Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (1147-1185)

ΟΙ. ἆ, μὴ κόλαζε, πρέσβυ, τόνδ᾽, ἐπεὶ τὰ σὰ
δεῖται κολαστοῦ μᾶλλον ἢ τὰ τοῦδ᾽ ἔπη.
ΘΕ. τί δ᾽, ὦ φέριστε δεσποτῶν, ἁμαρτάνω;
1150 ΟΙ. οὐκ ἐννέπων τὸν παῖδ᾽ ὃν οὗτος ἱστορεῖ.
ΘΕ. λέγει γὰρ εἰδὼς οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλως πονεῖ.
ΟΙ. σὺ πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλαίων δ᾽ ἐρεῖς.
ΘΕ. μὴ δῆτα, πρὸς θεῶν, τὸν γέροντά μ᾽ αἰκίσῃ.
ΟΙ. οὐχ ὡς τάχος τις τοῦδ᾽ ἀποστρέψει χέρας;
1155 ΘΕ. δύστηνος, ἀντὶ τοῦ; τί προσχρῄζων μαθεῖν;
ΟΙ. τὸν παῖδ᾽ ἔδωκας τῷδ᾽ ὃν οὗτος ἱστορεῖ;
ΘΕ. ἔδωκ᾽· ὀλέσθαι δ᾽ ὤφελον τῇδ᾽ ἡμέρᾳ.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἐς τόδ᾽ ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον.
ΘΕ. πολλῷ γε μᾶλλον, ἢν φράσω, διόλλυμαι.
1160 ΟΙ. ἁνὴρ ὅδ᾽, ὡς ἔοικεν, ἐς τριβὰς ἐλᾷ.
ΘΕ. οὐ δῆτ᾽ ἔγωγ᾽, ἀλλ᾽ εἶπον ὡς δοίην πάλαι.
ΟΙ. πόθεν λαβών; οἰκεῖον, ἢ ᾽ξ ἄλλου τινός;
ΘΕ. ἐμὸν μὲν οὐκ ἔγωγ᾽, ἐδεξάμην δέ του.
ΟΙ. τίνος πολιτῶν τῶνδε κἀκ ποίας στέγης;
1165 ΘΕ. μὴ πρὸς θεῶν, μή, δέσποθ᾽, ἱστόρει πλέον.
ΟΙ. ὄλωλας, εἴ σε ταῦτ᾽ ἐρήσομαι πάλιν.
ΘΕ. τῶν Λαΐου τοίνυν τις ἦν γεννημάτων.
ΟΙ. ἦ δοῦλος, ἢ κείνου τις ἐγγενὴς γεγώς;
ΘΕ. οἴμοι, πρὸς αὐτῷ γ᾽ εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν.
1170 ΟΙ. κἄγωγ᾽ ἀκούειν· ἀλλ᾽ ὅμως ἀκουστέον.
ΘΕ. κείνου γέ τοι δὴ παῖς ἐκλῄζεθ᾽· ἡ δ᾽ ἔσω
κάλλιστ᾽ ἂν εἴποι σὴ γυνὴ τάδ᾽ ὡς ἔχει.
ΟΙ. ἦ γὰρ δίδωσιν ἥδε σοι; ΘΕ. μάλιστ᾽, ἄναξ.
ΟΙ. ὡς πρὸς τί χρείας; ΘΕ. ὡς ἀναλώσαιμί νιν.
1175 ΟΙ. τεκοῦσα τλήμων; ΘΕ. θεσφάτων γ᾽ ὄκνῳ κακῶν.
ΟΙ. ποίων; ΘΕ. κτενεῖν νιν τοὺς τεκόντας ἦν λόγος.
ΟΙ. πῶς δῆτ᾽ ἀφῆκας τῷ γέροντι τῷδε σύ;
ΘΕ. κατοικτίσας, ὦ δέσποθ᾽, ὡς ἄλλην χθόνα
δοκῶν ἀποίσειν, αὐτὸς ἔνθεν ἦν· ὁ δὲ
1180 κάκ᾽ ἐς μέγιστ᾽ ἔσωσεν. εἰ γὰρ οὗτος εἶ
ὅν φησιν οὗτος, ἴσθι δύσποτμος γεγώς.
ΟΙ. ἰοὺ ἰού· τὰ πάντ᾽ ἂν ἐξήκοι σαφῆ.
ὦ φῶς, τελευταῖόν σε προσβλέψαιμι νῦν,
ὅστις πέφασμαι φύς τ᾽ ἀφ᾽ ὧν οὐ χρῆν, ξὺν οἷς τ᾽
1185 οὐ χρῆν ὁμιλῶν, οὕς τέ μ᾽ οὐκ ἔδει κτανών.

***
ΟΙΔ. Γιατί τον απειλείς; Εσύ
χρειάζεσαι φοβέρες, γέροντα,
κι όχι τα λόγια τα δικά του.
ΘΕΡ. Τί λάθος έκανα, μεγαλειότατε;
1150 ΟΙΔ. Δε μαρτυράς για το μωρό
που σου θυμίζει.
ΘΕΡ. Δεν ξέρει τί του γίνεται· μιλάει στο βρόντο.
ΟΙΔ. Ό, τι δεν πεις με το καλό,
θα το ξεράσεις κλαίγοντας.
ΘΕΡ. Για το θεό,
δε θα σηκώσεις χέρι
σ᾽ ένα γέρο.
ΟΙΔ. Δε θα τον δέσει κάποιος
γρήγορα πισθάγκωνα;
ΘΕΡ. Ο δόλιος, γιατί;
Τί θες να μάθεις παραπάνω;
ΟΙΔ. Του ᾽δωσες το παιδί που μολογάει;
ΘΕΡ. Του το ᾽δωσα που να μην έσωνα.
ΟΙΔ. Και δε θα σώσεις, αν δεν πεις την αλήθεια.
ΘΕΡ. Κι αν θα μιλήσω, χάθηκα.
1160 ΟΙΔ. Αυτός ο άνθρωπος, θαρρώ,
βάλθηκε να γλιστράει.
ΘΕΡ. Καθόλου. Σου το ᾽πα· του το ᾽δωσα.
ΟΙΔ. Το πήρες από πού;
Ήταν δικό σου;
Ήτανε ξένο;
ΘΕΡ. Δεν ήτανε δικό μου.
Άλλος μου το ᾽δωσε.
ΟΙΔ. Κάποιος πολίτης από δω;
Από ποιό σπίτι;
ΘΕΡ. Για το θεό, μην επιμένεις να ρωτάς.
ΟΙΔ. Αν σε ρωτήσω δεύτερη φορά,
θα μετανιώσεις.
ΘΕΡ. Ήταν απ᾽ το παλάτι κάποιος· του Λαΐου.
ΟΙΔ. Δούλος; Ή κάποιος συγγενής;
ΘΕΡ. Αλίμονο, το φοβερό θα ξεστομίσω λόγο.
1170 ΟΙΔ. Κι εγώ θα τον ακούσω.
Κι έχω βαρύ το χρέος να τον ακούσω.
ΘΕΡ. Λέγαν πως ήταν γιος του.
Μα θα στο πει καλύτερα
η σύζυγός του μέσα στο παλάτι.
ΟΙΔ. Μήπως εκείνη στο ᾽δωσε;
ΘΕΡ. Μάλιστα, βασιλιά μου.
ΟΙΔ. Για να το κάνεις τί;
ΘΕΡ. Να το ξεκάνω.
ΟΙΔ. Μάνα; και πώς το μπόρεσε;
ΘΕΡ. Τη στοίχειωναν απαίσιες μαντείες.
ΟΙΔ. Ποιές;
ΘΕΡ. Προφήτευαν πως θα σκοτώσει τους γονιούς του.
ΟΙΔ. Και πώς σ᾽ αυτόν τον γέροντα
τόλμησες να τ᾽ αφήσεις;
ΘΕΡ. Το πόνεσα και νόμισα
πως σ᾽ άλλη χώρα θα το ταξίδευε· στα μέρη του.
Το ᾽σωσε και το βύθισε στη συμφορά.
1180 Αν είσαι αυτός που λέει πως είσαι,
τώρα το ξέρεις πια:
γεννήθηκες καταραμένος.
ΟΙΔ. Ιού, ιού,
τα πάντα γίναν διαυγή!
Ω φως,
για τελευταία σε βλέπω φορά.
Εγώ,
περίοπτος και διαφανής.
Απ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε φύτρωσα,
μ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε πλάγιασα
κι αυτούς που δεν έπρεπε σκότωσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου