ἔριν κατασβέσειαν, ἐν δ᾽ ἐμοὶ τέλος
αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι
ἧς νῦν ἔχονται κἀπαναίρονται δόρυ·
425 ὡς οὔτ᾽ ἂν ὃς νῦν σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει
μείνειεν, οὔτ᾽ ἂν οὑξεληλυθὼς πάλιν
ἔλθοι ποτ᾽ αὖθις· οἵ γε τὸν φύσαντ᾽ ἐμὲ
οὕτως ἀτίμως πατρίδος ἐξωθούμενον
οὐκ ἔσχον οὐδ᾽ ἤμυναν, ἀλλ᾽ ἀνάστατος
430 αὐτοῖν ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς.
εἴποις ἂν ὡς θέλοντι τοῦτ᾽ ἐμοὶ τότε
πόλις τὸ δῶρον εἰκότως κατῄνεσεν.
οὐ δῆτ᾽, ἐπεί τοι τὴν μὲν αὐτίχ᾽ ἡμέραν,
ὁπηνίκ᾽ ἔζει θυμός, ἥδιστον δέ μοι
435 τὸ κατθανεῖν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις,
οὐδεὶς ἔρωτ᾽ ἐς τόνδ᾽ ἐφαίνετ᾽ ὠφελῶν·
χρόνῳ δ᾽, ὅτ᾽ ἤδη πᾶς ὁ μόχθος ἦν πέπων,
κἀμάνθανον τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα μοι
μείζω κολαστὴν τῶν πρὶν ἡμαρτημένων,
440 τὸ τηνίκ᾽ ἤδη τοῦτο μὲν πόλις βίᾳ
ἤλαυνέ μ᾽ ἐκ γῆς χρόνιον, οἱ δ᾽ ἐπωφελεῖν,
οἱ τοῦ πατρός, τῷ πατρὶ δυνάμενοι τὸ δρᾶν
οὐκ ἠθέλησαν, ἀλλ᾽ ἔπους σμικροῦ χάριν
φυγάς σφιν ἔξω πτωχὸς ἠλώμην ἀεί.
445 ἐκ τοῖνδε δ᾽, οὔσαιν παρθένοιν, ὅσον φύσις
δίδωσιν αὐταῖν, καὶ τροφὰς ἔχω βίου
καὶ γῆς ἄδειαν καὶ γένους ἐπάρκεσιν·
τὼ δ᾽ ἀντὶ τοῦ φύσαντος εἱλέσθην θρόνους
καὶ σκῆπτρα κραίνειν καὶ τυραννεύειν χθονός.
450 ἀλλ᾽ οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου,
οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε Καδμείας ποτὲ
ὄνησις ἥξει· τοῦτ᾽ ἐγᾦδα, τῆσδέ τε
μαντεῖ᾽ ἀκούων, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ
παλαίφαθ᾽ ἁμοὶ Φοῖβος ἤνυσέν ποτε.
455 πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ
μαστῆρα, κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει.
ἐὰν γὰρ ὑμεῖς, ὦ ξένοι, θέλητ᾽ ὁμοῦ
σὺν ταῖσδε ταῖς σεμναῖσι δημούχοις θεαῖς
ἀλκὴν ποεῖσθαι, τῇδε μὲν πόλει μέγαν
460 σωτῆρ᾽ ἀρεῖσθε, τοῖς δ᾽ ἐμοῖς ἐχθροῖς πόνους.
***
ΟΙ. Άμποτε οι θεοί την πεπρωμένη τους διχόνοια
να μην τη σβήσουν, αλλά σ᾽ εμένα την απόφαση ν᾽ αφήσουν
ποιό τέλος μέλλεται στη μάχη τους, που τώρα κρέμονται
κι οι δυο τους απ᾽ αυτή, ένας στον άλλον κραδαίνοντας το δόρυ.
425 Μήτε λοιπόν εκείνος που κρατεί σκήπτρο και θρόνο,
εκεί να κρατηθεί, μήτε κι ο άλλος που βγήκε από την πόλη,
να ξαναμπεί ποτέ σ᾽ αυτήν. Που τον γονιό τους,
όταν άτιμα απ᾽ την πατρίδα τον απόδιωξαν,
ούτε τον κράτησαν αυτοί ούτε και τον προστάτεψαν,
αλλά ανέχτηκαν κι οι δυο να πεταχτεί στον δρόμο,
430 εξόριστος να κηρυχτεί.
Μπορείς ίσως να πεις, εγώ το θέλησα, κι εύλογα
η πόλη τη χάρη αυτή μου παραχώρησε.
Όχι, σου λέω, όχι. Γιατί τη μέρα εκείνη
που μέσα μου έβραζε ο θυμός κι έλεγα πιο γλυκός
435 ο θάνατος, ας με λιθοβολήσουν, κανείς
δεν θέλησε σ᾽ αυτή μου τη λαχτάρα να συντρέξει.
Και μόνον όταν, με το πέρασμα του χρόνου, ωρίμασε
ο μεγάλος σπαραγμός, όταν πια συναισθάνθηκα πόσο ξεστράτισε
η οργή μου εκείνη, γυρεύοντας εκδίκηση
σκληρότερη για τα παλιά μου κρίματα,
έγινε αυτό που έγινε· μετά από χρόνια
440 η πόλη βίαια από τη γη της μ᾽ εξορίζει,
κι αυτοί που θα μπορούσαν, γιοι του πατέρα τους,
χέρι να δώσουν στον πατέρα τους, αρνήθηκαν
να κάνουν κάτι· ενώ θ᾽ αρκούσε ένας μικρός τους λόγος,
πήρα εξαιτίας τους της εξορίας τον δρόμο,
κι έτσι φτωχός εδώ κι εκεί παράδερνα.
445 Αντίθετα, κι ας είναι κόρες, απ᾽ αυτές, όσο
το επιτρέπει η φύση τους, έχω τα μέσα για να ζω,
γωνιά να βάλω το κεφάλι μου, δικούς να με στηρίζουν.
Ενώ εκείνοι οι δυο, αντί για τον πατέρα τους,
προτίμησαν θρόνους και σκήπτρα να κρατούν,
σαν τύραννοι στον τόπο τους να βασιλεύουν.
450 Αλλά μη νοιάζεσαι, δεν πρόκειται σ᾽ εμένα σύμμαχο να βρουν·
μήτε ποτέ θα τους προκύψει όφελος,
από την εξουσία τους στη Θήβα.
Το ξέρω αυτό καλά, ακούγοντας και τις μαντείες της κόρης μου,
συγκρίνοντας με τους παλιούς χρησμούς
που ο Φοίβος κάποτε έδωσε σ᾽ εμένα, και μου βγήκαν.
455 Μετά απ᾽ αυτά, ας στείλουν και τον Κρέοντα σε ζήτησή μου,
ή κι όποιον άλλον έχει αξίωμα στην πόλη.
Φτάνει εσείς να το θελήσετε, καλοί μου ξένοι, μαζί
με τις σεμνές θεές που τους ανήκει ο τόπος,
να με στηρίξετε γερά, οπότε εξασφαλίζετε
στην πόλη σας σπουδαίο σωτήρα και στους εχθρούς μου
460 την εκδίκησή μου που θα τους πονέσει.
ΟΙ. Άμποτε οι θεοί την πεπρωμένη τους διχόνοια
να μην τη σβήσουν, αλλά σ᾽ εμένα την απόφαση ν᾽ αφήσουν
ποιό τέλος μέλλεται στη μάχη τους, που τώρα κρέμονται
κι οι δυο τους απ᾽ αυτή, ένας στον άλλον κραδαίνοντας το δόρυ.
425 Μήτε λοιπόν εκείνος που κρατεί σκήπτρο και θρόνο,
εκεί να κρατηθεί, μήτε κι ο άλλος που βγήκε από την πόλη,
να ξαναμπεί ποτέ σ᾽ αυτήν. Που τον γονιό τους,
όταν άτιμα απ᾽ την πατρίδα τον απόδιωξαν,
ούτε τον κράτησαν αυτοί ούτε και τον προστάτεψαν,
αλλά ανέχτηκαν κι οι δυο να πεταχτεί στον δρόμο,
430 εξόριστος να κηρυχτεί.
Μπορείς ίσως να πεις, εγώ το θέλησα, κι εύλογα
η πόλη τη χάρη αυτή μου παραχώρησε.
Όχι, σου λέω, όχι. Γιατί τη μέρα εκείνη
που μέσα μου έβραζε ο θυμός κι έλεγα πιο γλυκός
435 ο θάνατος, ας με λιθοβολήσουν, κανείς
δεν θέλησε σ᾽ αυτή μου τη λαχτάρα να συντρέξει.
Και μόνον όταν, με το πέρασμα του χρόνου, ωρίμασε
ο μεγάλος σπαραγμός, όταν πια συναισθάνθηκα πόσο ξεστράτισε
η οργή μου εκείνη, γυρεύοντας εκδίκηση
σκληρότερη για τα παλιά μου κρίματα,
έγινε αυτό που έγινε· μετά από χρόνια
440 η πόλη βίαια από τη γη της μ᾽ εξορίζει,
κι αυτοί που θα μπορούσαν, γιοι του πατέρα τους,
χέρι να δώσουν στον πατέρα τους, αρνήθηκαν
να κάνουν κάτι· ενώ θ᾽ αρκούσε ένας μικρός τους λόγος,
πήρα εξαιτίας τους της εξορίας τον δρόμο,
κι έτσι φτωχός εδώ κι εκεί παράδερνα.
445 Αντίθετα, κι ας είναι κόρες, απ᾽ αυτές, όσο
το επιτρέπει η φύση τους, έχω τα μέσα για να ζω,
γωνιά να βάλω το κεφάλι μου, δικούς να με στηρίζουν.
Ενώ εκείνοι οι δυο, αντί για τον πατέρα τους,
προτίμησαν θρόνους και σκήπτρα να κρατούν,
σαν τύραννοι στον τόπο τους να βασιλεύουν.
450 Αλλά μη νοιάζεσαι, δεν πρόκειται σ᾽ εμένα σύμμαχο να βρουν·
μήτε ποτέ θα τους προκύψει όφελος,
από την εξουσία τους στη Θήβα.
Το ξέρω αυτό καλά, ακούγοντας και τις μαντείες της κόρης μου,
συγκρίνοντας με τους παλιούς χρησμούς
που ο Φοίβος κάποτε έδωσε σ᾽ εμένα, και μου βγήκαν.
455 Μετά απ᾽ αυτά, ας στείλουν και τον Κρέοντα σε ζήτησή μου,
ή κι όποιον άλλον έχει αξίωμα στην πόλη.
Φτάνει εσείς να το θελήσετε, καλοί μου ξένοι, μαζί
με τις σεμνές θεές που τους ανήκει ο τόπος,
να με στηρίξετε γερά, οπότε εξασφαλίζετε
στην πόλη σας σπουδαίο σωτήρα και στους εχθρούς μου
460 την εκδίκησή μου που θα τους πονέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου