[4.13.5] Ξυμβῆναι δὲ οἱ μὲν αὐτομάτως λέγουσιν ἔστε ‹ἐφ᾽› ἡμέραν πίνειν Ἀλέξανδρον, Ἀριστόβουλος δὲ ὧδε ἀνέγραψε. Σύραν γυναῖκα ἐφομαρτεῖν Ἀλεξάνδρῳ κάτοχον ἐκ τοῦ θείου γιγνομένην καὶ ταύτην τὸ μὲν πρῶτον γέλωτα εἶναι Ἀλεξάνδρῳ τε καὶ τοῖς ἀμφ᾽ αὐτόν· ὡς δὲ τὰ πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύουσα ἐφαίνετο, οὐκέτι ἀμελεῖσθαι ὑπ᾽ Ἀλεξάνδρου, ἀλλ᾽ εἶναι γὰρ τῇ Σύρᾳ πρόσοδον πρὸς τὸν βασιλέα καὶ νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν, καὶ καθεύδοντι πολλάκις ἤδη ἐπιστῆναι. [4.13.6] καὶ δὴ καὶ τότε ἀπαλλασσομένου ἐκ τοῦ πότου κατεχομένην ἐκ τοῦ θείου ἐντυχεῖν, καὶ δεῖσθαι ἐπανελθόντα πίνειν ὅλην τὴν νύκτα· καὶ Ἀλέξανδρον θεῖόν τι εἶναι νομίσαντα ἐπανελθεῖν τε καὶ πίνειν, καὶ οὕτως τοῖς παισὶ διαπεσεῖν τὸ ἔργον.
[4.13.7] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Ἐπιμένης ὁ Ἀρσαίου τῶν μετεχόντων τῆς ἐπιβουλῆς φράζει τὴν πρᾶξιν Χαρικλεῖ τῷ Μενάνδρου, ἐραστῇ ἑαυτοῦ γεγονότι· Χαρικλῆς δὲ φράζει Εὐρυλόχῳ τῷ ἀδελφῷ τῷ Ἐπιμένους. καὶ ὁ Εὐρύλοχος ἐλθὼν ἐπὶ τὴν σκηνὴν τὴν Ἀλεξάνδρου Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου τῷ σωματοφύλακι καταλέγει ἅπαν τὸ πρᾶγμα· ὁ δὲ Ἀλεξάνδρῳ ἔφρασε. καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ξυλλαβεῖν κελεύει ὧν τὰ ὀνόματα εἶπεν ὁ Εὐρύλοχος· καὶ οὗτοι στρεβλούμενοι σφῶν τε αὐτῶν κατεῖπον τὴν ἐπιβουλὴν καί τινας καὶ ἄλλους ὠνόμασαν.
[4.14.1] Ἀριστόβουλος μὲν λέγει ὅτι καὶ Καλλισθένην ἐπᾶραι σφᾶς ἔφασαν ἐς τὸ τόλμημα· καὶ Πτολεμαῖος ὡσαύτως λέγει. οἱ δὲ πολλοὶ οὐ ταύτῃ λέγουσιν, ἀλλὰ διὰ μῖσος γὰρ τὸ ἤδη ὂν πρὸς Καλλισθένην ἐξ Ἀλεξάνδρου καὶ ὅτι ὁ Ἑρμόλαος ἐς τὰ μάλιστα ἐπιτήδειος ἦν τῷ Καλλισθένει, οὐ χαλεπῶς πιστεῦσαι τὰ χείρω ὑπὲρ Καλλισθένους Ἀλέξανδρον. [4.14.2] ἤδη δέ τινες καὶ τάδε ἀνέγραψαν, τὸν Ἑρμόλαον προαχθέντα ἐς τοὺς Μακεδόνας ὁμολογεῖν τε ἐπιβουλεῦσαι—καὶ γὰρ οὐκ εἶναι ἔτι ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ φέρειν τὴν ὕβριν τὴν Ἀλεξάνδρου—πάντα καταλέγοντα, τήν τε Φιλώτα οὐκ ἔνδικον τελευτὴν καὶ ‹τὴν› τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Παρμενίωνος ἔτι ἐκνομωτέραν καὶ τῶν ἄλλων τῶν τότε ἀποθανόντων, καὶ τὴν Κλείτου ἐν μέθῃ ἀναίρεσιν, καὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν Μηδικήν, καὶ τὴν προσκύνησιν τὴν βουλευθεῖσαν καὶ οὔπω πεπαυμένην, καὶ πότους τε καὶ ὕπνους τοὺς Ἀλεξάνδρου· ταῦτα οὐ φέροντα ἔτι ἐλευθερῶσαι ἐθελῆσαι ἑαυτόν τε καὶ τοὺς ἄλλους Μακεδόνας. [4.14.3] τοῦτον μὲν δὴ αὐτόν τε καὶ τοὺς ξὺν αὐτῷ ξυλληφθέντας καταλευσθῆναι πρὸς τῶν παρόντων. Καλλισθένην δὲ Ἀριστόβουλος μὲν λέγει δεδεμένον ἐν πέδαις ξυμπεριάγεσθαι τῇ στρατιᾷ, ἔπειτα νόσῳ τελευτῆσαι, Πτολεμαῖος δὲ ὁ Λάγου στρεβλωθέντα καὶ κρεμασθέντα ἀποθανεῖν. οὕτως οὐδὲ οἱ πάνυ πιστοὶ ἐς τὴν ἀφήγησιν καὶ ξυγγενόμενοι ἐν τῷ τότε Ἀλεξάνδρῳ ὑπὲρ τῶν γνωρίμων τε καὶ οὐ λαθόντων σφᾶς ὅπως ἐπράχθη ξύμφωνα ἀνέγραψαν. [4.14.4] πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ὑπὲρ τούτων αὐτῶν ἄλλοι ἄλλως ἀφηγήσαντο, ἀλλ᾽ ἐμοὶ ταῦτα ἀποχρῶντα ἔστω ἀναγεγραμμένα. ταῦτα μὲν δὴ οὐ πολλῷ ὕστερον πραχθέντα ἐγὼ ἐν τοῖσδε τοῖς ἀμφὶ Κλεῖτον ξυνενεχθεῖσιν Ἀλεξάνδρου ἀνέγραψα, τούτοις μᾶλλόν τι οἰκεῖα ὑπολαβὼν ἐς τὴν ἀφήγησιν.
[4.13.7] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Ἐπιμένης ὁ Ἀρσαίου τῶν μετεχόντων τῆς ἐπιβουλῆς φράζει τὴν πρᾶξιν Χαρικλεῖ τῷ Μενάνδρου, ἐραστῇ ἑαυτοῦ γεγονότι· Χαρικλῆς δὲ φράζει Εὐρυλόχῳ τῷ ἀδελφῷ τῷ Ἐπιμένους. καὶ ὁ Εὐρύλοχος ἐλθὼν ἐπὶ τὴν σκηνὴν τὴν Ἀλεξάνδρου Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου τῷ σωματοφύλακι καταλέγει ἅπαν τὸ πρᾶγμα· ὁ δὲ Ἀλεξάνδρῳ ἔφρασε. καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ξυλλαβεῖν κελεύει ὧν τὰ ὀνόματα εἶπεν ὁ Εὐρύλοχος· καὶ οὗτοι στρεβλούμενοι σφῶν τε αὐτῶν κατεῖπον τὴν ἐπιβουλὴν καί τινας καὶ ἄλλους ὠνόμασαν.
[4.14.1] Ἀριστόβουλος μὲν λέγει ὅτι καὶ Καλλισθένην ἐπᾶραι σφᾶς ἔφασαν ἐς τὸ τόλμημα· καὶ Πτολεμαῖος ὡσαύτως λέγει. οἱ δὲ πολλοὶ οὐ ταύτῃ λέγουσιν, ἀλλὰ διὰ μῖσος γὰρ τὸ ἤδη ὂν πρὸς Καλλισθένην ἐξ Ἀλεξάνδρου καὶ ὅτι ὁ Ἑρμόλαος ἐς τὰ μάλιστα ἐπιτήδειος ἦν τῷ Καλλισθένει, οὐ χαλεπῶς πιστεῦσαι τὰ χείρω ὑπὲρ Καλλισθένους Ἀλέξανδρον. [4.14.2] ἤδη δέ τινες καὶ τάδε ἀνέγραψαν, τὸν Ἑρμόλαον προαχθέντα ἐς τοὺς Μακεδόνας ὁμολογεῖν τε ἐπιβουλεῦσαι—καὶ γὰρ οὐκ εἶναι ἔτι ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ φέρειν τὴν ὕβριν τὴν Ἀλεξάνδρου—πάντα καταλέγοντα, τήν τε Φιλώτα οὐκ ἔνδικον τελευτὴν καὶ ‹τὴν› τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Παρμενίωνος ἔτι ἐκνομωτέραν καὶ τῶν ἄλλων τῶν τότε ἀποθανόντων, καὶ τὴν Κλείτου ἐν μέθῃ ἀναίρεσιν, καὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν Μηδικήν, καὶ τὴν προσκύνησιν τὴν βουλευθεῖσαν καὶ οὔπω πεπαυμένην, καὶ πότους τε καὶ ὕπνους τοὺς Ἀλεξάνδρου· ταῦτα οὐ φέροντα ἔτι ἐλευθερῶσαι ἐθελῆσαι ἑαυτόν τε καὶ τοὺς ἄλλους Μακεδόνας. [4.14.3] τοῦτον μὲν δὴ αὐτόν τε καὶ τοὺς ξὺν αὐτῷ ξυλληφθέντας καταλευσθῆναι πρὸς τῶν παρόντων. Καλλισθένην δὲ Ἀριστόβουλος μὲν λέγει δεδεμένον ἐν πέδαις ξυμπεριάγεσθαι τῇ στρατιᾷ, ἔπειτα νόσῳ τελευτῆσαι, Πτολεμαῖος δὲ ὁ Λάγου στρεβλωθέντα καὶ κρεμασθέντα ἀποθανεῖν. οὕτως οὐδὲ οἱ πάνυ πιστοὶ ἐς τὴν ἀφήγησιν καὶ ξυγγενόμενοι ἐν τῷ τότε Ἀλεξάνδρῳ ὑπὲρ τῶν γνωρίμων τε καὶ οὐ λαθόντων σφᾶς ὅπως ἐπράχθη ξύμφωνα ἀνέγραψαν. [4.14.4] πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ὑπὲρ τούτων αὐτῶν ἄλλοι ἄλλως ἀφηγήσαντο, ἀλλ᾽ ἐμοὶ ταῦτα ἀποχρῶντα ἔστω ἀναγεγραμμένα. ταῦτα μὲν δὴ οὐ πολλῷ ὕστερον πραχθέντα ἐγὼ ἐν τοῖσδε τοῖς ἀμφὶ Κλεῖτον ξυνενεχθεῖσιν Ἀλεξάνδρου ἀνέγραψα, τούτοις μᾶλλόν τι οἰκεῖα ὑπολαβὼν ἐς τὴν ἀφήγησιν.
***
[4.13.3] Ο Ερμόλαος αυτός στενοχωρήθηκε για την προσβολή και είπε στον Σώστρατο, τον γιο του Αμύντα, που ήταν συνομήλικος και εραστής του, ότι δεν άξιζε πλέον να ζει, αν δεν εκδικηθεί τον Αλέξανδρο για την προσβολή. Και έπεισε χωρίς δυσκολία τον Σώστρατο να πάρει μέρος στη συνωμοσία, γιατί ήταν εραστής του. [4.13.4] Αυτοί πάλι έπεισαν τον Αντίπατρο, τον γιο του Ασκληπιόδωρου, ο οποίος υπηρέτησε σατράπης στη Συρία, και τον Επιμένη, τον γιο του Αρσαίου, και τον Αντικλή, τον γιο του Θεοκρίτου και τον Φιλώτα, τον γιο του Κάρση από τη Θράκη. Συμφωνήθηκε, λοιπόν, όταν ερχόταν η σειρά να φυλάξει ο Αντίπατρος νυχτερινή φρουρά, να σκοτώσουν εκείνη τη νύχτα τον Αλέξανδρο εφορμώντας εναντίον του, ενώ κοιμόταν.[4.13.5] Υπάρχουν συγγραφείς που αναφέρουν ότι τυχαία ο Αλέξανδρος παρέτεινε την οινοποσία ως τα ξημερώματα, ο Αριστόβουλος όμως έγραψε τα εξής. Μία θεόπνευστη γυναίκα από τη Συρία ακολουθούσε τον Αλέξανδρο. Στην αρχή ο Αλέξανδρος και η ακολουθία του την περιγελούσαν, επειδή όμως φαίνονταν αληθινά όλα όσα έλεγε την ώρα της έμπνευσης, δεν την αντιμετώπιζε πια αδιάφορα ο Αλέξανδρος, αλλά η γυναίκα αυτή είχε την άδεια να προσέρχεται ελεύθερα στον βασιλιά νύχτα και μέρα, πολλές φορές μάλιστα να στέκεται πάνω του, όταν κοιμόταν. [4.13.6] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος αποχωρώντας από το συμπόσιο την συνάντησε να έχει καταληφθεί από θεϊκή έμπνευση, και αυτήν τον παρακάλεσε να επιστρέψει και να συνεχίσει να πίνει όλη τη νύχτα. Επειδή νόμισε ο Αλέξανδρος ότι αυτό ήταν θεϊκό μήνυμα, επέστρεψε και εξακολούθησε να πίνει· έτσι απέτυχε η συνωμοσία των βασιλικών παίδων.
[4.13.7] Την επόμενη μέρα ο Επιμένης, ο γιος του Αρσαίου, ένας από αυτούς που μετείχαν στη συνωμοσία, μίλησε για την απόπειρα στον Χαρικλή, τον γιο του Μενάνδρου, που είχε γίνει εραστής του, και ο Χαρικλής το είπε στον Ευρύλοχο, τον αδελφό του Επιμένη. Και ο Ευρύλοχος επήγε στη σκηνή του Αλεξάνδρου και διηγήθηκε όλη την υπόθεση στον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, τον σωματοφύλακα. Και ο Πτολεμαίος το είπε στον Αλέξανδρο, ο οποίος διέταξε να συλληφθούν αυτοί που κατονόμασε ο Ευρύλοχος. Και αυτοί υποβλήθηκαν σε στρέβλωση και ομολόγησαν τα σχέδια για τη συνωμοσία και κατονόμασαν μερικούς άλλους ακόμη.
[4.14.1] Ο Αριστόβουλος αναφέρει ότι οι συνωμότες είπαν πως και ο Καλλισθένης τους παρακίνησε να το αποτολμήσουν. Ο Πτολεμαίος επίσης το αναφέρει, οι περισσότεροι όμως ιστορικοί δεν αναφέρουν τα ίδια, αλλά λένε ότι πίστεψε χωρίς δυσκολία ο Αλέξανδρος τη χειρότερη εκδοχή για τον Καλλισθένη, επειδή ήδη τον μισούσε και επειδή ο Ερμόλαος είχε φιλικές σχέσεις μαζί του. [4.14.2] Μερικοί συγγραφείς έγραψαν ακόμη και τα εξής: όταν οδηγήθηκε ο Ερμόλαος στην συνέλευση των Μακεδόνων, ομολόγησε ότι είχε συνωμοτήσει —γιατί, έλεγε, δεν ήταν πλέον ανεκτό για ελεύθερο άνδρα να υπομένει την αλαζονική συμπεριφορά του Αλεξάνδρου— και απαριθμούσε όλα του τα εγκλήματα, δηλαδή την παράνομη θανάτωση του Φιλώτα και την ακόμη πιο παράνομη εκτέλεση του Παρμενίωνα, του πατέρα του, και των άλλων που εκτελέσθηκαν τότε. Ανέφερε επίσης τον φόνο του Κλείτου πάνω στο μεθύσι και τη μηδική στολή και την προσκύνηση, που είχε αποφασισθεί και δεν είχε ακόμη σταματήσει, και τα συμπόσια και τα ξενύχτια του Αλεξάνδρου. Επειδή όλα αυτά δεν μπορούσε πια να τα υπομένει, θέλησε να ελευθερώσει τον εαυτό του και τους άλλους Μακεδόνες. [4.14.3] Αυτός, λοιπόν, ο Ερμόλαος και όσοι συνελήφθησαν μαζί του εκτελέσθηκαν με λιθοβολισμό από τους παρόντες Μακεδόνες. Για τον Καλλισθένη ο Αριστόβουλος αφηγείται ότι τον περιέφεραν αλυσοδεμένο στον στρατό και ότι πέθανε αργότερα από αρρώστια, ενώ ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, ότι τον βασάνισαν με στρέβλωση και τον εκτέλεσαν με απαγχονισμό.
Έτσι, ακόμη και οι πιο αξιόπιστοι ιστορικοί, που τότε βρέθηκαν κοντά στον Αλέξανδρο, δεν έγραψαν τα ίδια για γεγονότα που τους ήταν γνωστά και δεν διέφυγαν την προσοχή τους. [4.14.4] Για τα ίδια αυτά γεγονότα άλλοι συγγραφείς παρέχουν πολλές και διαφορετικές αφηγήσεις, αλλά ας θεωρηθούν αρκετά όσα εγώ έγραψα. Αυτά βέβαια έγιναν λίγο αργότερα, αλλά τα αναφέρω εδώ μαζί με όσα συνέβησαν ανάμεσα στον Κλείτο και τον Αλέξανδρο, επειδή τα θεώρησα ότι είχαν σχέση με την αφήγησή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου