Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (663-688)

ΚΥ. ὤμοι, κατηνθρακώμεθ᾽ ὀφθαλμοῦ σέλας.
ΧΟ. καλός γ᾽ ὁ παιάν· μέλπε μοι τόνδ᾽ αὖ, Κύκλωψ.
665 ΚΥ. ὤμοι μάλ᾽, ὡς ὑβρίσμεθ᾽, ὡς ὀλώλαμεν.
ἀλλ᾽ οὔτι μὴ φύγητε τῆσδ᾽ ἔξω πέτρας
χαίροντες, οὐδὲν ὄντες· ἐν πύλαισι γὰρ
σταθεὶς φάραγγος τῆσδ᾽ ἐναρμόσω χέρας.
ΧΟ. τί χρῆμ᾽ ἀυτεῖς, ὦ Κύκλωψ; ΚΥ. ἀπωλόμην.
670 ΧΟ. αἰσχρός γε φαίνηι. ΚΥ. κἀπὶ τοῖσδέ γ᾽ ἄθλιος.
ΧΟ. μεθύων κατέπεσες ἐς μέσους τοὺς ἄνθρακας;
ΚΥ. Οὖτίς μ᾽ ἀπώλεσ᾽. ΧΟ. οὐκ ἄρ᾽ οὐδείς ‹σ᾽› ἠδίκει.
ΚΥ. Οὖτίς με τυφλοῖ βλέφαρον. ΧΟ. οὐκ ἄρ᾽ εἶ τυφλός.
ΚΥ. †ὣς δὴ σύ†. ΧΟ. καὶ πῶς σ᾽ οὔτις ἂν θείη τυφλόν;
675 ΚΥ. σκώπτεις. ὁ δ᾽ Οὖτις ποῦ ᾽στιν; ΧΟ. οὐδαμοῦ, Κύκλωψ.
ΚΥ. ὁ ξένος ἵν᾽ ὀρθῶς ἐκμάθηις μ᾽ ἀπώλεσεν,
ὁ μιαρός, ὅς μοι δοὺς τὸ πῶμα κατέκλυσεν.
ΧΟ. δεινὸς γὰρ οἷνος καὶ παλαίεσθαι βαρύς.
ΚΥ. πρὸς θεῶν, πεφεύγασ᾽ ἢ μένουσ᾽ ἔσω δόμων;
680 ΧΟ. οὗτοι σιωπῆι τὴν πέτραν ἐπήλυγα
λαβόντες ἑστήκασι. ΚΥ. ποτέρας τῆς χερός;
ΧΟ. ἐν δεξιᾶι σου. ΚΥ. ποῦ; ΧΟ. πρὸς αὐτῆι τῆι πέτραι.
ἔχεις; ΚΥ. κακόν γε πρὸς κακῶι· τὸ κρανίον
παίσας κατέαγα. ΧΟ. καί σε διαφεύγουσί γε.
685 ΚΥ. οὐ τῆιδέ πηι, τῆιδ᾽ εἶπας; ΧΟ. οὔ· ταύτηι λέγω.
ΚΥ. πῆι γάρ; ΧΟ. περιάγου κεῖσε, πρὸς τἀριστερά.
ΚΥ. οἴμοι γελῶμαι· κερτομεῖτέ μ᾽ ἐν κακοῖς.
ΧΟ. ἀλλ᾽ οὐκέτ᾽, ἀλλὰ πρόσθεν οὗτός ἐστι σοῦ.

***
ΚΥΚ. Οϊμέ!
Το φως μου και τα μάτια μου πάνε, μου γίναν στάχτη!
ΧΟΡ. Ανάσταση! Αχ τί καλά! Για ξαναπές το, Κύκλωψ!
665ΚΥΚ. Αλί και τρισαλί! Με φάγανε! Μ᾽ ήβρε κακό μεγάλο!
Όμως δεν έχει να ξεφύγετε μακριά απ᾽ τον βράχο τούτον,
πλάσματα τιποτένια. Στης σπηλιάς αυτής εδώ τις πύλες
θα ᾽ναι φρουροί τα μπράτσα μου, την είσοδο θα φράξουν.
ΧΟΡ. Τί ουρλιαχτά είν᾽ αυτά, βρε Κύκλωπα; ΚΥΚ. Χάθηκα, πάω, ο μαύρος!
670ΧΟΡ. Πάντως έχεις τα χάλια σου. ΚΥΚ. Κι είμαι δυστυχισμένος.
ΧΟΡ. Βρε, πάνω στο μεθύσι σου έπεσες μες στη θράκα;
ΚΥΚ. Με χάλασε ο Κανένας. ΧΟΡ. Ε! Κανένας δεν σου φταίει.
ΚΥΚ. Με τύφλωσε ο Κανένας, βρε! ΧΟΡ. Τότε τυφλός δεν είσαι.
675ΚΥΚ. Με περιπαίζεις. Όμως πού εκρύφτηκε ο Κανένας;
ΧΟΡ. Ο Κανένας; Πουθενά!
ΚΥΚ. Ο ξένος, να σ᾽ το πω απλά, με χάλασε, με ξέκανε,
πανάθεμά τονα, που μ᾽ έπνιξε με το βρωμοκρασί του.
ΧΟΡ. Τρομερό πράμα το κρασί, κι αντίπαλος βαρβάτος.
ΚΥΚ. Πείτε μου, στον θεό σας, φύγανε γιά είν᾽ ακόμα μέσα;
680ΧΟΡ. Πίσω απ᾽ τον βράχον εκρυφτήκανε· εκεί έχουνε λουφάξει.
ΚΥΚ. Στα δεξιά ή στ᾽ αριστερά; ΧΟΡ. Στα δεξιά σου. ΚΥΚ. Πού ᾽ν᾽ τους;
ΧΟΡ. Στον βράχο εκείνον κολλητά. Τους τσάκωσες, τους βρήκες;
ΚΥΚ. (Σκουντουφλάει πάνω στον βράχο) Κι άλλη με βρήκε συμφορά!
Τσάκισα το κεφάλι μου.
ΧΟΡ. Ακόμα να τους πιάσεις, βρε; ΚΥΚ. Μα… από δω μου είπες;
684Ή από την άλλη μήπως;
ΧΟΡ. Όχι από δω — σου ᾽πα, από κει. ΚΥΚ. Μα… πού μου ᾽πες τέλος πάντων;
ΧΟΡ. Στρίψε από κει, αριστερά. ΚΥΚ. Άχου, με περιπαίζουν.
Γελάτε, κοροϊδεύετε τις μαύρες συμφορές μου.
ΧΟΡ. Όχι, όχι τώρα σοβαρά: νά τους, εδώ μπροστά σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου