945 ΠΕ. ἆρ᾽ ἂν δυναίμην τὰς Κιθαιρῶνος πτυχὰς
αὐταῖσι βάκχαις τοῖς ἐμοῖς ὤμοις φέρειν;
ΔΙ. δύναι᾽ ἄν, εἰ βούλοιο· τὰς δὲ πρὶν φρένας
οὐκ εἶχες ὑγιεῖς, νῦν δ᾽ ἔχεις οἵας σε δεῖ.
ΠΕ. μοχλοὺς φέρωμεν ἢ χεροῖν ἀνασπάσω
950 κορυφαῖς ὑποβαλὼν ὦμον ἢ βραχίονα;
ΔΙ. μὴ σύ γε τὰ Νυμφῶν διολέσηις ἱδρύματα
καὶ Πανὸς ἕδρας ἔνθ᾽ ἔχει συρίγματα.
ΠΕ. καλῶς ἔλεξας· οὐ σθένει νικητέον
γυναῖκας· ‹ὑπ᾽› ἐλάταις δ᾽ ἐμὸν κρύψω δέμας.
955 ΔΙ. κρύψηι σὺ κρύψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών,
ἐλθόντα δόλιον μαινάδων κατάσκοπον.
ΠΕ. καὶ μὴν δοκῶ σφας ἐν λόχμαις ὄρνιθας ὣς
λέκτρων ἔχεσθαι φιλτάτοις ἐν ἕρκεσιν.
ΔΙ. οὔκουν ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀποστέλληι φύλαξ;
960 λήψηι δ᾽ ἴσως σφας, ἢν σὺ μὴ ληφθῆις πάρος.
ΠΕ. κόμιζε διὰ μέσης με Θηβαίας χθονός·
μόνος γὰρ αὐτῶν εἰμ᾽ ἀνὴρ τολμῶν τόδε.
ΔΙ. μόνος σὺ πόλεως τῆσδ᾽ ὑπερκάμνεις, μόνος·
τοιγάρ σ᾽ ἀγῶνες ἀναμένουσιν οὓς ἐχρῆν.
965 ἕπου δέ· πομπὸς εἶμ᾽ ἐγὼ σωτήριος,
κεῖθεν δ᾽ ἀπάξει σ᾽ ἄλλος ... ΠΕ. ἡ τεκοῦσά γε.
ΔΙ. ἐπίσημον ὄντα πᾶσιν. ΠΕ. ἐπὶ τόδ᾽ ἔρχομαι.
ΔΙ. φερόμενος ἥξεις ... ΠΕ. ἁβρότητ᾽ ἐμὴν λέγεις.
ΔΙ. ἐν χερσὶ μητρός. ΠΕ. καὶ τρυφᾶν μ᾽ ἀναγκάσεις.
970 ΔΙ. τρυφάς γε τοιάσδ᾽. ΠΕ. ἀξίων μὲν ἅπτομαι.
ΔΙ. δεινὸς σὺ δεινὸς κἀπὶ δείν᾽ ἔρχηι πάθη,
ὥστ᾽ οὐρανῶι στηρίζον εὑρήσεις κλέος.
ἔκτειν᾽, Ἀγαυή, χεῖρας αἵ θ᾽ ὁμόσποροι
Κάδμου θυγατέρες· τὸν νεανίαν ἄγω
975 τόνδ᾽ εἰς ἀγῶνα μέγαν, ὁ νικήσων δ᾽ ἐγὼ
καὶ Βρόμιος ἔσται. τἄλλα δ᾽ αὐτὸ σημανεῖ.
***
ΠΕΝΘΕΑΣ
945 Άραγε θα μπορούσα να σηκώσω στους ώμους
τα φαράγγια του Κιθαιρώνα με τις βάκχες μαζί;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μπορείς, φτάνει να θέλεις.
Τα μυαλά που είχες πριν ήσαν άρρωστα.
Τώρα έχεις αυτά που πρέπει.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Να πάρουμε μαζί μας λοστούς;
950 Ή να βάλω κάτω από τις κορυφές του τον ώμο ή το μπράτσο
και να τον σηκώσω με τα χέρια;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όχι και να ισοπεδώσεις τα ιερά των νυμφών
και τους τόπους όπου κάθεται ο Παν και παίζει τη σύριγγα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έχεις δίκιο. Δεν πρέπει να νικηθούν οι γυναίκες με τη βία.
Θα κρύψω το κορμί μου στα έλατα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
955 Θα κρυφτείς στην κρύπτη που σου πρέπει να κρυφτείς,
έτσι που πας με δόλο να κατασκοπεύσεις τις μαινάδες.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τις βλέπω μέσα στους θάμνους, σαν τα πουλιά, πιασμένες
στις ηδονικές ιξόβεργες του πόθου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Γι᾽ αυτό ακριβώς και πηγαίνεις, για να τις παρακολουθήσεις.
960 Και ίσως θα τις πιάσεις, αν δεν πιαστείς πρώτα εσύ.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Οδήγησέ με μέσα από την πόλη της Θήβας.
Εγώ είμαι ο μόνος Θηβαίος άνδρας που το τολμώ αυτό.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μόνος εσύ πάσχεις γι᾽ αυτή την πόλη, μόνος.
Γι᾽ αυτό και σε περιμένουν αγώνες που σου πρέπουν.
965 Ακολούθησέ με. Θα σε οδηγήσω εγώ, συνοδός και σωτήρας.
Από εκεί θα σε φέρει πίσω κάποιος άλλος.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ναι, η μητέρα μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Τα βλέμματα όλων θα πέφτουν επάνω σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Γι᾽ αυτό και πηγαίνω.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Στο γυρισμό θα σε φέρουν στα χέρια…
ΠΕΝΘΕΑΣ
Με περιμένουν μεγαλεία.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
στα χέρια της μητέρας σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Με κάνεις χαϊδεμένο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
970 Τέτοιο χάδι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Πάντως, ξεκινώ για κάτι που μου αξίζει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Φοβερός είσαι, φοβερός,
και πορεύεσαι σε πάθη φοβερά.
Γι᾽ αυτό και η δόξα σου θα υψωθεί ως τον ουρανό.
Άπλωσε τα χέρια σου, Αγαύη.
Απλώστε τα, ομοαίματες κόρες του Κάδμου.
975 Τον νέο αυτόν τον οδηγώ σε αγώνα μέγα.
Θα νικήσω εγώ
και ο Διόνυσος.
Τα άλλα θα τα φανερώσει μόνη της η πράξη.
αὐταῖσι βάκχαις τοῖς ἐμοῖς ὤμοις φέρειν;
ΔΙ. δύναι᾽ ἄν, εἰ βούλοιο· τὰς δὲ πρὶν φρένας
οὐκ εἶχες ὑγιεῖς, νῦν δ᾽ ἔχεις οἵας σε δεῖ.
ΠΕ. μοχλοὺς φέρωμεν ἢ χεροῖν ἀνασπάσω
950 κορυφαῖς ὑποβαλὼν ὦμον ἢ βραχίονα;
ΔΙ. μὴ σύ γε τὰ Νυμφῶν διολέσηις ἱδρύματα
καὶ Πανὸς ἕδρας ἔνθ᾽ ἔχει συρίγματα.
ΠΕ. καλῶς ἔλεξας· οὐ σθένει νικητέον
γυναῖκας· ‹ὑπ᾽› ἐλάταις δ᾽ ἐμὸν κρύψω δέμας.
955 ΔΙ. κρύψηι σὺ κρύψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών,
ἐλθόντα δόλιον μαινάδων κατάσκοπον.
ΠΕ. καὶ μὴν δοκῶ σφας ἐν λόχμαις ὄρνιθας ὣς
λέκτρων ἔχεσθαι φιλτάτοις ἐν ἕρκεσιν.
ΔΙ. οὔκουν ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀποστέλληι φύλαξ;
960 λήψηι δ᾽ ἴσως σφας, ἢν σὺ μὴ ληφθῆις πάρος.
ΠΕ. κόμιζε διὰ μέσης με Θηβαίας χθονός·
μόνος γὰρ αὐτῶν εἰμ᾽ ἀνὴρ τολμῶν τόδε.
ΔΙ. μόνος σὺ πόλεως τῆσδ᾽ ὑπερκάμνεις, μόνος·
τοιγάρ σ᾽ ἀγῶνες ἀναμένουσιν οὓς ἐχρῆν.
965 ἕπου δέ· πομπὸς εἶμ᾽ ἐγὼ σωτήριος,
κεῖθεν δ᾽ ἀπάξει σ᾽ ἄλλος ... ΠΕ. ἡ τεκοῦσά γε.
ΔΙ. ἐπίσημον ὄντα πᾶσιν. ΠΕ. ἐπὶ τόδ᾽ ἔρχομαι.
ΔΙ. φερόμενος ἥξεις ... ΠΕ. ἁβρότητ᾽ ἐμὴν λέγεις.
ΔΙ. ἐν χερσὶ μητρός. ΠΕ. καὶ τρυφᾶν μ᾽ ἀναγκάσεις.
970 ΔΙ. τρυφάς γε τοιάσδ᾽. ΠΕ. ἀξίων μὲν ἅπτομαι.
ΔΙ. δεινὸς σὺ δεινὸς κἀπὶ δείν᾽ ἔρχηι πάθη,
ὥστ᾽ οὐρανῶι στηρίζον εὑρήσεις κλέος.
ἔκτειν᾽, Ἀγαυή, χεῖρας αἵ θ᾽ ὁμόσποροι
Κάδμου θυγατέρες· τὸν νεανίαν ἄγω
975 τόνδ᾽ εἰς ἀγῶνα μέγαν, ὁ νικήσων δ᾽ ἐγὼ
καὶ Βρόμιος ἔσται. τἄλλα δ᾽ αὐτὸ σημανεῖ.
***
ΠΕΝΘΕΑΣ
945 Άραγε θα μπορούσα να σηκώσω στους ώμους
τα φαράγγια του Κιθαιρώνα με τις βάκχες μαζί;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μπορείς, φτάνει να θέλεις.
Τα μυαλά που είχες πριν ήσαν άρρωστα.
Τώρα έχεις αυτά που πρέπει.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Να πάρουμε μαζί μας λοστούς;
950 Ή να βάλω κάτω από τις κορυφές του τον ώμο ή το μπράτσο
και να τον σηκώσω με τα χέρια;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όχι και να ισοπεδώσεις τα ιερά των νυμφών
και τους τόπους όπου κάθεται ο Παν και παίζει τη σύριγγα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έχεις δίκιο. Δεν πρέπει να νικηθούν οι γυναίκες με τη βία.
Θα κρύψω το κορμί μου στα έλατα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
955 Θα κρυφτείς στην κρύπτη που σου πρέπει να κρυφτείς,
έτσι που πας με δόλο να κατασκοπεύσεις τις μαινάδες.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Τις βλέπω μέσα στους θάμνους, σαν τα πουλιά, πιασμένες
στις ηδονικές ιξόβεργες του πόθου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Γι᾽ αυτό ακριβώς και πηγαίνεις, για να τις παρακολουθήσεις.
960 Και ίσως θα τις πιάσεις, αν δεν πιαστείς πρώτα εσύ.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Οδήγησέ με μέσα από την πόλη της Θήβας.
Εγώ είμαι ο μόνος Θηβαίος άνδρας που το τολμώ αυτό.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μόνος εσύ πάσχεις γι᾽ αυτή την πόλη, μόνος.
Γι᾽ αυτό και σε περιμένουν αγώνες που σου πρέπουν.
965 Ακολούθησέ με. Θα σε οδηγήσω εγώ, συνοδός και σωτήρας.
Από εκεί θα σε φέρει πίσω κάποιος άλλος.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ναι, η μητέρα μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Τα βλέμματα όλων θα πέφτουν επάνω σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Γι᾽ αυτό και πηγαίνω.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Στο γυρισμό θα σε φέρουν στα χέρια…
ΠΕΝΘΕΑΣ
Με περιμένουν μεγαλεία.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
στα χέρια της μητέρας σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Με κάνεις χαϊδεμένο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
970 Τέτοιο χάδι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Πάντως, ξεκινώ για κάτι που μου αξίζει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Φοβερός είσαι, φοβερός,
και πορεύεσαι σε πάθη φοβερά.
Γι᾽ αυτό και η δόξα σου θα υψωθεί ως τον ουρανό.
Άπλωσε τα χέρια σου, Αγαύη.
Απλώστε τα, ομοαίματες κόρες του Κάδμου.
975 Τον νέο αυτόν τον οδηγώ σε αγώνα μέγα.
Θα νικήσω εγώ
και ο Διόνυσος.
Τα άλλα θα τα φανερώσει μόνη της η πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου