θερμὸν καὶ παγετῶδες, ὥς
σ᾽ οὐκ ἔμελλον ἄρ᾽, ὦ τάλας,
λείψειν οὐδέποτ᾽, ἀλλά μοι
1085 καὶ θνῄσκοντι συνείσῃ.
ὤμοι μοί μοι.
ὦ πληρέστατον αὔλιον
λύπας τᾶς ἀπ᾽ ἐμοῦ τάλαν,
τίπτ᾽ αὖ μοι τὸ κατ᾽ ἦμαρ
1090 ἔσται; τοῦ ποτε τεύξομαι
σιτονόμου μέλεος πόθεν ἐλπίδος;
εἴτ᾽ αἰθέρος ἄνω
πτωκάδες ὀξυτόνου διὰ πνεύματος
ἐλῶσί μ᾽· οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἰσχύς.
1095 ΧΟ. σύ τοι σύ τοι κατηξίω-
σας, ὦ βαρύποτμ᾽· οὐκ
ἄλλοθεν ἁ τύχα ἅδ᾽ ἀπὸ μείζονος·
εὖτέ γε παρὸν φρονῆσαι
λῴονος δαίμονος εἵ-
1100 λου τὸ κάκιον αἰνεῖν.
ΦΙ. ὦ τλάμων τλάμων ἄρ᾽ ἐγὼ [ἀντ. α]
καὶ μόχθῳ λωβατός, ὃς ἤ-
δη μετ᾽ οὐδενὸς ὕστερον
ἀνδρῶν εἰσοπίσω τάλας
1105 ναίων ἐνθάδ᾽ ὀλοῦμαι,
αἰαῖ αἰαῖ,
οὐ φορβὰν ἔτι προσφέρων,
οὐ πτανῶν ἀπ᾽ ἐμῶν ὅπλων
1110 κραταιαῖς μετὰ χερσὶν
ἴσχων· ἀλλά μοι ἄσκοπα
κρυπτά τ᾽ ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός·
ἰδοίμαν δέ νιν,
τὸν τάδε μησάμενον, τὸν ἴσον χρόνον
1115 ἐμὰς λαχόντ᾽ ἀνίας.
ΧΟ. πότμος ‹πότμος› σε δαιμόνων
τάδ᾽, οὐδὲ σέ γε δόλος
ἔσχ᾽ ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς. στυγερὰν ἔχε
1120 δύσποτμον ἀρὰν ἐπ᾽ ἄλλοις.
καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο μέλει,
μὴ φιλότητ᾽ ἀπώσῃ.
σ᾽ οὐκ ἔμελλον ἄρ᾽, ὦ τάλας,
λείψειν οὐδέποτ᾽, ἀλλά μοι
1085 καὶ θνῄσκοντι συνείσῃ.
ὤμοι μοί μοι.
ὦ πληρέστατον αὔλιον
λύπας τᾶς ἀπ᾽ ἐμοῦ τάλαν,
τίπτ᾽ αὖ μοι τὸ κατ᾽ ἦμαρ
1090 ἔσται; τοῦ ποτε τεύξομαι
σιτονόμου μέλεος πόθεν ἐλπίδος;
εἴτ᾽ αἰθέρος ἄνω
πτωκάδες ὀξυτόνου διὰ πνεύματος
ἐλῶσί μ᾽· οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἰσχύς.
1095 ΧΟ. σύ τοι σύ τοι κατηξίω-
σας, ὦ βαρύποτμ᾽· οὐκ
ἄλλοθεν ἁ τύχα ἅδ᾽ ἀπὸ μείζονος·
εὖτέ γε παρὸν φρονῆσαι
λῴονος δαίμονος εἵ-
1100 λου τὸ κάκιον αἰνεῖν.
ΦΙ. ὦ τλάμων τλάμων ἄρ᾽ ἐγὼ [ἀντ. α]
καὶ μόχθῳ λωβατός, ὃς ἤ-
δη μετ᾽ οὐδενὸς ὕστερον
ἀνδρῶν εἰσοπίσω τάλας
1105 ναίων ἐνθάδ᾽ ὀλοῦμαι,
αἰαῖ αἰαῖ,
οὐ φορβὰν ἔτι προσφέρων,
οὐ πτανῶν ἀπ᾽ ἐμῶν ὅπλων
1110 κραταιαῖς μετὰ χερσὶν
ἴσχων· ἀλλά μοι ἄσκοπα
κρυπτά τ᾽ ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός·
ἰδοίμαν δέ νιν,
τὸν τάδε μησάμενον, τὸν ἴσον χρόνον
1115 ἐμὰς λαχόντ᾽ ἀνίας.
ΧΟ. πότμος ‹πότμος› σε δαιμόνων
τάδ᾽, οὐδὲ σέ γε δόλος
ἔσχ᾽ ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς. στυγερὰν ἔχε
1120 δύσποτμον ἀρὰν ἐπ᾽ ἄλλοις.
καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο μέλει,
μὴ φιλότητ᾽ ἀπώσῃ.
***
ΦΙΛ. Ω σπηλιά του βράχου, κατοικιά μουμε λιοπύρια και με παγωνιές,
δε μου μέλλονταν λοιπόν ποτέ,
συφορά μου! να σ᾽ αφήσω,
μα αυτού μέσα θα με δεις
και τα μάτια μου να κλείσω.
Αχ, αλίμονο, αχ αλί,
αχ φτωχή σπηλιά παραγεμάτη
απ᾽ τον πόνο το δικό μου,
τί απ᾽ εδώ και μπρος θενά ᾽χω
για καθημερνό μου;
1090 Τί να βρω; Ποιά ελπίδα μ᾽ απομένει
για θροφή και ποιοί να με φροντίσουν;
όταν και τα ολόφοβα πουλιά
μες απ᾽ τον ανταριασμένον ουρανό
εμένα για θροφή θα κυνηγήσουν;
Αχ, πια δε βαστώ!
ΧΟΡ. Μόνος σου, μόνος σου το θέλησες,
βαριόμοιρε, κι άλλος κανείς
τρανότερός σου δε σ᾽ ανάγκασε
σ᾽ αυτή τη θέση να βρεθείς·
κι ενώ στο χέρι σου ήτανε
να φανείς φρόνιμος, εσύ
αντίς τη μοίρα την καλύτερη
1100 επήγες το χειρότερο να προτιμήσεις.
ΦΙΛ. Αχ βαριόμοιρος, βαριόμοιρος εγώ
κι απ᾽ τη δυστυχία αφανισμένος,
που εδώ τώρα πάντα μου, όσο ζω,
για όλο τον κατοπινό καιρό
θενα μένω από τον κόσμο χωρισμένος
δίχως κανενός τη συντροφιά.
Αχ αλίμονο, αχ αλί,
που δε θα ᾽χω για το στόμα μου
τίποτα να φέρνω πια
με τα φτερωτά μου βέλη,
1110 που στα χέρια μου κρατούσα τα γερά·
μα έτσι απρόβλεφτα με πλάνεψαν
χωστά λόγια από μια δίβουλη ψυχή,
που είθε αυτός που τα πλεμάτια
μὄχει στήσει αυτά,
σε ίδια να τον δω πιασμένο κι όσο εγώ καιρό
μέσα να σπαρνά.
ΧΟΡ. Από θεού, θεού θέλημα σου λάχανε
όσα παθαίνεις και κανένα
το χέρι εμάς δόλο δε σου ᾽πλεξε
κι αυτές σου τις κακόχρονες
1120 φριχτές κατάρες γι᾽ άλλους φύλαξέ τις·
γιατ᾽ εγώ τίποτ᾽ άλλο στην καρδιά
δεν έχω παρά μόνο αυτό:
να μη θελήσεις τη φιλία μας ν᾽ αποστρέψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου