Μια ιστορία απόπειρας αυτοεξόντωσης με σχετικά καλό τέλος.
Αν και στον αντίποδα της φιλοσοφικής του σπουδαιότητας, η αφήγηση της σκακιστικής σταδιοδρομίας του Ρουσσώ αποτελεί παραδειγματική περίπτωση των παθιασμένων φιλοδοξιών και της απότομης συντριβής τους στην πραγματικότητα, μέχρι την επίτευξη μιας χρυσής τομής, που βιώνει κάθε τυπικός ερασιτέχνης σκακιστής.
Το ανέκδοτο είναι παλιό: Ένας Γάλλος των μέσων του 18ου αιώνα προσέρχεται στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς, διατρανώνοντας στον δρόμο ότι πηγαίνει για να δει τον Ρουσσώ και τον Βολταίρο να παίζουν σκάκι. «Μα είναι μαζέτες!», αναφωνεί ένας περαστικός. «Ναι, αλλά σήμερα θα παίξουν με τον Φιλιντόρ!», ανταπαντά ο ενθουσιώδης θεατής.
Το ανέκδοτο είναι ενδεικτικό της εποχής: σε μια περίοδο όπου η σταθερότητα του παλιού κόσμου αρχίζει να κλονίζεται και τα θεμέλια της ανόδου της Τρίτης Τάξης να δημιουργούνται, η μορφή του γνήσιου πλάνη τυχοδιώκτη -τόσο της ζωής όσο και της σκέψης– τον οδηγούν σε έναν νέο κοινωνικό τόπο: το καφέ, όπου η ανταλλαγή των επιχειρημάτων και των βωμολοχιών συναντά το νέο πνεύμα των καιρών.
Διόλου τυχαία το σκάκι εμφανίζεται εκεί ως κομβικό παιγνίδι: είναι μια μάχη όπου οι δύο αντίπαλοι με την σειρά εξασκούν την ικανότητά τους στην πειθώ. Αυτή η πειθώ είναι ταυτόχρονα και ρητορική και λογική: ο δειλός θα υποκύψει στην φενάκη μιας πυροτεχνηματικής κίνησης, ο γενναίος θα ακολουθήσει το πάθος της αλήθειας ως το τέλος.
Την ίδια στιγμή, το σκάκι ενσαρκώνει το όνειρο της κινητικότητας: μπορεί οι πεσσοί να αντιστοιχούν σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης του παρελθόντος, ωστόσο δεν είναι τυχαίο ότι ένα πιόνι που θα προχωρήσει ως το τέλος θα προαχθεί σε κάτι το ανώτερο – και το κυριότερο: στο τέλος κάθε παιχνιδιού ένας Βασιλιάς θα χάσει το κεφάλι του.
Η αναφορά στο όνομα του Φιλιντόρ δεν είναι τυχαία. Συγγραφέας της Σκακιστικής ανάλυσης (1749), αλλά και μουσικός, αποτελεί τον στυλοβάτη του μοντέρνου σκακιού. Πρώτος αυτός θα δώσει την πρέπουσα σημασία στα πιόνια (απηχώντας πιθανώς και το πνεύμα επαναθεμελίωσης των αξιών της εποχής). Το γεγονός ότι τα πιόνια δεν γυρίζουν πίσω καθιστά τις κινήσεις εξόχως σημαντικές, παρατηρεί ο Φιλιντόρ.
Οι δομές που δημιουργούν στην σκακιέρα καθορίζουν την εξέλιξη των αψιμαχιών, σε σημείο που θα φτάσει να διακηρύξει ότι «τα πιόνια είναι η ψυχή της παρτίδας». Ταυτόχρονα με το λογικά αναλυτικό του πνεύμα, ο Φιλιντόρ θα ενσαρκώσει και το τυπικά σκακιστικό πάθος που οδηγεί στην παραμέληση των υπόλοιπων δραστηριοτήτων. Ο Ντιντερό επί παραδείγματι δεν θα του συγχωρούσε ποτέ την ζημιά που άφησε να κάνει το σκάκι στην μουσική του εξέλιξη.
Ο ίδιος ωστόσο Ντιντερό θα δώσει μια χαρακτηριστική περιγραφή του κλίματος στο Καφέ ντε λα Ρεζανς στις πρώτες σελίδες του ανιψιού του Ραμό, έργου του οποίου η σύνθεση έχει πολλάκις υποστηριχθεί ότι οφείλει πολλά στο σκάκι:
“Αν κάνει πολύ κρύο ή βρέχει, βρίσκω καταφύγιο στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς· εκεί περνάω την ώρα μου παρακολουθώντας τους άλλους να παίζουν σκάκι. Το Παρίσι είναι το καλύτερο μέρος του κόσμου και το Καφέ ντε λα Ρεζάνς είναι το καλύτερο μέρος του Παρισιού για να απολαύσει κανείς αυτό το παιχνίδι. Έτσι στου Ρέι συναγωνίζονται ο βαθυστόχαστος Λεγκάλ, ο οξυδερκής Φιλιντόρ και ο σταθερός Μαγιό· εκεί βλέπεις τις πιο εκπληκτικές κινήσεις, αλλά ακούς και τις χειρότερες βωμολοχίες· γιατί μπορεί κανείς να είναι ιδιοφυής και μεγάλος παίκτης όπως ο Λεγκάλ, αλλά μπορεί να είναι μεγάλος παίκτης και ανόητος, όπως ο Φουμπέρ και ο Μαγιό”. Ντενί Ντιντερό, “Ο ανιψιός του Ραμό”.
Αρκεί, θαρρώ, αυτή η ελάχιστη περιγραφή για να ανασυσταθεί το κλίμα που έκτοτε συνοδεύει τις σκακιστικές συνάξεις ανά τον κόσμο, είτε το καφέ είναι το στιβαρό άντρο του επελαύνοντος Διαφωτισμού είτε ένα τυχαίο καφενείο στην άκρη μιας οποιασδήποτε μικρής πόλης: το σκακιστικό τάλαντο που είτε συνοδεύεται είτε όχι από μια ευγένεια ή γενική καλλιέργεια είναι μια σύζευξη που όπως και όλος ο Διαφωτισμός συνδυάζει το υψηλό με το χθαμαλό σε ένα οργιαστικό πάρτι δημιουργικότητας και σπατάλης φαιάς ουσίας. Φευ, όπως ο Διαφωτισμός απολιθώθηκε ως μια λατρεία της τυπικής λογικής, έτσι και η εικόνα του σκακιστή απομειώθηκε σ’ αυτήν του σεβάσμιου, αφαιγμαμένου παίκτη.
Ας επιστρέψουμε όμως στο ανέκδοτο. Ο σπινθήρας βασικά προκαλείται από την γειτνίαση των δύο ανόμοιων, από άποψη δημόσιας απήχησης, συνόλων προσώπων: οι Ρουσσώ και Βολταίρος είναι απείρως διασημότεροι από τον γνωστό μόνο σε σκακιστές και ξεσκολισμένους λάτρεις της μουσικής Φιλιντόρ. Το ότι κάποιος θεωρεί σημαντικό να δει τον Φιλιντόρ και όχι τους άλλους δύο σημαίνει, εξού και η έκπληξη, ότι υπάρχει κάποιος που αξιολογεί το σκάκι ανώτερα από την φιλοσοφία, που δεν τον ενδιαφέρουν οι επιδόσεις των φιλοσόφων παρά μόνο αν αυτές συνδέονται με το πραγματικό σκάκι.
Ο Φιλιντόρ είναι καλός σκακιστής και μόνο έτσι, διά της γειτνίασης μαζί του καθίστανται σημαντικοί οι Ρουσσώ και Βολταίρος. Για τους πιστούς της στήλης -αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν–- είναι εύκολη η ανάκληση της μνήμης των απόψεων του Ολλανδού γκραν μετρ και συγγραφέα Χεν Ντόνερ. Ο Ντόνερ εκνευριζόταν με τα αφιερώματα των εφημερίδων και των περιοδικών στο «σκάκι και…», όπου το και αφορούσε συνήθως κάποιο είδος τέχνης.
Για τον Ντόνερ σημασία έχει ο εκάστοτε καλλιτέχνης, στοχαστής και οτιδήποτε άλλο ως σκακιστής, εξού και παραδεχόταν μόνο τον Μαρσέλ Ντυσάν, η σκακιστική δεινότητα του οποίου θα μας απασχολήσει, ελπίζω, σε κάποιο μελλοντικό σημείωμα. Παραμένοντας στο πνεύμα του Ντόνερ, μπορούμε με αφορμή το ανέκδοτο της αρχής να εντοπίσουμε στις διαβόητες Εξομολογήσεις του Ρουσσώ εκείνα τα σημεία που αποκαλύπτουν όχι πλέον τον διάσημο φιλόσοφο, που το στίγμα του θα παραμείνει αναλλοίωτο στους αιώνες, αλλά τον σκακιστή.
Και μάλιστα όχι έναν σκακιστή επιπέδου, αλλά έναν σκακιστή κοινό, καθημερινό -ωσάν εμάς–- που παλεύει με το «τέρας» της σκακιστικής θεωρίας και τεχνικής για να καταλήξει ξέπνοος, πλην γεμάτος από το δημιουργικό πάθος του παιχνιδιού. Έτσι, πίσω από τον Ρουσσώ θα δούμε τον Ζαν Ζακ να περνάει από όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις ενός ανθρώπου που αγαπά το σκάκι και αφήνεται σ’ αυτό. Έναν φιλόσοφο που στην προσπάθειά του να πάει πέρα από τον αλλοτριωμένο βίο, δοκίμασε, ανάμεσα στα άλλα, και την καταβύθιση στη σκακιέρα.
Οι Εξομολογήσεις προσφέρουν σπαρταριστά επεισόδια σκακιστικής «τρέλας»
Νομίζω πως τρία είναι τα σημαντικά επεισόδια όπου ο μέσος σκακιστής θα αναγνωρίσει ξεκάθαρα τον εαυτό του. Το πρώτο ανευρίσκεται στο πέμπτο βιβλίο και μας δείχνει τη δυσκολία που έχει ο προσφάτως μυημένος και γοητευμένος από το σκάκι να σημειώσει μια ουσιαστική πρόοδο που να ανταποκρίνεται στην ανυπομονησία του:
“Υπήρχε κάποιος Γενευέζος ονόματι Μπαγκερέ που είχε υπηρετήσει στην αυλή του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας και ο οποίος ήταν από τους πιο απαίσιους και πιο ανισόρροπους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Ήξερε λίγο σκάκι και προσπάθησε να μου μάθει κι εμένα. Δοκίμασα, με το ζόρι σχεδόν, και αφού έμαθα περίπου τις κινήσεις, προχώρησα τόσο γρήγορα που κατάφερα, πριν τελειώσει το πρώτο μάθημα, να του χτυπήσω τον πύργο που μου είχε χτυπήσει αυτός ξεκινώντας. Δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο για να πέσω με τα μούτρα στο σκάκι.
Αγοράζω μια σκακιέρα, αγοράζω οδηγό για το σκάκι, κλείνομαι στην κάμαρά μου και περνάω ατέλειωτα μερόνυχτα προσπαθώντας να αποστηθίσω όλες τις παρτίδες, να τις βάλω θέλοντας και μη στο κεφάλι μου, παίζοντας μόνος μου χωρίς ανάπαυλα και χωρίς τελειωμό. Αφού πέρασα δύο με τρεις μήνες αφοσιωμένος στην εξαίρετη αυτή ενασχόληση, καταβάλλοντας ασύλληπτους κόπους, εμφανίζομαι στο καφενείο, αδύνατος, χλωμός και σχεδόν αποχαυνωμένος.
Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου με τον κύριο Μπαγκερέ. Με κερδίζει μια, με κερδίζει δυο, με κερδίζει είκοσι. Με τόσους άπειρους συνδυασμούς που είχα ανακατέψει στο κεφάλι μου, είχε πήξει εντελώς το μυαλό μου και το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν μια θολούρα. Όσες φορές προσπάθησα να εξασκηθώ, με το βιβλίο του Φιλιντόρ ή του Σταμμά, μου συνέβαινε ακριβώς πάντα το ίδιο πράγμα: αφού ξεθεωνόμουν στην κούραση, έπαιζα χειρότερα από πριν.
Με δυο λόγια, είτε παρατούσα το σκάκι, είτε έπαιζα συνέχεια για να προπονηθώ, δεν προχώρησα ποτέ μου ούτε ρούπι πέρα από το πρώτο εκείνο μάθημα, και κατέληγα πάντα στο ίδιο σημείο που είχα φθάσει τελειώνοντάς το. Ακόμα κι αν έπαιζα εκατομμύρια αιώνες, θα κατάφερνα απλώς να χτυπήσω τον πύργο του Μπαγκερέ και ουδέν πλέον. Ωραίος τρόπος για να χάνω τον καιρό μου, θα πείτε. Και δεν ήταν λίγος εκείνος που έχασα.
Δεν σταμάτησα αυτή την πρώτη προσπάθεια παρά μόνον όταν δεν είχα πια δυνάμεις να συνεχίσω. Όταν έβγαινα από το δωμάτιό μου, έμοιαζα με λείψανο, κι αν συνέχιζα αυτή τη ζωή δεν θα αργούσα να γίνω στ’ αλήθεια. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν μάλλον δύσκολο για τέτοιο κεφάλι, και μάλιστα πάνω στην άψη της νεότητας, ν’ αφήσει το σώμα του υγιές.” Ρουσσώ, “Οι εξομολογήσεις”.
Το απόσπασμα θα μπορούσε να αποτελεί την μεταφορά μιας ερωτικής σχέσης: η γοητεία που προκύπτει από κάποιον που στην αρχή μάς φαίνεται αντιπαθής και φαύλος· η εξέλιξη της γοητείας που γίνεται πάθος και ολοκληρωτική αφοσίωση· η συνειδητοποίηση ότι αυτή η αφοσίωση είναι εις μάτην, αφού δεν αλλάζει σε τίποτα την αρχική πρόοδο· η δυσκολία εντούτοις να εγκαταλείψεις το πάθος ει μη μόνο λίγο πριν τον ολοκληρωτικό αφανισμό.
Δεν λείπει εδώ και μια νότα ξέφρενου ρομαντισμού, υπερβολικού στις συνέπειές του, ούτε η υπόρρητη κριτική στην δύναμη του Λόγου να αλλάξει τον άνθρωπο. Αλλά πέρα από τις μεταφορές και τις βαθιές αναλύσεις, ο Ρουσσώ εδώ περιγράφει κάτι εξόχως σκακιστικό: την δυσκολία της προόδου, την δυσκολία της βελτίωσης πέρα από κάποιο επίπεδο, παρά την ατομική προσπάθεια. Ο φόβος κάθε σκακιστή είναι το «ταβάνιασμα», το πικάρισμα της δύναμης σ’ ένα σημείο, όπου μετά όση πληροφορία και αν προσθέσεις καμία αλλαγή δεν προκύπτει. Πώς να μην αρρωστήσει κανείς μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη της συνειδητοποίησης;
Φευ, η ζωή συνεχίζεται. Και συνεχίζεται προσπαθώντας, και μέσα από την προσπάθεια φυτρώνει εκ νέου ο σπόρος της πίστης στον εαυτό. Και πολλές φορές αυτός ξυπνά υπέρμετρες φιλοδοξίες, που ακόμα και αν στερούνται υλικής βάσης προσφέρουν τα ζωτικά εκείνα ψεύδη που, αν και ψεύδη, λειτουργούν εντέλει εποικοδομητικά. Όποιος σκακιστής δεν βρει την αντινομική ισορροπία αφενός να βλέπει ξεκάθαρα τα όριά του, αφετέρου να πιστεύει με θέρμη στην υπέρβασή τους δεν μπορεί να συνεχίζει να παίζει και -κυρίως–- να απολαμβάνει. Λίγα μόλις χρόνια μετά τη σχεδόν εξολόθρευσή του από το σκάκι, ο Ρουσσώ θα επιστρέψει δριμύτερος:
“Είχα κι ένα άλλο, εξίσου σίγουρο εφόδιο, το σκάκι, στο οποίο αφιέρωνα ανελλιπώς, στο καφενείο του Μωγί, όλα τα απογεύματα που δεν πήγαινα στο θέατρο. Εκεί γνώρισα τον κύριο ντε Λεγκάλ, κάποιον κύριο Υσσόν, τον Φιλιντόρ, όλους τους μεγάλους σκακιστές εκείνου του καιρού, χωρίς ωστόσο οι επιδόσεις μου να βελτιωθούν καθόλου. Δεν είχα όμως καμιά αμφιβολία ότι στο τέλος θα γινόμουν καλύτερος από όλους τους, κι αυτό θα ήταν αρκετό, κατά τη γνώμη μου, για να μου λύσει το πρόβλημα. Με όποια κουταμάρα κι αν παθιαζόμουν κατά καιρούς, είχα πάντα το ίδιο επιχείρημα. Έλεγα: «Όποιος διαπρέπει σε κάτι γίνεται πάντα περιζήτητος». Αυτός ο παιδαριώδης συλλογισμός δεν ήταν προϊόν της λογικής μου, αλλά της τεμπελιάς μου.” Εξομολογήσεις”.
Στην προσπάθεια να καταστρώσει το σχέδιο μιας καριέρας και ενός βιοπορισμού, ο Ρουσσώ δεν μπορούσε, έστω και για λίγο, να μην επιστρέψει στην πίστη του πάθους. Μπορεί σήμερα ο αντίστοιχος ερασιτέχνης να μη σκοπεύει να ξεπεράσει τους ισχυρούς γκραν μετρ, αλλά πάντα πιστεύει ότι το διάβασμά του, όσο και να στερείται προγράμματος, δεν μπορεί παρά να αποδώσει εντέλει.
Στην εκ των υστέρων αφήγηση έχει κατασταλάξει η γνώση των μάταιων επενδύσεων σε ελπίδα, αλλά είμαι σίγουρος πως στο καφενείο, απέναντι στον Φιλιντόρ, ο Ρουσσώ θα ήταν σίγουρος για την επερχόμενη υπεροχή του. Αρκεί να επισκεφτεί κανείς οποιοδήποτε σκακιστικό καφενείο για να ανακαλύψει πλείστους όσους Ζαν Ζακ της εποχής μας – μια ελπίδα όπως και να το κάνουμε μπροστά στη μετατροπή του παιχνιδιού σε σπορ.
Έρχεται όμως η ώρα της δικαίωσης για κάθε πιστό της θεάς Κάισσας. Απλώς η δικαίωση προσαρμόζεται συνήθως στο εκάστοτε σκακιστικό βεληνεκές. Και για τον βουκολικό Ρουσσώ το να γίνει πρώτος στο χωριό από το να κυνηγά τους δεύτερους στην πόλη είναι μάλλον επιτυχία. Αποκορύφωμα της σκακιστικής «σταδιοδρομίας» του φιλοσόφου θα αποτελέσουν οι παρτίδες του με τον πρίγκιπα Κοντί. Ο Ρουσσώ θα περιγράψει την φάση στο Δωδέκατο βιβλίο των Εξομολογήσεων:
“Επειδή το διαμέρισμά μου στο Μονλουί ήταν πολύ μικρό, ενώ το περιβάλλον στη βίγλα ήταν υπέροχο, οδήγησα εκεί τον πρίγκιπα, ο οποίος, ως αποκορύφωμα της τιμής που μου έκανε, είχε την καλοσύνη να μου ζητήσει να παίξω σκάκι μαζί του. Ήξερα πως κέρδιζε τον ιππότη ντε Λορανύ που έπαιζε καλύτερα από μένα. Αλλά, παρ’ όλα τα νοήματα και τις γκριμάτσες του ιππότη και της ακολουθίας, που εγώ έκανα πως δεν τα έβλεπα, κέρδισα και τις δύο παρτίδες που παίξαμε. Όταν τελειώσαμε, του είπα με ύφος σοβαρό αλλά και μετρημένο: «Εκλαμπρότατε, ο σεβασμός μου για την Υψηλότητά σας δεν μου επιτρέπει να μη σας κερδίζω πάντα στο σκάκι». Αυτός ο μεγάλος άρχοντας, που είχε θαυμάσιο και ανοιχτό μυαλό και δεν του άξιζε καθόλου να τον λιβανίζουν, κατάλαβε πράγματι, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, πως ήμουν ο μόνος που τον αντιμετώπιζε σαν άνθρωπο, και έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως το εκτίμησε αληθινά.” Εξομολογήσεις.
Μια παρτίδα από αυτές φέρεται να σώζεται. Παρά το ότι πλέον είναι σαφές ότι δεν έχει παιχτεί από τον Ρουσσώ και τον πρίγκιπα, δεν πρέπει να διαφέρει και πολύ από την όντως παιχθείσα – τουλάχιστον στα λάθη και στο πνεύμα της, που είναι αυτό της επίθεσης και της θυσίας. Μπορεί δηλαδή να μην αληθεύει το γράμμα της αλλά αληθεύει το πνεύμα της, γεγονός που αντισταθμίζει την έλλειψη των τεκμηρίων.
Πέραν τούτου, η παρρησία του Ρουσσώ ενώπιον του πρίγκιπα δείχνει τον εξισωτικό χαρακτήρα του παιχνιδιού, κάτι που θα αγαπούσε και ο Ντόνερ: ακόμα και ένας ευγενής μπορεί να υποκύψει, το σκάκι έχει την δική του ιδιοσυστασία. Και προπαντός η μεγαλύτερη τιμή που μπορείς να κάνεις σε κάποιον είναι να τον αντιμετωπίσεις εντελώς ισότιμα.
Από τα καφέ έως τις πολυτελείς βίγλες, ο αιώνας του Ρουσσώ τοποθετεί το σκάκι στο κέντρο ενός πυρετού που χαρακτηρίζει την αλλαγή των ηθών: από παιχνίδι ευγενών γίνεται παιχνίδι της επελαύνουσας τρίτης τάξης, που με το πάθος του λογικού ετοιμάζεται για την άνοδό της στο προσκήνιο.
Η σκακιστική επίδοση του πολίτη της Γενεύης μπορεί να κινείται σε χαμηλές πτήσεις, αλλά το γεγονός που είναι εδώ σημαντικό είναι μια από τις πρώτες εμφανίσεις στη γραμματεία ενός πάθους για το παιχνίδι που διατηρείται παρά τις απογοητεύσεις -σαν τον ίδιο τον ορθολογισμό ένα πράμα–- και που καταλήγει να βρίσκει τη γαλήνη στην κοινότοπη, πλην συχνά παραμελημένη γνώση ότι κάτω από τον ήλιο είμαστε όλοι γυμνοί από τις πανοπλίες μας.
Και, τέλος, το σημαντικότερο μάθημα της ρουσσωικής εξομολόγησης είναι η πίστη ότι μπορεί να υπάρξει μια διαφανής σχέση με τον εαυτό όπως είναι, ειλικρινής στις αδυναμίες και τις φθορές του. Σκακιστικά μιλώντας, χωρίς αυτήν την παρρησία δεν μπορεί κανείς να κερδίσει τον δικό του πρίγκιπα Κόντι.
***
“Οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν είναι αφέντες του λαού, μα υπάλληλοί του. Ο λαός πρέπει να μπορεί να τους διορίζει και να τους απολύει όποτε θέλει. Δεν υπάρχει θέμα να συμβληθούν με το λαό, πρέπει να τον υπακούσουν.” Jean-Jacques Rousseau
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau, 28 Ιουνίου 1712 – 2 Ιουλίου 1778) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, συγγραφέας και συνθέτης του 18ου αιώνα. Οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ επηρέασαν την ανάπτυξη της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεωρίας, του διεθνισμού και κατά την πρώτη περίοδο και του εθνικισμού.
Ο Ρουσσώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην θρησκευτικά καλβινιστική Γενεύη. Ο πατέρας του, Ισαάκ Ρουσσώ, ήταν ωρολογοποιός. Οι πρόγονοι του ήταν Ουγενότοι πρόσφυγες από τη Γαλλία, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Γενεύη. Η μητέρα του Ρουσσώ, η οποία ήταν κόρη ενός προτεστάντη ιερέα, πέθανε εννιά μέρες μετά την γέννηση του Ρουσσώ, και έτσι ο ίδιος έμεινε ορφανός.
Σε ηλικία 10 ετών εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του, και έτσι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ γνώρισε δύσκολα παιδικά χρόνια. Στην συνέχεια της ζωής του πέρασε δύο χρόνια με έναν πάστορα, ως το 1724. Μετά ο θείος του τον τοποθέτησε ως μαθητευόμενο γραφέα σε ένα δικαστικό γραφείο, και το 1725 έγινε μαθητευόμενος ενός χαράκτη.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εγκαταλείπει την γενέτειρα του Γενεύη σε ηλικία 16 ετών, το 1728. Είναι ο εφημέριος του Κονφινιόν που τον στέλνει στην βαρόνη Μαντάμ ντε Βαράνς, πρόσφατα προσηλυτισμένη στον καθολικισμό. Αυτή με την σειρά της τον στέλνει στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ασπάζεται τον καθολικισμό.
Τον επόμενο χρόνο ο Ρουσσώ επιστρέφει στο σπίτι της βαρόνης, την οποία πλέον θεωρεί μητέρα του. Το 1730 ταξιδεύει με τα πόδια ως το Νεσατέλ, όπου διδάσκει μουσική. Μέχρι το 1739 περιπλανιέται σε διάφορα μέρη στην Ελβετία, ενώ μάλιστα η βαρόνη γίνεται και ερωμένη του. Το ίδιο έτος συγγράφει και το πρώτο του βιβλίο, Le verger de Madame la baronne de Warens.
Το 1742 βρίσκεται στο Παρίσι όπου γράφει ως το 1743 δύο δοκίμια σχετικά με την μουσική και αναπτύσσει σχέσεις με τον Διαφωτιστή Ντενί Ντιντερό.
Το 1745 γνωρίζει μία υπηρέτρια πανδοχείου, με την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά.
Το 1749 γράφει για την Εγκυκλοπαίδεια όλα τα άρθρα που αφορούσαν την μουσική.
Το 1750 συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν (Académie de Dijon), και η διατριβή του Διατριβή σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες, στην οποία υποστηρίζει ότι η πρόοδος συνεπάγεται διαφθορά και εκφυλισμό, κερδίζει το πρώτο βραβείο.
Το 1755, σε έναν άλλον διαγωνισμό της ίδιας Ακαδημίας, απαντάει με το πρώτο μεγάλο έργο του Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Το έργο αυτό όμως προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κατά του Ρουσσώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου