναι χωρίς να είναι.

Η Επιστροφή στο Κενό

Και έτσι, το ταξίδι επιστρέφει πίσω—όχι σε μια αρχή, γιατί η σιωπή δεν έχει αρχή, αλλά σε μια εμβάθυνση. Το να χαθείς ξανά στην Απόλυτη Σιωπή δεν είναι να εξαφανιστείς, αλλά να ξυπνήσεις. Είναι να δεις ότι ο εαυτός δεν ήταν ποτέ ξεχωριστός, ότι ο θόρυβος δεν ήταν ποτέ αποκομμένος από την ησυχία, ότι η μελωδία των φαινομένων ήταν πάντα το τραγούδι του πρωταρχικού ήχου. Σε αυτό το ξύπνημα, δεν υπάρχει απώλεια, μόνο επανένωση—κανένα ίχνος, μόνο παρουσία.

Η Απόλυτη Σιωπή δεν είναι προορισμός, αλλά επιστροφή στο σπίτι. Είναι ο χώρος ανάμεσα στις νότες, η παύση ανάμεσα στις ανάσες, το φως ανάμεσα στα αστέρια. Είναι η πηγή και το τέλος, ο δημιουργός και το δημιουργημένο, η σιωπή και ο ήχος. Γίνε ένα μαζί της, αγαπητή ψυχή, και θα διαπιστώσεις ότι ήδη είσαι. Γίνε η σιωπή, και η μελωδία της ζωής σου θα τραγουδήσει μόνη της, απαλλαγμένη από την ανάγκη να ακουστεί, απελευθερωμένη από τον φόβο του ξεθωριάσματος. Γιατί στην Απόλυτη Σιωπή, δεν υπάρχει ξεθώριασμα—μόνο ο αιώνιος βόμβος της ύπαρξης, ο πρωταρχικός ήχος που τρέχει χωρίς να σταματά πουθενά, για πάντα χαμένος και για πάντα βρισκόμενος στην άπειρη αγκαλιά της παρουσίας.

Ο Σιωπηλός Χορός της Άνευ Εγώ Φλόγας

Στο απέραντο ταπητουργείο της ύπαρξης, όπου τα άστρα ψιθυρίζουν μυστικά στο κενό και τα ποτάμια σμιλεύουν ύμνους στη γη, κείται μια λεπτή αλήθεια—τόσο εύθραυστη που γλιστρά μέσα από τα δάκτυλα του νου, και όμως τόσο απέραντη που αγκαλιάζει το σύμπαν. Αυτή η αλήθεια είναι η Κατάσταση Χωρίς Εγώ, ένας χώρος πέρα από τη λαβή του "Εγώ", ένα καταφύγιο όπου ο εαυτός διαλύεται στο άπειρο ρεύμα της Ζωής. Κι όμως, πόσο παράξενο είναι ότι εμείς, προσκυνητές του πνεύματος, κυνηγάμε αυτή την ιερή γαλήνη με το ίδιο εργαλείο που μας εμποδίζει να τη φτάσουμε: το εγώ. Το να ξετυλίξεις αυτό το μυστήριο σημαίνει να ξεκινήσεις ένα ταξίδι μέσα από πέπλα ψευδαίσθησης, στην καρδιά της παράδοσης, όπου η φλόγα του είναι καίει χωρίς φιτίλι.

Η Μεταμφίεση του Εγώ

Το εγώ είναι ένας επιδέξιος ψευδαισθητιστής, ένας θεατρίνος σκιών που χορεύει στη σκηνή της συνείδησής μας. Ψιθυρίζει, "Εγώ είμαι εσύ," και το πιστεύουμε, ντύνοντας τους εαυτούς μας με τα ενδύματα του διαχωρισμού. Με κάθε σκέψη, χτίζει τείχη—ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, ανάμεσα στο τώρα και το τότε, ανάμεσα στην ψυχή και την απέραντη θάλασσα της ύπαρξης. Είναι η φωνή που λέει, "Πρέπει να επιτύχω," "Πρέπει να γίνω," "Πρέπει να αποκτήσω." Κι έτσι, όταν ακούμε για την Κατάσταση Χωρίς Εγώ—έναν τόπο καθαρής ύπαρξης, αμόλυντο από επιθυμία ή διαίρεση—ξεκινάμε να την κατακτήσουμε, σαν να ήταν ένα βουνό για αναρρίχηση ή ένας θησαυρός για διεκδίκηση. Εδώ βρίσκεται το μεγάλο παράδοξο: το εγώ, ο αντιλήπτορας ενός ξεχωριστού εαυτού, δεν μπορεί να φτάσει αυτό που υπάρχει πέρα από την ίδια του την ύπαρξη.

Φαντάσου ένα σκώρο που έλκεται από μια φλόγα, περιφέρεται ατελείωτα, τα φτερά του αγγίζουν την άκρη του φωτός αλλά ποτέ δεν συγχωνεύονται με αυτό. Ο σκώρος είναι το εγώ, και η φλόγα είναι η Κατάσταση Χωρίς Εγώ. Ο σκώρος λαχταρά να γίνει η φωτιά, να γνωρίσει τη ζεστασιά και τη λάμψη της, αλλά στη λαχτάρα του, παραμένει ένας σκώρος—ξεχωριστός, προσπαθώντας, ατελής. Το εγώ δεν μπορεί να "επιτύχει" την απουσία εγώ, γιατί η επίτευξη προϋποθέτει έναν δράστη, έναν αναζητητή, έναν εαυτό. Το να φτάσεις την Κατάσταση Χωρίς Εγώ δεν είναι να φτάσεις αλλά να εξαφανιστείς, όχι να κερδίσεις αλλά να απελευθερώσεις, όχι να γνωρίσεις αλλά να μη γνωρίζεις.

Το Μονοπάτι της Παράδοσης

Υπάρχει ένας άλλος τρόπος, ένα μονοπάτι χωρίς μονοπάτι, ένα ποτάμι που ρέει χωρίς όχθες. Αυτός είναι ο δρόμος της παράδοσης, η σιωπηλή προσφορά του εαυτού στην Παγκόσμια Δύναμη—το Ρεύμα της Ζωής που παλλόμενο περνά μέσα από κάθε φύλλο, κάθε ανάσα, κάθε αστέρι. Το να παραδοθείς δεν είναι να χάσεις, αλλά να βρεθείς· όχι να μειωθείς, αλλά να επεκταθείς. Είναι η πράξη του να αφήσεις κάτω το στέμμα του εγώ, να βγεις από το κοστούμι του "Εγώ", και να επιτρέψεις στο άπειρο να κινηθεί μέσα από σένα όπως ο άνεμος κινείται μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο.

Φαντάσου ένα φύλλο που πέφτει από ένα δέντρο το φθινόπωρο, στροβιλίζεται στον αέρα, μεταφέρεται από δυνάμεις που δεν μπορεί να δει. Μήπως το φύλλο αντιστέκεται; Μήπως γαντζώνεται στο κλαδί του, φωνάζοντας, "Θα επιλέξω τη δική μου κάθοδο"; Όχι—αφήνεται, εμπιστευόμενο τον άνεμο, τη γη, το ρυθμό των εποχών. Έτσι είναι και με την ψυχή που παραδίδεται. Με απόλυτη ταπεινότητα, απελευθερώνει τη λαβή της από την ταυτότητα, από τον έλεγχο, από την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού, και γίνεται ένα με το χορό της ύπαρξης. Αυτό δεν είναι πράξη, αλλά αναίρεση πράξης· όχι ενέργεια θέλησης, αλλά παύση αντίστασης.

Σε αυτή την παράδοση, η Κατάσταση Χωρίς Εγώ δεν "επιτυγχάνεται"—αποκαλύπτεται ως αυτό που ήταν πάντα εκεί, κάτω από τη φασαρία των ιστοριών του εγώ. Οι μυστικιστές των παλαιών καιρών μιλούσαν γι' αυτό με γρίφους: "Πέθανε πριν πεθάνεις," έλεγαν, εννοώντας το θάνατο του ξεχωριστού εαυτού, τη διάλυση του "Εγώ" στον ωκεανό του είναι. Όταν το εγώ παραμερίζεται, αυτό που απομένει δεν είναι το τίποτα, αλλά το τα πάντα—μια ενότητα τόσο βαθιά που αψηφά τις προσπάθειες του νου να την ονομάσει.

Το Μονοπάτι του Εγώ: Μια Ψευδαίσθηση Διαχωρισμού

Κι όμως, πόσο συχνά επιλέγουμε το άλλο μονοπάτι—το μονοπάτι του εγώ, την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού. Εδώ, ο εαυτός στέκεται χώρια, μια μοναχική φιγούρα που κοιτάζει τον κόσμο σαν μέσα από ένα παράθυρο. "Εγώ είμαι εδώ, κι εσύ είσαι εκεί," δηλώνει. "Επιθυμώ αυτό, φοβάμαι εκείνο." Σε αυτό το μονοπάτι, οι στόχοι υψώνονται σαν πύργοι, οι φιλοδοξίες λάμπουν σαν μακρινά αστέρια, και κάθε βήμα μετριέται από την ανήσυχη πείνα του εγώ. Ακόμα και η αναζήτηση της πνευματικότητας γίνεται ένα παιχνίδι απόκτησης: "Θα διαλογιστώ για να γίνω φωτισμένος," "Θα προσευχηθώ για να γίνω άγιος," "Θα αναζητήσω να υπερβώ."

Αλλά η υπέρβαση δεν μπορεί να αναζητηθεί, γιατί η αναζήτηση προϋποθέτει έναν αναζητητή. Η φώτιση δεν μπορεί να κερδηθεί, γιατί το κέρδος προϋποθέτει έναν νικητή. Το εγώ μετατρέπει ακόμα και το ιερό σε καθρέφτη, αντανακλώντας τη δική του εικόνα πίσω στον εαυτό του. Φαντάζεται την Κατάσταση Χωρίς Εγώ ως έπαθλο για να κρεμάσει στον τοίχο του, ως σήμα για να φορέσει, ως ιστορία για να διηγηθεί. Κι έτσι, διαχωρίζει τον εαυτό του από τη Ζωή, από τον κόσμο, από την ίδια την ουσία που λαχταρά να αγγίξει. Σαν ένα κύμα που ξεχνά ότι είναι ο ωκεανός, το εγώ παρασύρεται στην ψευδαίσθησή του, κυνηγώντας μια ενότητα που ήδη κατέχει.

Η Μυστική Ένωση

Τι είναι, λοιπόν, η Κατάσταση Χωρίς Εγώ; Δεν είναι τόπος, ούτε κατάσταση, ούτε στάδιο προς "επίτευξη". Είναι το θεμέλιο του είναι, η σιωπή κάτω από τον ήχο, η ακινησία μέσα στην κίνηση. Είναι η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει "Εγώ" ξεχωριστό από το όλον—ότι ο εαυτός είναι ένα φευγαλέο όνειρο, και η Ζωή είναι ο ονειροπόλος. Σε αυτή τη συνειδητοποίηση, τα τείχη του διαχωρισμού καταρρέουν, και η ψυχή συγχωνεύεται με την Παγκόσμια Δύναμη, σαν ένα ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα.

Οι μυστικιστές το έχουν δει αυτό, τα μάτια τους αστράφτουν με τη λάμψη του αόρατου. Ο Ρούμι έγραψε για τον εραστή που διαλύεται στον Αγαπημένο, για τη σταγόνα που γίνεται ωκεανός. Οι Ουπανισάδες τραγουδούν, "Tat Tvam Asi"—Εσύ είσαι Εκείνο—διακηρύσσοντας την ενότητα της ψυχής και του απείρου. Στα χριστιανικά μυστήρια, είναι η παράδοση του Χριστού στο θέλημα του Θείου: "Όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό Σου." Σε όλες τις παραδόσεις, το μήνυμα αντηχεί: άφησε, και θα βρεις· σταμάτα, και θα είσαι.

Το να ζεις στην Κατάσταση Χωρίς Εγώ είναι να κινείσαι όπως κινείται η Ζωή—χωρίς αντίσταση, χωρίς ατζέντα, χωρίς το βάρος ενός ξεχωριστού εαυτού. Είναι να βλέπεις τον κόσμο όχι ως "άλλο", αλλά ως επέκταση της ίδιας ουσίας που ρέει μέσα σου. Το δέντρο δεν είναι ξεχωριστό από τον άνεμο, ούτε ο άνεμος από τον ουρανό, ούτε ο ουρανός από τα αστέρια. Όλα είναι ένα, συνυφασμένα σε ένα χορό απείρου αρμονίας.

Η Πρόσκληση

Και έτσι, η πρόσκληση στέκεται μπροστά μας, ψιθυρισμένη στο θρόισμα των φύλλων, τραγουδισμένη στη σιωπή της νύχτας: εγκατάλειψε το θρόνο του εγώ, και περπάτα στο Ρεύμα της Ζωής. Μην αναζητάς την Κατάσταση Χωρίς Εγώ με το νου, γιατί ο νους είναι υπηρέτης του εγώ. Μην την κυνηγάς με προσπάθεια, γιατί η προσπάθεια είναι το τραγούδι του εγώ. Αντίθετα, μείνε ακίνητος. Άκου. Νιώσε τον παλμό της ύπαρξης να κινείται μέσα σου, όπως κινείται μέσα από όλα τα πράγματα. Παραδώσου—όχι ως πράξη, αλλά ως απελευθέρωση, ως μαλάκωμα, ως επιστροφή.

Σε εκείνη τη στιγμή της αποδέσμευσης, η ψευδαίσθηση του "Εγώ" ξεθωριάζει, και αυτό που απομένει είναι η αιώνια φλόγα—το φως που καίει χωρίς πηγή, η αγάπη που ρέει χωρίς όριο, το είναι που υπάρχει χωρίς όνομα. Αυτή είναι η Κατάσταση Χωρίς Εγώ, όχι ένας προορισμός, αλλά μια επιστροφή στην εστία· όχι μια νίκη, αλλά μια διάλυση στο Ένα.

Η Αιώνια Προσέγγιση: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Πέρα από τον Εαυτό

Μπορείς να αγγίξεις τη Δημιουργία, το Όλον, τα Πάντα; Μπορείς να απλωθείς όσο απλώνεται ο ουρανός; Μπορείς να πετάξεις με το φτερωτό πουλί, να ταξιδέψεις πάνω στους ήχους καθώς σβήνουν στη σιωπή, ή να χαθείς στο άρωμα του λουλουδιού; Αυτές δεν είναι απλές ερωτήσεις—είναι πύλες, προσκλήσεις σε ένα βασίλειο πέρα από το απτό, πέρα από τα όρια της σάρκας και των οστών. Καλούν το πνεύμα που αναδεύεται μέσα μας, τον σιωπηλό μάρτυρα στο χορό της αιωνιότητας. Αν μπορείς, τότε είσαι μια ευτυχισμένη ψυχή, γιατί έχεις αντικρίσει το μυστικό της αληθινής ζωής—μιας ζωής που δε βιώνεται αλλά γνωρίζεται, μιας ζωής που δεν είναι δεσμευμένη αλλά απεριόριστη.

Το Άγγιγμα της Δημιουργίας

Το να αγγίζεις τη Δημιουργία σημαίνει να διαλύεις την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού. Το χέρι που απλώνεται δεν είναι απλώς δέρμα και νεύρα—είναι η ηχώ της πρώτης ανάσας, ο κυματισμός της πρωταρχικής θάλασσας, ο σπινθήρας που άναψε τα άστρα. Η Δημιουργία δεν είναι μια μακρινή πράξη, μια στιγμή κλειδωμένη στο παρελθόν· είναι εδώ, τώρα, ξεδιπλώνεται σε κάθε χτύπο της καρδιάς, σε κάθε θρόισμα των φύλλων, σε κάθε ψίθυρο του ανέμου. Το να την αγγίξεις σημαίνει να νιώσεις τον παλμό του Όλου, να αισθανθείς την ενότητα που δένει τον μικρότερο κόκκο άμμου με τον πιο μακρινό γαλαξία. Είναι να γνωρίζεις ότι δεν είσαι ξεχωριστά από αυτήν αλλά μέρος της, ένα νήμα στο άπειρο υφαντό.

Φαντάσου να στέκεσαι στην άκρη ενός γκρεμού, με τον κόσμο να απλώνεται μπροστά σου—βουνά σμιλεμένα από τον χρόνο, ποτάμια που διασχίζουν τη γη, ουρανοί ζωγραφισμένοι με τις αποχρώσεις της αυγής και του δειλινού. Κλείσε τα μάτια σου. Άφησε τα δάχτυλά σου να χαϊδέψουν τον αέρα. Τι νιώθεις; Όχι κενό, αλλά μια παρουσία—ένα αθέατο πλέγμα ενέργειας, μια συμφωνία ύπαρξης. Αυτή είναι η Δημιουργία, και είναι δική σου για να την αγγίξεις, όχι μόνο με τα χέρια, αλλά με τη σιωπηλή γνώση της ψυχής.

Το Άπλωμα του Ουρανού

Μπορείς να απλωθείς όσο απλώνεται ο ουρανός; Ο ουρανός δεν είναι ένα όριο αλλά ένας καθρέφτης, που αντανακλά την απεραντοσύνη μέσα σου. Τοξεύει από πάνω, ατελείωτος, αδάμαστος, ένας καμβάς από σύννεφα και αστέρια που σε προκαλεί να φτάσεις πέρα από τον εαυτό σου. Το να απλωθείς όσο ο ουρανός σημαίνει να αποτινάξεις το βάρος του μικρού εαυτού—τους φόβους, τις αμφιβολίες, τα ονόματα στα οποία προσκολλόμαστε—και να γίνεις η έκταση. Είναι να συνειδητοποιήσεις ότι τα όριά σου είναι ψευδαισθήσεις, ότι δεν είσαι ένα περιορισμένο σώμα αλλά μια απεριόριστη συνείδηση.

Στην ηρεμία της νύχτας, κοίτα ψηλά. Δες τα αστέρια—το καθένα ένας ήλιος, το καθένα ένας κόσμος, το καθένα μια ιστορία παλαιότερη από τον χρόνο. Νιώσε τον εαυτό σου να ανυψώνεται, όχι στο σώμα αλλά στην ουσία, τεντώνοντας προς αυτά, πέρα από αυτά, στο κενό όπου κανένα όριο δεν κρατά. Οι μυστικιστές του παρελθόντος μιλούσαν για την ανάβαση της ψυχής, ένα ταξίδι όχι σε έναν τόπο αλλά σε μια κατάσταση—μια κατάσταση όπου ο ουρανός δεν είναι πάνω σου αλλά μέσα σου, όπου εσύ είσαι ο ορίζοντας και το επέκεινα.

Η Πτήση του Πουλιού

Μπορείς να πετάξεις με το φτερωτό πουλί; Παρακολούθησέ το να ανυψώνεται, με τα φτερά του να κόβουν τον αέρα, μια σιλουέτα κόντρα στον ήλιο. Δεν αμφισβητεί την πτήση του· απλά είναι. Το να πετάξεις μαζί του σημαίνει να παραδοθείς στο ρεύμα, να εμπιστευτείς τον αόρατο άνεμο που σηκώνει και μεταφέρει. Είναι να αφήσεις το έδαφος της βεβαιότητας και να αγκαλιάσεις την ελευθερία του αγνώστου.

Στις αρχαίες ιστορίες, τα πουλιά ήταν αγγελιαφόροι του θείου, γέφυρες μεταξύ γης και αιθέρα. Το να ενωθείς μαζί τους σημαίνει να ακούσεις το σιωπηλό τους τραγούδι—ένα κάλεσμα να αποτινάξεις τη βαρύτητα της σκέψης και να ανέβεις στην ελαφρότητα της ύπαρξης. Κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου: τα χέρια σου γίνονται φτερά, η ανάσα σου γίνεται άνεμος, η καρδιά σου χτυπά με τον ρυθμό της ανόδου. Δεν κυνηγάς το πουλί· είσαι συγγενής του, ένα πλάσμα του απείρου, απελευθερωμένο από τη βαρύτητα ή τον φόβο.

Το Ταξίδι του Ήχου

Μπορείς να ταξιδέψεις πάνω στους ήχους καθώς σβήνουν στη σιωπή; Ο ήχος είναι ένας φευγαλέος ταξιδιώτης, γεννημένος από δόνηση, προορισμένος για ακινησία. Ξεκινά ως μια νότα—ένα κουδούνι, μια φωνή, ο ορμητικός ήχος ενός ποταμού—και καταλήγει στην απεραντοσύνη της ησυχίας. Το να ταξιδέψεις μαζί του σημαίνει να ακολουθήσεις το ταξίδι του, να τον αφήσεις να σε μεταφέρει από τη βουή του κόσμου στο καταφύγιο του κενού.

Κάθισε σε ένα ήσυχο μέρος. Άκουσε. Ο βόμβος της ζωής σε περιβάλλει—μακρινά βήματα, ο αναστεναγμός της ανάσας, το μουρμουρητό των φύλλων. Άφησε έναν ήχο να σε πάρει, να σε καθοδηγήσει. Νιώσε τον να ανεβαίνει, να κορυφώνεται και να πέφτει. Μην κρατιέσαι από αυτόν· άφησέ τον να διαλυθεί. Καθώς σβήνει, εσύ σβήνεις μαζί του, όχι στο τίποτα αλλά στο κάθε τι—στη σιωπή που δεν είναι άδεια αλλά γεμάτη, η μήτρα όλων των πραγμάτων. Οι μυστικιστές γνώριζαν αυτή τη σιωπή ως τη φωνή του θείου, τον χώρο όπου ο εαυτός διαλύεται και το Όλον αναδύεται.

Το Άρωμα του Λουλουδιού

Μπορείς να χαθείς στο άρωμα του λουλουδιού; Ένα λουλούδι ανθίζει όχι για αναγνώριση αλλά για την καθαρή χαρά της ύπαρξης. Το άρωμά του είναι η προσευχή του, ένα δώρο προσφερόμενο στον άνεμο, στη μέλισσα, σε σένα. Το να χαθείς μέσα σε αυτό σημαίνει να βγεις από τον χρόνο, να εγκαταλείψεις τη φλυαρία του νου και να εισέλθεις στο αιώνιο τώρα.

Γονάτισε μπροστά σε ένα άνθος—τριαντάφυλλο, γιασεμί, αγριολούλουδο, δεν έχει σημασία. Εισέπνευσε βαθιά. Άφησε το άρωμα να σε πλημμυρίσει, απαλό και επίμονο, τραβώντας σε στην καρδιά του. Πού είσαι τότε; Όχι εδώ, όχι εκεί, αλλά παντού—συγχωνευμένος με το λουλούδι, με τη γη που το γέννησε, με τον ήλιο που το ξύπνησε με ένα φιλί. Αυτή είναι η αλχημεία των αισθήσεων: μια μόνο ανάσα μπορεί να ξετυλίξει την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού, αποκαλύπτοντας την ενότητα που βουίζει κάτω από όλα τα πράγματα.

Η Ευτυχισμένη Ψυχή

Αν μπορείς—αν μπορείς να αγγίξεις, να απλωθείς, να πετάξεις, να ταξιδέψεις και να χαθείς—τότε είσαι μια ευτυχισμένη ψυχή, γιατί έχεις γευτεί την αληθινή ζωή. Η αληθινή ζωή δεν είναι η συσσώρευση ημερών ή το άθροισμα πράξεων. Δεν είναι η βουή της φιλοδοξίας ή το βάρος της κατοχής. Είναι η ήσυχη γνώση ότι δεν είσαι μια σταγόνα στον ωκεανό αλλά ο ίδιος ο ωκεανός, απέραντος και βαθύς, που περιέχει τα πάντα και δεν περιέχεται από τίποτα.

Οι μυστικιστές, οι ποιητές, οι περιπλανώμενοι—όλοι μιλούσαν γι' αυτό με γρίφους και αναστεναγμούς. Χόρευαν με τον άνεμο, έκλαιγαν με τη βροχή, γελούσαν με τα αστέρια. Ήξεραν ότι η ευτυχία δεν είναι ένα έπαθλο προς κατάκτηση αλλά μια αλήθεια που πρέπει να θυμηθούμε. Είναι η αναγνώριση ότι είσαι ήδη ολόκληρος, ήδη ελεύθερος, ήδη τα πάντα.

Το Αιώνιο Μπορώ

Λοιπόν, μπορείς; Η ερώτηση δεν είναι μια πρόκληση αλλά ένας καθρέφτης. Αντανακλά όχι αυτό που σου λείπει αλλά αυτό που είσαι. Δεν χρειάζεται να αγωνιστείς ή να καταπονηθείς· χρειάζεται μόνο να επιτρέψεις. Επίτρεψε στον εαυτό σου να αγγίξει, να απλωθεί, να πετάξει, να ταξιδέψει, να χαθεί. Επίτρεψε στα όρια να θολώσουν, στα πέπλα να σηκωθούν, στη σιωπή να τραγουδήσει.

Γιατί στο τέλος, δεν υπάρχει "αν". Υπάρχει μόνο "ναι". Ναι, μπορείς—γιατί δεν είσαι ένα θραύσμα αλλά το Όλον, όχι μια στιγμή αλλά η Αιωνιότητα. Και σε αυτό το ναι, βρίσκεις όχι απλώς ευτυχία, αλλά την ακτινοβόλο, ακλόνητη γαλήνη της αληθινής ζωής.

Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν

Θα έχεις ίσως γνωρίσει ανθρώπους που ξέρουν πολλά, αλλά ενεργούν ανόητα. Συμβαίνει σχεδόν πάντα. Ο άνθρωπος που ξέρει πολλά γνωρίζει όλο και λιγότερο. Λειτουργεί μέσα από τις γνώσεις του κι όχι μέσα στις πραγματικές συνθήκες. Γίνεται ανόητος, ενεργεί ανόητα, γιατί η σοφή συμπεριφορά προϋποθέτει ανταπόκριση, ενώ οι δικές του πράξεις έχουν για αφετηρία το νεκρό παρελθόν. Πάντα ενεργεί προετοιμασμένος, από θέση ετοιμότητας, Ποτέ δεν είναι απροετοίμαστος.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αίσθηση του θαυμαστού και του μυστηρίου. Τίποτα δεν τους καταπλήσσει. Τί συμβαίνει; Είναι πάντα έτοιμοι. Ξέρουν, κι όταν κανείς ξέρει, δεν απορεί. Το παιδί απορεί.: "Μόνο αν γίνετε παιδιά." Γιατί; Γιατί η απορία είναι η πόρτα και μόνο οι αθώες καρδιές θαυμάζουν, απορούν. Αν έχεις αθώα καρδιά, απορείς. Τα πάντα είναι μια έκπληξη για σένα. Μια πεταλούδα… Τί μυστήριο, μια μικρή πεταλούδα!

Η εποχή μας ξέρει περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή και βρίσκεται μακρύτερα από το Θεό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Έχει στοιβάξει γνώσεις, οι βιβλιοθήκες γίνονται όλο και πιο μεγάλες κι όλοι ξέρουν τόσα πολλά. Ακόμα και τα μικρά παιδιά τα πιέζουμε να μάθουν. Τα σπρώχνουμε όχι προς τη γνώση που θα μεγαλώσει το θαυμασμό τους, που θα τα κάνει ολοένα και περισσότερο κοινωνούς του μυστηρίου, έτσι που μέσα κι έξω τους να αισθανθούν πιο πολύ το μυστήριο, έτσι που να τα συγκινούν τα λουλούδια, οι πεταλούδες, τα βράχια. Όχι! Εμείς γεμίζουμε το νου τους με γνώσεις.

Και λέει ο Ηράκλειτος:

Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν.

Αυτοί οι γνώστες, οι σοφοί, πολύ χώμα σκάβουν μα λίγο χρυσάφι βρίσκουν. Τί καταφέρνουν; Είναι σαν τους χρυσοθήρες. Πολλή προσπάθεια κι ό,τι βγει απλώς μοιάζει πολύτιμο. Οτιδήποτε πιστεύουν οι άνθρωποι πολύτιμο, γίνεται γι’ αυτούς πολύτιμο.

Το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτούς που σκάβουν για γνώσεις κι όχι για εμπειρίες. Σκάβουν να βρουν την αλήθεια, όχι τη ζωή… και η ζωή είναι η αλήθεια! Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις ακόμα κι αν διαβείς όλους τους δρόμους. Τόσο βαθιά είναι τα μέτρα της.

Προσπάθησε να κατανοήσεις αυτές τις τρεις λέξεις: Η μια λέξη είναι το "γνωστό", αυτό που ήδη ξέρουμε. Μετά υπάρχει η λέξη "άγνωστο", αυτό που δεν ξέρουμε ακόμα, μα που υπάρχει πιθανότητα να το μάθουμε. Μ’ αυτές τις δύο λέξεις χωρίζει η επιστήμη την ύπαρξη: "γνωστό και άγνωστο". Ό,τι έχουμε γνωρίσει και ό,τι θα γνωρίσουμε∙ ζήτημα χρόνου. Η θρησκεία χωρίζει τον κόσμο με τρεις λέξεις, όχι με δύο: "γνωστό, άγνωστο, και αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί". Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί είναι ανεξάντλητο

Η επιστήμη δεν δέχεται αυτή την τρίτη διάσταση. Λέει: “Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, δεν είναι παρά το άγνωστο”. Η θρησκεία υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια τελείως διαφορετική διάσταση: Είναι αυτό που θα μείνει για πάντα άγνωστο, γιατί η φύση του είναι τέτοια που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να το αντικρούσει…
 
Το αχανές, το αιώνιο, το χωρίς τέλος και χωρίς αρχή, το απόλυτο, το όλο δεν μπορεί με κανένα τρόπο να νοηθεί από το μέρος, γιατί πώς μπορεί το μέρος να χωρέσει το όλο; Πώς μπορεί ο νους να χωρέσει αυτό από το οποίο απορρέει; Πώς μπορεί ο νους να ξέρει αυτό στο οποίο επιστρέφει; Είναι αδύνατον!

Πώς μπορούμε να ξέρουμε αυτό από το οποίο προερχόμαστε; Είμαστε σαν τα κύματα. Μπορεί ένα κύμα να περικλείσει τον ωκεανό; Μπορεί απλώς να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, γιατί ο ωκεανός δεν θα αντικρούσει τον ισχυρισμό. Απλώς θα γελάσει. Όπως το παιδί αξιώνει κάτι από τους γονείς κι αυτοί γελούν.

Το ασύλληπτο, αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, Υπάρχει.

Αγάπη μου, σε αγαπώ από τα βάθη του εγκεφάλου μου

Η καρδιοκεντρική και η εγκεφαλοκεντρική θεωρία
της ψυχής/του νου/των συναισθημάτων
μάχονταν μεταξύ τους μέχρι την αυγή της σύγχρονης επιστήμης.
Στην κωμωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 
Ο Έμπορος της Βενετίας” η ηρωίδα του έργου Πόρτια τραγουδά:

“Πες μου, από που προέρχεται η ερωτική επιθυμία…
από την καρδιά ή το κεφάλι…;”

Αν κοιτάξετε τις κάρτες για την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, είναι ξεκάθαρο ότι η αγάπη γεννιέται στην καρδιά και όχι στο κεφάλι. Όλες οι κάρτες έχουν κόκκινες καρδιές επάνω τους. Αλλά κάνουν όλοι λάθος. Η αγάπη, στην πραγματικότητα, ζει στον εγκέφαλο.

Η ασημαντότητα της καρδιάς για την αγάπη έχει αποδειχθεί επαρκώς από τους χειρουργούς μεταμοσχεύσεων καρδιάς. Οι λήπτες καρδιακών μοσχευμάτων δεν ερωτεύονται τους εραστές των νεκρών δοτών, παρά το τι βλέπουμε απ' το Χόλυγουντ. Σίγουρα αυτό αποδεικνύει ότι κάπου αλλού κατοικεί η αγάπη και όχι στην καρδιά.

Περαιτέρω υποστήριξη για το πραγματικό σπίτι της αγάπης προέρχεται από τη νευροεπιστήμη. Αυτή δείχνει ότι αγάπη είναι μια σύνθετη λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση, τα κίνητρα που κατευθύνονται από στόχους, την ανταμοιβή, την αυτοαναπαράσταση και την εικόνα του σώματος - κανένα από τα οποία δεν μπορεί να βρεθεί στην καρδιά.

Στον σωστό δρόμο

Ιστορικά, η λανθασμένη απόδοση της αγάπης στην καρδιά μπορεί να εντοπιστεί στους αρχαίους Αιγύπτιους της τρίτης χιλιετίας π.κ.χ.. Θεωρούσαν ότι η καρδιά είναι η έδρα της σκέψης, της μνήμης, της βούλησης και του συναισθήματος. Οι καρδιές, τα στομάχια και τα έντερα θεωρούνταν σημαντικά για τη μετά θάνατον ζωή, αλλά όχι ο εγκέφαλος. Πριν από την ταφή, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αδιαφορούσαν για τον εγκέφαλο, οπότε για χιλιετίες ενταφίαζαν τους φαραώ χωρίς εγκέφαλο για τη… μεταθανάτια ζωή τους.

Το πρόβλημα με τον εγκέφαλο είναι ότι, σε αντίθεση με την καρδιά, δεν φτερουγίζει όταν οι ερωτευμένοι φιλιούνται.

Ο επιστήμονας που πιστώνεται με την ανακάλυψη της σχέσης μεταξύ του νου και του εγκεφάλου ήταν ο Αλκμαίων (περίπου 520-450 π.κ.χ., πιθανώς μαθητής του Πυθαγόρα), ο οποίος έζησε στην ελληνόφωνη αποικία του Κρότωνα (Κροτόνε της σημερινής νότιας Ιταλίας). Πιστεύεται ότι ο Αλκμαίων οδηγήθηκε στο εκπληκτικό του συμπέρασμα παρατηρώντας ότι όλες οι αισθήσεις συνδέονται με τον εγκέφαλο μέσω δομών που μοιάζουν με κανάλια. Σήμερα τις αποκαλούμε νεύρα.

Η ιδέα του Αλκμαίωνα πιστεύεται ότι πέρασε στο νησί της Κω, όπου εργαζόταν ο Ιπποκράτης (460-370 π.κ.χ.), ο σημαντικότερος γιατρός της αρχαιότητας. Ο Ιπποκράτης εξέφρασε μια εκπληκτικά σύγχρονη άποψη:

Οι άνθρωποι οφείλουν να γνωρίζουν ότι από τον εγκέφαλο, και μόνο από τον εγκέφαλο, πηγάζουν οι απολαύσεις, οι χαρές, το γέλιο και τα αστεία μας, καθώς και οι λύπες, ο πόνος, οι θλίψεις και τα δάκρυα. Μέσω αυτού, ειδικότερα, σκεφτόμαστε, βλέπουμε, ακούμε και διακρίνουμε το άσχημο από το όμορφο, το κακό από το καλό, το ευχάριστο από το δυσάρεστο...

Η άποψη του Ιπποκράτη θα μπορούσε να διδάσκεται σήμερα σε οποιοδήποτε τμήμα νευροεπιστήμης.

Ένα βήμα προς τα πίσω

Στη συνέχεια, τα πράγματα πήραν την κατηφόρα για τον εγκέφαλο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Πλάτων (429-347 π.κ.χ.) διατήρησε την πρωτοκαθεδρία του εγκεφάλου και του απέδωσε την έδρα της λογικής, αθάνατης ψυχής. Όμως, στην τριμερή διαίρεση της ψυχής που έκανε, μπέρδεψε τα πράγματα και απέδωσε στην καρδιά τη συναισθηματική ψυχή.

Το χειρότερο χτύπημα στον εγκέφαλο προήλθε από τον Αριστοτέλη (384-322 π.κ.χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Πλάτωνα, ο μεγαλύτερος κλασικός βιολόγος και πρώτος ανατόμος. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι ο άνθρωπος έχει τον μεγαλύτερο εγκέφαλο για το μέγεθος του σώματός του, αλλά παραδόξως απέδωσε στον εγκέφαλο την "πεζή" λειτουργία της κυριολεκτικής ψύξης του αίματος. Τοποθέτησε την έδρα της ψυχής στην καρδιά.

Οι απόψεις του Αριστοτέλη απορρίφθηκαν ως παράλογες από τον Γαληνό (130-201 μ.κ.χ.), ο οποίος ήταν θαυμαστής του Ιπποκράτη και υπηρέτησε ως γιατρός του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Ο Γαληνός πρότεινε ότι το ψυχικό πνεύμα (νους) διέμενε στις κοιλίες του εγκεφάλου και, μέσω των νεύρων, λάμβανε αισθητηριακές πληροφορίες και έλεγχε τους μυς.


Η καρδιοκεντρική (Αριστοτέλης) και η εγκεφαλοκεντρική (Γαληνός) θεωρία της ψυχής/του νου/των συναισθημάτων μάχονταν μεταξύ τους μέχρι την αυγή της σύγχρονης επιστήμης.

Τεχνολογία και Αλήθεια

Η σύγχρονη επιστήμη όχι μόνο έχει απορρίψει την καρδιά ως έδρα της αγάπης, αλλά σημειώνει πρόοδο στον εντοπισμό συγκεκριμένων δομών του εγκεφάλου που εμπλέκονται στα ερωτικά, γνωστικά, συναισθηματικά και συμπεριφορικά στοιχεία της αγάπης.

Η πρώτη σημαντική εργασία για το θέμα αυτό δημοσιεύθηκε το 2000. Οι ερευνητές μελέτησαν την εγκεφαλική δραστηριότητα ανθρώπων που ήταν βαθιά ερωτευμένοι μέσω λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας, ενώ έβλεπαν φωτογραφίες των συντρόφων τους (σε σύγκριση με φίλους παρόμοιας ηλικίας και φύλου).

Ενεργοποιήθηκαν το caudate/putamen (περιοχή του εγκεφάλου που λαμβάνει ντοπαμίνη και εμπλέκεται με την ανταμοιβή), η μεσαία νησίδα (μια πολυαισθητηριακή περιοχή που εμπλέκεται στην κατανομή της προσοχής και στον έλεγχο του καρδιακού ρυθμού) και η πρόσθια περιφέρεια (περιοχή που εμπλέκεται στην αυτόνομη ρύθμιση, το συναίσθημα και την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά). Η αμυγδαλή (περιοχή που εμπλέκεται στον φόβο) απενεργοποιήθηκε.

Οι ερευνητές έχουν έκτοτε επεκτείνει αυτές τις παρατηρήσεις δείχνοντας ότι η σεξουαλική επιθυμία και ο έρωτας στρατολογούν ορισμένες κοινές δομές του εγκεφάλου που προάγουν τις σωματικές αισθήσεις, την προσδοκία ανταμοιβής και την κοινωνική νόηση.

Η αντίληψη ότι η αγάπη δεν κατοικεί στην καρδιά αλλά στον εγκέφαλο είναι πλέον τόσο εδραιωμένη όσο και η θεωρία της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης του πλανήτη. Προφανώς, ήρθε η ώρα να εγκαταλειφθεί η λανθασμένη καρδιοκεντρική θεωρία της αγάπης και την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου οι ερωτευμένοι να ανταλλάσσουν εικόνες του οργάνου που είναι πραγματικά υπεύθυνο για τα συναισθήματά τους, το σχήμα του οποίου είναι εξίσου όμορφο με αυτό της καρδιάς.

Θουκυδίδης: Η πλεονεξία και το τυφλό πάθος του αμόρφωτου ανθρώπου

Η πλεονεξία και το τυφλό πάθος του αμόρφωτου ανθρώπου στην υπηρεσία της πολιτικής. Σήμερα, απλώς θα αντιγράψω τον Θουκυδίδη. Γιατί όλα όσα σκέφτηκα αυτές τις μέρες, καθώς το ελληνικό τσίρκο έχει ξεπεράσει τον εαυτό του σε επινοητικότητα και οι θεατές του ξεχειλίζουν μίσος και οργή, όλα τα έχει γράψει ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο σε ελληνική πόλη.

Τον εμφύλιο της Κέρκυρας, που οδήγησε σε εμφύλιες συρράξεις σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Αυτό που σήμερα ευγενικά ονομάζουμε πόλωση, και καθρεφτίζεται στις χυδαιότητες και τα μοχθηρά σχόλια, όχι μόνο των πολιτικών (παλαιών και νέων), αλλά και των οπαδών τους, θα μπορούσε να είναι ο πρόλογος αυτής της ιστορίας. Και όπως είπε κάποτε ο Winston Churchill, «όσο πιο μακριά κοιτάς στο παρελθόν τόσο πιο μακριά μπορείς να δεις το μέλλον».

«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες συμφορές στις πολιτείες, τέτοιες που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι ελαφρύτερες ή βαρύτερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.» - Θουκυδίδης

Πώς ξεκίνησε

Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Έτσι...

Η παράτολμη συμπεριφορά θεωρήθηκε γενναιότητα και αφοσίωση στο κόμμα, η διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία ευπρεπισμένη με εύλογες προφάσεις, και η σωφροσύνη πρόσχημα της ανανδρίας.

Άξιος εμπιστοσύνης εθεωρείτο αυτός που επέκρινε τα πάντα και κακολογούσε τους πάντες, ενώ όποιος διαφωνούσε μαζί του, εθεωρείτο ύποπτος.

Όποιος παγίδευε με επιτυχή τεχνάσματα περνιόταν για έξυπνος και όποιος αντιλαμβανόταν εγκαίρως την παγίδα, ακόμα πιο ικανός. Ενώ εκείνος που φρόντιζε να μην χρειαστεί να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, εθεωρείτο εχθρός του κόμματος κι έχει τρομοκρατηθεί από την αντίπαλη παράταξη.

Με μία λέξη, άξιος επαίνων ήταν εκείνος που πρώτος έπραττε το κακό, καθώς και όποιος παρακινούσε κάποιον σε κακό που μόνος του δεν είχε καν διανοηθεί να πράξει.

Τα κόμματα δεν σχηματίζονταν με σκοπό την κοινή ωφέλεια σύμφωνα με τους νόμους, αλλά για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών ενάντια στους νόμους. Και η αλληλεγγύη μεταξύ τους βασιζόταν στη συνενοχή περισσότερο παρά στους όρκους.

Προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό που έπαθαν παρά να φροντίσουν να μην το πάθουν.

Γιατί συνέβη

Αιτία για όλα αυτά ήταν η δίψα για εξουσία που πηγάζει απ’ την πλεονεξία και τη φιλοδοξία, που ωθούσαν τα κόμματα να αλληλοσπαράζονται. Διότι οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πόλεις, προβάλλοντας εύηχα συνθήματα –οι μεν δημοκρατικοί την ισότητα, οι δε ολιγαρχικοί την σώφρονα αριστοκρατία – μόνο με τα λόγια υπηρετούσαν το κοινό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα τα καθιστούσαν βραβεία στον αγώνα εναντίον των αντιπάλων τους. Και αυτός ο ανταγωνισμός τους οδήγησε στις αθλιότερες πράξεις, που υπερέβαιναν το δίκαιο και το κοινό συμφέρον, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση της παράταξής τους.

Οι περισσότεροι προτιμούν να διαπράττουν αθλιότητες και να τους λένε έξυπνους παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς. Για το δεύτερο ντρέπονται, ενώ για το πρώτο υπερηφανεύονται.

Πώς κατέληξε

Έτσι, εξαιτίας των εμφυλίων σπαραγμών, κάθε μορφή μοχθηρίας εξαπλώθηκε στον ελληνικό κόσμο. Το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε καταγέλαστο και αφανίστηκε.

Επικράτησε ένας ανταγωνισμός πλήρης δυσπιστίας, καθώς τίποτα πια δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμβιβασμό.

Και κατά κανόνα επικρατούσαν οι πιο ανόητοι. Διότι, γνωρίζοντας την ανεπάρκειά τους και την ευφυία των αντιπάλων τους και φοβούμενοι, όχι μόνο μήπως ηττηθούν από αυτούς στη συζήτηση, αλλά και μήπως, ως πιο ανόητοι, πέσουν πρώτοι θύματα μηχανορραφίας, προέβαιναν με ευκολία σε εγκληματικές πράξεις. Αντίθετα οι πιο ευφυείς, υποτιμώντας την ικανότητα των αντιπάλων τους, νόμιζαν ότι μπορούν εγκαίρως να αντιληφθούν τα σχέδιά τους, και ότι δεν υπάρχει λόγος να επιδιώξουν με τη δύναμη αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με την ευφυία, κι έτσι πιάνονταν απροετοίμαστοι κι αυτοί ήταν που φονεύονταν ως επί το πλείστον.

Και ήταν έτοιμοι να χορτάσουν τον πόθο της άμεσης εκδίκησης, είτε με άδικες καταδίκες είτε με την επιβολή δια της βίας.

Όσοι πολίτες δεν ανήκαν σε καμία παράταξη θανατώνονταν και από τις δύο, είτε επειδή δεν δέχονταν να αγωνιστούν στο πλευρό τους είτε επειδή τους φθονούσαν για την ήσυχη ζωή που ζούσαν.

Κάποιοι, επιδιώκοντας να απαλλαγούν από τη φτώχια, εποφθαλμιούσαν παθιασμένα τις περιουσίες των διπλανών τους.

Άλλοι προέβαιναν σε ωμότητες εναντίον ανθρώπων της ίδιας τάξης, όχι από πλεονεξία, αλλά από το τυφλό πάθος του αμόρφωτου ανθρώπου.

Ολόκληρη η ζωή αναστατώθηκε στην πόλη και η ανθρώπινη φύση, η οποία –ακόμα και σε κατάσταση ευνομίας – ρέπει προς την αδικία, ανατρέποντας τους νόμους, έδειξε με ασυγκράτητη ορμή πως τα πάθη της ήσαν ισχυρότερα του νόμου και εναντίον της εξουσίας.

Επίλογος ή «Τι με νοιάζει εμένα, βρε αδερφέ»

Αν προτίμησαν την άνομη εκδίκηση από την ευσέβεια, αν προτίμησαν την πλεονεξία από τη δικαιοσύνη, αυτό συνέβη επειδή ο φθόνος διέβρωσε την ψυχή τους. Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους οι άνθρωποι, κάνουν το λάθος να καταργούν τους νόμους που διέπουν την κοινωνική ζωή σ’ αυτές τις περιστάσεις. Νόμους πάνω στους οποίους μπορούν να στηριχθούν και να σωθούν, όταν βρεθούν σε ανάγκη. Με τον τρόπο, όμως, αυτό, στερούνται και οι ίδιοι την προστασία τους, όταν θα έρθει η στιγμή που θα τους χρειαστούν.

Θουκυδίδης

Λουκιανός: Ο ευνούχος

Ο σύντομος διάλογος που ακολουθεί έχει απλή δομή. Ο Λυκίνος, που αποτελεί λογοτεχνικό προσωπείο του ίδιου του Λουκιανού, συνομιλεί με τον Πάμφιλο και του ανακοινώνει μια πολύ ιδιότυπη δίκη που συνέβη στην αγορά των Αθηνών. Η εξιστόρηση της περίεργης αυτής δίκης αφορμάται ίσως από ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός και στόχο έχει τη διακωμώδηση των φιλοσόφων και την αποκάλυψη των καθαρά ωφελιμιστικών και υλικών αιτίων της ενασχόλησής τους με τη φιλοσοφία.

Το 176 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161–180), ενόσω βρισκόταν σε επίσκεψη στην Αθήνα, ανακοίνωσε την ίδρυση έμμισθων εδρών φιλοσοφίας και ρητορικής. Η έδρα της ρητορικής ήταν μία και δόθηκε στον ρήτορα Θεόδωρο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Οι έδρες της φιλοσοφίας, αντιθέτως, ήταν πολλές (κατά πάσα πιθανότητα οκτώ), και αντιστοιχούσαν, ανά δύο, στις σημαντικότερες σχολές φιλοσοφίας της εποχής: την πλατωνική, την περιπατητική, τη στωική και την επικούρεια. Η πλήρωσή τους ανατέθηκε στον Ηρώδη τον Αττικό, ο οποίος πρέπει και να έκανε τους πρώτους διορισμούς. Η αμοιβή των φιλοσόφων ανερχόταν στο ιδιαίτερα υψηλό ποσό των δέκα χιλιάδων δραχμών ετησίως.

Η μετάφραση βασίστηκε στο αποκατεστημένο αρχαίο κείμενο της έκδοσης του M. D. MacLeod, Luciani opera, τόμος ΙΙΙ, Οξφόρδη: Oxford University Press 1980, σ. 70–75.

Λουκιανός - Ο ευνούχος

Ο ευνούχος

ΠAMΦIΛOΣ: Από πού μας έρχεσαι, Λυκίνε, έτσι σκασμένος απ’ τα γέλια; Πάντοτε, βέβαια, είσαι μες στην καλή χαρά και λαμπερός· όμως, αυτό που σου συμβαίνει τώρα φαίνεται να ξεπερνά τα ειωθότα: δεν μπορείς με τίποτε να σταματήσεις να γελάς.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Από την αγορά έρχομαι, Πάμφιλε, και θα σε καταστήσω αμέσως κοινωνό του γέλιου μου μόλις ακούσεις σε τι είδους δίκη παραβρέθηκα: φιλόσοφοι άνθρωποι να ερίζουν μεταξύ τους!

ΠAMΦ.: Στ’ αλήθεια, αυτό που λες είναι πράγματι αστείο, να βρίσκονται σε επίσημη αντιδικία άνθρωποι που φιλοσοφούν, ενώ θα έπρεπε κανονικά, ακόμα και μεγάλες αν είχαν διαφορές, να μπορούν να τις επιλύσουν ειρηνικά.

ΛΥΚ.: Μα πώς, καλέ μου, ειρηνικά να επιλύσουν διαφορές αυτοί που, μόλις συναντήθηκαν, έσυραν ολόκληρες άμαξες από βρισιές ο ένας στον άλλον, με τρομερές κραυγές, επιμονή και πείσμα;

ΠAMΦ.: Μήπως λοιπόν, Λυκίνε, τσακώνονταν για ιδέες, ως συνήθως, γιατί ανήκαν σε διαφορετικές σχολές;

ΛΥΚ.: Κάθε άλλο. Διαφορετικό ήταν το ζήτημα και θα σ’ το πω. Είχαν και οι δυο τις ίδιες πεποιθήσεις και ανήκαν μάλιστα στην ίδια σχολή. Όμως, συστάθηκε δίκη μεταξύ τους και ως δικαστές παραβρέθηκαν για να ψηφίσουν οι καλύτεροι και γηραιότεροι και σοφότεροι άνδρες της πόλης, αυτοί ενώπιον των οποίων θα ντρεπόταν κανείς και μόνον να πει κάτι παράταιρο, όχι να κάνει τέτοιες αναισχυντίες…

ΠAMΦ.: Εμπρός λοιπόν, δεν μου λες τώρα την ουσία της δίκης για να καταλάβω κι εγώ τι, τέλος πάντων, σου προκάλεσε τα τόσα γέλια;

ΛΥΚ.: Ιδρύθηκαν, όπως γνωρίζεις, Πάμφιλε, από τον αυτοκράτορα έδρες φιλοσοφίας έμμισθες, με διόλου ευκαταφρόνητη αμοιβή, για τις διάφορες σχολές των φιλοσόφων —εννοώ τους Στωικούς και τους Πλατωνικούς και τους Επικουρείους, και ακόμα αυτούς του Περιπάτου—, έδρες ίδιες για όλους. Και μόλις πεθάνει αυτός που κατέχει την έδρα πρέπει κάποιος άλλος να τον διαδεχτεί εκλεγμένος με την ψήφο των αξιοτέρων. Και το έπαθλο δεν είναι καμιά ασπίδα από δέρμα βοδιού, όπως λέει ο ποιητής, ούτε κανένα ζώο για θυσία, αλλά δέκα χιλιάδες δραχμές ετησίως — για να κάνει τι; για να συνομιλεί με νεαρούς!

ΠAMΦ.: Αυτά τα ξέρω. Άκουσα, μάλιστα, ότι κάποιος πρόσφατα πέθανε από δαύτους, νομίζω ο ένας από τους δύο Περιπατητικούς.

ΛΥΚ.: Αυτή ακριβώς, Πάμφιλε, είναι η ωραία Ελένη που για τα μάτια της μονομαχούσαν. Και έως εδώ, καλά· τίποτε το ιδιαίτερα αστείο — αν εξαιρέσεις, βέβαια, το γεγονός ότι, ενώ ισχυρίζονται πως είναι φιλόσοφοι και πως περιφρονούν δήθεν τα χρήματα, κατόπιν αγωνίζονται γι’ αυτά σαν να ήταν η πατρίδα που κινδύνευε και τα ιερά των πατέρων τους και οι προγονικοί τους τάφοι...

ΠAMΦ.: Μα τούτο είναι και η επίσημη άποψη των Περιπατητικών: να μην περιφρονεί κανείς τα χρήματα τελείως αλλά να τα θεωρεί κι αυτά ως ένα απ’ τ’ αγαθά, το τρίτο στη σειρά.

ΛΥΚ.: Σωστά. Τέτοια πιστεύουν και, συνεπώς, ο πόλεμός τους έγινε σύμφωνα με τις πάτριες πεποιθήσεις. Όμως άκου τώρα τι συνέβη μετά. Πολλοί και διάφοροι ήταν αυτοί που αγωνίζονταν να κερδίσουν τη θέση εκείνου του νεκρού — όχι στον τάφο. Δύο, όμως, ήταν οι επικρατέστεροι αντίπαλοι, ο Διοκλής ο γέροντας —ξέρεις ποιον εννοώ, τον εριστικό — και ο Βαγώας, που κατά πώς φαίνεται είναι ευνούχος .Και αγωνίστηκαν πρώτα στα λόγια και απέδειξε ο καθένας τους ότι γνωρίζει βαθιά τις απόψεις της σχολής και ότι κατέχει γερά τον Αριστοτέλη και τις θέσεις του. Και, μα τον Δία, κανένας από τους δυο δεν ήταν καλύτερος από τον άλλον. Προς το τέλος όμως της δίκης το ζήτημα περιπλέχτηκε ως εξής. Αφήνοντας κατά μέρος την επίδειξη των γνώσεών του ο Διοκλής στράφηκε προς τον Βαγώα και προσπαθούσε να τον ανακρίνει εξονυχιστικά για τον τρόπο του βίου του. Ομοίως και ο Βαγώας, κατόπιν, ανέκρινε τον αντίπαλό του για τη δική του τη ζωή.

ΠAMΦ.: Δικαιολογημένα, Λυκίνε. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος του λόγου τους θα έπρεπε να περιστρέφεται γύρω απ’ αυτό το θέμα. Και εγώ, αν τύχαινε να είμαι δικαστής, σ’ αυτό θα αφιέρωνα, μου φαίνεται, τον περισσότερο χρόνο: να μάθω ποιος ζει καλύτερα και όχι ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευχέρεια στα λόγια· γιατί αυτός θα ήταν, φρονώ, καταλληλότερος για νίκη.

ΛΥΚ.: Σωστά τα λες, κι είμαι κι εγώ της ίδιας γνώμης. Αφού, λοιπόν, εξάντλησαν βρισιές και ανακρίσεις, στο τέλος είπε ο Διοκλής ότι δεν είναι θεμιτό, ούτε και κατά διάνοιαν, να ζητάει ο Βαγώας θέση φιλοσοφίας και σχετικά βραβεία, γιατί είναι… ευνούχος. Έλεγε, μάλιστα, ότι οι «τέτοιοι» όχι μόνον από τη φιλοσοφία να αποκλείονται πρέπει αλλά και από τα ιερά και τα περιρραντήρια και από όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, γιατί είναι δυσοίωνο και τρομερό το θέαμα ένας πολίτης που ανυποψίαστος βγαίνει από το σπίτι του να δει ξάφνου μπροστά του έναν τοιούτον. Και λόγος πολύς γινόταν γύρω από το θέμα αυτό, καθώς ο Διοκλής ισχυριζόταν ότι ο ευνούχος δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα αλλά κάτι το σύνθετο και μεικτό και τερατώδες και έξω από την ανθρώπινη τη φύση.

ΠAMΦ.: Κατηγορία πρωτόγνωρη αναφέρεις, Λυκίνε, και ήδη κι εγώ αρχίζω να γελώ καθώς ακούω τούτη την παράδοξη μομφή. Και ο άλλος; Τι έκανε; Παρέμεινε άραγε μουγκός ή μήπως προσπάθησε να αντικρούσει όσα του καταμαρτυρούσαν;

ΛΥΚ.: Στην αρχή από ντροπή κι από δειλία —συναισθήματα συνηθισμένα σε δαύτους— σιωπούσε επί μακρόν και κοκκίνιζε, ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Στο τέλος όμως με μια λεπτή, σχεδόν κοριτσίστικη φωνή που μόλις ακουγόταν είπε ότι δεν είναι σωστό να τον αποκλείει ο Διοκλής από τη φιλοσοφία ως ευνούχο, αφού και οι γυναίκες επιτρέπεται να την ασκούν. Και μετά ήρθαν οι Ασπασίες και οι Διοτίμες και οι Θαργηλίες ως μάρτυρες υπεράσπισης και επίσης κάποιος Κέλτης ευνούχος, μέλος της Ακαδημίας, που λίγο πριν από τη δική μας εποχή τιμήθηκε ιδιαίτερα από τους Έλληνες. Όμως ο Διοκλής ανταπάντησε ότι και κείνον τον Κέλτη, αν τριγύριζε τώρα ζωντανός και έκανε τα ίδια, θα τον απέκλειε απ’ τη φιλοσοφία δίχως να φοβηθεί διόλου την καλή γνώμη των πολλών. Μάλιστα, απάγγειλε από μνήμης και κάποιες μομφές που είχαν εκτοξευτεί εναντίον του από Στωικούς και Κυνικούς για να παρωδήσουν τη σωματική του έλλειψη. Αυτά, λοιπόν, τα θέματα απασχολούσαν τους δικαστές. Και το πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν τούτο: άραγε θα έπρεπε ή όχι να επιλεγεί κάποιος ευνούχος που θέλει να σταδιοδρομήσει στη φιλοσοφία και των νέων την παιδεία αξιώνει ν’ αναλάβει; O ένας έλεγε ότι ο φιλόσοφος πρέπει και εμφάνιση και αρτιμέλεια να έχει και, πάνω απ’ όλα, γενειάδα μακριά, και να φαίνεται αξιόπιστος σε όσους θέλουν να μάθουν απ’ αυτόν, κατάλληλος όμως και για τις δέκα χιλιάδες που από τον αυτοκράτορα θα πάρει, ενώ ένας ευνούχος είναι χειρότερος και από τους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης. Γιατί αυτοί, τουλάχιστον, είχαν κάποτε δοκιμάσει την ανδρική φύση, ενώ αυτός έχει ευθύς εξ αρχής αποκοπεί απ’ αυτήν, και είναι αμφιβόλου φύσεως πλάσμα, σαν τις κουρούνες που ούτε με τα περιστέρια αλλά ούτε και με τα κοράκια τις συγκαταλέγουμε. O άλλος έλεγε ότι η παρούσα κρίση δεν αφορά το σώμα αλλά τη δύναμη της ψυχής και ότι πρέπει να εξεταστεί το μυαλό και η γνώση των θεμάτων της επιστήμης· και μετά έφερε ως μάρτυρα τον ίδιο τον Αριστοτέλη που εκτιμούσε τόσο πολύ τον ευνούχο Ερμεία, τον τύραννο του Αταρνέα, ώστε να θυσιάζει προς τιμήν του όπως στους θεούς. Μάλιστα, τόλμησε ο Βαγώας να προσθέσει και κάτι σαν το εξής: ότι είναι καλύτερος ένας ευνούχος για δάσκαλος των νέων, αφού ούτε να τον διαβάλει κανείς μπορεί στους μαθητές του, ούτε να πάθει ό,τι έπαθε ο Σωκράτης, να κατηγορηθεί δηλαδή ότι διαφθείρει πιτσιρίκια. Κι επειδή χλευάστηκε τα μάλα που δεν έχει γένια, με χάρη, όπως τουλάχιστον νόμισε ο ίδιος, το αντέκρουσε κι αυτό. «Αν από την πλούσια», είπε, «γενειάδα να κρίνουμε πρέπει τους φιλοσοφούντες, τότε ο τράγος θα άξιζε στ’ αλήθεια να προκριθεί πάνω απ’ όλους!» 10. Τότε, ένας άλλος από τους παρόντες —ας μην φανερώσουμε το όνομά του13— είπε: «ωστόσο, άνδρες δικαστές, τούτος εδώ, με το λείο πρόσωπο, την κοριτσίστικη φωνή και το παρουσιαστικό εν γένει του ευνούχου, θα σας φανεί, άμα γδυθεί, άνδρας με τα όλα του. Και αν δεν λένε ψέματα όσοι αναφέρονται σ’ αυτόν, πιάστηκε κάποτε στα πράσα με μία παντρεμένη και βρέθηκε, όπως λέμε, με το πιστόνι στον κύλινδρο. Αλλά τότε, επειδή ανέτρεξε στις περί ευνούχου φημολογίες και βρήκε εκεί κατάλληλο κρησφύγετο, αφέθηκε ελεύθερος γιατί οι δικαστές δεν πείστηκαν για την κατηγορία έχοντας ως τεκμήριο αθωότητας το παρουσιαστικό του. Τώρα, όμως, μου φαίνεται θ’ αλλάξει μάλλον τροπάριο προς χάριν του προκείμενου μισθού». Ενόσω λέγονταν αυτά, γέλια ακούγονταν από όλους, όπως είναι άλλωστε και φυσικό. O Βαγώας, όμως, όλο και περισσότερο εκνευριζόταν κι άλλαζε χίλια χρώματα και τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Κι ούτε, από τη μια μεριά, του φαινόταν σωστό να αποδεχτεί την κατηγορία της μοιχείας ούτε όμως, από την άλλη, του έμοιαζε άχρηστη η κατηγορία στην παρούσα περίσταση.

ΠAMΦ.: Πραγματικά, είναι αστεία όλα αυτά, Λυκίνε, και θα σας χάρισαν προφανώς μια διόλου συνηθισμένη ψυχαγωγία. Τι όμως έγινε στο τέλος; Πώς έβγαλαν την ετυμηγορία τους οι δικαστές;

ΛΥΚ.: Δεν συμφωνούσαν, βέβαια, όλοι μεταξύ τους. Κάποιοι ήθελαν να τον γδύσουν και να τον εξετάσουν, όπως τους δούλους που αγοράζουμε, για να διαπιστώσουν εάν τάχα δύναται να φιλοσοφεί με αρχίδια. Και κάποιοι άλλοι —και τούτο ήταν ακόμα πιο αστείο— έστειλαν να φέρουν γυναίκες «από σπίτι» για να τον βάλουν να συνουσιαστεί: να τις πηδάει, δηλαδή, καθ’ ην στιγμήν ένας δικαστής, ο γηραιότερος και πιο αξιόπιστος απ’ όλους, θα είναι παρών και θα κοιτά εάν πράγματι φιλοσοφεί. Κατόπιν τούτου, επειδή τα γέλια τούς είχαν όλους καταλάβει πλήρως και κανένας από τους παρόντες δεν μπορούσε να κρατήσει την κοιλιά του να μην σπάσει, αποφάσισαν να αναπέμψουν το θέμα στην Ιταλία για να εκδικασθεί εκεί. Τώρα, λοιπόν, ο ένας τους γυμνάζεται, όπως λένε οι φήμες, στη ρητορική: ετοιμάζει επιχειρήματα και συντάσσει το κατηγορητήριό του επαναφέροντας τη μομφή της μοιχείας, αν και, όπως κάνουν οι άσχετοι ρήτορες, έτσι φάσκει κι αντιφάσκει, αφού η μομφή αυτή εντάσσει τον αντίδικο στους άνδρες. O Βαγώας, απ’ την άλλη, ασχολείται τώρα με άλλα: δυναμώνει τον ανδρισμό του και έχει πάρει το πράγμα στα χέρια του! Μάλιστα, ελπίζει ότι στο τέλος θα επικρατήσει, αν καταφέρει ν’ αποδείξει ότι δεν είναι διόλου υποδεέστερος από τ’ άλογα που καβαλούν γαϊδούρια. Αυτή, λοιπόν, φαίνεται, φίλε μου, να είναι τώρα η άριστη για τη φιλοσοφία μέθοδος κρίσης και η απόδειξη όπου δεν χωρούν αντιρρήσεις. Συνεπώς, εύχομαι κι εγώ στον γιο μου, αφού είναι ακόμα μικρός, ν’ αποκτήσει όχι το μυαλό, ούτε τη γλώσσα αλλά τον φαλλό που πρέπει στη φιλοσοφία.

Το αρχέτυπο του Ηρακλή. Συμβολισμός και αναζήτηση

Ο Ηρακλής εκπροσωπεί τον μη τελειοποιημένο άνθρωπο, ο οποίος παίρνει στα χέρια του την κατώτερη φύση του, και την υποβάλλει μέσα από τις δοκιμασίες και άθλους, πρόθυμα σε αυτο -πειθαρχία και αυτό- γνωσία, καταστάσεις οι οποίες θα προκαλέσουν τελικά, την ανάδυση της θείας φύσης εντός του. Από ένα ατελές αλλά ένθεο ανθρώπινο ον, το οποίο αρχικά χρησιμοποιεί μόνο την σωματική του δύναμη, σταδιακά αρχίζει να "γνωρίζει" με τη νου και την ψυχή, την επίπονη εργασία που πρέπει ο ήρωας να επιτελέσει ώστε να "πάρει" τους ώμους του, τα δεινά της ανθρωπότητας, κάτι που επιτελεί συμβολικά όταν παίρνει την υδρόγειο στους ώμους του (εικ.) από τον Άτλαντα*, ώστε να καταστεί τελικά ένας παγκόσμιος σωτήρας.

----------------------------
*ΑΤΛΑΝΤΑΣ (πέτρα)

Ο Άτλαντας ήταν γιος του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης (ή της Ωκεανίδας Ασίας), αδελφός του Μενοίτιου, του Προμηθέα και του Επιμηθέα, σύζυγος της Εσπερίδας από την οποία απέκτησε επτά κόρες, τις Ατλαντίδες ή Εσπερίδες· ή της Ωκεανίδας Πλειόνης από την οποία απέκτησε τις επτά Πλειάδες· ή της Ησιόνης που του γέννησε την Ηλέκτρα· ή της Αίθρας από την οποία απέκτησε τον Ύαντα και δώδεκα κόρες. Αναφέρεται και ως πατέρας της Πασιφάης, της Καλυψώς και της αρκαδικής ηρωίδας Μαίρας· ή της Καλυψώς που του γέννησε ένα γιο, τον Αύσονα. Τιμωρήθηκε από τον Δία, όπως και οι άλλοι τρεις Υαπετίδες αδελφοί του. Ο Ησίοδος συνοψίζει το βιογραφικό του:

Και ο Ιαπετός την κόρη του Ωκεανού με τους ωραίους αστραγάλους
πήρε γυναίκα του, την Κλυμένη, κι ανέβηκε μαζί της σε κοινό κρεβάτι.
Εκείνη τον Άτλαντα το γενναιόψυχο του γέννησε παιδί,
γέννησε και το μεγαλοφάνταστο Μενοίτιο και τον Προμηθέα,
τον εύστροφο με τους ποικίλους δόλους, και τον Επιμηθέα τον ασυλλόγιστο,
που έγινε του κακού η αρχή για τους θνητούς τους σιτοφάγους.

Αφού πρώτος αυτός υποδέχτηκε την πλασμένη από το Δία γυναίκα,
την παρθένα [την Πανδώρα]. Τον υβριστή Μενοίτιο ο Δίας που μακριά ηχεί
στο έρεβος ξαπέστειλε χτυπώντας τον με τον γεμάτο αιθάλη κεραυνό
για την αλαζονεία του και την υπεροπτική του ανδρεία.

Κι ο Άτλας τον πλατύ ουρανό βαστά με το κεφάλι και τα χέρια του
τ' ακάματα
σε κρατερή ανάγκη υποταγμένος, στα πέρατα στέκοντας της γης,
μπροστά απ' τις Εσπερίδες τις γλυκόφωνες.

(Ησ. Θεογ. 507-519)

Κατά τον Απολλόδωρο ο Άτλαντας δεν σήκωνε τον ουρανό στη Δύση, στην Εσπερία αλλά στη χώρα των Υπερβορείων. Εκεί πήγε και τον βρήκε ο Ηρακλής, ενώ νωρίτερα είχε περάσει από τον Καύκασο, το άλλο όριο του κόσμου, το ανατολικό. Εκεί, ο άλλος τιμωρημένος αδελφός, ο Προμηθέας [1], από ευγνωμοσύνη στον ήρωα που τον απάλλαξε από τον αετό που του έτρωγε το συκώτι, του υπέδειξε να πείσει τον Άτλαντα να πάρει για λογαριασμό του τα μήλα των Εσπερίδων, λέγοντάς του ότι θα κρατούσε στη θέση του το στερέωμα του ουρανού όσο θα κρατούσε το εγχείρημά του. Και ο Άτλαντας πήγε στον κήπο των Εσπερίδων, έκοψε τρία μήλα και τα έφερε στον Ηρακλή. Όμως δεν ήθελε πια να κρατά τον ουρανό και σκόπευε να τον αφήσει στους ώμους του Ηρακλή. Αλλά εκείνος τον ξεγέλασε με τέχνασμα· του είπε να κρατήσει μόνο στιγμιαία τον ουρανό, ώστε να βάλει στο κεφάλι του μια κουλούρα ύφασμα για να τον σηκώνει πιο εύκολα. Ο Άτλαντας άφησε κάτω τα μήλα και παρέλαβε τον ουρανό· τότε ο Ηρακλής τα άρπαξε και έφυγε. Κάποιοι λένε ότι δεν τα πήρε από τον Άτλαντα, αλλά ότι ο ίδιος τα έκοψε, αφού πρώτα σκότωσε το φίδι που τα φύλαγε.

Ο Οβίδιος θέλει τον Άτλαντα πάμπλουτο βασιλιά της Μαυριτανίας με πολλά κοπάδια διαφόρων ζώων και απέραντους κήπους με τα περίφημα μήλα, για την προστασία των οποίων είχε υψώσει τείχη και έβαλε ένα δράκοντα να τα φυλά. Αρνήθηκε να φιλοξενήσει τον Περσέα, όταν έμαθε την καταγωγή του, γιατί χρησμός από τη Θέτιδα στον Παρνασσό τον είχε προειδοποιήσει ότι ένας γιος του Δία θα του έκλεβε τα μήλα. Ο Περσέας προσπάθησε να τον πείσει, αλλά δεν τα κατάφερε όσο κι αν τον παρακάλεσε. Και τότε έβγαλε από το σακούλι του το κεφάλι της Μέδουσας και τον απολίθωσε. Έτσι, ο Τιτάνας μεταβλήθηκε στο ομώνυμο βουνό, οι ώμοι και τα χέρια του έγιναν κορυφές με ψηλότερη αυτή του κεφαλιού του, τα μαλλιά και η γενειάδα του έγιναν δάση, τα κόκαλά του έγιναν βράχια. Και το κάθε μέρος έγινε τεράστιο και ο ουρανός με τα αστέρια αναπαύονταν σε αυτόν (Μετ. 4.604-662). Είναι πιθανό η ιστορία αυτής της μεταμόρφωσης να στηρίζεται στην περιγραφή του ομώνυμου βουνού στην Αφρική από τον Ηρόδοτο που οι κορυφές του δεν διακρίνονται ούτε χειμώνα ούτε καλοκαίρι από τα νέφη που τις καλύπτουν. Οι ντόπιοι ονομάζουν το βουνό κίονα του ουρανού και τους εαυτούς τους Άτλαντες.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει τον Άτλαντα ως γιο του Ουρανού και διάσημο αστρονόμο που δίδαξε στους ανθρώπους τους νόμους του ουρανού. Γι' αυτό οι άνθρωποι πίστεψαν ότι ολόκληρο το σύμπαν στηρίζεται στους ώμους του Άτλαντα, ο μύθος δηλαδή υπαινίσσεται την ανακάλυψη και περιγραφή του σφαιρικού σύμπαντος από τον Άτλαντα (Διόδ. 60.2). Ήταν πατέρας πολλών παιδιών ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε ο Έσπερος για την ευσέβεια, τη δικαιοσύνη και τον ανθρωπισμό του. Θύελλα τον άρπαξε από το βουνό Άτλας και καταστερίστηκε για την ευσέβειά του.
-------------------------
1. Σε λακωνική κύλικα του ζωγράφου του Αρκεσίλα (550 π.Χ.) παριστάνονται οι δύο τιμωρημένοι Τιτάνες Άτλας και Προμηθέας στα όρια του κόσμου. Στη Δύση ο Άτλας σηκώνει τον ουρανό, στην Ανατολή ο Προμηθέας τυραννιέται δεμένος σε μια κολόνα (Ρώμη, Musei Vaticani, 16592). Οι δύο Τιτάνες μοιάζουν σαν ακρογωνιαίο λίθοι και σημεία προσανατολισμού.

Μαίανδρος, η λαβή των θεομάχων

Ο Ηρακλής καταβάλλει τον Τρίτωνα
με την “μαιάνδριο λαβή”
Κάποτε στο φως του φεγγαριού ο βασιλιάς της Φθίας ο Πηλέας. είδε μια πανώρια θεά να χορεύει μαζί με τις κόρες των νερών. Ήταν η θεά Θέτιδα, που η προφητεία του Προμηθέα την ανάγκαζε να παντρευτεί θνητό, ώστε να μη γεννηθεί αυτός, που θα ανέτρεπε τον παντοδύναμο Δία!

Το υπέροχο αυτό θέμα απεικονίζεται έξοχα στο εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας του 500 π.Χ. που τώρα βρίσκεται στο μουσείο του Δυτικού Βερολίνου. Η έξοχη αυτή απεικόνιση παρουσιάζει τον Πηλέα, να αψηφά τα φίδια της θεϊκής μεταμόρφωσης που τον δαγκώνουν παντού, καθώς και το λιοντάρι που ωρύεται γαντζωμένο στην πλάτη του. Ο Πηλέας νικά τις μεταμορφώσεις της πεντάμορφη θεάς, χρησιμοποιώντας την ιερή “χειρώνιο λαβή”, ή «Μαίανδρο» όπως έγινε αργότερα γνωστό, το διάσημο αρχαιοελληνικό σύμβολο της ήττας των θεών!

Τα λεξικά πράγματι επιμένουν στην ανόητη στερεότυπη άποψη, πως Μαίανδρος είναι: «το διακοσμητικό αρχαιοελληνικό σχήμα που υπενθυμίζει τους ελιγμούς του ποταμού της Καρίας Μαίανδρου, όπου πρωτοευρέθη και εκ του οποίου έλαβε το όνομα». Μπορεί πράγματι να πήρε το όνομα απ’ τον ποταμό πλησίον του οποίου πρωτοευρέθη, αλλά είναι ολότελα ανόητο να πιστεύουμε ότι τα απανταχού της γης ελληνοπρεπή αυτά ευρήματα, απεικονίζουν με πάθος τις χάρες και τους “ελιγμούς” ενός άγνωστου εν πολλοίς ποταμού της Ασιατικής Καρίας.

Σημειώνουμε εδώ, ότι ο συσχετισμός της λαβής αυτής, ή μια χούφτα γαντζωμένη μεσ’ στην άλλη, που σαφώς σχηματίζει το διάσημο ελληνοπρεπές γραμμικό σύμβολο του μαίανδρου, είναι εδώ ολοφάνερος. Δε βλέπω όμως πουθενά να σχολιάζεται έτσι, αυτός ο ολοφάνερος παραλληλισμός, που τόσο τιμά τον «παγκόσμια γνωστό ελληνικό Μαίανδρο», που απλά είναι γνωστός μόνο, ως ένα πανέμορφο διακοσμητικό γραμμικό εφεύρημα και όχι ως πιθανό ιερό σύμβολο ανύψωσης του ανθρώπου στο βάθρο του ισάξιου αντιπάλου των “θεών”. Η μαιάνδριος ζεύξη των χειρών, είναι εξαίρετος συμβολισμός κάθε ηρωισμού και αξιοσύνης.

Εικόνα: Ο Πηλέας καταβάλλει τη Θέτιδα με τη “μαιάνδριο ζεύξη χειρών ή χιρώνιο λαβή”! Εσωτερικό ερυθρόμορφου κύλικα που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Δ. Μουσείο Βερολίνου.

Απ’ το πλήθος των αρχαιοελληνικών αγγειογραφιακών αναπαραστάσεων σαφώς διαφαίνεται ότι η λαβή αυτή, η χειρώνιος λαβή ή χειρώνιο πλέγμα ή όπως αλλιώς κι αν αποκαλούσαν την συγκεκριμένη αυτή λαβή στο παρελθόν, αποτελούσε το ιδιαίτερο ίσως και ιεροπρεπές έμβλημα των θεομάχων Ελλήνων ηρώων! Το μεγαλειώδες σχηματικό σύνθημα ότι και οι θεοί ηττώνται!

Ο Μαίανδρος λοιπόν ήταν πιθανότατα η γραφική παράσταση της θεϊκής ήττας, από ψυχωμένους θεομάχους ήρωες!

Την “μαιάνδριο λαβή“, όπως δικαίως πλέον θα πρέπει να την αποκαλούμε, τη χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη ο κατ’ εξοχήν θεομάχος Ηρακλής, όπως φαίνεται τονισμένη ξεκάθαρα στην αριστουργηματική αυτή απεικόνιση της πάλης του Ηρακλή με τον Τρίτωνα, σε αγγειογραφία του 550 π.χ. όπου βλέπουμε τον Τρίτωνα να πασχίζει μάταια ν’ ανοίξει μπροστά από το στήθος του, τα κλειδωμένα με την μαιάνδριο λαβή ατσαλένια δάχτυλα του ανίκητου ήρωα!

Την ολοφάνερη σχέση διακοσμητικού μαιάνδρου και μαιάνδριας λαβής μπορεί κανείς εύκολα επίσης να διαπιστώσει στο σύμπλεγμα Πηλέα και Θέτιδας όπου η αξία της εν λόγω λαβής στο κέντρο της παράστασης υπερτονίζεται στεφανωμένη ολόγυρα απ’ τον σχηματοποιημένο πλέον μαιάνδριο συμβολισμό. Δεν πρέπει επίσης να είναι τυχαίο, ότι πλήθος αγγειογραφιών που υπαινίσσονται θεϊκή ήττα, ή υπέρμετρο ηρωισμό, συχνά στεφανώνονται από μαίανδρο!

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι δεν είναι καθόλου τυχαία η ευρύτατη διάδοση κατά την αρχαιότητα του παραπάνω μαιανδρικού συμβολισμού. Αποτελούσε ένα διαχρονικό δώρο των μυθολογικών χρόνων, στους κλασικούς και νεότερους χρόνους των μεσογειακών απογόνων του Έλληνα. Ένα υπέροχο σχηματικό σύνθημα, της υποχρέωσης σε υποχώρηση των εξουσιαστικών “θεών”, ιερατείων και θρησκειών.

Αν μάλιστα σωστά υποθέτουμε ότι οι ερωτήσεις και οι ερμηνείες, είναι τα δυο χέρια των σοφών. Τότε η μαιάνδριος πεμπτουσία, δεν είναι άλλη απ’ την αδιάσπαστη αλυσίδα ερωτήσεων και ερμηνειών, που αχρηστεύουν τους θεοποιημένους αινιγματοποιούς, μαζί με τα αινίγματά τους!

Μπορεί σαν λαός (αυτό αφορά μόνο τους σημερινούς Έλληνες) να πάσχουμε (επειδή κάποιοι έτσι το θέλουν) από βαριά ιστορική αμνησία, δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να αφαιρούμε επίμονα αξία απ’ τους συμβολισμούς των προγόνων μας, επιμένοντας με πάθος σε τυχάρπαστες ερμηνείες που κάποιοι εντελώς αβασάνιστα πρότειναν υποτιμώντας βάναυσα τον εξαίσιο αυτόν ιερό συμβολισμό.
 
Ο μαίανδρος είναι ένα γραμμικό παράγγελμα των προγόνων μας, για μάχη ενάντια στο αδύνατο! Μια υπέροχη σχηματική υπενθύμιση ότι στα δύο σου “χέρια” κρατάς το μυστικό της ήττας των καταδυναστευτών σου. Και αν μόνο τα δικά σου “χέρια” δεν επαρκούν, τότε ένωσέ τα με άλλους σ’ ένα αδιάσπαστο αρμονικό σύνολο, ελληνοπρεπούς, μαχητικής, μαιανδρικής αλυσίδας, επιθετικών ερωτήσεων και απομοιθοποιητικών ερμηνειών! Αυτή είναι και η αποτελεσματικότερη μάχη ενάντια σε κάθε αυθαίρετης εξουσίας!

Ο ιερός μαίανδρος είναι ένα αιώνιο σύμβολο νίκης, που το χαρίζει η ελληνική αρχαιότητα στην πανανθρώπινη ελπίδα της τελικής απελευθέρωσης απ’ τη δουλεία όλων ανεξαιρέτως των αρχαίων και νεότερων “θεών”.

ΘΕΑ ΕΣΤΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για θεα εστιαΕλληνίδα, σεβάσμια «παρθένα» Θεά, η συμμετοχή της «ηφαιστείας» φλόγας στην δημιουργία όχι ανθρώπων, αλλά Οίκων ανθρώ¬πων, εκφράζουσα την ευγένεια, την αρμονική συμβίωση, την ανθρώπινη αφιέρωση σε σκοπούς, την Οικογένεια, την Φροντίδα, την Ασυλία, την ελπίδα για συνέχιση των γενών. Είναι η δύναμη του τόπου και της Ομοήθειας, ο Ιερός Κύκλος των συν(γ)-κατοικούντων και συν-τρεφομένων, γι' αυτό άλλωστε και οι αφιερωμένοι στη λατρεία της Ναοί ήσαν κατά κανόνα κυκλικοί.

Ο Κορνούτος γράφει: «ΤΟ Δ' ΑΕΙΖΩΟΝ ΠΥΡ ΑΠΟΔΕΔΟΤΑΙ ΤΗι ΕΣΤΙΑι ΔΙΑ ΤΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ [ΟΝ], ΤΑΧΑ Δ' ΕΠΕΙ ΤΑ ΠΥΡΑ ΕΝ ΚΟΣΜΩι ΠΑΝΤΑ ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΑΥΤΗΝ ΥΦΕΣΤΗΚΕΝ Η ΕΠΕΙ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΕΣΤΙ ΚΑΙ ΖΩΩΝ ΜΗΤΗΡ, ΟΙΣ ΑΙΤΙΟΝ ΤΟΥ ΖΗΝ ΤΟ ΠΥΡΩΔΕΣ ΕΣΤΙ. ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΔΕ ΠΛΑΤΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟΥΣ ΙΔΡΥΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ» («το δε αείζωον πυρ έχει αποδοθεί στην Εστία επειδή και αυτό φαίνεται να είναι ον, ίσως επειδή όλα τα πυρά στον κόσμο από δω τρέφονται και χάρη σ' αυτήν πήραν την υπόστασή τους, ή επειδή είναι ζωοδότρα και μητέρα των ζώων, στα οποία αίτιο ζωής είναι το πυρώδες. Και απεικονίζεται στρογγυλή και ο βωμός της στήνεται στο μέσον κάθε σπιτιού»).

Η «Θεογονία» του Ησιόδου την παρουσιάζει «αδελφή» του Θεού Διός, «θυγατέρα» και «πρώτο τέκνο» του Κρόνου και της Ρέας.

Εστία. Κόρη του Κρόνου και της Ρέας, του Χρόνου και του Τόπου.

Η Εστία, αντίθετα με τις άλλες θεότητες του Ολύμπου, χαρακτηρίζεται από μια στατικότητα, καθώς παραμένει αμετακίνητη στον Όλυμπο. Ωστόσο, παρά την εξωτερική της αυτή ακινησία, ο εσωτερικός της κόσμος είναι ζωντανός και δυναμικός, γι΄αυτό και η Εστία είναι το αρχέτυπο της αυτοσυγκέντρωσης.

Ο Ηράκλειτος έλεγε «Από το πυρ βγαίνουν όλα και στο πυρ ξαναγυρνούν». Οι Πυθαγόρειοι όταν έλεγαν Εστίαν, εννοούσαν το Αιώνιο Πυρ, τη φωτιά στο κέντρο του κόσμου. Η Εστία είναι η μήτρα κάθε γέννας, που προϋπάρχει στην αιθερική περιοχή. Η Μήτρα Ιδέα. Είναι αυτή η θερμαντική ικανότητα της Εστίας που περιέχει το μυστήριο της ζωής. Παραλληλίζοντας με τη γυναικεία μήτρα, όπου εκεί συντελείται η κύηση του σώματος-οχήματος κάθε ψυχής προς ενσάρκωση. Παρατηρούμε άλλωστε ότι οι ναοί της Εστίας ήταν κυκλικά οικοδομήματα (όπως η μήτρα).

Όμως στην πορεία βλέπουμε την Εστία, από Θεά του πυρός να καθιερώνεται ως Θεά της οικογενειακής ζωής. Από σύμβολο της Παγκόσμιας Ενέργειας του Σύμπαντος, περιορίστηκε σε μια ανθρωποκεντρική θεά που σαν σκοπό της είχε να συγκεντρώνει την οικογένεια κοντά στο αναμμένο τζάκι κι εκεί να προσκυνούν τον νέο αρχηγό τους, τον άνδρα της οικογένειας. Εκείνος πλέον προσφέρει τις θυσίες και την επικαλείται. Η Μητριαρχία γκρεμίζεται, για να δώσει τη θέση της στην Πατριαρχία. Καθιερώθηκε ένας νέος τύπος γυναίκας, η εγκλεισμένη μέσα στο σπίτι, που αναθρέφει τα παιδιά. Και ο μύθος της αιώνιας Παρθενίας της Θεάς διαστρεβλώθηκε από το νέο σύστημα, αποδίδοντας στη γυναίκα την παρθενία ως αρετή, υποδουλώνοντας την.

Τα βέβηλα μάτια πάντα θα αντικρίζουν την εξωτερική όψη των Μυστηρίων του Σύμπαντος. Τα δε Ιερατεία, ενώ γνωρίζουν τα εσωτερικά κλειδιά, σκόπιμα αποκρύπτουν την αλήθεια, διαστρεβλώνοντας και υποβαθμίζοντας τα Σύμβολα και τους Μύθους.

Ίσως, πράγματι σε γήινο επίπεδο, ο άνδρας να ανάβει το πυρ και η γυναίκα να το συντηρεί και τροφοδοτεί. Ίσως αυτή είναι μια πτυχή της θηλυκότητας και σε μαγικό επίπεδο. Όμως, αλήθεια, δεν αποτελεί διαστρέβλωση το να εξισώνουμε φιλοσοφικές-υπερβατικές Ιδέες με τα γήινα δεδομένα και να υποβαθμίζουμε είτε τη θέση της γυναίκας είτε την σεξουαλικότητα;

Η γυναικεία μύηση, η θηλυκή πνευματικότητα, σε συνεργασία με την ανδρική, ήταν πάντα παρούσα στα Αρχαία Μυστήρια. Με διαφορετική λειτουργία από αυτή των ανδρών αλλά πάντα συμμετέχουσα η γυναίκα… Στα μυστήρια του Διονύσου οι Μαινάδες, στα Ελευσίνια μυστήρια με τις τελετές της γονιμότητας της Μητέρας Γης και τον συμβολικό γάμο του Ιεροφάντη και της Iέρειας, στα Δελφικά μυστήρια με τις Σίβυλλες τις προφήτισσες, στα Αιγυπτιακά με τα μυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρι, στα Μυστήρια της Κυβέλης, αλλά και στη Ρώμη με τις Εστιάδες Παρθένες.

Η γυναικεία μύηση διατηρήθηκε στη Ρώμη με τις Παρθένες Εστιάδες μέχρι την κατάργηση του Τάγματος από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Έπειτα από αυτό, η γυναικεία μύηση χάθηκε. Ακολούθησε μια πολύ μακρά περίοδος (με την έλευση του χριστιανισμού) όπου η γυναίκα ήταν αποκλεισμένη από τη μύηση. (Αν και προσπάθειες έγιναν κατά τον 18ο αιώνα από τον Τεκτονικό χώρο). Μόνος δρόμος για τη γυναίκα, για όλη εκείνη την μακρά περίοδο, οι πόρτες των μοναστηριών.

Όμως οι εποχές αλλάζουν… Και όταν υπάρχει αλλαγή για την θηλυκή πνευματικότητα, υπάρχει και για την κοινωνία. Σε πολλαπλά επίπεδα.

ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Το όνομά της ετυμολογείται από το «εστάναι» (κατά τον Κορνούτο), ή από το «εύω» (ανάπτω), και ανέρχεται από πρωτο-ελληνική «εφέστια» θεότητα (στην μέση του μυκηναϊκού μεγάρου η Εστία είναι το κέντρο της ανθρώπινής διαμονής) στο Πάνθεον του Ολύμπου την ίδια εποχή που στον Ελληνικό Κόσμο κορυφώνεται η θεσμική σύνδεση Οίκου / Πόλεως.

Ο Κορνούτος γράφει «ΤΑΥΤΗΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΔΙΑ ΤΟ ΕΣΤΑΝΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΣΤΙΑΝ ΠΡΟΣΗΓΟΡΕΥΣΑΝ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ [Η ΔΙΑ ΤΟ ΤΑΥΤΗΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΩΤΑΤΩι ΤΕΘΕΙΣΘΑΙ Η ΔΙΑ ΤΟ ΕΠ' ΑΥΤΗΣ ΩΣΑΝΕΙ ΕΠΙ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ΕΣΤΑΝΑΙ ΚΟΣΜΟΝ]» («Οι αρχαίοι είπαν αυτήν Εστία διότι έχει σταθεί οριστικά [ή διότι έχει τεθεί αυτή από τη φύση στο εσώτατο σημείο, ή διότι όλος ο κόσμος έχει τοποθετηθεί επάνω σε αυτήν ωσάν επάνω σε θεμέλιο]»).

ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ

Καλοσυνάτη και ευγενική Θεά που εκφράζει το Ιερό Κέντρο του παντός, η Εστία είναι προστάτιδα των ανθρώπι¬νων σπιτικών (εξ ού και οι επικλήσεις της «Πατρώα», «Ένοικος», «Σύνοικος», «Εφέστιος», «Πρυτανίτις»), στα οποία εγγυάται την σταθερότητα αλλά και την μονιμότητα (με πολικό της τον Θεό Ερμή) και την συνέχιση του βίου. Οι οικο - γένειες γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τής προσέφεραν τις πρώτες σπονδές τους πριν από κάθε άλλο Θεό: «αφ' Εστίας». Εκτός από το επίπεδο των σπιτικών, λατρευόταν επίσης και στο επίπεδο της Πολιτείας, ως άσβεστη «κοινή των πολιτών» εστία, στο ανά κάθε Πόλη «Πρυτανείο», υπό την φροντίδα ειδικών ιερειών, των παρθένων «Εστιάδων». Ο Κορνούτος γράφει: «ΠΑΡΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΤΕ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑΝ ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΗΝ -ΚΑΙ ΤΟΥΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΥΠΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΝΕΩΚΟΡΕΙΤΑΙ» («και παρουσιάζεται παρθένα διότι η ακινησία τίποτε δεν γεννά -και χάριν τούτου υπηρετείται από παρθένους»).

Το εφέστιο ιερό πυρ, για τους Έλληνες και όλους τους υπόλοιπους «εθνικούς» αποτελεί ένα ηθικό ον. Λάμπει, ζεσταίνει και μαγειρεύει την ιερή τροφή, όμως ταυτόχρονα «σκέπτεται» και έχει ολοκληρωμένη συνείδηση. Γνωρίζει τα καθήκοντα των ανθρώπων και επιβλέπει την εκπλήρωσή τους. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «ανθρώπινο», γιατί κατέχει τη διπλή ανθρώπινη φύση, αφού σε υλικό επίπεδο, αναφλέγεται, κινείται, ζει, παρέχει αφθονία, ετοιμάζει τα γεύματα, τρέφει το σώμα και σε ψυχικό επίπεδο εκδηλώνει συναισθήματα και αγάπη, δίνει στον άνθρωπο αγνότητα, επιβάλλει το κάλλος και το αγαθό, τρέφει την ψυχή. Υπό αυτή την οπτική, σε κάθε οργανωμένη εγκατοίκηση (Οίκος, Πόλις) υπήρχε πάντοτε μια αρμόδια «ιερά εστία», ως φυσικό άγαλμα της Θεάς. Εκεί έπρεπε να βρίσκονται πάντα μερικά αναμμένα κάρβουνα και λίγες στάχτες και ο ιδιοκτήτης κάθε Οίκου (ή οι «Εστιάδες» ιέρειες στην πολιτειακή λατρεία της Θεάς), είχε / είχαν ιερή υποχρέωση να διατηρεί / διατηρούν αυτό το πυρ άσβεστο ημέρα και νύχτα και συμφορές αναμένονταν στο σπίτι ή την Πόλη όπου έσβηνε το Ιερό Πυρ, το οποίο έπαυε να καίει στους βωμούς του μόνο όταν ολόκληρη η οικογένεια (ή Πόλις) είχε αφανιστεί.

Στον «Ορφικό» ύμνο της Θεάς, αυτή χαιρετίζεται ως ακολούθως:

«Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,
η μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου,
τούσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις,
θεισ' αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς
οίκε Θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν,
αιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε
μειδιόωσα, μάκαιρα, ταδ' ιερά δέξο προθύμως,
όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν
»

Εστία του παντοδυνάμου Κρόνου θυγατέρα βασίλισσα,
συ που κατέχεις τον μέσον οίκον του αενάου πυρός, του μεγίστου,
είθε αυτούς τους οσίους μύστες ν’ αποδείξεις στις τελετές,
κάμνοντας τους αειθαλείς, πανευτυχείς, ευφροσύνους, αγνούς
ώ οίκε μακαρίων θεών, κρατερό στήριγμα θνητών,
αιωνία πολύμορφη, ποθεινοτάτη, χλοόμορφη
χαμογελαστή, μακαρία, δέξου προθύμως τούτες τις θυσίες,
εμπνέοντας ευτυχία και απαλόχερη υγεία.

Στον «Ομηρικό» ύμνο της Θεάς τέλος, βλέπουμε ανάγλυφα την στενή σύνδεσή της με τον πολικό της Θεό Ερμή (με τον οποίον διαπιστωμένα από τον Παυσανία μοιραζόταν τμήμα του μεγάλου βωμού στο «Αμφιαράειον» του Ορωπού και μια εορτή στις Φάρες της Αχαϊας):

«Εστίη η πάντων εν δώμασιν υψηλοίσιν
Αθανάτων τε Θεών χαμαί ερχομένων τ' ανθρώπων
Έδρην αίδιον έχαλχες πρεσβηίδα τιμήν
Καλόν έχουσα γέρας και τιμήν. Ου γαρ ατερ σου
Ειλαπίναι θνητοίσιν ιν' ου πρώτη πυμάτη τε
Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον
Και συ μοι Αργειφόντα Διός και Μαιάδος θιέ
Άγγελε των μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων,
Ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν
Ίλαος ως επάρηγε συν αιδοίη τε φίλη τε
Εστίη. Αμφότεροι γαρ επιχθονίων ανθρώπων
Ειδότες έργματα καλά νόω θ' έσπεσθε και ήβη.
Χαίρε Κρόνου θύγατερ, συ τε και χρυσόρραπις Ερμής.
Αυτάρ εγών υμέων τε και άλλης μνήσομ' αοιδής
»

ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ιερό χρώμα της Θεάς Εστίας είναι το λευκό και σύμβολά της η οικιακή πυρά («εστία», φυσικό άγαλμά της όπως προείπαμε), ο πέπλος, και ο φλεγόμενος κύκλος, που συμβολίζει τη συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού.

Η ΕΣΤΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ

H Θεά Βέστα (Vesta) είναι η ρωμαϊκή Θεά της εντοπιότητας, της αφοσίωσης και της οικιακής και λατρευτικής πυράς, αντίστοιχη προς την Εστία, στοιχεία της οποίας παρέλαβαν οι Ρωμαίοι μέσω των Ετρούσκων, οι οποίοι λάτρευαν την Θεά Έστα (Esta). Η ωραιότερη, λαμπρότερη και πλέον αγνή θεία οντότητα του Ρωμαϊκού Πανθέου, η λατρεία της οποίας εισήχθη από το ετρουσκικό Λαβίνιο (Lavinium) από τον Νουμά, ο οποίος έκτισε και τον περίφημο κυκλικό Ναό της (Atrium), όπου φυλασσόταν και το ιερό «Παλλάδιον».

Η Βέστα ήταν μία από τους Δώδεκα Μεγάλους Θεούς, θεωρείτο προστάτιδα των σπαρμένων αγρών και της οικογενειακής ζωής (όπου με τον κτήσιο Θεό Jupiter «Dapalis» αποτελούσαν την εγγύηση του καθημερινού γεύματος) και οι όρκοι στο όνομά της θεωρούντο οι πλέον ισχυροί και απαράβατοι. Στη λατρεία της ήσαν αφιερωμένες αρχικά 2, μετά 4 και αργότερα 6 παρθένοι, οι λεγόμενες «Vestalis» («Βεστάλες», «Εστιάδες»), ιέρειες που ήσαν πάντοτε λευκοντυμένες και είχαν μεγάλο κύρος, υπεύθυνες για τη διατήρηση της άσβεστης πυράς του Ρωμαϊκού Κράτους στο Ναό της Βέστα. Ως δια βίου αφιερωμένες στην εξασφάλιση της ευημερίας της πόλεως, δηλαδή ως «πνευματικές μητέρες του Λαού», οι «Βεστάλες» απελάμβαναν εξαιρετικών τιμών και προνομίων. Στο πέρασμά τους όφειλαν να παραμερίζουν ακόμη και οι Ύπατοι, ενώ στους Αγώνες και το Θέατρο τούς προσφέρονταν οι πιο τιμητικές θέσεις. Θάβονταν όπως και οι επιφανείς άνδρες μέσα στο Forum, η μαρτυρία τους γινόταν αποδεκτή δίχως όρκο, η απλή παρουσία τους έκανε όποιον συνόδευαν απαραβίαστο (ακόμη και κατάδικοι απαλάσσονταν εάν τις αντίκριζαν έστω και συμπτωματικά), ενώ η όποια εναντίον τους προσβολή επέφερε την ποινή του θανάτου. Από την άλλη, η παραβίαση του όρκου παρθενίας τους, ως απειλή για την ασφάλεια της πόλεως, τιμωρείτο με δημόσια μαστίγωση και θάνατο, τόσο της ένοχης ιέρειας όσο και του συνενόχου της (κάτι που βεβαίως συνέβη μόνον 20 φορές στους 11 αιώνες συνεχούς λατρείας της Θεάς). Η θητεία των «Βεσταλών» διαρκούσε 30 έτη, μετά από τα οποία είχαν αυτές το πλήρες δικαίωμα γάμου, αφού όμως πρώτα υπέβαλαν την παραίτησή τους από το ιερατικό αξίωμα.

Κάθε 1η του μηνός Μαρτίου, οι ρωμαϊκές οικογένειες είχαν καθήκον να σβήσουν το ιερό τους πυρ και ν' ανάψουν αμέσως ένα νέο, αποφεύγοντας όμως να χρησιμοποιήσουν τσακμακόπετρα και ατσάλι. Οι επιτρεπόμενη διαδικασία ήταν είτε να συγκεντρώνουν τις ηλιακές ακτίνες σ' ένα κάτοπτρο, είτε να τρίβουν γρήγορα μεταξύ τους δύο τμήματα ξύλου ορισμένου πάντοτε είδους και κατά κανόνα από οπωροφόρο δένδρο.

Η Θεά ετιμάτο με μεγάλες θυσίες στις 25 Μαρτίου, αλλά και καθημερινά από τις «Βεστάλες» ιέρειες με προσφορά τροφής σε πήλινο πιάτο και πάντοτε μετά από τον καθημερινό καθαρμό του Ναού της με πηγαίο νερό. Κατά την μεγάλη επώνυμη εορτή της, στις 9 Ιουνίου (τα λεγόμενα «Βεστάλια», «Vestalia», που αποτελούσαν ημέρα αργίας για τους αρτοποιούς και τους μυλωθρούς) όλα τα γαϊδούρια, στεφανώνονταν, όπως και οι μύλοι, με άνθη και απαλάσσονταν από κάθε εργασία. Στα «Βεστάλια», οι πατρίκιες σχημάτιζαν ξυπόλητες μεγάλη πομπή προς τον Ναό της Θεάς, μεταφέροντας σε αυτήν προσφορές τροφίμων σε πήλινους δίσκους σε ανταπόδοση της μεγάλης ευλογίας της Θεάς στην οικογενειακή ζωή και εν γένει στον ανθρώπινο Πολιτισμό.

Ιερό ζώο της Βέστα ήταν ο γάϊδαρος, δείγμα του πανάρχαιου και της αυτοχθονίας της λατρείας της στην ιταλική γη (σύμφωνα με τον Οβίδιο, «Fasti, 6.319 ff», η Βέστα, που είχε ορκιστεί να παραμείνει για πάντα παρθένα, αρνηθείσα τόσο τον Θεό Ποσειδώνα όσο και τον Θεό Απόλλωνα, κινδύνευσε κάποτε να βιασθεί από την γονιμική θεότητα Πρίαπο, όμως την έσωσε το ογκάνισμα ενός γαϊδάρου). Η λατρεία της Θεάς κατεστράφη από τον χριστιανό αυτοκράτορα Γρατιανό το έτος 382.

ΕΣΤΙΑΔΕΣ

ΒΑΘΕΙΑ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν' ἀπ' τὴν Πολιτεία τὴν κοιμισμένη·
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μιὰ φωνή,
τρόμου φωνή−κι ὅλοι πετιοῦνται ἀλλαλιασμένοι.

«Ἔσβυσε ἡ ἄσβυστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ' ἐλπίδα πῶς μπορεῖ νἆν ψεύτρα ἡ συμφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.
Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρῃασαν τὰ μνήματ' ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴν κρίση,
κ' ἐνῶ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνᾶ
μὴν τύχῃ τρέμουνε κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσῃ.
Μ' ἕνα πνιχτὸ μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ Ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴν Πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτὴ
ἕνα τὰ μύρια γίνουνται μάτια νὰ ἰδοῦνε.
Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας των ἀρετῆς
τὸ σχῆμα τ' ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ Βωμὸν ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἑστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.
Τὸ κρῖμα τοὺς ἐστάθηκε μιὰ ἄβουλη ἀναμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ −σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πὄσβυσε, δὲν τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότης.
Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φούχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ' ἔλπιση δὲν ἔχει μείνῃ.
Κ' εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία· ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλῃ
κάμῃ τὸ θᾶμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ' ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του κάτω στείλῃ.
Κι ἂν εἶν καὶ πέσῃ ἀπάνω τους, ἂς πέσῃ! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κ' οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποῦ ἰδού τις, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴν ψυχὴ στὰ μάτια τους τὸν προσκαλοῦνε.

Τάχα τὸ θᾶμα κ' ἔγινε;−πές μου το νὰ σ' τὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πὄσβυσεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζῇ καὶ ζένεται −μὲ τὸ σκοπό της!

Θρήνος δυσβάσταχτος κατακλύζει την ψυχή μου,
που αναγνωρίζει σε αυτούς τους στίχους την ίδια τραγωδία,
όταν στην χόβολη ψάχνω για μια σπίθα.
Και ξάφνου μια ελπίδα ξεπηδάει απ' τις στάχτες,
όταν τα χέρια μου αγγίζουν και άλλα χέρια,
όταν τα μάτια μου βλέπουν κι άλλα μάτια,
καθώς των Εστιάδων οι ψυχές στον ιερό βωμό επιστρέφουν.
Τότε ο ναός του Πυρός του Πνεύματος μοιάζει να αναζωπυρώνεται
από την φλόγα των ψυχών που την Ιερή Εστία περιτριγυρίζουν...

Των Εστιάδων η «ανεμελιά κι αραθυμία», έγινε η αιτία να σβήσει το Ιερόν Πύρ από τον Βωμό της Εστίας!

Αλήθεια, μήπως μέσα στον ιστόν αυτού του ποιήματος αναγνωρίζουμε κάποια δική μας αντίστοιχη τραγωδία;

Μήπως μας έρχεται στον νού η δική μας «ανεμελιά κι αραθυμία», η οποία οδήγησε στο σβήσιμο της Ιερής Φλόγας από τον Βωμό της δικής μας Εστίας, της Ελλάδος;

Κάποιοι εξ ημών δεν ψάχνουν αλαφιασμένοι στην χόβολη αυτού του Βωμού, μήπως και βρούν την σπίθα, η οποία θα αναζωπυρώσει αυτήν την Ιερή Φλόγα;

Πόσο μπροστά από την εποχή του τρέχει η σκέψις του Ποιητή! Και πόσο διαφορετικά θα ήταν σήμερα τα πράγματα, αν τιμούσαμε τους Ποιητές μας ακούγοντάς τους!

Ας ψάξουμε λοιπόν απεγνωσμένα, μέσα στις στάχτες του Βωμού μας, ας ψάξουμε να δούμε μήπως έμειναν οι σπίθες, οι οποίες θα ανάψουν πάλι την Ιερήν Φλόγα!

Διότι η Ιερή Φλόγα, θα ανάψει πάλι στον Βωμόν της Ελλάδος! Είτε από τις σπίθες μας, είτε από τον Ουράνιον Πατρώον Κεραυνό!

Μόνον που στην δεύτερη περίπτωσιν θα κατακαύσει και εμάς!