Τελικά η πολιτική επιστήμη είναι πρακτική επιστήμη, αφενός γιατί επιδιώκει άμεσες λύσεις για πρακτικά κοινωνικά προβλήματα κι αφετέρου γιατί μόνο στην πράξη μπορεί να επιβεβαιωθεί.
Κι αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη ουσία της συστηματικής έρευνας που αποκτά επιστημονικές διαστάσεις. Η αναζήτηση των τελικών εννοιών που καθορίζουν τη φύση αυτού που μελετάται και η ταυτόχρονη διερεύνηση των αμοιβαίων επιρροών που μπορεί να έχει με το περιβάλλον που σχετίζεται: «Για παράδειγμα έργο της γυμναστικής είναι να ερευνήσει ποιο είδος σωματικής άσκησης ποιο είδος σώματος ωφελεί και ποια άσκηση είναι καλύτερη (γιατί αναγκαστικά στο σώμα που από τη φύση του είναι πολύ ωραίο και προικισμένο, ταιριάζει η άριστη άσκηση). Επίσης ποια άσκηση, μια για όλους, είναι καλύτερη για τους πολλούς (διότι και αυτό είναι έργο της γυμναστικής). Ακόμη, αν κάποιος επιθυμεί να αποκτήσει τη συνήθεια να γυμνάζεται ή τη γνώση για τις αθλητικές ασκήσεις, ενώ δεν τον ευνοούν οι φυσικές του ικανότητες, κυρίως έργο του παιδοτρίβη και του γυμναστή είναι να του διαμορφώσουν τη δυνατότητα αυτή».
Με δυο λόγια ο γυμναστής δεν οφείλει να γνωρίζει μόνο την πρακτική λειτουργία των ασκήσεων πάνω στο σώμα, αλλά να κατέχει κι όλες τις δυνατές επιδράσεις πάνω σε όλων των ειδών τους ασκούμενους. Να είναι δηλαδή σε θέση να προσδιορίσει την καλύτερη άσκηση και με την απόλυτη έννοια, αλλά και με τη σχετική, όταν προσαρμόζεται στις διαφορετικές ανάγκες του κάθε ασκούμενου. Κι αυτή είναι η σχέση της αλληλεπίδρασης στο σύνολό της, αφού άλλη θα είναι η αλληλεπίδραση της άσκησης στον ένα κι άλλη στον άλλο ασκούμενο. Η κατανόηση του βάθους αυτών των ελιγμών είναι το αποτέλεσμα της συστηματικής έρευνας, που μετατρέπει τη γυμναστική σε επιστημονικό πεδίο: «Το ίδιο βλέπουμε ότι συμβαίνει και στην ιατρική, στη ναυπηγική, στη ραπτική και σε κάθε άλλη τέχνη».
Κατά συνέπεια, περνώντας στα πολιτεύματα, για να μιλάμε σε επιστημονική βάση, πρέπει να ξεκαθαριστούν (επίσης) όλες αυτές οι λεπτές αποχρώσεις που τα διαφοροποιούν μεταξύ τους, οι σχέσεις αλληλεπίδρασης που υπάρχουν με την κοινωνία, ο καθορισμός του καλύτερου πολιτεύματος σε απόλυτο βαθμό, αλλά και το κατά συνθήκη καλύτερο ανάλογα με τα κοινωνικά δεδομένα που επικρατούν: «Επομένως είναι φανερό ότι και αναφορικά με το πολίτευμα έργο μιας και της ίδιας επιστήμης είναι να εξετάσει ποιο είναι το άριστο πολίτευμα και με ποιο χαρακτήρα θα απέβαινε ιδανικό, εφόσον κανένας εξωτερικός παράγοντας δε θα του ήταν εμπόδιο». Η οριοθέτηση του ιδανικού πολιτεύματος σε απόλυτο βαθμό δεν αφορά μόνο τον καθορισμό των ορίων που οφείλει να κινηθεί μια επιστημονική μελέτη, αλλά και την πορεία που πρέπει να πάρει μια επιστημονική τοποθέτηση που έχει ως στόχο να προσανατολίσει την κοινωνία προς μια κατεύθυνση. Γιατί η πολιτική επιστήμη δεν πρέπει να σταματά στο επίπεδο της ερμηνείας, αλλά πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει και λύσεις, δηλαδή διεξόδους, όταν αυτό χρειαστεί: «Ποιο πολίτευμα σε ποιους ανθρώπους ταιριάζει (γιατί πολλοί λαοί μπορεί ίσως να μην τύχουν του άριστου πολιτεύματος. Γι’ αυτό και ο καλός νομοθέτης και ο αληθινός πολιτικός οφείλουν να λάβουν υπόψη τους και τους δύο τύπους του πολιτεύματος: και τον απολύτως άριστο και τον άριστο υπό όρους)».
Το πολίτευμα, ως τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας σε θεσμικό επίπεδο, νοείται μόνο μέσα στο πλαίσιο της αμφίδρομης αυτής σχέσης. Η πολιτική ωριμότητα του κόσμου, το μορφωτικό επίπεδο, η συνείδηση της ανάγκης για την εφαρμογή των κανόνων, η αντίληψη της δικαιοσύνης, η οικονομική διαστρωμάτωση, με δυο λόγια αυτά που συνθέτουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, και που καθορίζουν και την ατομικότητα που οφείλει να ενταχθεί (και που εν πολλοίς σηματοδοτούν τη γενική εικόνα της κοινωνίας, αφού το δρόμο τον χαράσσουν πάντα οι πλειοψηφίες), είναι και οι παράγοντες που θα κρίνουν το καταλληλότερο πολίτευμα για κάθε περίπτωση. Και βέβαια το καταλληλότερο δε σημαίνει ότι είναι το ιδανικό με την απόλυτη έννοια του όρου. Είναι το κατά συνθήκη ιδανικό, το ιδανικό που ταιριάζει στις περιστάσεις.
Κι αυτή η επιλογή είναι η μεγάλη ευθύνη του πολιτικού επιστήμονα που προϋποθέτει τόσο τη βαθιά γνώση όλων των πολιτευμάτων όσο και των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε συγκεκριμένη συγκυρία: «Επιπλέον πρέπει να εξετάσει τον τύπο του πολιτεύματος τον βασισμένο σε βέβαιη υπόθεση (γιατί οφείλει να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει για το δεδομένο πολίτευμα πώς θα πρωτοεμφανιζόταν και με ποιον τρόπο, αφού εμφανίστηκε, θα μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ χρόνο. Εννοώ για παράδειγμα την περίπτωση μιας υποθετικής πόλης η οποία ούτε έχει άριστο πολίτευμα και στερείται και των αναγκαίων προϋποθέσεων γι’ αυτό, ούτε έχει πολίτευμα πρακτικά αποτελεσματικό με τα μέσα που διαθέτει αλλά κάποιο χειρότερο)». Η αναγνώριση ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το ιδανικό πολίτευμα είναι το ξεκαθάρισμα ότι αυτό δεν απευθύνεται σε κάθε πόλη. Η φράση «ούτε έχει πολίτευμα πρακτικά αποτελεσματικό με τα μέσα που διαθέτει αλλά κάποιο χειρότερο» καταδεικνύει ότι ο πολιτικός και ο νομοθέτης, ως γνώστες της πολιτικής επιστήμης, οφείλουν να προσφέρουν την ιδανικότερη πολιτειακή εκδοχή, σύμφωνα πάντα με τις συνθήκες που επικρατούν. Στην προαναφερθείσα περίπτωση είναι προφανές ότι έχουν αποτύχει.
Ο πολιτικός επιστήμονας οφείλει να γνωρίζει ποιο είναι το πολίτευμα που εφαρμόζεται ευκολότερα και με τον πιο σωστό τρόπο στις πόλεις. Ποιο είναι δηλαδή το επικρατές, αυτό που καταφέρνει και επιλύνει όλες τις επιμέρους κοινωνικές διαφορές επιφέροντας τη συνοχή, έστω και με σχετικό τρόπο, στις περισσότερες περιπτώσεις: «Παράλληλα με όλα αυτά τα ζητήματα, ο πολιτικός επιστήμονας οφείλει να γνωρίζει το πολίτευμα που εφαρμόζεται καλύτερα σε όλες γενικά τις πόλεις, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι θεωρητικοί αναλυτές των πολιτευμάτων, ακόμα και αν κρίνουν σωστά για τα υπόλοιπα, αστοχούν στα πρακτικώς ωφέλιμα».
Τελικά η πολιτική επιστήμη είναι πρακτική επιστήμη, αφενός γιατί επιδιώκει άμεσες λύσεις για πρακτικά κοινωνικά προβλήματα κι αφετέρου γιατί μόνο στην πράξη μπορεί να επιβεβαιωθεί. Κι αυτός είναι ο λόγος που «δε φτάνει μόνο να εξετάζει κάποιος ποιο είναι το άριστο πολίτευμα, αλλά και ποιο είναι το εφικτό και επίσης ποιο είναι το λειτουργικότερο και το πιο διαδεδομένο σε όλες τις πόλεις γενικά». Είναι πλέον απολύτως σαφές ότι ο καθορισμός του άριστου πολιτεύματος (που βέβαια πρέπει να γίνει) είναι κάτι θεωρητικό, όπως καθετί εξιδανικευμένο. Γι’ αυτό πρέπει να καθορίζονται κι οι άλλοι παράγοντες (εφικτό, λειτουργικότητα, διάδοση), γιατί αυτοί εξασφαλίζουν το πρακτικό κομμάτι που σε τελική ανάλυση θα δώσει και τις λύσεις. Υπό αυτούς τους όρους η έννοια του ιδανικού πολιτεύματος αποκτά ξεκάθαρα υποκειμενική χροιά, αφού το ιδανικό διαμορφώνεται πάντα απ’ τις συνθήκες. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πολλές, εντελώς διαφορετικές, εκδοχές των πολιτευμάτων είναι εξίσου ιδανικές, αφού εξυπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ανάγκες που καλούνται να φέρουν σε πέρας ή, από την άλλη, ότι το ιδανικό πολίτευμα (με την απόλυτη σημασία του όρου) δεν υπάρχει πουθενά, αφού πουθενά δε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες που θα μπορούσαν να το στηρίξουν.
Ο Αριστοτέλης προκειμένου να αποδώσει με περισσότερη σαφήνεια αυτό που ο ίδιος θεωρεί ιδανικό θα συμπληρώσει: «Επιβάλλεται όμως να προταθεί μια τέτοια κατεύθυνση πολιτικής οργάνωσης, ώστε εύκολα να γίνεται αποδεκτή με τις δεδομένες συνθήκες και να επιτρέπει την ανανέωση, με αποτέλεσμα η προσπάθεια βελτίωσης του πολιτεύματος να μην είναι κατώτερο έργο από την προσπάθεια της αρχικής συγκρότησής του, όπως ακριβώς η επιμόρφωση σε σχέση με την αρχική κατάρτιση». Η πεποίθηση ότι η πολιτική οργάνωση πρέπει «εύκολα να γίνεται αποδεκτή» έχει να κάνει με την ευχέρεια που έχουν τα πολιτεύματα στο να διαδοθούν, ώστε να υπάρχει μια γενική συνισταμένη της ευκολίας που μπορεί κάποιο πολίτευμα να διαχειριστεί την πλειοψηφία των κοινωνικών αναγκών που προκύπτουν. Η μελέτη όμως του κατά πόσο κάποιο πολίτευμα «επιτρέπει την ανανέωσή» του και μάλιστα η παραδοχή ότι η βελτίωση του πολιτεύματος δεν είναι «κατώτερο έργο από την προσπάθεια της αρχικής συγκρότησής του» καθιστά σαφές ότι τα πολιτεύματα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά διαρκώς εξελίσσονται όπως κάθε γνώση που χρειάζεται «επιμόρφωση», η οποία μάλιστα θεωρείται ισάξια «με την αρχική κατάρτιση».
Η αναγνώριση της αναγκαιότητας της εξέλιξης των πολιτευμάτων είναι η συνείδηση της μεταβλητότητας των κοινωνικών δομών, που διαρκώς προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Οι αλλαγές που σημειώνονται στις οικονομικές δομές της κοινωνίας, η ανάδειξη νέων τάξεων που διεκδικούν τον πλούτο, η απαίτηση συμμετοχής τους στη διαχείριση της εξουσίας, το αυξανόμενο μορφωτικό επίπεδο, η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών και οι συνακόλουθες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα περιλάβουν τα νέα δεδομένα, σηματοδοτούν το νέο πολιτικό σκηνικό που πρέπει να εκφραστεί και σε θεσμικό επίπεδο. Οι αέναες κοινωνικές εξελίξεις είναι η ασφαλέστερη υποθήκη των αέναων πολιτικών εξελίξεων. Η κοινωνία που δεν εξελίσσει τις πολιτικές της δομές είναι η κοινωνία που δεν εξελίσσεται σε όλα τα επίπεδα ή, ακόμα χειρότερα, η κοινωνία που κυβερνάται απολυταρχικά. Γιατί μόνο οι σκληρές απολυταρχίες μπορούν να καθηλώσουν τις εξελίξεις είτε εκφοβίζοντας είτε επιβάλλοντας τους «κατάλληλους» ανθρώπους ως ρυθμιστές των νέων δεδομένων.
Όμως, σε τελική ανάλυση, η εξελικτική ορμή των πολιτευμάτων δε θα σταματήσει, αφού καμία απολυταρχία δεν μπόρεσε να παραμείνει στο χρόνο. Η ανατροπή τους είναι σχεδόν νομοτελειακή. Από αυτή την άποψη κάθε κοινωνία κυβερνιέται από την ίδια τη δυναμική της και κάθε πολίτευμα οφείλει να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, δηλαδή να μεταλλάσσεται. Το μόνο που μένει είναι οι μεταλλάξεις να κοιτάζουν στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν. Γιατί αν βλέπουν στο παρελθόν δε μιλάμε για πρόοδο αλλά για οπισθοδρόμηση: «Γι’ αυτό, επιπλέον προς τα προηγούμενα, οφείλει ο πολιτικός να είναι σε θέση να κάνει διορθώσεις στα υφιστάμενα πολιτεύματα. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον, αν αγνοεί πόσα είδη πολιτευμάτων υπάρχουν».
Η συνείδηση της πολιτειακής οργάνωσης ως προέκταση των κοινωνικών αναγκών, ως δηλαδή απολύτως προσαρμόσιμη συνθήκη προκειμένου να διευθετηθούν τα ζητήματα της πόλης, όπως προκύπτουν από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή, δε σηματοδοτεί μόνο το νομοτελειακό των αλλαγών που θα επέλθουν, αλλά και τη λεπτότητα των αποχρώσεων που μπορεί να σημειωθούν στην πρακτική εφαρμογή του εκάστοτε πολιτεύματος. Από τη στιγμή που οι κοινωνίες θα ήταν αδύνατο να χαρακτηριστούν ολόιδιες, όσο κι αν παρουσιάζουν ομοιότητες, θα ήταν αδύνατο να χαρακτηριστούν ολόιδια και τα πολιτικά συστήματα που ακολουθούνται. Οι ονομασίες των πολιτικών συστημάτων, θα λέγαμε οι κατηγοριοποιήσεις τους, αφορούν περισσότερο τη γενική κατεύθυνση της συλλογιστικής τους και σε καμία περίπτωση την ταύτιση. Η δημοκρατία ασφαλώς και καταδεικνύει την πρόθεση του πολιτεύματος να στρέφεται στη γνώμη της πλειοψηφίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι δημοκρατίες πραγματώνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι υπάρχουν πολλοί τύποι δημοκρατίας και ολιγαρχίας: «Σήμερα μερικοί έχουν τη γνώμη ότι μόνο ένας τύπος δημοκρατίας κι ένας τύπος ολιγαρχίας υπάρχει, χωρίς βέβαια αυτό να είναι αλήθεια. Συνεπώς είναι σωστό να μη μας διαφεύγουν οι διαφορές των πολιτευμάτων, πόσες είναι και με ποιους τρόπους συνδυάζονται. Αλλά και με την ίδια προσοχή και σύνεση είναι σωστό να γίνει η εξέταση των άριστων νόμων που αρμόζουν σε κάθε ιδιαίτερο τύπο πολιτεύματος».
Για τον Αριστοτέλη ο βασικότερος παράγοντας διαφοροποίησης των κοινωνιών, και κατ’ επέκταση των πολιτευμάτων, είναι η ποικιλομορφία των κοινωνικών δομών που αναπόφευκτα εμπεριέχει και την ταξική διαστρωμάτωση: «Η ύπαρξη περισσότερων από ένα πολιτευμάτων οφείλεται στην ύπαρξη αριθμητικά περισσότερων μερών σε κάθε πόλη. Αρχικά βλέπουμε ότι όλες οι πόλεις αποτελούνται από οικογένειες. Έπειτα πάλι από αυτό το πλήθος αναγκαστικά άλλοι είναι εύποροι, άλλοι άποροι και άλλοι μέσοι. Η τάξη των ευπόρων οπλοφορεί, ενώ των απόρων όχι. Βλέπουμε ακόμη ότι υπάρχει ο δήμος των γεωργών, των εμπόρων και των τεχνιτών. Το ίδιο και οι κοινωνικά ανώτερες τάξεις διαφέρουν στον πλούτο και στο μέγεθος της περιουσίας. Παράλληλα με τις διαφορές του πλούτου, υπάρχουν ακόμη οι διαφορές της καταγωγής και της αρετής». Το πολίτευμα ως τρόπος διαχείρισης της συνύπαρξης όλων αυτών των στοιχείων, ώστε να προκύψει αρμονικό σύνολο, δε θα μπορούσε παρά να προσαρμοστεί στις ανάγκες που ανακύπτουν απ’ το κοινωνικό συνταίριασμα: «Συνεπώς φαίνεται ότι υποχρεωτικά τα πολιτεύματα είναι περισσότερα, καθώς διαφέρουν μεταξύ τους ειδολογικά, ακριβώς γιατί και τα μέρη αυτά διαφέρουν μεταξύ τους ειδολογικά». Κι αυτός ακριβώς είναι και ο ορισμός του πολιτεύματος: «Διότι πολίτευμα είναι η οργάνωση των εξουσιών και σε αυτές έχουν μερίδιο όλοι οι πολίτες ή ανάλογα με την πολιτική δύναμη αυτών που μετέχουν ή σύμφωνα με κάποια ισότητα κοινή σ’ αυτούς. Εννοώ δηλαδή στην πρώτη περίπτωση τη δύναμη των φτωχών ή των πλουσίων και στη δεύτερη περίπτωση κάποια κοινή ισότητα ανάμεσα και στους δύο». Και το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Επομένως υποχρεωτικά τα πολιτεύματα είναι τόσα, όσοι βέβαια τρόποι οργάνωσης των μερών της πόλης υπάρχουν σύμφωνα με την υπεροχή τους και τις διαφορές τους».
Έχοντας υπόψη ότι τα ορθά πολιτεύματα (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) γνωρίζουν και τις αντίστοιχες στρεβλώσεις τους (τυραννία, ολιγαρχία, δημοκρατία) μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητή η αναλογία που επικαλείται ο Αριστοτέλης προκειμένου να γίνει απόλυτα σαφής: «Μάλιστα υποστηρίζεται ότι, όπως δύο είναι οι άνεμοι, οι βόρειοι και οι νότιοι, ενώ οι άλλοι παρεκβάσεις τους, κατά τον ίδιο τρόπο δύο είναι και τα πολιτεύματα, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Η αριστοκρατία θεωρείται είδος της ολιγαρχίας, με τη λογική ότι είναι κάποια ολιγαρχία, και το πολίτευμα με το όνομα πολιτεία θεωρείται είδος της δημοκρατίας, όπως ακριβώς στους ανέμους ο ζέφυρος (δυτικός άνεμος) εκλαμβάνεται ως είδος του βοριά, ενώ ο νοτιοανατολικός άνεμος ως είδος του νοτιά. Αυτές είναι οι συνήθεις απόψεις για τα πολιτεύματα».
Κι αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη ουσία της συστηματικής έρευνας που αποκτά επιστημονικές διαστάσεις. Η αναζήτηση των τελικών εννοιών που καθορίζουν τη φύση αυτού που μελετάται και η ταυτόχρονη διερεύνηση των αμοιβαίων επιρροών που μπορεί να έχει με το περιβάλλον που σχετίζεται: «Για παράδειγμα έργο της γυμναστικής είναι να ερευνήσει ποιο είδος σωματικής άσκησης ποιο είδος σώματος ωφελεί και ποια άσκηση είναι καλύτερη (γιατί αναγκαστικά στο σώμα που από τη φύση του είναι πολύ ωραίο και προικισμένο, ταιριάζει η άριστη άσκηση). Επίσης ποια άσκηση, μια για όλους, είναι καλύτερη για τους πολλούς (διότι και αυτό είναι έργο της γυμναστικής). Ακόμη, αν κάποιος επιθυμεί να αποκτήσει τη συνήθεια να γυμνάζεται ή τη γνώση για τις αθλητικές ασκήσεις, ενώ δεν τον ευνοούν οι φυσικές του ικανότητες, κυρίως έργο του παιδοτρίβη και του γυμναστή είναι να του διαμορφώσουν τη δυνατότητα αυτή».
Με δυο λόγια ο γυμναστής δεν οφείλει να γνωρίζει μόνο την πρακτική λειτουργία των ασκήσεων πάνω στο σώμα, αλλά να κατέχει κι όλες τις δυνατές επιδράσεις πάνω σε όλων των ειδών τους ασκούμενους. Να είναι δηλαδή σε θέση να προσδιορίσει την καλύτερη άσκηση και με την απόλυτη έννοια, αλλά και με τη σχετική, όταν προσαρμόζεται στις διαφορετικές ανάγκες του κάθε ασκούμενου. Κι αυτή είναι η σχέση της αλληλεπίδρασης στο σύνολό της, αφού άλλη θα είναι η αλληλεπίδραση της άσκησης στον ένα κι άλλη στον άλλο ασκούμενο. Η κατανόηση του βάθους αυτών των ελιγμών είναι το αποτέλεσμα της συστηματικής έρευνας, που μετατρέπει τη γυμναστική σε επιστημονικό πεδίο: «Το ίδιο βλέπουμε ότι συμβαίνει και στην ιατρική, στη ναυπηγική, στη ραπτική και σε κάθε άλλη τέχνη».
Κατά συνέπεια, περνώντας στα πολιτεύματα, για να μιλάμε σε επιστημονική βάση, πρέπει να ξεκαθαριστούν (επίσης) όλες αυτές οι λεπτές αποχρώσεις που τα διαφοροποιούν μεταξύ τους, οι σχέσεις αλληλεπίδρασης που υπάρχουν με την κοινωνία, ο καθορισμός του καλύτερου πολιτεύματος σε απόλυτο βαθμό, αλλά και το κατά συνθήκη καλύτερο ανάλογα με τα κοινωνικά δεδομένα που επικρατούν: «Επομένως είναι φανερό ότι και αναφορικά με το πολίτευμα έργο μιας και της ίδιας επιστήμης είναι να εξετάσει ποιο είναι το άριστο πολίτευμα και με ποιο χαρακτήρα θα απέβαινε ιδανικό, εφόσον κανένας εξωτερικός παράγοντας δε θα του ήταν εμπόδιο». Η οριοθέτηση του ιδανικού πολιτεύματος σε απόλυτο βαθμό δεν αφορά μόνο τον καθορισμό των ορίων που οφείλει να κινηθεί μια επιστημονική μελέτη, αλλά και την πορεία που πρέπει να πάρει μια επιστημονική τοποθέτηση που έχει ως στόχο να προσανατολίσει την κοινωνία προς μια κατεύθυνση. Γιατί η πολιτική επιστήμη δεν πρέπει να σταματά στο επίπεδο της ερμηνείας, αλλά πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει και λύσεις, δηλαδή διεξόδους, όταν αυτό χρειαστεί: «Ποιο πολίτευμα σε ποιους ανθρώπους ταιριάζει (γιατί πολλοί λαοί μπορεί ίσως να μην τύχουν του άριστου πολιτεύματος. Γι’ αυτό και ο καλός νομοθέτης και ο αληθινός πολιτικός οφείλουν να λάβουν υπόψη τους και τους δύο τύπους του πολιτεύματος: και τον απολύτως άριστο και τον άριστο υπό όρους)».
Το πολίτευμα, ως τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας σε θεσμικό επίπεδο, νοείται μόνο μέσα στο πλαίσιο της αμφίδρομης αυτής σχέσης. Η πολιτική ωριμότητα του κόσμου, το μορφωτικό επίπεδο, η συνείδηση της ανάγκης για την εφαρμογή των κανόνων, η αντίληψη της δικαιοσύνης, η οικονομική διαστρωμάτωση, με δυο λόγια αυτά που συνθέτουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, και που καθορίζουν και την ατομικότητα που οφείλει να ενταχθεί (και που εν πολλοίς σηματοδοτούν τη γενική εικόνα της κοινωνίας, αφού το δρόμο τον χαράσσουν πάντα οι πλειοψηφίες), είναι και οι παράγοντες που θα κρίνουν το καταλληλότερο πολίτευμα για κάθε περίπτωση. Και βέβαια το καταλληλότερο δε σημαίνει ότι είναι το ιδανικό με την απόλυτη έννοια του όρου. Είναι το κατά συνθήκη ιδανικό, το ιδανικό που ταιριάζει στις περιστάσεις.
Κι αυτή η επιλογή είναι η μεγάλη ευθύνη του πολιτικού επιστήμονα που προϋποθέτει τόσο τη βαθιά γνώση όλων των πολιτευμάτων όσο και των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε συγκεκριμένη συγκυρία: «Επιπλέον πρέπει να εξετάσει τον τύπο του πολιτεύματος τον βασισμένο σε βέβαιη υπόθεση (γιατί οφείλει να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει για το δεδομένο πολίτευμα πώς θα πρωτοεμφανιζόταν και με ποιον τρόπο, αφού εμφανίστηκε, θα μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ χρόνο. Εννοώ για παράδειγμα την περίπτωση μιας υποθετικής πόλης η οποία ούτε έχει άριστο πολίτευμα και στερείται και των αναγκαίων προϋποθέσεων γι’ αυτό, ούτε έχει πολίτευμα πρακτικά αποτελεσματικό με τα μέσα που διαθέτει αλλά κάποιο χειρότερο)». Η αναγνώριση ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το ιδανικό πολίτευμα είναι το ξεκαθάρισμα ότι αυτό δεν απευθύνεται σε κάθε πόλη. Η φράση «ούτε έχει πολίτευμα πρακτικά αποτελεσματικό με τα μέσα που διαθέτει αλλά κάποιο χειρότερο» καταδεικνύει ότι ο πολιτικός και ο νομοθέτης, ως γνώστες της πολιτικής επιστήμης, οφείλουν να προσφέρουν την ιδανικότερη πολιτειακή εκδοχή, σύμφωνα πάντα με τις συνθήκες που επικρατούν. Στην προαναφερθείσα περίπτωση είναι προφανές ότι έχουν αποτύχει.
Ο πολιτικός επιστήμονας οφείλει να γνωρίζει ποιο είναι το πολίτευμα που εφαρμόζεται ευκολότερα και με τον πιο σωστό τρόπο στις πόλεις. Ποιο είναι δηλαδή το επικρατές, αυτό που καταφέρνει και επιλύνει όλες τις επιμέρους κοινωνικές διαφορές επιφέροντας τη συνοχή, έστω και με σχετικό τρόπο, στις περισσότερες περιπτώσεις: «Παράλληλα με όλα αυτά τα ζητήματα, ο πολιτικός επιστήμονας οφείλει να γνωρίζει το πολίτευμα που εφαρμόζεται καλύτερα σε όλες γενικά τις πόλεις, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι θεωρητικοί αναλυτές των πολιτευμάτων, ακόμα και αν κρίνουν σωστά για τα υπόλοιπα, αστοχούν στα πρακτικώς ωφέλιμα».
Τελικά η πολιτική επιστήμη είναι πρακτική επιστήμη, αφενός γιατί επιδιώκει άμεσες λύσεις για πρακτικά κοινωνικά προβλήματα κι αφετέρου γιατί μόνο στην πράξη μπορεί να επιβεβαιωθεί. Κι αυτός είναι ο λόγος που «δε φτάνει μόνο να εξετάζει κάποιος ποιο είναι το άριστο πολίτευμα, αλλά και ποιο είναι το εφικτό και επίσης ποιο είναι το λειτουργικότερο και το πιο διαδεδομένο σε όλες τις πόλεις γενικά». Είναι πλέον απολύτως σαφές ότι ο καθορισμός του άριστου πολιτεύματος (που βέβαια πρέπει να γίνει) είναι κάτι θεωρητικό, όπως καθετί εξιδανικευμένο. Γι’ αυτό πρέπει να καθορίζονται κι οι άλλοι παράγοντες (εφικτό, λειτουργικότητα, διάδοση), γιατί αυτοί εξασφαλίζουν το πρακτικό κομμάτι που σε τελική ανάλυση θα δώσει και τις λύσεις. Υπό αυτούς τους όρους η έννοια του ιδανικού πολιτεύματος αποκτά ξεκάθαρα υποκειμενική χροιά, αφού το ιδανικό διαμορφώνεται πάντα απ’ τις συνθήκες. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πολλές, εντελώς διαφορετικές, εκδοχές των πολιτευμάτων είναι εξίσου ιδανικές, αφού εξυπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ανάγκες που καλούνται να φέρουν σε πέρας ή, από την άλλη, ότι το ιδανικό πολίτευμα (με την απόλυτη σημασία του όρου) δεν υπάρχει πουθενά, αφού πουθενά δε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες που θα μπορούσαν να το στηρίξουν.
Ο Αριστοτέλης προκειμένου να αποδώσει με περισσότερη σαφήνεια αυτό που ο ίδιος θεωρεί ιδανικό θα συμπληρώσει: «Επιβάλλεται όμως να προταθεί μια τέτοια κατεύθυνση πολιτικής οργάνωσης, ώστε εύκολα να γίνεται αποδεκτή με τις δεδομένες συνθήκες και να επιτρέπει την ανανέωση, με αποτέλεσμα η προσπάθεια βελτίωσης του πολιτεύματος να μην είναι κατώτερο έργο από την προσπάθεια της αρχικής συγκρότησής του, όπως ακριβώς η επιμόρφωση σε σχέση με την αρχική κατάρτιση». Η πεποίθηση ότι η πολιτική οργάνωση πρέπει «εύκολα να γίνεται αποδεκτή» έχει να κάνει με την ευχέρεια που έχουν τα πολιτεύματα στο να διαδοθούν, ώστε να υπάρχει μια γενική συνισταμένη της ευκολίας που μπορεί κάποιο πολίτευμα να διαχειριστεί την πλειοψηφία των κοινωνικών αναγκών που προκύπτουν. Η μελέτη όμως του κατά πόσο κάποιο πολίτευμα «επιτρέπει την ανανέωσή» του και μάλιστα η παραδοχή ότι η βελτίωση του πολιτεύματος δεν είναι «κατώτερο έργο από την προσπάθεια της αρχικής συγκρότησής του» καθιστά σαφές ότι τα πολιτεύματα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά διαρκώς εξελίσσονται όπως κάθε γνώση που χρειάζεται «επιμόρφωση», η οποία μάλιστα θεωρείται ισάξια «με την αρχική κατάρτιση».
Η αναγνώριση της αναγκαιότητας της εξέλιξης των πολιτευμάτων είναι η συνείδηση της μεταβλητότητας των κοινωνικών δομών, που διαρκώς προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Οι αλλαγές που σημειώνονται στις οικονομικές δομές της κοινωνίας, η ανάδειξη νέων τάξεων που διεκδικούν τον πλούτο, η απαίτηση συμμετοχής τους στη διαχείριση της εξουσίας, το αυξανόμενο μορφωτικό επίπεδο, η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών και οι συνακόλουθες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα περιλάβουν τα νέα δεδομένα, σηματοδοτούν το νέο πολιτικό σκηνικό που πρέπει να εκφραστεί και σε θεσμικό επίπεδο. Οι αέναες κοινωνικές εξελίξεις είναι η ασφαλέστερη υποθήκη των αέναων πολιτικών εξελίξεων. Η κοινωνία που δεν εξελίσσει τις πολιτικές της δομές είναι η κοινωνία που δεν εξελίσσεται σε όλα τα επίπεδα ή, ακόμα χειρότερα, η κοινωνία που κυβερνάται απολυταρχικά. Γιατί μόνο οι σκληρές απολυταρχίες μπορούν να καθηλώσουν τις εξελίξεις είτε εκφοβίζοντας είτε επιβάλλοντας τους «κατάλληλους» ανθρώπους ως ρυθμιστές των νέων δεδομένων.
Όμως, σε τελική ανάλυση, η εξελικτική ορμή των πολιτευμάτων δε θα σταματήσει, αφού καμία απολυταρχία δεν μπόρεσε να παραμείνει στο χρόνο. Η ανατροπή τους είναι σχεδόν νομοτελειακή. Από αυτή την άποψη κάθε κοινωνία κυβερνιέται από την ίδια τη δυναμική της και κάθε πολίτευμα οφείλει να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, δηλαδή να μεταλλάσσεται. Το μόνο που μένει είναι οι μεταλλάξεις να κοιτάζουν στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν. Γιατί αν βλέπουν στο παρελθόν δε μιλάμε για πρόοδο αλλά για οπισθοδρόμηση: «Γι’ αυτό, επιπλέον προς τα προηγούμενα, οφείλει ο πολιτικός να είναι σε θέση να κάνει διορθώσεις στα υφιστάμενα πολιτεύματα. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον, αν αγνοεί πόσα είδη πολιτευμάτων υπάρχουν».
Η συνείδηση της πολιτειακής οργάνωσης ως προέκταση των κοινωνικών αναγκών, ως δηλαδή απολύτως προσαρμόσιμη συνθήκη προκειμένου να διευθετηθούν τα ζητήματα της πόλης, όπως προκύπτουν από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή, δε σηματοδοτεί μόνο το νομοτελειακό των αλλαγών που θα επέλθουν, αλλά και τη λεπτότητα των αποχρώσεων που μπορεί να σημειωθούν στην πρακτική εφαρμογή του εκάστοτε πολιτεύματος. Από τη στιγμή που οι κοινωνίες θα ήταν αδύνατο να χαρακτηριστούν ολόιδιες, όσο κι αν παρουσιάζουν ομοιότητες, θα ήταν αδύνατο να χαρακτηριστούν ολόιδια και τα πολιτικά συστήματα που ακολουθούνται. Οι ονομασίες των πολιτικών συστημάτων, θα λέγαμε οι κατηγοριοποιήσεις τους, αφορούν περισσότερο τη γενική κατεύθυνση της συλλογιστικής τους και σε καμία περίπτωση την ταύτιση. Η δημοκρατία ασφαλώς και καταδεικνύει την πρόθεση του πολιτεύματος να στρέφεται στη γνώμη της πλειοψηφίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι δημοκρατίες πραγματώνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι υπάρχουν πολλοί τύποι δημοκρατίας και ολιγαρχίας: «Σήμερα μερικοί έχουν τη γνώμη ότι μόνο ένας τύπος δημοκρατίας κι ένας τύπος ολιγαρχίας υπάρχει, χωρίς βέβαια αυτό να είναι αλήθεια. Συνεπώς είναι σωστό να μη μας διαφεύγουν οι διαφορές των πολιτευμάτων, πόσες είναι και με ποιους τρόπους συνδυάζονται. Αλλά και με την ίδια προσοχή και σύνεση είναι σωστό να γίνει η εξέταση των άριστων νόμων που αρμόζουν σε κάθε ιδιαίτερο τύπο πολιτεύματος».
Για τον Αριστοτέλη ο βασικότερος παράγοντας διαφοροποίησης των κοινωνιών, και κατ’ επέκταση των πολιτευμάτων, είναι η ποικιλομορφία των κοινωνικών δομών που αναπόφευκτα εμπεριέχει και την ταξική διαστρωμάτωση: «Η ύπαρξη περισσότερων από ένα πολιτευμάτων οφείλεται στην ύπαρξη αριθμητικά περισσότερων μερών σε κάθε πόλη. Αρχικά βλέπουμε ότι όλες οι πόλεις αποτελούνται από οικογένειες. Έπειτα πάλι από αυτό το πλήθος αναγκαστικά άλλοι είναι εύποροι, άλλοι άποροι και άλλοι μέσοι. Η τάξη των ευπόρων οπλοφορεί, ενώ των απόρων όχι. Βλέπουμε ακόμη ότι υπάρχει ο δήμος των γεωργών, των εμπόρων και των τεχνιτών. Το ίδιο και οι κοινωνικά ανώτερες τάξεις διαφέρουν στον πλούτο και στο μέγεθος της περιουσίας. Παράλληλα με τις διαφορές του πλούτου, υπάρχουν ακόμη οι διαφορές της καταγωγής και της αρετής». Το πολίτευμα ως τρόπος διαχείρισης της συνύπαρξης όλων αυτών των στοιχείων, ώστε να προκύψει αρμονικό σύνολο, δε θα μπορούσε παρά να προσαρμοστεί στις ανάγκες που ανακύπτουν απ’ το κοινωνικό συνταίριασμα: «Συνεπώς φαίνεται ότι υποχρεωτικά τα πολιτεύματα είναι περισσότερα, καθώς διαφέρουν μεταξύ τους ειδολογικά, ακριβώς γιατί και τα μέρη αυτά διαφέρουν μεταξύ τους ειδολογικά». Κι αυτός ακριβώς είναι και ο ορισμός του πολιτεύματος: «Διότι πολίτευμα είναι η οργάνωση των εξουσιών και σε αυτές έχουν μερίδιο όλοι οι πολίτες ή ανάλογα με την πολιτική δύναμη αυτών που μετέχουν ή σύμφωνα με κάποια ισότητα κοινή σ’ αυτούς. Εννοώ δηλαδή στην πρώτη περίπτωση τη δύναμη των φτωχών ή των πλουσίων και στη δεύτερη περίπτωση κάποια κοινή ισότητα ανάμεσα και στους δύο». Και το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Επομένως υποχρεωτικά τα πολιτεύματα είναι τόσα, όσοι βέβαια τρόποι οργάνωσης των μερών της πόλης υπάρχουν σύμφωνα με την υπεροχή τους και τις διαφορές τους».
Έχοντας υπόψη ότι τα ορθά πολιτεύματα (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) γνωρίζουν και τις αντίστοιχες στρεβλώσεις τους (τυραννία, ολιγαρχία, δημοκρατία) μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητή η αναλογία που επικαλείται ο Αριστοτέλης προκειμένου να γίνει απόλυτα σαφής: «Μάλιστα υποστηρίζεται ότι, όπως δύο είναι οι άνεμοι, οι βόρειοι και οι νότιοι, ενώ οι άλλοι παρεκβάσεις τους, κατά τον ίδιο τρόπο δύο είναι και τα πολιτεύματα, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Η αριστοκρατία θεωρείται είδος της ολιγαρχίας, με τη λογική ότι είναι κάποια ολιγαρχία, και το πολίτευμα με το όνομα πολιτεία θεωρείται είδος της δημοκρατίας, όπως ακριβώς στους ανέμους ο ζέφυρος (δυτικός άνεμος) εκλαμβάνεται ως είδος του βοριά, ενώ ο νοτιοανατολικός άνεμος ως είδος του νοτιά. Αυτές είναι οι συνήθεις απόψεις για τα πολιτεύματα».
Η αναγνώριση της αναγκαιότητας της εξέλιξης των πολιτευμάτων είναι η συνείδηση της μεταβλητότητας των κοινωνικών δομών, που διαρκώς προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα.
Κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πολιτικού επιστήμονα. Να μελετήσει τα πολιτεύματα και να διαχωρίσει με σαφήνεια τις λεπτές τους αποχρώσεις. Να καθορίσει τις υγιείς πολιτειακές εκδοχές από τις στρεβλώσεις. Να καταδείξει την ανεπάρκεια που μπορεί να έχουν οι γενικές ταμπέλες των πολιτευμάτων διαφωτίζοντας τις προσμίξεις που γίνονται σ’ αυτά και που διαμορφώνουν τα διάφορα είδη τους. Με άλλα λόγια να εντοπίσει τα στοιχεία της ολιγαρχίας που μπορεί να υπάρχουν μέσα στα δημοκρατικά πολιτεύματα και το αντίστροφο. Γιατί δε φτάνει να λέμε ότι στη Σπάρτη υπήρχε ολιγαρχικό πολίτευμα, αφού ο θεσμός των εφόρων ήταν στοιχείο δημοκρατίας. Κι ούτε μπορούμε να λέμε ότι το πολίτευμα της Σπάρτης ήταν το ίδιο με κείνο της Καρχηδόνας. Το απόλυτο ξεκαθάρισμα των στοιχείων αυτών είναι η μοναδική εγγύηση για την ορθή κρίση των πολιτευμάτων. Δε φτάνει να λέμε ότι έχουμε δημοκρατία, αλλά και τι λογής δημοκρατία έχουμε, αφού διαρκώς πρέπει να παρακολουθούμε μην τυχόν παρεισφρέουν στοιχεία ολιγαρχικά και τη στρεβλώνουν. Το ξεκαθάρισμα των εννοιών είναι το ξεκαθάρισμα της πολιτικής σκέψης και η σύγχυση των εννοιών είναι η σύγχυση της πολιτικής σκέψης. Μόνο έτσι μπορούμε να κρίνουμε ορθά και το πολιτικό έργο των ανθρώπων που ασκούν την εξουσία, αφού μόνο έτσι μπορούμε να κρίνουμε ποιος υπηρετεί τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και ποιος της δημοκρατίας, άσχετα με τη γενική ταμπέλα του υπάρχοντος πολιτεύματος: «Όμως εμείς εγκυρότερα και καλύτερα διακρίναμε τα πολιτεύματα, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν δύο ή μόνο ένα σωστά συντεταγμένο πολίτευμα και τα υπόλοιπα πολιτεύματα είναι παρεκβάσεις τους, άλλα παρεκβάσεις του σωστά συνδυασμένου πολιτεύματος και άλλα παρεκβάσεις του άριστου πολιτεύματος. Παρεκβάσεις ολιγαρχικές από τη μια, περισσότερο πιεστικές και δεσποτικές, δημοκρατικές από την άλλη, ήπιες και μετριοπαθείς».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πολιτικού επιστήμονα. Να μελετήσει τα πολιτεύματα και να διαχωρίσει με σαφήνεια τις λεπτές τους αποχρώσεις. Να καθορίσει τις υγιείς πολιτειακές εκδοχές από τις στρεβλώσεις. Να καταδείξει την ανεπάρκεια που μπορεί να έχουν οι γενικές ταμπέλες των πολιτευμάτων διαφωτίζοντας τις προσμίξεις που γίνονται σ’ αυτά και που διαμορφώνουν τα διάφορα είδη τους. Με άλλα λόγια να εντοπίσει τα στοιχεία της ολιγαρχίας που μπορεί να υπάρχουν μέσα στα δημοκρατικά πολιτεύματα και το αντίστροφο. Γιατί δε φτάνει να λέμε ότι στη Σπάρτη υπήρχε ολιγαρχικό πολίτευμα, αφού ο θεσμός των εφόρων ήταν στοιχείο δημοκρατίας. Κι ούτε μπορούμε να λέμε ότι το πολίτευμα της Σπάρτης ήταν το ίδιο με κείνο της Καρχηδόνας. Το απόλυτο ξεκαθάρισμα των στοιχείων αυτών είναι η μοναδική εγγύηση για την ορθή κρίση των πολιτευμάτων. Δε φτάνει να λέμε ότι έχουμε δημοκρατία, αλλά και τι λογής δημοκρατία έχουμε, αφού διαρκώς πρέπει να παρακολουθούμε μην τυχόν παρεισφρέουν στοιχεία ολιγαρχικά και τη στρεβλώνουν. Το ξεκαθάρισμα των εννοιών είναι το ξεκαθάρισμα της πολιτικής σκέψης και η σύγχυση των εννοιών είναι η σύγχυση της πολιτικής σκέψης. Μόνο έτσι μπορούμε να κρίνουμε ορθά και το πολιτικό έργο των ανθρώπων που ασκούν την εξουσία, αφού μόνο έτσι μπορούμε να κρίνουμε ποιος υπηρετεί τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και ποιος της δημοκρατίας, άσχετα με τη γενική ταμπέλα του υπάρχοντος πολιτεύματος: «Όμως εμείς εγκυρότερα και καλύτερα διακρίναμε τα πολιτεύματα, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν δύο ή μόνο ένα σωστά συντεταγμένο πολίτευμα και τα υπόλοιπα πολιτεύματα είναι παρεκβάσεις τους, άλλα παρεκβάσεις του σωστά συνδυασμένου πολιτεύματος και άλλα παρεκβάσεις του άριστου πολιτεύματος. Παρεκβάσεις ολιγαρχικές από τη μια, περισσότερο πιεστικές και δεσποτικές, δημοκρατικές από την άλλη, ήπιες και μετριοπαθείς».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου