Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Ο Αριστοτέλης και η αναζήτηση των αισθητηρίων οργάνων

Ολοκληρώνοντας το δεύτερο βιβλίο του έργου Περί Ψυχής ο Αριστοτέλης διερωτάται αν ένα ον που στερείται μιας αίσθησης (όραση, όσφρηση κλπ) κρίνεται ευάλωτο σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη επίδρασή της: «Κάποιος θα αναρωτιόταν αν μπορεί να πάθει κάτι από την οσμή ένα πράγμα που δεν μπορεί να οσφρανθεί ή αν κάτι που δεν μπορεί να δει από το χρώμα· το ίδιο και για τις άλλες αισθήσεις» (424b 5-7).

Η απάντηση φαίνεται αυτονόητη: «Αφού, όμως, το οσφραντό είναι οσμή, αν κάτι προκαλεί την όσφρηση, αυτό το κάνει η οσμή. Επομένως, εκείνα που δεν μπορούν να οσφρανθούν δεν μπορούν να πάθουν τίποτε από την οσμή· το ίδιο ισχύει και για τα άλλα αισθητά» (424b 8-11).

Το πράγμα, όμως, δε θα σταματήσει εδώ: «ούτε, όμως, και όσα μπορούν να αισθανθούν πάσχουν από οτιδήποτε αισθητό αλλά το καθένα στο μέτρο που είναι ικανό να αισθανθεί» (424b 11-12). Και θα δοθούν αμέσως εξηγήσεις: «Αυτό γίνεται φανερό με τον ακόλουθο τρόπο. Ούτε το φως ούτε το σκοτάδι ούτε ο ήχος ούτε η οσμή προκαλούν κάτι στα σώματα, αλλά αυτό το κάνουν τα σώματα μέσα στα οποία υπάρχουν αυτά· όπως για παράδειγμα ο αέρας που συνοδεύει τη βροντή σχίζει το ξύλο στα δύο» (424b 12-14).

Το κατά πόσο το στοιχείο που σχίζει το ξύλο είναι ο αέρας, οπωσδήποτε είναι κάτι που μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι εδώ, αλλά στη διαίσθηση του Αριστοτέλη ότι οι αισθήσεις από μόνες τους δεν είναι σε θέση να επιφέρουν σοβαρές ή ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στα σώματα κι ότι όποτε συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στις αισθήσεις. Μια πολύ έντονα δυσάρεστη οσμή, όσο άσχημες σωματικές παρενέργειες κι αν προκαλεί (από απλή δυσφορία και κράτημα της αναπνοής, μέχρι τάση για εμετό ή και εκδήλωσή του), δεν μπορεί παρά να περιορίζεται σε τέτοιου είδους επιφανειακά συμπτώματα που διαρκούν όσο εκδηλώνεται και η συγκεκριμένη οσμή που τα ενεργοποιεί και που εξαφανίζονται όταν χαθεί εκείνη.

Οποιαδήποτε μόνιμη ή εντονότερη παρενέργεια, κατά τον Αριστοτέλη, δεν οφείλεται στην οσμή, αλλά στο σώμα που βρίσκεται μέσα της. Μιλώντας με σύγχρονα δεδομένα θα λέγαμε ότι ο θάνατος από την πρόκληση δηλητηριωδών αερίων δεν οφείλεται στην οσμή τους, αλλά στην ουσία που εισπνέεται από αυτά. Το ότι στην περίπτωση της όρασης ενδέχεται η ίδια η λάμψη κάποιου πράγματος να επιφέρει σοβαρές βλάβες στο μάτι, πέρα από το γεγονός ότι κατά κανόνα αυτό δε γίνεται ακαριαία αλλά χρειάζεται διαρκή έκθεση του ματιού στην έντονη λάμψη, δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού που θέλει τις αισθήσεις ως απλό εργαλείο για την κατανόηση του εξωτερικού περιβάλλοντος κι όχι ως όργανο που άπτεται με αυτό και που κατά συνέπεια μπορεί να υποστεί αλλοιώσεις ή να προκαλέσει σημαντικές φθορές στον ανθρώπινο οργανισμό.

Οι μόνες αισθήσεις που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις είναι η γεύση και η αφή, που, όπως φαίνεται, λειτουργούν από κοινού, αφού πέρα από την ομοιότητα ότι ενεργοποιούνται με άμεση επαφή με το σώμα (χωρίς, δηλαδή, εξωτερικό ενδιάμεσο) η μία (γεύση) λειτουργεί ως προέκταση της άλλης (αφή): «Τα απτά και οι γεύσεις, όμως, ενεργούν πάνω στα σώματα· γιατί, αν δεν τα επηρέαζαν από τι θα έπασχαν τα άψυχα και θα αλλοιώνονταν;» (424b 15-17).

Το γεγονός ότι ο βράχος φθείρεται από τη διαρκή έκθεσή του στον αέρα και τη βροχή (όπως συμβαίνει σε κάθε άψυχο σώμα) καταδεικνύει ότι υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν να τον αλλοιώσουν. Η επαφή με τις δυνάμεις αυτές δεν μπορεί παρά να σχετίζονται με το εξωτερικό του μέρος που έρχεται σε επαφή μαζί τους. Από αυτή την άποψη, ο βράχος οφείλει να έχει κάτι σαν αφή που αντιλαμβανόμενη την εξωτερική επίδραση μεταβιβάζει στο σώμα του τις παρενέργειες.

Αποδεχόμενοι, όμως, μια τέτοια εκδοχή ουσιαστικά αναγνωρίζουμε ότι και τα άψυχα μπορούν να έχουν κάποιες αισθήσεις που τα ωθούν να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Το βουνό που σκίζεται από το σεισμό είναι σε θέση να αντιληφθεί τις υπόγειες τεκτονικές διεργασίες και να προσαρμοστεί σε αυτές. Θα έλεγε κανείς ότι κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει και στο φαγητό που μουχλιάζει όταν μένει εκτός ψυγείου. Η συνειδητοποίηση ότι τα τρόφιμα διατηρούνται περισσότερο στο ψύχος είναι σαν παραδοχή ότι μπορούν να αντιληφθούν το θερμό από το ψυχρό και να συμπεριφέρονται ανάλογα.

Φυσικά, μια τέτοια ερμηνεία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού η αφή από μόνη της δεν προκαλεί σωματικές επιπτώσεις. Η αφή είναι μόνο ο δείκτης του περιβαλλοντολογικού ερεθίσματος. Από κει και πέρα, οποιαδήποτε παρενέργεια προκληθεί αφορά το σώμα σε σχέση με το περιβάλλον.

Το ότι η επαφή με το αναμμένο μάτι της κουζίνας επιφέρει έγκαυμα δεν οφείλεται στην αφή που γνωστοποίησε τη θερμότητά του, αλλά στην ιδιότητα του δέρματος να καίγεται όταν έρχεται σε επαφή με τόσο μεγάλες θερμοκρασίες. Με τον ίδιο τρόπο ο βράχος δεν οφείλει τις αλλοιώσεις του επειδή έχει αφή, αλλά επειδή η ύλη του υπόκειται σε συγκεκριμένες φυσικές δυνατότητες που επιτρέπουν τις συγκεκριμένες αλλοιώσεις κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Το ίδιο ισχύει και για το φαγητό και οτιδήποτε άλλο.

Τα άψυχα θα υποστούν τις αλλοιώσεις χωρίς να προειδοποιηθούν γι’ αυτές και χωρίς να τις καταλάβουν, σε αντίθεση με τα έμψυχα που θα έχουν πλήρη αντίληψη της κατάστασης, εκτός, βέβαια, αν πρόκειται για κάτι τόσο ακαριαίο που θα ξεπεράσει τις δυνατότητες ενεργοποίησης των αισθήσεων. Όμως, το ζήτημα που τίθεται εδώ δεν αφορά το κατά πόσο τα άψυχα μπορούν να έχουν κάποιες αισθήσεις, αλλά ο τρόπος που οφείλει να κινηθεί ο ερευνητής, ο οποίος οφείλει να λάβει υπόψη του όλες τις πιθανές παραμέτρους.

Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη προβληματική μπορούμε να πούμε ότι αφορά περισσότερο τη μεθοδολογία του φιλοσόφου παρά την ουσία της έρευνας που εν τέλει θα παραμείνει στην αρχική της στόχευση που αφορά τις αισθήσεις σε σχέση με τα έμψυχα, όπως άλλωστε αρμόζει σε ένα έργο που διερευνά την ψυχή.

Αυτό που μένει είναι η κατάδειξη των προβληματισμών που θα κινήσουν τη συνέχεια της διερεύνησης: «Άρα, λοιπόν, το ίδιο μπορούν να κάνουν και τα υπόλοιπα αισθητά;» (Εννοεί να προκαλέσουν αμετάκλητες μεταβολές όπως η αφή και η όσφρηση) «Ή, μήπως, δεν πάσχουν όλα τα σώματα από την οσμή και τον ήχο· και, όσα πάσχουν, είναι εκείνα που δεν έχουν ορισμένη μορφή και δεν παραμένουν σταθερά, όπως ο αέρας; Γιατί ο αέρας μυρίζει σαν να έχει πάθει κάτι. Τι, λοιπόν, σημαίνει να οσφραίνεται κανείς, πέρα από το ότι πάσχει κάτι; Μήπως, όμως, οσφραίνομαι σημαίνει και αισθάνομαι, τη στιγμή που ο αέρας, όταν πάθει κάτι, γίνεται γρήγορα αισθητός;» (424b 17-21).

Η προσέγγιση αυτών των προβληματισμών θα ξεκινήσει στο τρίτο βιβλίο του Περί Ψυχής έργου του Αριστοτέλη, το οποίο ξεκινά με την αναμφισβήτητη διαπίστωση ότι οι αισθήσεις είναι πέντε κι ότι δεν υπάρχουν άλλες που ενδέχεται να έχουν διαφύγει: «Ότι δεν υπάρχει άλλη αίσθηση εκτός από τις πέντε (και εννοώ με αυτές την όραση, την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση, την αφή), θα μπορούσε κανείς να το πιστέψει από τα παρακάτω. Γιατί, αν πράγματι έχουμε αίσθηση όλων όσα γίνονται αισθητά με την αφή (αφού όλες οι ποιότητες του απτού ως απτό γίνονται αισθητές σε εμάς με την αφή), είναι ανάγκη, αν ακριβώς λείπει κάποια αίσθηση, να μας λείπει και κάποιο αισθητήριο· και όσα πράγματα αισθανόμαστε αγγίζοντάς τα τα ίδια, είναι αισθητά με την αφή, την οποία συμβαίνει να έχουμε· όσα, όμως, αισθανόμαστε με τα ενδιάμεσα, και χωρίς να αγγίξουμε τα ίδια, είναι αισθητά διαμέσου των απλών στοιχείων και εννοώ τον αέρα και το νερό· και τα πράγματα έχουν έτσι, ώστε, αν με ένα ενδιάμεσο γίνονται αισθητά περισσότερα πράγματα, διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το γένος, πρέπει αυτός που διαθέτει ένα τέτοιο αισθητήριο να μπορεί να αισθάνεται και τα δύο (για παράδειγμα, αν το αισθητήριο είναι από αέρα, και ο αέρας είναι το ενδιάμεσο και για τον ήχο και για το χρώμα)· αν, όμως, υπάρχουν περισσότερα ενδιάμεσα για το ίδιο αισθητό, και για το χρώμα, ας πούμε, υπάρχει και ο αέρας και το νερό (γιατί και τα δύο είναι διαφανή), εκείνος που έχει αισθητήριο που αποτελείται από μόνο το ένα από τα δύο, θα αντιληφθεί το αισθητό που έχει ενδιάμεσα και τα δύο» (424b 22-36 και 425a 1-3).

Εξαιρώντας την αφή που ενεργοποιείται με άμεση επαφή με το σώμα ο Αριστοτέλης διερευνά κυρίως τον ήχο και την όραση, καθώς ο προβληματισμός της διάφανης ύλης του ενδιάμεσου σχετίζεται με την ίδια τη φύση του αισθητήριου οργάνου. Σε τελική ανάλυση το αυτί και το μάτι, ως αισθητήρια των δύο αυτών αισθήσεων αποτελούνται από κάποια συγκεκριμένη ύλη που επιτρέπει την αντίληψη του ενδιάμεσου διατηρώντας τη δυνατότητα ενεργοποίησης της αντίστοιχης αίσθησης. Κι εδώ, βέβαια, η απάντηση ότι η ύλη του αισθητήριου είναι το ανθρώπινο δέρμα δεν κρίνεται επαρκής, αφού αυτό που αναζητείται είναι η κύρια αρχική ύλη η οποία συνθέτει το εκάστοτε όργανο.

Στην ουσία πρόκειται για παραπομπή στη φυσική φιλοσοφία των προσωκρατικών χρόνων σχετικά με την αναζήτηση της αρχικής ύλης του κόσμου. Τα τέσσερα στοιχεία (χώμα, νερό, φωτιά, αέρας) που δόθηκαν από τον Εμπεδοκλή ως αρχική ύλη που η ανάμειξή της συνέθεσε τα πάντα στη φύση παραμένουν δεδομένα για τη διερεύνηση της ύλης του αισθητήριου. Η ύπαρξη του ενδιάμεσου θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διερεύνηση της πρωταρχικής ύλης του αισθητού, αφού, αν το αισθητό δεν έχει την ύλη του ενδιάμεσου, δε θα μπορεί να ανταποκριθεί στην ενεργοποίηση της αίσθησης. Αν το ενδιάμεσο του ήχου είναι ο αέρας, τότε το αυτί θα πρέπει επίσης να έχει ως αρχική ύλη τον αέρα, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη της χρήσης του ενδιάμεσου.

Από την άλλη, στο ζήτημα της όρασης, που μπορεί να έχει ως ενδιάμεσο και τον αέρα και το νερό, αν το αισθητήριο δεν τα έχει επίσης και τα δύο στοιχεία, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί, τότε θα πρέπει να τα έχει το αντικείμενο της αίσθησης, δηλαδή το αισθητό, ώστε να γίνεται αντιληπτό διασχίζοντας το ενδιάμεσο. Θα έλεγε κανείς, ότι αν αυτό δε συνέβαινε, τότε δε θα μπορούσε να ερεθίσει το αισθητήριο παραμένοντας αιώνια στο χώρο του αοράτου.

Κι αν το στοιχείο που λείπει τόσο από το αισθητήριο όσο και από το αισθητό είναι το υγρό, τότε κάτι θα ήταν ορατό με ενδιάμεσο τον αέρα, αλλά θα ήταν αδύνατο να ειδωθεί στο νερό. Από αυτή την άποψη, έχει ιδιαίτερη σημασία η προσέγγιση των αρχικών στοιχείων που αποτελούν κυρίως τα αισθητήρια (αλλά και τα αισθητά), ώστε να διευκρινιστεί πλήρων ποια και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσω των αισθήσεων.

Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Τα αισθητήρια όργανα αποτελούνται από δύο μόνο από τα απλά στοιχεία, από τον αέρα και το νερό (η κόρη του ματιού, πράγματι, αποτελείται από νερό και η ακοή από αέρα, ενώ η όσφρηση και από τα δύο)· ενώ η φωτιά είτε δεν υπάρχει σε κανένα αισθητήριο είτε υπάρχει σε όλα (γιατί χωρίς θερμότητα τίποτα δεν μπορεί να αισθανθεί)· και η γη είτε δεν υπάρχει σε κανένα ή με έναν ιδιαίτερο τρόπο αναμειγνύεται κυρίως στην αίσθηση της αφής. Γι’ αυτό, τελικά, δε θα υπήρχε άλλο αισθητήριο εκτός από αυτά που αποτελούνται από νερό και αέρα» (425a 3-9).

Η συμβατότητα των πρωταρχικών στοιχείων ανάμεσα στα αισθητήρια και στα αισθητά είναι εκείνη που επιτρέπει την ενεργοποίηση των αισθήσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που και τα ζώα έχουν επίσης αισθήσεις, αφού και η δική τους πρωταρχική ύλη αποτελείται από τα ίδια στοιχεία: «όλες λοιπόν τις αισθήσεις τις έχουν και τα ζώα που δεν είναι ούτε ατελή ούτε ανάπηρα· γιατί φαίνεται, ακόμη και ο τυφλοπόντικας έχει μάτια κάτω από το δέρμα. Επομένως, αν δεν υπάρχει κάποιο διαφορετικό σώμα και ιδιότητα που να μην ανήκει σε κανένα σώμα του δικού μας κόσμου, δεν μπορεί να μας λείπει καμία αίσθηση» (425a10-14).

Η κατάδειξη ότι τα πρωταρχικά στοιχεία των όντων επιτρέπει τη λειτουργία των αισθήσεων δε σηματοδοτεί και την αποδοχή ότι και τα άψυχα, που επίσης εμπεριέχουν τη σύνθεση αυτών των στοιχείων, έχουν αισθήσεις. Οι αισθήσεις αφορούν μόνο τα έμψυχα. Είναι σαφές ότι η ψυχή είναι δύναμη που γεννά τη δυνατότητα των αισθήσεων και τα στοιχεία της ύλης επιτρέπουν την πραγματοποίησή της δυνατότητας αυτής. Τα άψυχα στερούμενα δυνατότητας είναι αδύνατο να προχωρήσουν στην υλοποίηση.

Η ύλη τίθεται με τρόπο τόσο καθοριστικό, που όλα ερμηνεύονται υπό τη δική της οπτική. Η ψυχή εκλαμβάνεται ως μορφή της ύλης και οι αισθήσεις ως εκδήλωσή της σχετιζόμενη με το συνδυασμό των πρωταρχικών στοιχείων που συνθέτουν το σώμα, τα αισθητήρια και τα αισθητά. Σε τελική ανάλυση, όλα έχουν να κάνουν με την αρμονική σύνθεση της ύλης. Ο ισχυρισμός ότι βρισκόμαστε στην καρδιά της υλιστικής αντίληψης του κόσμου δε θα ήταν υπερβολικός.

Αριστοτέλης, Περί Ψυχής

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου