δίνας ἀργυροειδεῖς
ἄγυρις Ἑλλάνων στρατιᾶς
ἀνά τε ναυσὶν καὶ σὺν ὅπλοις
755 Ἴλιον ἐς τὸ Τροίας
Φοιβήιον δάπεδον,
τὰν Κασάνδραν ἵν᾽ ἀκούω
ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους
χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας
760 κοσμηθεῖσαν, ὅταν θεοῦ
μαντόσυνοι πνεύσωσ᾽ ἀνάγκαι.
στάσονται δ᾽ ἐπὶ περγάμων [αντ.]
Τροίας ἀμφί τε τείχη
Τρῶες, ὅταν χάλκασπις Ἄρης
765 πόντιος εὐπρῴροισι πλάτας
εἰρεσίᾳ πελάζῃ
Σιμουντίοις ὀχετοῖς,
τὰν τῶν ἐν αἰθέρι δισσῶν
Διοσκούρων Ἑλέναν
770 ἐκ Πριάμου κομίσαι θέλων
ἐς γᾶν Ἑλλάδα δοριπόνοις
ἀσπίσι καὶ λόγχαις Ἀχαιῶν.
Πέργαμον δὲ Φρυγῶν πόλιν
λαΐνους περὶ πύργους
775 κυκλώσας Ἄρει φονίῳ,
λαιμοτόμους κεφαλὰς
σπάσας ‹Πάριν Ἀτρεΐδας,›
πέρσας κατ᾽ ἄκρας πόλιν,
θήσει κόρας πολυκλαύστους
780 δάμαρτά τε Πριάμου.
ἁ δὲ Διὸς Ἑλένα κόρα
πολύκλαυτος ἑδεῖται
πόσιν προλιποῦσα.
μήτ᾽ ἐμοὶ
μήτ᾽ ἐμοῖσι τέκνων τέκνοις
785 ἐλπὶς ἅδε ποτ᾽ ἔλθοι,
οἵαν αἱ πολύχρυσοι
Λυδαὶ καὶ Φρυγῶν ἄλοχοι
στήσουσι παρ᾽ ἱστοῖς
μυθεῦσαι τάδ᾽ ἐς ἀλλήλας·
790 Τίς ἄρα μ᾽ εὐπλοκάμου κόμας
ῥῦμα δακρυόεν τανύσας
πατρίδος ὀλλυμένας ἀπολωτιεῖ;
διὰ σέ, τὰν κύκνου δολιχαύχενος γόνον,
εἰ δὴ φάτις ἔτυμος ὡς
795 ἔτυχεν, [Λήδα] ὄρνιθι πταμένῳ
Διὸς ὅτ᾽ ἀλλάχθη δέμας, εἴτ᾽
ἐν δέλτοις Πιερίσιν
μῦθοι τάδ᾽ ἐς ἀνθρώπους
800 ἤνεγκαν παρὰ καιρὸν ἄλλως.
στριφογυρίσματα τώρα ο στρατός
—πλήθος!— θα πάει των Ελλήνων
με τα καράβια, με τα όπλα του,
στο Ίλιο, στην Τροία, τη χώρα του Απόλλωνα,
όπου, όπως λένε, η Κασάντρα,
με χλωροπράσινο αφού δαφνοστέφανο πρώτα
θα στολιστεί, τις ξανθές της αφήνει στον άνεμο
να κυματίζουν πλεξίδες,
760 όταν πνοές
θείες για μαντείες την κεντρίζουν
Γύρω στα τείχη της Τροίας και ψηλά
πάνω στο κάστρο οι Τρώες θα σταθούν,
προς του Σιμόεντα το ρέμα
σα θα σιμώνει απ᾽ το πέλαγο
με καραβιών λαμνοκόπημα ωριόπλωρων
ο χαλκαρμάτωτος Άρης·
πόθος του θα ᾽ναι να φέρει στην Ελλάδα,
770 από του Πρίαμου τη γη, των ουράνιων Διόσκουρων
την αδερφή, την Ελένη,
με ελληνικές
λόγχες και στέρεες ασπίδες.
Και όταν τριγύρω το Πέργαμο,
κάστρο των Τρώων, και τους πέτρινους πύργους του
με φονική πολεμόχαρη λύσσα ‹ο Ατρείδης› κυκλώσει,
απ᾽ το κεφάλι θα σύρει ‹τον Πάρη›, σφαγμένον,
απ᾽ την κορφή ως τα θεμέλια θα πάρει την πόλη,
780 και τη γυναίκα του Πρίαμου μαζί και τις κόρες του
βρύσες δακρύων θα τις κάμει.
Τότε κι η κόρη του Δία, η Ελένη,
δάκρυα θα χύσει πολλά,
που είναι του αντρός της προδότρα.
Ω, μήτ᾽ εμέ
μήτε ποτέ τα παιδιά των παιδιών μου να βρει
τέτοια αγωνία σαν αυτή
που οι βουτηγμένες στο μάλαμα θα ᾽χουν Λυδές
και των Φρυγών οι γυναίκες,
όταν,
στους αργαλειούς σα θα υφαίνουν, η μια τους στην άλλη θα λέει:
790 «Άραγε ποιός θα με σύρει, κλαμένη,
απ᾽ τα μαλλιά τα ωριοπλέξουδα;
απ᾽ τον κορμό της πατρίδας μου, σα θα ρημάζεται,
ποιός τον ανθό της ζωής μου θα κόψει;»
Ω, και για ποιόνε; για σένα όλ᾽ αυτά, θυγατέρα
του μακρολαίμη του κύκνου,
αν είν᾽ αλήθεια δα ο λόγος πως τάχα μορφή
πήρε πετούμενου ο Δίας
ή, στα χαμένα,
μύθοι ποιητών
800 έτσι τον άπλωσαν μέσα στον κόσμο.
ἄγυρις Ἑλλάνων στρατιᾶς
ἀνά τε ναυσὶν καὶ σὺν ὅπλοις
755 Ἴλιον ἐς τὸ Τροίας
Φοιβήιον δάπεδον,
τὰν Κασάνδραν ἵν᾽ ἀκούω
ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους
χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας
760 κοσμηθεῖσαν, ὅταν θεοῦ
μαντόσυνοι πνεύσωσ᾽ ἀνάγκαι.
στάσονται δ᾽ ἐπὶ περγάμων [αντ.]
Τροίας ἀμφί τε τείχη
Τρῶες, ὅταν χάλκασπις Ἄρης
765 πόντιος εὐπρῴροισι πλάτας
εἰρεσίᾳ πελάζῃ
Σιμουντίοις ὀχετοῖς,
τὰν τῶν ἐν αἰθέρι δισσῶν
Διοσκούρων Ἑλέναν
770 ἐκ Πριάμου κομίσαι θέλων
ἐς γᾶν Ἑλλάδα δοριπόνοις
ἀσπίσι καὶ λόγχαις Ἀχαιῶν.
Πέργαμον δὲ Φρυγῶν πόλιν
λαΐνους περὶ πύργους
775 κυκλώσας Ἄρει φονίῳ,
λαιμοτόμους κεφαλὰς
σπάσας ‹Πάριν Ἀτρεΐδας,›
πέρσας κατ᾽ ἄκρας πόλιν,
θήσει κόρας πολυκλαύστους
780 δάμαρτά τε Πριάμου.
ἁ δὲ Διὸς Ἑλένα κόρα
πολύκλαυτος ἑδεῖται
πόσιν προλιποῦσα.
μήτ᾽ ἐμοὶ
μήτ᾽ ἐμοῖσι τέκνων τέκνοις
785 ἐλπὶς ἅδε ποτ᾽ ἔλθοι,
οἵαν αἱ πολύχρυσοι
Λυδαὶ καὶ Φρυγῶν ἄλοχοι
στήσουσι παρ᾽ ἱστοῖς
μυθεῦσαι τάδ᾽ ἐς ἀλλήλας·
790 Τίς ἄρα μ᾽ εὐπλοκάμου κόμας
ῥῦμα δακρυόεν τανύσας
πατρίδος ὀλλυμένας ἀπολωτιεῖ;
διὰ σέ, τὰν κύκνου δολιχαύχενος γόνον,
εἰ δὴ φάτις ἔτυμος ὡς
795 ἔτυχεν, [Λήδα] ὄρνιθι πταμένῳ
Διὸς ὅτ᾽ ἀλλάχθη δέμας, εἴτ᾽
ἐν δέλτοις Πιερίσιν
μῦθοι τάδ᾽ ἐς ἀνθρώπους
800 ἤνεγκαν παρὰ καιρὸν ἄλλως.
***
ΧΟΡ. Προς του Σιμόεντα λοιπόν τ᾽ ασημιάστριφογυρίσματα τώρα ο στρατός
—πλήθος!— θα πάει των Ελλήνων
με τα καράβια, με τα όπλα του,
στο Ίλιο, στην Τροία, τη χώρα του Απόλλωνα,
όπου, όπως λένε, η Κασάντρα,
με χλωροπράσινο αφού δαφνοστέφανο πρώτα
θα στολιστεί, τις ξανθές της αφήνει στον άνεμο
να κυματίζουν πλεξίδες,
760 όταν πνοές
θείες για μαντείες την κεντρίζουν
Γύρω στα τείχη της Τροίας και ψηλά
πάνω στο κάστρο οι Τρώες θα σταθούν,
προς του Σιμόεντα το ρέμα
σα θα σιμώνει απ᾽ το πέλαγο
με καραβιών λαμνοκόπημα ωριόπλωρων
ο χαλκαρμάτωτος Άρης·
πόθος του θα ᾽ναι να φέρει στην Ελλάδα,
770 από του Πρίαμου τη γη, των ουράνιων Διόσκουρων
την αδερφή, την Ελένη,
με ελληνικές
λόγχες και στέρεες ασπίδες.
Και όταν τριγύρω το Πέργαμο,
κάστρο των Τρώων, και τους πέτρινους πύργους του
με φονική πολεμόχαρη λύσσα ‹ο Ατρείδης› κυκλώσει,
απ᾽ το κεφάλι θα σύρει ‹τον Πάρη›, σφαγμένον,
απ᾽ την κορφή ως τα θεμέλια θα πάρει την πόλη,
780 και τη γυναίκα του Πρίαμου μαζί και τις κόρες του
βρύσες δακρύων θα τις κάμει.
Τότε κι η κόρη του Δία, η Ελένη,
δάκρυα θα χύσει πολλά,
που είναι του αντρός της προδότρα.
Ω, μήτ᾽ εμέ
μήτε ποτέ τα παιδιά των παιδιών μου να βρει
τέτοια αγωνία σαν αυτή
που οι βουτηγμένες στο μάλαμα θα ᾽χουν Λυδές
και των Φρυγών οι γυναίκες,
όταν,
στους αργαλειούς σα θα υφαίνουν, η μια τους στην άλλη θα λέει:
790 «Άραγε ποιός θα με σύρει, κλαμένη,
απ᾽ τα μαλλιά τα ωριοπλέξουδα;
απ᾽ τον κορμό της πατρίδας μου, σα θα ρημάζεται,
ποιός τον ανθό της ζωής μου θα κόψει;»
Ω, και για ποιόνε; για σένα όλ᾽ αυτά, θυγατέρα
του μακρολαίμη του κύκνου,
αν είν᾽ αλήθεια δα ο λόγος πως τάχα μορφή
πήρε πετούμενου ο Δίας
ή, στα χαμένα,
μύθοι ποιητών
800 έτσι τον άπλωσαν μέσα στον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου