Κυριακή 11 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (1-35)

ΑΘΗΝΑ
Ἀεὶ μέν, ὦ παῖ Λαρτίου, δέδορκά σε
πεῖράν τιν᾽ ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον·
καὶ νῦν ἐπὶ σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ
Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει,
5 πάλαι κυνηγετοῦντα καὶ μετρούμενον
ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ᾽, ὅπως ἴδῃς
εἴτ᾽ ἔνδον εἴτ᾽ οὐκ ἔνδον. εὖ δέ σ᾽ ἐκφέρει
κυνὸς Λακαίνης ὥς τις εὔρινος βάσις.
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα
10 στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους.
καί σ᾽ οὐδὲν εἴσω τῆσδε παπταίνειν πύλης
ἔτ᾽ ἔργον ἐστίν, ἐννέπειν δ᾽ ὅτου χάριν
σπουδὴν ἔθου τήνδ᾽, ὡς παρ᾽ εἰδυίας μάθῃς.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
ὦ φθέγμ᾽ Ἀθάνας, φιλτάτης ἐμοὶ θεῶν,
15 ὡς εὐμαθές σου, κἂν ἄποπτος ᾖς ὅμως,
φώνημ᾽ ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενὶ
χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς.
καὶ νῦν ἐπέγνως εὖ μ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ δυσμενεῖ
βάσιν κυκλοῦντ᾽, Αἴαντι τῷ σακεσφόρῳ.
20κεῖνον γάρ, οὐδέν᾽ ἄλλον, ἰχνεύω πάλαι.
νυκτὸς γὰρ ἡμᾶς τῆσδε πρᾶγος ἄσκοπον
ἔχει περάνας, εἴπερ εἴργασται τάδε·
ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τρανές, ἀλλ᾽ ἀλώμεθα·
κἀγὼ ᾽θελοντὴς τῷδ᾽ ὑπεζύγην πόνῳ.
25 ἐφθαρμένας γὰρ ἀρτίως εὑρίσκομεν
λείας ἁπάσας καὶ κατηναρισμένας
ἐκ χειρὸς αὐτοῖς ποιμνίων ἐπιστάταις.
τήνδ᾽ οὖν ἐκείνῳ πᾶς τις αἰτίαν νέμει.
καί μοί τις ὀπτὴρ αὐτὸν εἰσιδὼν μόνον
30 πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει
φράζει τε κἀδήλωσεν· εὐθέως δ᾽ ἐγὼ
κατ᾽ ἴχνος ᾄσσω, καὶ τὰ μὲν σημαίνομαι,
τὰ δ᾽ ἐκπέπληγμαι, κοὐκ ἔχω μαθεῖν ὅτου.
καιρὸν δ᾽ ἐφήκεις· πάντα γὰρ τά τ᾽ οὖν πάρος
35 τά τ᾽ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί.

***
ΑΘΗΝΑ
Παντού και πάντα, του Λαέρτη γιε, το μάτι μου
σε παίρνει να βγαίνεις κυνηγός για να προλάβεις
την πλεκτάνη κάθε εχθρού. Όπως και τώρα
από ώρα σε κοιτώ στις ναυτικές σκηνές
του Αίαντα να γυροφέρνεις, πέρα
στην άλλη άκρη της παράταξης, ψάχνοντας ίχνη,
φρέσκα πατήματα μετρώντας, να καταλάβεις
είναι μέσα αυτός ή έξω.
Και νά που σαν λακωνικό λαγωνικό μυρίζοντας,
σε φέρνει ο δρόμος στο σωστό· πριν από λίγο
μπήκε μέσα εκείνος, στάζοντας το κεφάλι ιδρώτα,
10 αίμα τα φονικά του χέρια.
Δεν έχεις λόγο πια παραβιάζοντας την πύλη
μέσα να δεις το τί συνέβη· πες μου μονάχα
της σπουδής σου τον σκοπό, και θα το μάθεις
από μένα αυτό που ξέρω.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Ω, η φωνή σου, Αθηνά, της φιλικότερης θεάς,
αναγνωρίζεται εύκολα, ακόμη κι αν τα μάτια
δεν σε βλέπουν· τον ήχο της ωστόσο ακούγοντας,
μέσα μου την αισθάνομαι, σαν από σάλπιγγα
τυρρηνική, χαλκόστομη.
Καλά και τώρα το κατάλαβες, τα πόδια μου
με σέρνουν σ᾽ εχθρό ασπιδοφόρο, τον Αίαντα
20 εννοώ. Εκείνον από ώρα ανιχνεύω, άλλον
κανένα· γιατί μέσα στη νύχτα αυτή
έχει τελέσει πράξη ανήκουστη σ᾽ εμάς,
αν πράγματι είναι δικό του αυτό το έργο.
Τίποτε βέβαιο ακόμη όμως, υπόνοιες μόνο
που θολώνουν το μυαλό. Γι᾽ αυτό κι εγώ
από μόνος μου δεσμεύτηκα να βρω μιαν άκρη.
Πριν από λίγο βρήκαμε τα κοπάδια,
όλης της λείας τη σοδειά, σφαγμένα από το ίδιο χέρι
μαζί μ᾽ εκείνους που τα φύλαγαν.
Σ᾽ εκείνον ρίχνει ο καθένας την ευθύνη.
Ένας σκοπός τον είδε, μόνος του να πηδά
30 στον κάμπο, με το σπαθί στο χέρι, ραντισμένο μ᾽ αίμα·
αυτός μου το εξήγησε μιλώντας, οπότε
εγώ αυτοστιγμεί στα χνάρια περιφέρομαι.
Κάποια πατήματα μου φαίνονται δικά του,
άλλα με κάνουν να σαστίζω, και δεν μπορώ
να καταλάβω τίνος είναι.
Στην ώρα έφτασες, λοιπόν· για καθετί, κι αυτό
που πέρασε κι εκείνο που θα ᾽ρθει, στο χέρι
το δικό σου αφήνομαι να μ᾽ οδηγήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου