Βεβαίως, πρόκειται για ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί από διάφορες οπτικές γωνίες, π.χ. της κοινωνιολογίας ή της ψυχολογίας.
Ωστόσο, το συμβάν αυτό (και δεν είναι το μόνο) φανερώνει ότι η επιστημονική κοσμοαντίληψη πολύ απέχει ακόμα από το να καταστεί κυρίαρχος τρόπος σκέψης. Αυτό καθόλου δεν εκπλήσσει, αλλά είναι ενδεικτικό μιας παραδοξότητας: παρατηρείται σε μια εποχή όπου η τεχνολογία (δηλαδή, ένα παράγωγο της επιστήμης) κυριαρχεί στις περισσότερες πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, το φαινόμενο από την οπτική αυτής της διαπίστωσης.
Τα παράγωγα της επιστήμης θα μπορούσαν, σε γενικές γραμμές, να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες:
Στην πρώτη κατηγορία εμπίπτουν οι εφαρμογές των επιστημονικών θεωριών, οι οποίες οδηγούν σε τεχνολογίες και σε εξειδικευμένη τεχνογνωσία.
Στη δεύτερη, εμπίπτει η επιστημονική γνώση, η οποία εξάγεται από τις διάφορες επιστημονικές θεωρίες.
Στην τρίτη, εμπίπτει η επιστημονική μέθοδος, η οποία καθορίζει την αξιοπιστία της επιστημονικής γνώσης, όπως επίσης και κάποια μετα-επιστημονικά διδάγματα, αρκετά από τα οποία αντλούνται από τα γνωρίσματα της επιστημονικής μεθόδου. Εστιάζω εδώ στην τρίτη κατηγορία.
Μια απλή περιγραφή της επιστημονικής μεθόδου είναι η εξής: προτείνονται υποθέσεις (ή θεωρίες) ως υποψήφιες εξηγήσεις του εκάστοτε συνόλου εμπειρικών δεδομένων. Αρκετές φορές προτείνονται ασύμβατες μεταξύ τους υποθέσεις. Ακολουθούν ανηλεείς έλεγχοι (πειράματα, παρατηρήσεις), οι οποίοι διεξάγονται από πολλές διαφορετικές επιστημονικές ομάδες και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, που οδηγούν στην απόρριψη κάποιων υποθέσεων και στην ανάδειξη/επικράτηση της καλύτερης, δηλαδή αυτής που δεν συγκρούεται με το πείραμα.
Είναι, νομίζω, προφανές από αυτή την απλή περιγραφή ότι το χαρακτηριστικό της (απόλυτης) βεβαιότητας απουσιάζει από την επιστημονική γνώση. Βεβαίως, η απουσία αυτή έχει την εξήγησή της.
Πρώτον, τα εμπειρικά δεδομένα είναι αδύνατο να καθορίσουν την ορθή επιστημονική υπόθεση ή θεωρία (αυτό είναι ένα σημαντικό φιλοσοφικό πρόβλημα).
Δεύτερον, η διατύπωση επιστημονικών θεωριών γίνεται με τη χρήση νοητικών αφαιρέσεων και η αξιοπιστία των θεωριών εξετάζεται από την επιστήμη σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Δεν είναι δυνατόν μια υπόθεση στην οποία διατυπώνονται λεπτομερώς όλα τα στοιχεία του κόσμου να καταστεί γνωστικά χρήσιμη και ούτε μπορούν να είναι γνωστικά χρήσιμα μη ελεγχόμενα πειράματα.
Τρίτον, η επιστήμη βρίσκεται σε μια συνεχή εξελικτική πορεία και η ιστορία της μας έχει διδάξει ότι ενδέχεται κάποιες επιστημονικές θεωρίες μας να εγκαταλειφθούν για να αντικατασταθούν από άλλες, ακριβέστερες. Αν προστεθεί σε αυτούς τους λόγους το γεγονός ότι πολλές σημαντικές επιστημονικές θεωρίες είναι πιθανολογικές ή στατιστικές, έπεται ότι εγγενές στοιχείο της επιστημονικής γνώσης είναι η αβεβαιότητα. Με απλά λόγια, αν ακολουθούμε τον επιστημονικό τρόπο σκέψης, είμαστε υποχρεωμένοι να ενσωματώσουμε την αβεβαιότητα σε πολλές από τις πεποιθήσεις και τις ιδέες μας.
Σε αυτό το σημείο του συλλογισμού, κάποιος θα μπορούσε να οδηγηθεί στο εξής ερώτημα: «Αφού η επιστημονική γνώση χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, γιατί τότε να την αποδεχθούμε και να μην ασπαστούμε τις απόψεις ατόμων ή θεσμών, που τις παρουσιάζουν με βεβαιότητα;». Όμως ένα τέτοιο συμπέρασμα θα βασιζόταν σε ένα εννοιολογικό σφάλμα.
Η επιστήμη είναι γνωστικά αβέβαιη, ενώ το παραπάνω συμπέρασμα αναφέρεται στην έννοια της ψυχολογικής βεβαιότητας. Το να είναι κάποιος ψυχολογικά βέβαιος σημαίνει να αισθάνεται ότι δεν υπάρχει λόγος για αμφιβολία, όπως όταν λέει «ήμουν βέβαιος ότι η κυβέρνηση θα στήριζε τους ανέργους, αλλά αποδείχθηκε ευσεβής πόθος». Το να είναι κάποιος γνωστικά βέβαιος, όμως, σημαίνει να αναφέρεται σε κάποια γνωστική (και όχι ψυχολογική) ιδιότητα ή κατάσταση, όπως όταν λέει «είμαι βέβαιος ότι όλα τα τετράγωνα έχουν τέσσερις ίσες πλευρές».
Εύκολα μπορούμε να βρούμε παραδείγματα όπου πεποιθήσεις μας έχουν ψυχολογική βάση αλλά όχι γνωστική. Δεν είναι δύσκολο, επίσης, να βρούμε παραδείγματα όπου κάποιες πεποιθήσεις είναι γνωστικά βέβαιες, αλλά αρκετοί άνθρωποι συνεχίζουν να εκφράζουν αμφιβολίες, συχνά ανορθολογικού χαρακτήρα. Αυτά συνεπάγονται ότι το κενό που δημιουργεί η απουσία γνωστικής βεβαιότητας δεν μπορεί να γεμίσει με την επίκληση κάποιας ψυχολογικής βεβαιότητας.
Η επιστημονική γνώση μπορεί, λοιπόν, να συνοδεύεται από κάποιο βαθμό γνωστικής αβεβαιότητας. Αν, ωστόσο, αναλογιστούμε ότι η επιστημονική γνώση είναι το μόνο πράγμα που διαθέτει ο άνθρωπος, το οποίο τον οδηγεί συστηματικά σε επιτυχείς λύσεις προβλημάτων, τότε το έλλογο συμπέρασμα είναι ότι για να διατηρούμε την ορθολογικότητά μας, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τουλάχιστον πρακτική βεβαιότητα στην επιστήμη, έστω και αν η τελευταία δεν είναι ταυτόσημη με γνωστική βεβαιότητα. Ίσως να οφείλουμε επίσης να αποδεχθούμε ότι η γνωστική αβεβαιότητα είναι συνθήκη της ύπαρξής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου