Μετά το ξεκαθάρισμα ότι η δικαιοσύνη της ολικής αρετής αφορά το σύνολο της δίκαιης συμπεριφοράς (όπως υποδεικνύεται από το ευρύτερο πλαίσιο αξιών της κοινωνίας με την τρέχουσα αντίληψη της ηθικής και τους άγραφους νόμους), ενώ της μερικής αναφέρεται αυστηρά στις υποδείξεις του νόμου (που ενδέχεται να μην προβλέπει ποινές για πράξεις που από τους άγραφους νόμους είναι κατακριτέες), ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι σ’ αυτό το σημείο της έρευνάς του θα ασχοληθεί με τη μερική δικαιοσύνη εστιάζοντας στον τρόπο που οι νομοθετικές ρυθμίσεις αποσκοπούν στη μεσότητα: «Ας αφήσουμε λοιπόν καταμέρος τη δικαιοσύνη που αντιστοιχεί στην ολική αρετή· ας αφήσουμε επίσης καταμέρος και την αντίστοιχη αδικία (η πρώτη αποτελεί πραγμάτωση της ολικής αρετής, η δεύτερη της κακίας, ενσχέσει με τον άλλον)» (1130b 2, 21-24).
Η διευκρίνιση ότι η ολική αρετή και η ολική αδικία είναι «ενσχέσει με τον άλλον» δεν υπονοεί ότι η μερική δικαιοσύνη των νομοθετικών αρχών είναι άσχετη με τους άλλους. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, αφού οι νόμοι δεν είναι παρά οι κανόνες της συνύπαρξης, δηλαδή το πλαίσιο που ορίζει το επιτρεπτό ή μη επιτρεπτό μιας πράξης σε σχέση με τις ελευθερίες του άλλου. Γι’ αυτό και οι νόμοι αφορούν τις οργανωμένες κοινωνίες. Κι αυτός είναι ο λόγος που η δικαιοσύνη των νόμων (μερική αρετή) δεν μπορεί να τεθεί με τρόπο αναπόσπαστο από τη δικαιοσύνη της άγραφης ηθικής (ολική αρετή), που υιοθετείται στην καθημερινότητα των σχέσεων.
Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει αμέσως: «… στην πραγματικότητα οι πιο πολλές από τις σύμφωνες με τους νόμους πράξεις συμπίπτουν με αυτά που προστάζει η ολική αρετή· πραγματικά, ο νόμος μάς προστάζει να ζούμε σύμφωνα με την κάθε επιμέρους αρετή και μας κρατάει μακριά από την κάθε επιμέρους κακία. Αλλά και οι πράξεις που πραγματώνουν την ολική αρετή συμπίπτουν με όσα προνοούν οι νόμοι που έχουν νομοθετηθεί για την παιδεία που μας προετοιμάζει για τη ζωή και την κοινωνία» (1130b 2, 25-30).
Κι εδώ ξεκαθαρίζεται το πρώτο είδος της μερικής δικαιοσύνης, το διανεμητικό, που έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο που θα μοιραστούν τα κάθε λογής αγαθά: «Της μερικής δικαιοσύνης και του αντίστοιχου σ’ αυτήν μερικού δικαίου ένα είδος είναι αυτό που έχει σχέση με τις διανομές τιμητικών διακρίσεων, χρημάτων ή γενικά αγαθών που μοιράζονται σε όσους ζουν σε ένα συγκεκριμένο πολιτειακό καθεστώς – από όλα αυτά μπορεί, πράγματι, κανείς να λάβει άνισο ή ίσο μερτικό ενσχέσει προς το μερτικό κάποιου άλλου» (1139b 2, 34-38 και 1131a 2, 1).
Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει τη διανεμητική δικαιοσύνη, με γνώμονα την ισότητα σε πολιτειακό επίπεδο. Είτε σε διενέξεις που μπορεί να έχει κάποιος με το κράτος είτε σε περιπτώσεις που αδικείται από άλλους (σε επίπεδο επαίνου ή και χρηματικά) θα πρέπει να μπορεί να διεκδικεί το δίκιο του –και να αποζημιώνεται– ανεξάρτητα από τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Από αυτή την άποψη, είναι φανερό ότι ο νόμος ενδιαφέρεται να έχουν όλοι το ίσο (από οτιδήποτε διανέμεται) σε καθεστώς ισοπολιτείας ή, αν πρέπει να ειπωθεί αλλιώς, να παρέχει ίσες ευκαιρίες σε όλους, χωρίς να αποκλείει ή να υπονομεύει μερικούς ευνοώντας άλλους.
Αυτού του είδους οι αποκλεισμοί από αξιώματα ή επαίνους συνιστούν ανισότητα, που δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί την αδικία: «Με δεδομένο α) ότι ο άδικος άνθρωπος δεν τηρεί την ισότητα και β) ότι “άδικη πράξη” θα πει ανισότητα, γίνεται φανερό ότι υπάρχει επίσης ένα μέσον ανάμεσα στα δύο άκρα της ανισότητας. Αυτό είναι το ίσον. Γιατί σε κάθε πράξη όπου υπάρχει το περισσότερο και το λιγότερο, υπάρχει και το ίσον. Αν λοιπόν το άδικο είναι το άνισο, τότε το δίκαιο είναι το ίσον – κάτι που γίνεται δεκτό από όλους τους ανθρώπους, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται γι’ αυτό καμιά αποδεικτική διαδικασία. Από τη στιγμή όμως που το ίσον είναι μέσον, το δίκαιο δεν μπορεί, λέω, παρά να είναι κάποιο μέσον» (1131a 3, 12-17).
Όμως, η ισότητα που διεκδικείται στο μοίρασμα ενός αγαθού (οποιασδήποτε φύσης) δεν περιλαμβάνει μόνο τα δύο άτομα που αντιδικούν, αλλά και τις αξιώσεις τους. Περιλαμβάνει δηλαδή τέσσερις όρους, καθώς πέρα από τα δύο άτομα έχουμε άλλους δύο όρους, τις απαιτήσεις τους, οι οποίες δεν εκφράζουν μόνο την υποκειμενικότητα σχετικά με τη διανομή, αλλά τις αντιμαχόμενες οπτικές πάνω στο θέμα της δικαιοσύνης, που πρέπει να αποδώσει ακριβώς το ίσο σε οτιδήποτε μοιράζεται: «Άρα το δίκαιο προϋποθέτει αναγκαστικά τέσσερις τουλάχιστον όρους, αφού τα πρόσωπα για τα οποία είναι δίκαιο είναι δύο και αυτά στα οποία το δίκαιο εκδηλώνεται και συγκεκριμενοποιείται (τα διανεμόμενα δηλαδή πράγματα) είναι δύο» (1131a 3, 21-24).
Κι αυτό ακριβώς είναι το καθήκον της ισονομίας και της ισοπολιτείας, που οφείλει να αποδώσει σε όλους αυτά που πράγματι αξίζουν. Ο νόμος πρέπει να λειτουργήσει εξισορροπητικά και για τους τέσσερις όρους (τα δύο αντιμαχόμενα πρόσωπα και τις διεκδικήσεις τους – που βέβαια είναι επίσης δύο), που παρουσιάζουν το δικό τους υποκειμενικό δίκιο.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι και μια βασική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το πρώτο είδος του μερικού δίκαιου (το διανεμητικό) και το ολικό δίκαιο των ευρύτερων ηθικών αρχών, καθώς η ολική δικαιοσύνη, που σχετίζεται με καθολικές κι όχι διεκδικούμενες αξίες, στην ουσία έχει να κάνει μόνο με δύο όρους: τον άνθρωπο και το ηθικό του παράπτωμα. Καμία αξία και κανένα κύρος δεν μπορούν να συνυπολογιστούν προς όφελος αυτού που παραβαίνει τις αρχές της ολικής δικαιοσύνης.
Κι αυτό γιατί η καθολικότητα κάνει το ολικό δίκαιο να λειτουργεί κάθετα. Είναι καθολικά κατακριτέο να φέρεται κανείς αλαζονικά, όπως και το να δείχνει αχαριστία σ’ αυτούς που τον ευεργέτησαν. Ακόμη κι ο πιο επιφανής, αν προβεί σε τέτοιες συμπεριφορές, θα δεχτεί επικριτικά σχόλια. Το ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις στην αλαζονεία ή την αχαριστία δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων. Απλώς μπορεί να αμβλύνει ή να οξύνει τη δριμύτητα των χαρακτηρισμών.
Στη διανεμητική μερική δικαιοσύνη όμως, επειδή ακριβώς πρέπει να ληφθούν υπόψη τέσσερεις παράγοντες, η απονομή του ίσου δεν αφορά απλώς την απόλυτη ισότητα των μεριδίων αυτού που μοιράζεται (κάτι τέτοιο θα ήταν απλώς μια αριθμητική πράξη), αλλά το συνυπολογισμό της αξίας των διεκδικητών. Με άλλα λόγια, για να είναι τα μερίδια απόλυτα ίσα πρέπει και οι άνθρωποι που τα διεκδικούν να είναι απόλυτα ίσοι, δηλαδή να έχουν προσφέρει το ίδιο για τη δημιουργία του διεκδικούμενου αγαθού.
Αν κάποιος έχει προσφέρει πολλά περισσότερα, τότε το δίκιο υπαγορεύει να πάρει και πολλά περισσότερα. Κι αυτή είναι η αριστοτελική εκδοχή της ισότητας που προϋποθέτει την αξία του καθενός: «Και θα πρέπει να υπάρχει η ίδια ισότητα ανάμεσα στα πρόσωπα και ανάμεσα στα πράγματα· η σχέση δηλαδή που υπάρχει ανάμεσα στα μεν, πρέπει να υπάρχει και ανάμεσα στα δε» (1131a 3, 24-25).
Για τον Αριστοτέλη η ισότητα νοηματοδοτείται μόνο σε σχέση με την αξία. Το να θεωρούνται ίσοι ο άξιος με τον ανάξιο δεν είναι ισότητα αλλά ισοπέδωση, δηλαδή αδικία σε βάρος του άξιου. Και φυσικά δεν υπάρχει άνθρωπος που να εκφράζει την απόλυτη αξία σε όλα τα θέματα. Άλλος είναι άξιος σε κάτι κι άλλος σε κάτι άλλο. Το ζήτημα του νόμου είναι να αποδοθεί επακριβώς η ισότητα σε σχέση με την αξία των αντιδίκων πάνω στο απολύτως συγκεκριμένο ζήτημα που γίνεται ο δικαστικός αγώνας: «Αυτό θα πει ότι, αν τα πρόσωπα δεν είναι ίσα μεταξύ τους, δε θα λάβουν ίσα μερτικά – από εδώ, ίσα ίσα, ξεκινούν όλες οι διαμάχες και όλα τα παράπονα: όταν τα άτομα που είναι ίσα μεταξύ τους δε λαμβάνουν και δεν έχουν ίσα μερτικά, ή άτομα που δεν είναι ίσα μεταξύ τους λαμβάνουν και έχουν ίσα μερτικά» (1131a 3, 26-28).
Τον παράγοντα της αξίας που τελικά θα κρίνει την ισότητα των διεκδικητών ο Αριστοτέλης θα τον θέσει ευθέως: «Το πράγμα γίνεται φανερό και από την αρχή της διανομής σύμφωνα με την αξία. Όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι συμφωνούν ότι στις διανομές το δίκαιο πρέπει να προσδιορίζεται από κάποια αξία, μόνο που όλοι οι άνθρωποι, λέγοντας “αξία”, δεν εννοούν το ίδιο πράγμα: για τους δημοκρατικούς “αξία” είναι η ελευθερία, για τους ολιγαρχικούς ο πλούτος (για μερικούς από αυτούς η ευγενική καταγωγή), ενώ για τους αριστοκρατικούς η αρετή» (1131a 3, 28-33).
Η πολιτική διάσταση που δίνεται στην έννοια της αξίας όχι μόνο καταδεικνύει ότι το δίκαιο –ως απονομή αξίας– έχει και ξεκάθαρες πολιτικές διαστάσεις προϋποθέτοντας ισονομία και ισοπολιτεία, αλλά κι ότι τα κριτήρια καθορισμού της αξίας είναι πολλές φορές τόσο υποκειμενικά και δυσδιάκριτα, ώστε να μην μπορούν να αποδοθούν από τους πολίτες στις μεταξύ τους καθημερινές συναλλαγές. Κι αυτός είναι ο ρόλος της διανεμητικής δικαιοσύνης (με την έννοια της μερικής αρετής) που καλείται να διευθετήσει όλες τις υποθέσεις που οι πολίτες αδυνατούν να επιλύσουν μόνοι τους. Με άλλα λόγια, ο νόμος και ο δικαστής είναι οι θεσμοί που θα αποτιμήσουν με ακρίβεια την αξία του καθενός σε οτιδήποτε διεκδικεί και κατ’ επέκταση θα του απονείμουν το ανάλογο μερίδιο.
Το τελικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη είναι απολύτως ξεκάθαρο: «Το δίκαιο είναι ένα είδος αναλογίας (η αναλογία δεν είναι, βέβαια, χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο του αριθμού που αποτελείται από αφηρημένες μονάδες, αλλά γενικά του αριθμού). Γιατί η αναλογία είναι ισότητα λόγων, και χρειάζονται τέσσερις τουλάχιστον όροι» (1131a 3, 34-37).
Κι αν πρέπει να διατυπωθεί κι αλλιώς, ο Αριστοτέλης θα το επαναδιατυπώσει: «Η σύζευξη του όρου α με τον όρο γ» (δηλαδή του πρώτου προσώπου με το μερίδιο που διεκδικεί) «και του όρου β με τον όρο δ» (δηλαδή του δεύτερου προσώπου και του αντίστοιχου μεριδίου) «είναι το δίκαιο στη διανομή, και αυτό το δίκαιο είναι μέσον, οπότε το άδικο δεν είναι παρά αυτό που βιάζει την αναλογία· γιατί η αναλογία είναι μέσον, και το δίκαιο είναι αναλογία» (1131b 3, 12-15). Και το κριτήριο που καθορίζει την ορθότητα της αναλογίας είναι η αξία των προσώπων που διεκδικούν.
Και αυτή την άποψη θα την επαναλάβει: «Αυτό είναι λοιπόν το δίκαιο: αυτό που τηρεί την αναλογία. Το άδικο, πάλι, είναι αυτό που βιάζει την αναλογία. Ο ένας, επομένως, όρος της αναλογίας γίνεται μεγαλύτερος, ο άλλος μικρότερος – όπως συμβαίνει και στην πράξη: ο άνθρωπος που διαπράττει αδικία έχει μεγαλύτερο μέρος του αγαθού» (εννοείται από αυτό που αξίζει), «ενώ αυτός που αδικείται έχει μικρότερο μέρος» (1131b 3, 20-24).
Και ισχύει ακριβώς το ίδιο, αν η κατάσταση παρουσιάζεται αντιστρόφως, όπου το διεκδικούμενο δεν είναι μερίδιο σε όφελος, αλλά αποφυγή βάρους σε περίπτωση ζημιάς: «Στην περίπτωση, πάλι, του κακού συμβαίνει το αντίθετο· γιατί το λιγότερο κακό καταντάει να λογαριάζεται αγαθό σε σύγκριση με το περισσότερο κακό, αφού το λιγότερο κακό προτιμάται κι επιλέγεται πιο πολύ από το περισσότερο κακό, και αυτό που προτιμάται και επιλέγεται είναι αγαθό – και, φυσικά, καθετί που προτιμάται και επιλέγεται περισσότερο είναι μεγαλύτερο αγαθό» (1131b 3, 24-28).
Κι αν κάποιος αναρωτιέται πώς μπορεί να απονεμηθεί το αναλογικό δίκαιο σε περίπτωση δολοφονίας ή κακοποίησης ή εξύβρισης ή σε οποιαδήποτε δικαστική υπόθεση όπου δεν υπάρχει μερίδιο που πρέπει να μοιραστεί, ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί στο δεύτερο είδος της μερικής δικαιοσύνης που αφορά κυρίως τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και που το ονομάζει διορθωτικό: «Ένα δεύτερο είδος είναι αυτό που παίζει έναν διορθωτικό ρόλο στις μεταξύ των ατόμων σχέσεις. Το δεύτερο αυτό είδος περιλαμβάνει δύο μέρη, δεδομένου ότι άλλες από τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις αναπτύσσονται με τη θέληση των ανθρώπων και άλλες χωρίς τη θέλησή τους» (1131a 2, 1-3).
Και για να γίνει απολύτως σαφής, ο Αριστοτέλης θα αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα για το τι εννοεί σχέσεις «με τη θέληση των ανθρώπων» και «άλλες χωρίς τη θέλησή τους»: «Σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων με τη θέλησή τους είναι π.χ. η πώληση, η αγορά, ο δανεισμός, η εγγύηση, η παραχώρηση για χρήση, η παρακαταθήκη, η μίσθωση (μιλούμε στην περίπτωση αυτή για “εκούσιες σχέσεις”, επειδή όλες τους έχουν την αρχή τους στη θέληση των ανθρώπων). Από τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων χωρίς τη θέλησή τους άλλες ενεργούνται κρυφά (π.χ. η κλοπή, η μοιχεία, η δηλητηρίαση, η μαστροπεία, η εξαπάτηση και παραπλάνηση δούλων, η δολοφονία, η ψευδομαρτυρία) και άλλες με τη χρήση βίας (π.χ. οι επιθέσεις και τα χτυπήματα, η φυλάκιση, η θανάτωση, η ληστεία, η πρόκληση αναπηρίας, η δυσφήμιση, ο προπηλακισμός)» (1131a 2, 4-11).
Αυτό το δεύτερο είδος μερικής δικαιοσύνης, το διορθωτικό δίκαιο, έχει βέβαια τις ίδιες αρχές με το διανεμητικό (που αφορούσε τη διανομή οποιουδήποτε πράγματος σύμφωνα με την αξία των διεκδικητών κατοχυρώνοντας ισοπολιτεία και ισονομία σε όλους τους πολίτες), αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο: «Αυτό το δίκαιο έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο. Γιατί το δίκαιο που διανέμει κοινά αγαθά είναι πάντοτε σύμφωνο με την αναλογία για την οποία μιλήσαμε» (1131b 4, 32-34).
Και προσθέτει: «Το δίκαιο όμως που σχετίζεται με τις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι, βέβαια, ένα είδος ισότητας –και το αντίστοιχο άδικο ένα είδος ανισότητας–, όμως δεν ορίζεται σύμφωνα με εκείνο το είδος αναλογίας, αλλά σύμφωνα με την αριθμητική αναλογία» (1131b 4, 38-39 και 1132a 4, 1-2).
Με άλλα λόγια, αυτή η δικαιοσύνη δεν έχει να κάνει ούτε με την αξία ούτε με κανένα χαρακτηριστικό των ανθρώπων παρά μόνο με τη διερεύνηση του αδικήματος, αν πράγματι έχει γίνει ή όχι. Φυσικά, η ποιότητα του ανθρώπου που δικάζεται (πρότερος έντιμος βίος, προσφορά στην πόλη ή αντίθετα βεβαρημένο παρελθόν, παλιές καταδίκες κλπ) θα παίξει ρόλο στο μέγεθος της ποινής, αν κριθεί ένοχος. Αλλά το δίκαιο εδώ δεν κινείται με τον ίδιο αναλογικό τρόπο όπως πριν: «Πραγματικά, δεν υπάρχει καμιά διαφορά αν ο καλός ξεγέλασε τον κακό ή ο κακός τον καλό, ούτε αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος αυτός που διέπραξε μοιχεία· ο νόμος κοιτάζει μόνο τον ακριβή χαρακτήρα της βλάβης, και αντιμετωπίζει τα δύο μέρη ως ίσα· το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι αν ο ένας έχει διαπράξει αδικία και ο άλλος έχει υποστεί αδικία, αν ο ένας έβλαψε και ο άλλος υπέστη βλάβη» (1132a 4, 2-7).
Η ισότητα εδώ ορίζεται με τρόπο απόλυτο. Αυτό που μένει είναι η αποκατάσταση της ισότητας, δηλαδή η αποτίμηση της βλάβης που πρέπει να ξεπληρωθεί: «Καθώς, επομένως, αυτή η μορφή της αδικίας είναι μια καταστρατήγηση της ισότητας, ο δικαστής προσπαθεί να αποκαταστήσει την ισότητα. Στην περίπτωση, πράγματι, που ένας δέχτηκε ένα χτύπημα από κάποιον που τον χτύπησε, ή ένας σκοτώθηκε από κάποιον που τον σκότωσε, το πάθημα και η πράξη έχουν “μοιρασθεί” άνισα· ο δικαστής λοιπόν προσπαθεί να εξισώσει την κερδισμένη πλευρά με τη χαμένη πλευρά, αφαιρώντας κάτι από το κέρδος αυτού που έκανε την άδικη πράξη» (1131a 4, 7-11).
Κι αυτός είναι ο ρόλος του δικαστή: «“πηγαίνω στο δικαστή” θα πει “πηγαίνω στο δίκαιο”· γιατί ο δικαστής είναι, στο τέλος τέλος, κάτι σαν το δίκαιο προσωποποιημένο· και ψάχνουν να βρουν το δικαστή σαν να ψάχνουν να βρουν τον άνθρωπο που βρίσκεται στο μέσον –κάποιοι τους λένε μεσιδίους–, πιστεύοντας πως, αν πετύχουν το μέσον, θα πετύχουν το δίκαιο. Είναι λοιπόν το δίκαιο, κατά κάποιον τρόπο, μέσον, αφού είναι μέσον και ο δικαστής. Ο δικαστής αποκαθιστά την ισότητα» (1131a 4, 23-28).
Από αυτή την άποψη, θα έλεγε κανείς ότι το δεύτερο είδος της μερικής δικαιοσύνης, το διορθωτικό δίκαιο, προσομοιάζει με την ολική δικαιοσύνη, χωρίς όμως να ταυτίζεται. Προσομοιάζει στον κάθετο τρόπο που εκδηλώνεται (ή έκλεψε ή δεν έκλεψε κανείς), όπως και στην ολική δικαιοσύνη που εξετάζεται αν κάποιος είναι ή δεν είναι αχάριστος. Όμως, εκείνος που παραβαίνει τον κώδικα των αξιών της ολικής δικαιοσύνης σχολιάζεται αναντίρρητα δυσμενώς, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της μερικής δικαιοσύνης, όπου ακόμη και ο αποδεδειγμένα κλέφτης μπορεί να βρει ανθρώπους να τον υποστηρίξουν. Κι εδώ φαίνεται μια μικρή διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στη μερική και την ολική δικαιοσύνη, η οποία μπορεί να τις φέρει ακόμη και σε αντιπαράθεση.
Αυτό που μένει είναι να ξεκαθαριστούν οι έννοιες του κέρδος και της ζημίας: «Χρησιμοποιούνται, πράγματι, γενικά στις περιπτώσεις αυτές α) η λέξη “κέρδος” –έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη αυτή δεν ταιριάζει, π.χ. γι’ αυτόν που έδωσε τα χτυπήματα, και β) η λέξη “ζημιά” γι’ αυτόν που δέχτηκε τα χτυπήματα· εν πάση περιπτώσει, όταν αποτιμηθεί αυτό που έπαθε το θύμα, στη μια περίπτωση ο λόγος είναι για “ζημιά” και στην άλλη για “κέρδος”» (1132a 4, 12-15).
Κατόπιν αυτού ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει στον ακριβή ορισμό των όρων που σχετίζονται, βέβαια, πρωτίστως με τις ανθρώπινες συναλλαγές: «Οι δύο αυτές λέξεις, “ζημιά” και “κέρδος”, έχουν την αρχή τους στις συναλλαγές των ανθρώπων που γίνονται με τη θέλησή τους: “κερδίζω” θα πει “έχω πιο πολλά από αυτά που είχα”, και “ζημιώνω” θα πει “έχω λιγότερα από αυτά που είχα αρχικά”. Έτσι π.χ. συμβαίνει στις αγορές και στις πωλήσεις, και γενικά σε όλες τις περιπτώσεις που ο νόμος δίνει στον κόσμο το ελεύθερο να κανονίζουν μόνοι τους όρους των συναλλαγών τους. Όταν όμως δεν έχουν ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα, αλλά αυτά ακριβώς που είχαν εξαρχής, τότε λένε ότι “έχουν τα δικά τους” και ότι ούτε ζημιώνουν ούτε κερδίζουν» (1132b 4, 13-21).
Κι αυτή ακριβώς η ισορροπία ανάμεσα στο κέρδος και τη ζημιά, όπως διαμορφώνεται μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις είναι το έργο της δικαιοσύνης. Γιατί το κέρδος όταν συμβαίνει σε βάρος του άλλου, κυρίως σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει συγκατάθεση, είναι η απαρχή της αδικίας: «Το δίκαιο, επομένως, είναι το μέσον ανάμεσα σ’ αυτά που μπορεί κανείς να ονομάσει “κέρδος” και “ζημία”, και μάλιστα στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων χωρίς τη θέλησή τους· που πάει να πει ότι αυτό που έχει κανείς μετά από τη σχέση/συναλλαγή είναι ίσο με αυτό που είχε πριν από αυτήν» (1132b 4, 21-23).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου