- Πες μου, ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις σε ζωή μετά θάνατο;
Αν σου αποκριθεί «Ναι, πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο, να του ειπείς «Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο τον δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.
Γιατί η απάντηση που σού ‘δωκε δηλώνει ότι αναζητούσες άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο. Ταμαρίνο και μουρίκο, και μυκητή και μπαμπουΐνο. Μετρώ σύμφωνα με την κλίμακα της απόστασης των ποιοτήτων του μέσου αναλογικού[i], όπως μας την έδωκε ο Ηράκλειτος: άχυρο χρυσός αξία, δούλος κύριος βασιλιάς, πίθηκος άνθρωπος-θεός, 1, 10, 100.
Όταν ο Σωκράτης αποχαιρέτησε στη δίκη τους δικαστές με το γνωστό εκείνο «Και τώρα ώρα να πηγαίνουμε· σεις για να ζήσετε, εγώ να πεθάνω· όμως ποιος πάει στο καλύτερο ο θεός μόνο το ξέρει», είχε στο μυαλό του ότι πεθαίνοντας άφηνε πίσω του την εικόνα του δίκαιου ανθρώπου όχι σε πιθήκους αλλά σε ανθρώπους. Την εικόνα του δίκαιου, που σε όλη τη ζωή του τον φώτιζε ο μαύρος ήλιος της μελαγχολίας. Ο ήλιος της γνώσης ότι ζούσε ζωντανός τον θάνατό του.
Το πρόβλημα της πίστης στη ζωή μετά θάνατο στην πιο οξεία μορφή του φανερώνεται στον Νεύτωνα, που ήταν ως το τέλος βαθύς και πιστός χριστιανός. Τον Νεύτωνα, ένα από τα καλύτερα μυαλά που γέννησε το ανθρώπινο γένος.
Η μόνη εξήγηση που χωρεί σε τούτη την αποστομωτική απορία είναι να αναγνωρίσει κανείς τη συντριπτική δύναμη της παράδοσης. Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της ουσίας σου. Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στον χαρακτήρα, στην κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας. Δεν ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις το ίδιο το μυαλό σου. Όπως ο εκδορέας γδέρνει το δέρμα του ζώου. Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία και τον πολιτισμό.
Και αυτό δεν το μπόρεσε ο Νεύτων, ή ο Πασκάλ. Και τόσα άλλα σεβαστά ονόματα που έμειναν ως το τέλος χριστιανοί.
Και ακόμη, ειδική επίδοση σε ένα δε σημαίνει γενική επίδοση σε όλα.
Η καθημερινή πρακτική, η πείρα του ανθρώπου μέσα στους αιώνες και η σύνεσή του, σχετικά με τον άλλο κόσμο μας προάγουν σε μια απόκριση που είναι απλή και στέρεη. Δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος. Κανείς δεν εκατέβηκε κείθε κάτου. Κανείς δεν ξανανέβηκε από κείθε κάτου.
Όλη η φάμπουλα της νέκυιας, η φήμη δηλαδή, η ιστορία, ο μύθος, η κωμωδία, η τραγωδία, είναι μια ποιητική κατασκευή, που πήγασε από την ανάγκη μας να δώσουμε μια αισθητική διέξοδο στον πόνο που νιώθουμε μπροστά στο αδυσώπητο φαινόμενο του θανάτου.
Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στον θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από τον φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία. Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το στίγμα και το χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς και στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Όμως το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμός μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.
Το επιτύμβιο επίγραμμα του Σαρδανάπαλου έμεινε σαν η μουσική αντίστιξη της περηφάνειας και του θρήνου:
Έχτισα την Ταρσό και την Αγχίαλο
σε μια μέρα. Τώρα δε ζω πιά.
Με πρόσχημα τα καλά έργα οικτίρεις και χλευάζεις το σχήμα του τραγικού και του μάταιου, που σ’ έχει χρηστηριάσει. Εγώ το χαράζω έτσι:
Έγραψα τα Ελληνικά και τη Γκέμμα σε εφτά χρόνους.
Από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχω.
--------------
[i]Mittlere Proportionale. a:b = b:c
Δημήτρης Λιαντίνης: Νέκυια, Γκέμμα
Αν σου αποκριθεί «Ναι, πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο, να του ειπείς «Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο τον δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.
Γιατί η απάντηση που σού ‘δωκε δηλώνει ότι αναζητούσες άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο. Ταμαρίνο και μουρίκο, και μυκητή και μπαμπουΐνο. Μετρώ σύμφωνα με την κλίμακα της απόστασης των ποιοτήτων του μέσου αναλογικού[i], όπως μας την έδωκε ο Ηράκλειτος: άχυρο χρυσός αξία, δούλος κύριος βασιλιάς, πίθηκος άνθρωπος-θεός, 1, 10, 100.
Όταν ο Σωκράτης αποχαιρέτησε στη δίκη τους δικαστές με το γνωστό εκείνο «Και τώρα ώρα να πηγαίνουμε· σεις για να ζήσετε, εγώ να πεθάνω· όμως ποιος πάει στο καλύτερο ο θεός μόνο το ξέρει», είχε στο μυαλό του ότι πεθαίνοντας άφηνε πίσω του την εικόνα του δίκαιου ανθρώπου όχι σε πιθήκους αλλά σε ανθρώπους. Την εικόνα του δίκαιου, που σε όλη τη ζωή του τον φώτιζε ο μαύρος ήλιος της μελαγχολίας. Ο ήλιος της γνώσης ότι ζούσε ζωντανός τον θάνατό του.
Το πρόβλημα της πίστης στη ζωή μετά θάνατο στην πιο οξεία μορφή του φανερώνεται στον Νεύτωνα, που ήταν ως το τέλος βαθύς και πιστός χριστιανός. Τον Νεύτωνα, ένα από τα καλύτερα μυαλά που γέννησε το ανθρώπινο γένος.
Η μόνη εξήγηση που χωρεί σε τούτη την αποστομωτική απορία είναι να αναγνωρίσει κανείς τη συντριπτική δύναμη της παράδοσης. Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της ουσίας σου. Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στον χαρακτήρα, στην κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας. Δεν ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις το ίδιο το μυαλό σου. Όπως ο εκδορέας γδέρνει το δέρμα του ζώου. Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία και τον πολιτισμό.
Και αυτό δεν το μπόρεσε ο Νεύτων, ή ο Πασκάλ. Και τόσα άλλα σεβαστά ονόματα που έμειναν ως το τέλος χριστιανοί.
Και ακόμη, ειδική επίδοση σε ένα δε σημαίνει γενική επίδοση σε όλα.
Η καθημερινή πρακτική, η πείρα του ανθρώπου μέσα στους αιώνες και η σύνεσή του, σχετικά με τον άλλο κόσμο μας προάγουν σε μια απόκριση που είναι απλή και στέρεη. Δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος. Κανείς δεν εκατέβηκε κείθε κάτου. Κανείς δεν ξανανέβηκε από κείθε κάτου.
Όλη η φάμπουλα της νέκυιας, η φήμη δηλαδή, η ιστορία, ο μύθος, η κωμωδία, η τραγωδία, είναι μια ποιητική κατασκευή, που πήγασε από την ανάγκη μας να δώσουμε μια αισθητική διέξοδο στον πόνο που νιώθουμε μπροστά στο αδυσώπητο φαινόμενο του θανάτου.
Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στον θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από τον φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία. Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το στίγμα και το χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς και στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Όμως το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμός μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.
Το επιτύμβιο επίγραμμα του Σαρδανάπαλου έμεινε σαν η μουσική αντίστιξη της περηφάνειας και του θρήνου:
Έχτισα την Ταρσό και την Αγχίαλο
σε μια μέρα. Τώρα δε ζω πιά.
Με πρόσχημα τα καλά έργα οικτίρεις και χλευάζεις το σχήμα του τραγικού και του μάταιου, που σ’ έχει χρηστηριάσει. Εγώ το χαράζω έτσι:
Έγραψα τα Ελληνικά και τη Γκέμμα σε εφτά χρόνους.
Από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχω.
--------------
[i]Mittlere Proportionale. a:b = b:c
Δημήτρης Λιαντίνης: Νέκυια, Γκέμμα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου