Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (334-377)

ΜΕ. νοῦς δ᾽ ὁ μὴ βέβαιος ἄδικον κτῆμα κοὐ σαφὲς φίλοις.
335 βούλομαι δέ σ᾽ ἐξελέγξαι, καὶ σὺ μήτ᾽ ὀργῆς ὕπο
ἀποτρέπου τἀληθές, οὔτε κατατενῶ λίαν ἐγώ.
οἶσθ᾽ ὅτ᾽ ἐσπούδαζες ἄρχειν Δαναΐδαις πρὸς Ἴλιον,
τῷ δοκεῖν μὲν οὐχὶ χρῄζων, τῷ δὲ βούλεσθαι θέλων,
ὡς ταπεινὸς ἦσθα πᾶσι, δεξιᾶς προσθιγγάνων
340 καὶ θύρας ἔχων ἀκλῄστους τῷ θέλοντι δημοτῶν
καὶ διδοὺς πρόσρησιν ἑξῆς πᾶσι —κεἰ μή τις θέλοι—
τοῖς τρόποις ζητῶν πρίασθαι τὸ φιλότιμον ἐκ μέσου;
κᾆτ᾽, ἐπεὶ κατέσχες ἀρχάς, μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους
τοῖς φίλοισιν οὐκέτ᾽ ἦσθα τοῖς πρὶν ὡς πρόσθεν φίλος,
345 δυσπρόσιτος ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος. ἄνδρα δ᾽ οὐ χρεὼν
τὸν ἀγαθὸν πράσσοντα μεγάλα τοὺς τρόπους μεθιστάναι,
ἀλλὰ καὶ βέβαιον εἶναι τότε μάλιστα τοῖς φίλοις,
ἡνίκ᾽ ὠφελεῖν μάλιστα δυνατός ἐστιν εὐτυχῶν.
ταῦτα μέν σε πρῶτ᾽ ἐπῆλθον, ἵνα σε πρῶθ᾽ ηὗρον κακόν.
350 ὡς δ᾽ ἐς Αὖλιν ἦλθες αὖθις χὡ Πανελλήνων στρατός,
οὐδὲν ἦσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐξεπλήσσου τῇ τύχῃ τῇ τῶν θεῶν,
οὐρίας πομπῆς σπανίζων· Δαναΐδαι δ᾽ ἀφιέναι
ναῦς διήγγελλον, μάτην δὲ μὴ πονεῖν ἐν Αὐλίδι.
ὡς ἄνολβον εἶχες ὄμμα σύγχυσίν τ᾽ εἰ μὴ νεῶν
355 χιλίων ἄρχων τὸ Πριάμου πεδίον ἐμπλήσεις δορός.
κἀμὲ παρεκάλεις· Τί δράσω; τίνα δὲ πόρον εὕρω πόθεν;—
ὥστε μὴ στερέντα σ᾽ ἀρχῆς ἀπολέσαι καλὸν κλέος.
κᾆτ᾽, ἐπεὶ Κάλχας ἐν ἱεροῖς εἶπε σὴν θῦσαι κόρην
Ἀρτέμιδι, καὶ πλοῦν ἔσεσθαι Δαναΐδαις, ἡσθεὶς φρένας
360 ἄσμενος θύσειν ὑπέστης παῖδα· καὶ πέμπεις ἑκών,
οὐ βίᾳ —μὴ τοῦτο λέξῃς— σῇ δάμαρτι, παῖδα σὴν
δεῦρ᾽ ἀποστέλλειν, Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην.
κᾆθ᾽ ὑποστρέψας λέληψαι μεταβαλὼν ἄλλας γραφάς,
ὡς φονεὺς οὐκέτι θυγατρὸς σῆς ἔσῃ. μάλιστά γε.
365 οὗτος αὑτός ἐστιν αἰθὴρ ὃς τάδ᾽ ἤκουσεν σέθεν.
μυρίοι δέ τοι πεπόνθασ᾽ αὐτό· πρὸς τὰ πράγματα
ἐκπονοῦσ᾽ ἔχοντες, εἶτα δ᾽ ἐξεχώρησαν κακῶς,
τὰ μὲν ὑπὸ γνώμης πολιτῶν ἀσυνέτου, τὰ δ᾽ ἐνδίκως,
ἀδύνατοι γεγῶτες αὐτοὶ διαφυλάξασθαι πόλιν.
370 Ἑλλάδος μάλιστ᾽ ἔγωγε τῆς ταλαιπώρου στένω,
ἥ, θέλουσα δρᾶν τι κεδνόν, βαρβάρους τοὺς οὐδένας
καταγελῶντας ἐξανήσει διὰ σὲ καὶ τὴν σὴν κόρην.
μηδέν᾽ ἀνδρείας ἕκατι προστάτην θείμην χθονός,
μηδ᾽ ὅπλων ἄρχοντα· νοῦν χρὴ τὸν στρατηλάτην ἔχειν·
375 πόλεος ὡς ἄρχων ἀνὴρ πᾶς, ξύνεσιν ἢν ἔχων τύχῃ.
ΧΟ. δεινὸν κασιγνήτοισι γίγνεσθαι λόγους
μάχας θ᾽, ὅταν ποτ᾽ ἐμπέσωσιν εἰς ἔριν.

***
ΜΕΝ. Κι η αστασία κακό· ένα πράμα για τους φίλους μας θολό.
Θα σου πω τα λάθη σου όλα· μη θυμώσεις κι αρνηθείς
την αλήθεια· δε θα φτάσω κιόλα εγώ σε υπερβολές.
Όταν πάσκιζες να γίνεις ο στρατάρχης της τρωικής
εκστρατείας —κι ας καμωνόσουν τάχα πως δεν το ᾽θελες—
ξέρεις πώς ταπεινωνόσουν· έκανες, όπου έβρισκες,
340 χειραψίες, η πόρτα σου ήταν στους πολίτες διάπλατη,
κι όλους, είτε θέλαν ή όχι, τους χαιρέταες στη σειρά,
με τους τρόπους σου ζητώντας να κερδίσεις την αρχή·
σαν την πήρες, τότες αμέσως άλλαξες τους τρόπους σου·
φίλος όπως πριν δεν ήσουν πια στους φίλους· κλείστηκες·
σπάνια, δύσκολα σε βλέπαν. Μα δεν πρέπει ένας καλός
άνθρωπος ν᾽ αλλάζει τρόπο, σαν ανέβει στα ψηλά·
τότε πιο πολύ στους φίλους πρέπει να είναι σταθερός,
σαν μπορεί απ᾽ τη θέση που έχει να βοηθήσει πιο πολύ.
Πρωτοχτύπησα το πρώτο που σου βρήκα ελάττωμα.
350 Κι όταν ήρθες στην Αυλίδα με όλο τον ελληνικό
το στρατό, ένα τίποτα ήσουν· τα ᾽χασες, γιατί οι θεοί
δε σου στέλναν πρίμο αέρα, δεν τα φέρνανε δεξιά·
λεύτερα τα πλοία ν᾽ αφήσεις φώναζαν οι Δαναοί,
κι όχι μέσα στην Αυλίδα να παιδεύονται άδικα.
Τί άθλια όψη, τί σκασίλα που είχες! Χίλιων καραβιών
αρχηγός, και μες στον κάμπο τον τρωικό να μη χυθεί
ο στρατός! Και με καλούσες· «τί να κάμω; σαν ποιό λες
νά ᾽βρω τρόπο;» μου ᾽λεες, «πούθε;», που τ᾽ αξίωμα το τρανό
να μη στερηθείς και χάσεις και τη δόξα. Και ύστερα,
όταν, τα ιερά ερευνώντας, είπε ο Κάλχας να σφαχτεί
για την Άρτεμη η δικιά σου κόρη, κι ότι οι Δαναοί
360 θα μπορέσουν ν᾽ αρμενίσουν, η καρδιά σου ευφράνθηκε
κι έταξες πως θα θυσιάσεις τη μικρή· και μήνυσες
πρόθυμα, όχι αναγκασμένος —τέτοιο πράμα μην το πεις—
στη γυναίκα σου να στείλει το κορίτσι, τάχα πως
ταίρι του Αχιλλέα θα γίνει. Κι ύστερα μετάνιωσες
και σε πιάνουμε να γράφεις άλλο γράμμα, πως φονιάς
δε θα γίνεις πια της κόρης. Τί σπουδαία! Τα λόγια αυτά
από το δικό σου στόμα ο ίδιος τ᾽ άκουσε ουρανός.
Πόσοι το παθαίνουν! Φτύνουν αίμα για να πάρουνε
την αρχή, και την αφήνουν ύστερα άσκημα, ή γιατί
με αμυαλιά ο λαός τούς κρίνει ή επειδή —σωστά αν κριθούν—
για τη φύλαξη της χώρας στάθηκαν ανίκανοι.
370 Πιο πολύ τη δόλια Ελλάδα κλαίω, εγώ τουλάχιστο·
ενώ κίνησε να κάμει κάποια πράξη σοβαρή,
τώρα αυτών των τιποτένιων των βαρβάρων θα γινεί
το περίγελο, εξαιτίας σου κι εξαιτίας της κόρης σου.
Δεν αρκεί η αντρεία για να ᾽σαι χώρας ή στρατού αρχηγός·
πρέπει ο στρατηλάτης να ᾽χει νου· σαν έχεις φρόνηση,
τότε είσ᾽ άξιος, μόνο τότε, πολιτεία να κυβερνάς.
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Φοβερή συμφορά η λογομαχία,
σαν τύχει να μαλώσουνε τ᾽ αδέρφια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου