285 κεῖνος γὰρ ἄκρας νυκτός, ἡνίχ᾽ ἕσπεροι
λαμπτῆρες οὐκέτ᾽ ᾖθον, ἄμφηκες λαβὼν
ἐμαίετ᾽ ἔγχος ἐξόδους ἕρπειν κενάς.
κἀγὼ ᾽πιπλήσσω καὶ λέγω, τί χρῆμα δρᾷς,
Αἴας; τί τήνδ᾽ ἄκλητος οὔθ᾽ ὑπ᾽ ἀγγέλων
290 κληθεὶς ἀφορμᾷς πεῖραν οὔτε του κλύων
σάλπιγγος; ἀλλὰ νῦν γε πᾶς εὕδει στρατός.
ὃ δ᾽ εἶπε πρός με βαί᾽, ἀεὶ δ᾽ ὑμνούμενα·
γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει.
κἀγὼ μαθοῦσ᾽ ἔληξ᾽, ὃ δ᾽ ἐσσύθη μόνος.
295 καὶ τὰς ἐκεῖ μὲν οὐκ ἔχω λέγειν πάθας·
ἔσω δ᾽ ἐσῆλθε συνδέτους ἄγων ὁμοῦ
ταύρους, κύνας βοτῆρας, εὔερόν τ᾽ ἄγραν.
καὶ τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἄνω τρέπων
ἔσφαζε κἀρράχιζε, τοὺς δὲ δεσμίους
300 ᾐκίζεθ᾽ ὥστε φῶτας ἐν ποίμναις πίτνων.
τέλος δ᾽ ἀπᾴξας διὰ θυρῶν σκιᾷ τινι
λόγους ἀνέσπα τοὺς μὲν Ἀτρειδῶν κάτα,
τοὺς δ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσσεῖ, συντιθεὶς γέλων πολύν,
ὅσην κατ᾽ αὐτῶν ὕβριν ἐκτείσαιτ᾽ ἰών·
305 κἄπειτ᾽ ἐπᾴξας αὖθις ἐς δόμους πάλιν
ἔμφρων μόλις πως ξὺν χρόνῳ καθίσταται,
καὶ πλῆρες ἄτης ὡς διοπτεύει στέγος,
παίσας κάρα ᾽θώυξεν· ἐν δ᾽ ἐρειπίοις
νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου,
310 κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
καὶ τὸν μὲν ἧστο πλεῖστον ἄφθογγος χρόνον·
ἔπειτ᾽ ἐμοὶ τὰ δείν᾽ ἐπηπείλησ᾽ ἔπη,
εἰ μὴ φανοίην πᾶν τὸ συντυχὸν πάθος,
κἀνήρετ᾽ ἐν τῷ πράγματος κυροῖ ποτε.
315 κἀγώ, φίλοι, δείσασα τοὐξειργασμένον
ἔλεξα πᾶν ὅσονπερ ἐξηπιστάμην.
ὃ δ᾽ εὐθὺς ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγράς,
ἃς οὔποτ᾽ αὐτοῦ πρόσθεν εἰσήκουσ᾽ ἐγώ.
πρὸς γὰρ κακοῦ τε καὶ βαρυψύχου γόους
320 τοιούσδ᾽ ἀεί ποτ᾽ ἀνδρὸς ἐξηγεῖτ᾽ ἔχειν·
ἀλλ᾽ ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων
ὑπεστέναζε ταῦρος ὣς βρυχώμενος.
νῦν δ᾽ ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τύχῃ
ἄσιτος ἁνήρ, ἄποτος, ἐν μέσοις βοτοῖς
325 σιδηροκμῆσιν ἥσυχος θακεῖ πεσών.
καὶ δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν·
τοιαῦτα γάρ πως καὶ λέγει κὠδύρεται.
ἀλλ᾽, ὦ φίλοι, τούτων γὰρ οὕνεκ᾽ ἐστάλην,
ἀρήξατ᾽ εἰσελθόντες, εἰ δύνασθέ τι.
330 φίλων γὰρ οἱ τοιοίδε νικῶνται λόγοις.
ΧΟ. Τέκμησσα δεινὰ παῖ Τελεύταντος λέγεις
ἡμῖν τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς.
λαμπτῆρες οὐκέτ᾽ ᾖθον, ἄμφηκες λαβὼν
ἐμαίετ᾽ ἔγχος ἐξόδους ἕρπειν κενάς.
κἀγὼ ᾽πιπλήσσω καὶ λέγω, τί χρῆμα δρᾷς,
Αἴας; τί τήνδ᾽ ἄκλητος οὔθ᾽ ὑπ᾽ ἀγγέλων
290 κληθεὶς ἀφορμᾷς πεῖραν οὔτε του κλύων
σάλπιγγος; ἀλλὰ νῦν γε πᾶς εὕδει στρατός.
ὃ δ᾽ εἶπε πρός με βαί᾽, ἀεὶ δ᾽ ὑμνούμενα·
γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει.
κἀγὼ μαθοῦσ᾽ ἔληξ᾽, ὃ δ᾽ ἐσσύθη μόνος.
295 καὶ τὰς ἐκεῖ μὲν οὐκ ἔχω λέγειν πάθας·
ἔσω δ᾽ ἐσῆλθε συνδέτους ἄγων ὁμοῦ
ταύρους, κύνας βοτῆρας, εὔερόν τ᾽ ἄγραν.
καὶ τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἄνω τρέπων
ἔσφαζε κἀρράχιζε, τοὺς δὲ δεσμίους
300 ᾐκίζεθ᾽ ὥστε φῶτας ἐν ποίμναις πίτνων.
τέλος δ᾽ ἀπᾴξας διὰ θυρῶν σκιᾷ τινι
λόγους ἀνέσπα τοὺς μὲν Ἀτρειδῶν κάτα,
τοὺς δ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσσεῖ, συντιθεὶς γέλων πολύν,
ὅσην κατ᾽ αὐτῶν ὕβριν ἐκτείσαιτ᾽ ἰών·
305 κἄπειτ᾽ ἐπᾴξας αὖθις ἐς δόμους πάλιν
ἔμφρων μόλις πως ξὺν χρόνῳ καθίσταται,
καὶ πλῆρες ἄτης ὡς διοπτεύει στέγος,
παίσας κάρα ᾽θώυξεν· ἐν δ᾽ ἐρειπίοις
νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου,
310 κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
καὶ τὸν μὲν ἧστο πλεῖστον ἄφθογγος χρόνον·
ἔπειτ᾽ ἐμοὶ τὰ δείν᾽ ἐπηπείλησ᾽ ἔπη,
εἰ μὴ φανοίην πᾶν τὸ συντυχὸν πάθος,
κἀνήρετ᾽ ἐν τῷ πράγματος κυροῖ ποτε.
315 κἀγώ, φίλοι, δείσασα τοὐξειργασμένον
ἔλεξα πᾶν ὅσονπερ ἐξηπιστάμην.
ὃ δ᾽ εὐθὺς ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγράς,
ἃς οὔποτ᾽ αὐτοῦ πρόσθεν εἰσήκουσ᾽ ἐγώ.
πρὸς γὰρ κακοῦ τε καὶ βαρυψύχου γόους
320 τοιούσδ᾽ ἀεί ποτ᾽ ἀνδρὸς ἐξηγεῖτ᾽ ἔχειν·
ἀλλ᾽ ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων
ὑπεστέναζε ταῦρος ὣς βρυχώμενος.
νῦν δ᾽ ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τύχῃ
ἄσιτος ἁνήρ, ἄποτος, ἐν μέσοις βοτοῖς
325 σιδηροκμῆσιν ἥσυχος θακεῖ πεσών.
καὶ δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν·
τοιαῦτα γάρ πως καὶ λέγει κὠδύρεται.
ἀλλ᾽, ὦ φίλοι, τούτων γὰρ οὕνεκ᾽ ἐστάλην,
ἀρήξατ᾽ εἰσελθόντες, εἰ δύνασθέ τι.
330 φίλων γὰρ οἱ τοιοίδε νικῶνται λόγοις.
ΧΟ. Τέκμησσα δεινὰ παῖ Τελεύταντος λέγεις
ἡμῖν τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς.
***
ΤΕ. Θα μάθεις όλο το κακό, αφού συμπαραστέκεσαι.
Νύχτα βαθιά, όταν απόβραδα τα φώτα είχαν
σβήσει, αυτός, με δίκοπο σπαθί στο χέρι, γύρευε έξω
να γλιστρήσει, δίχως λόγο. Οπότε εγώ έβαλα τις φωνές :
Τί πας να κάνεις, Αίαντα; έτσι απρόσκλητος, χωρίς κανένα
290 μήνυμα, δίχως ν᾽ ακούσεις σάλπιγγα; για πού αλήθεια
το ᾽βαλες; Αυτήν την ώρα όλος ο στρατός κοιμάται.
Οπότε αυτός απότομα μου είπε εκείνο το γνωστό ρητό:
γυναίκα, στις γυναίκες στολίδι είναι η σιωπή.
Κατάλαβα εγώ και σώπασα, κι εκείνος μόνος
τράβηξε τον δρόμο του. Τί έγινε ωστόσο εκεί, τί έπαθε,
δεν ξέρω εγώ να σου το πω. Γύρισε πάντως μέσα
σέρνοντας σύνδετα βόδια, σκυλιά λαγωνικά
και μαλλιαρά αρνιά.
Άλλα απ᾽ αυτά τους κόβει τον λαιμό, άλλα
τ᾽ αναλαιμίζει και τα σφάζει, κι άλλα, χυμώντας
μέσα στο κοπάδι, τα μαστίγωνε λες κι ήταν
300 οι αιχμάλωτοί του.
Τέλος, έξω πετάχτηκε απ᾽ τη σκηνή, σαν να μιλούσε
σε σκιά, λόγια βαριά ξεστόμιζε, τη μια
προς τους Ατρείδες, στον Οδυσσέα την άλλη,
γελώντας παρανοϊκά, λέγοντας πως τους παίρνει
τη μεγάλη εκδίκηση.
Μετά πηδώντας βρέθηκε μέσα στο στέκι του,
όπου σιγά σιγά ήλθε στα συγκαλά του.
Βλέποντας τότε εκεί τον χώρο του γεμάτο από τα σύνεργα
της άμετρης παραφοράς του, μουγκρίζοντας χτυπούσε
το κεφάλι του, φωνάζοντας· κι έπειτα ερείπιο
σωριάστηκε στα ερείπια μιας φονικής σφαγής,
310 με χέρια και με νύχια τραβώντας το μαλλί του.
Για κάμποσο δεν είπε λέξη· μετά εμένα αγριεμένος
επήρε ν᾽ απειλεί, αν δεν φανέρωνα όλα τα πάθη του,
επίμονα ρωτώντας σε ποιό σημείο βρίσκεται το πράγμα.
Κι εγώ, καλοί μου φίλοι, τρέμοντας, ένα προς ένα
φανέρωσα τα γεγονότα, όσα η ίδια ήξερα.
Οπότε εκείνος έβγαλε τρομερές κραυγές,
όπως ποτέ άλλη φορά δεν άκουσα παρόμοιες.
Γιατί ισχυριζόταν πώς μόνο σ᾽ άνθρωπο δειλό
320 ταιριάζουν γόοι κι οδυρμοί, γι᾽ αυτό και δεν ξεφώνιζε
τον άγριο πόνο του, μόνο βογκούσε υπόκωφα,
μουγκρίζοντας σαν ταύρος.
Τώρα ωστόσο, χωμένος στη βαθιά του συμφορά,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, στα ζώα ανάμεσα που έκοψε
με το σπαθί του, άπραγος παραμένει· φαίνεται έργο
σκοτεινό έχει στον νου του, αν κρίνεις απ᾽ τα λόγια του
και τον καημό του.
Αλλά, καλοί μου φίλοι, γι᾽ αυτό είμαι εδώ·
ελάτε μέσα, βοηθήστε, όπως μπορείτε.
Γιατί οι φίλοι σαν κι αυτόν υποχωρούν
330 στων φίλων τους τα λόγια.
ΧΟ. Τέκμησσα, θυγατέρα του Τελεύταντα, μας είπες
λόγια τρομερά, που φανερώνουν πως εκείνος
παραφρόνησε μέσα στη συμφορά του.
ΤΕ. Θα μάθεις όλο το κακό, αφού συμπαραστέκεσαι.
Νύχτα βαθιά, όταν απόβραδα τα φώτα είχαν
σβήσει, αυτός, με δίκοπο σπαθί στο χέρι, γύρευε έξω
να γλιστρήσει, δίχως λόγο. Οπότε εγώ έβαλα τις φωνές :
Τί πας να κάνεις, Αίαντα; έτσι απρόσκλητος, χωρίς κανένα
290 μήνυμα, δίχως ν᾽ ακούσεις σάλπιγγα; για πού αλήθεια
το ᾽βαλες; Αυτήν την ώρα όλος ο στρατός κοιμάται.
Οπότε αυτός απότομα μου είπε εκείνο το γνωστό ρητό:
γυναίκα, στις γυναίκες στολίδι είναι η σιωπή.
Κατάλαβα εγώ και σώπασα, κι εκείνος μόνος
τράβηξε τον δρόμο του. Τί έγινε ωστόσο εκεί, τί έπαθε,
δεν ξέρω εγώ να σου το πω. Γύρισε πάντως μέσα
σέρνοντας σύνδετα βόδια, σκυλιά λαγωνικά
και μαλλιαρά αρνιά.
Άλλα απ᾽ αυτά τους κόβει τον λαιμό, άλλα
τ᾽ αναλαιμίζει και τα σφάζει, κι άλλα, χυμώντας
μέσα στο κοπάδι, τα μαστίγωνε λες κι ήταν
300 οι αιχμάλωτοί του.
Τέλος, έξω πετάχτηκε απ᾽ τη σκηνή, σαν να μιλούσε
σε σκιά, λόγια βαριά ξεστόμιζε, τη μια
προς τους Ατρείδες, στον Οδυσσέα την άλλη,
γελώντας παρανοϊκά, λέγοντας πως τους παίρνει
τη μεγάλη εκδίκηση.
Μετά πηδώντας βρέθηκε μέσα στο στέκι του,
όπου σιγά σιγά ήλθε στα συγκαλά του.
Βλέποντας τότε εκεί τον χώρο του γεμάτο από τα σύνεργα
της άμετρης παραφοράς του, μουγκρίζοντας χτυπούσε
το κεφάλι του, φωνάζοντας· κι έπειτα ερείπιο
σωριάστηκε στα ερείπια μιας φονικής σφαγής,
310 με χέρια και με νύχια τραβώντας το μαλλί του.
Για κάμποσο δεν είπε λέξη· μετά εμένα αγριεμένος
επήρε ν᾽ απειλεί, αν δεν φανέρωνα όλα τα πάθη του,
επίμονα ρωτώντας σε ποιό σημείο βρίσκεται το πράγμα.
Κι εγώ, καλοί μου φίλοι, τρέμοντας, ένα προς ένα
φανέρωσα τα γεγονότα, όσα η ίδια ήξερα.
Οπότε εκείνος έβγαλε τρομερές κραυγές,
όπως ποτέ άλλη φορά δεν άκουσα παρόμοιες.
Γιατί ισχυριζόταν πώς μόνο σ᾽ άνθρωπο δειλό
320 ταιριάζουν γόοι κι οδυρμοί, γι᾽ αυτό και δεν ξεφώνιζε
τον άγριο πόνο του, μόνο βογκούσε υπόκωφα,
μουγκρίζοντας σαν ταύρος.
Τώρα ωστόσο, χωμένος στη βαθιά του συμφορά,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, στα ζώα ανάμεσα που έκοψε
με το σπαθί του, άπραγος παραμένει· φαίνεται έργο
σκοτεινό έχει στον νου του, αν κρίνεις απ᾽ τα λόγια του
και τον καημό του.
Αλλά, καλοί μου φίλοι, γι᾽ αυτό είμαι εδώ·
ελάτε μέσα, βοηθήστε, όπως μπορείτε.
Γιατί οι φίλοι σαν κι αυτόν υποχωρούν
330 στων φίλων τους τα λόγια.
ΧΟ. Τέκμησσα, θυγατέρα του Τελεύταντα, μας είπες
λόγια τρομερά, που φανερώνουν πως εκείνος
παραφρόνησε μέσα στη συμφορά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου