[IX] Ὅθεν καὶ ἀπορεῖται πότερόν ἐστι μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀσκητόν, ἢ κατά τινα θείαν μοῖραν ἢ καὶ διὰ τύχην παραγίνεται. εἰ μὲν οὖν καὶ ἄλλο τί ἐστι θεῶν δώρημα ἀνθρώποις, εὔλογον καὶ τὴν εὐδαιμονίαν θεόσδοτον εἶναι, καὶ μάλιστα τῶν ἀνθρωπίνων ὅσῳ βέλτιστον. ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἴσως ἄλλης ἂν εἴη σκέψεως οἰκειότερον, φαίνεται δὲ κἂν εἰ μὴ θεόπεμπτός ἐστιν ἀλλὰ δι᾽ ἀρετὴν καί τινα μάθησιν ἢ ἄσκησιν παραγίνεται, τῶν θειοτάτων εἶναι· τὸ γὰρ τῆς ἀρετῆς ἆθλον καὶ τέλος ἄριστον εἶναι φαίνεται καὶ θεῖόν τι καὶ μακάριον. εἴη δ᾽ ἂν καὶ πολύκοινον· δυνατὸν γὰρ ὑπάρξαι πᾶσι τοῖς μὴ πεπηρωμένοις πρὸς ἀρετὴν διά τινος μαθήσεως καὶ ἐπιμελείας. εἰ δ᾽ ἐστὶν οὕτω βέλτιον ἢ τὸ διὰ τύχην εὐδαιμονεῖν, εὔλογον ἔχειν οὕτως, εἴπερ τὰ κατὰ φύσιν, ὡς οἷόν τε κάλλιστα ἔχειν, οὕτω πέφυκεν, ὁμοίως δὲ καὶ τὰ κατὰ τέχνην καὶ πᾶσαν αἰτίαν, καὶ μάλιστα ‹τὰ› κατὰ τὴν ἀρίστην. τὸ δὲ μέγιστον καὶ κάλλιστον ἐπιτρέψαι τύχῃ λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη.
Συμφανὲς δ᾽ ἐστὶ καὶ ἐκ τοῦ λόγου τὸ ζητούμενον· εἴρηται γὰρ ψυχῆς ἐνέργεια κατ᾽ ἀρετὴν ποιά τις. τῶν δὲ λοιπῶν ἀγαθῶν τὰ μὲν ὑπάρχειν ἀναγκαῖον, τὰ δὲ συνεργὰ καὶ χρήσιμα πέφυκεν ὀργανικῶς. ὁμολογούμενα δὲ ταῦτ᾽ ἂν εἴη καὶ τοῖς ἐν ἀρχῇ· τὸ γὰρ τῆς πολιτικῆς τέλος ἄριστον ἐτίθεμεν, αὕτη δὲ πλείστην ἐπιμέλειαν ποιεῖται τοῦ ποιούς τινας καὶ ἀγαθοὺς τοὺς πολίτας ποιῆσαι καὶ πρακτικοὺς τῶν καλῶν. εἰκότως οὖν οὔτε βοῦν οὔτε ἵππον οὔτε ἄλλο τῶν ζῴων οὐδὲν εὔδαιμον λέγομεν· οὐδὲν γὰρ αὐτῶν
[1100a] οἷόν τε κοινωνῆσαι τοιαύτης ἐνεργείας. διὰ ταύτην δὲ τὴν αἰτίαν οὐδὲ παῖς εὐδαίμων ἐστίν· οὔπω γὰρ πρακτικὸς τῶν τοιούτων διὰ τὴν ἡλικίαν· οἱ δὲ λεγόμενοι διὰ τὴν ἐλπίδα μακαρίζονται. δεῖ γάρ, ὥσπερ εἴπομεν, καὶ ἀρετῆς τελείας καὶ βίου τελείου. πολλαὶ γὰρ μεταβολαὶ γίνονται καὶ παντοῖαι τύχαι κατὰ τὸν βίον, καὶ ἐνδέχεται τὸν μάλιστ᾽ εὐθηνοῦντα μεγάλαις συμφοραῖς περιπεσεῖν ἐπὶ γήρως, καθάπερ ἐν τοῖς Τρωικοῖς περὶ Πριάμου μυθεύεται· τὸν δὲ τοιαύταις χρησάμενον τύχαις καὶ τελευτήσαντα ἀθλίως οὐδεὶς εὐδαιμονίζει.
***
[9] Αυτός είναι επίσης και ο λόγος που τίθεται το ερώτημα αν η ευδαιμονία είναι κάτι που αποκτιέται με τη σπουδή, με τον εθισμό ή με κάποια άλλη μορφή άσκησης, ή μήπως έρχεται στον άνθρωπο σαν ένα είδος δώρου των θεών ή και της τύχης. Αν δεχτούμε —γενικά— ότι υπάρχουν δώρα των θεών στους ανθρώπους, θα είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι και η ευδαιμονία είναι ένα δώρο των θεών, και μάλιστα περισσότερο αυτό από οποιοδήποτε άλλο από τα ανθρώπινα πράγματα, αφού είναι το καλύτερο από όλα. Ίσως όμως το ερώτημα θα εντασσόταν καλύτερα σε μιαν άλλη, μελλοντική μας έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι η ευδαιμονία, ακόμη και αν δεν είναι δώρο των θεών αλλά έρχεται στους ανθρώπους ως αποτέλεσμα της αρετής και κάποιας σπουδής ή άσκησης, είναι, πάντως, ένα από τα πιο θεϊκά πράγματα· γιατί το βραβείο και το τέλος της αρετής είναι —ολοφάνερα— το καλύτερο πράγμα στον κόσμο: είναι κάτι το θεϊκό και μακάριο.
Θα πρέπει, επίσης, να δεχτούμε ότι η ευδαιμονία είναι ένα κοινό αγαθό, που μπορεί να αποκτηθεί από πολλούς ανθρώπους, αφού είναι δυνατό να υπάρξει σε όλους όσοι δεν είναι ανάπηροι ως προς την αρετή: το μόνο που χρειάζεται είναι κάποιο είδος σπουδής και προσωπικής προσπάθειας. Αν όμως είναι καλύτερο με αυτόν τον τρόπο να γίνεται κανείς ευδαίμων παρά με την επενέργεια της τύχης, είναι εύλογο έτσι να έχει το πράγμα, αφού τα πάντα στη φύση γίνονται πάντοτε με τον τελειότερο δυνατό τρόπο — το ίδιο ισχύει και στην περιοχή της τέχνης και, γενικά, της κάθε αιτίας, πολύ περισσότερο, φυσικά, στην περιοχή της καλύτερης από όλες τις αιτίες. Να αφήσουμε όμως στην τύχη το πιο μεγάλο και το πιο ωραίο πράγμα θα ήταν ένα πολύ μεγάλο σφάλμα.
Το θέμα όμως που συζητούμε διαφωτίζεται και από τον ορισμό που δώσαμε. Είπαμε δηλαδή ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή. Από τα υπόλοιπα αγαθά μερικά πρέπει απαραιτήτως να υπάρχουν, ενώ άλλα είναι —από τη φύση τους— βοηθητικά και χρήσιμα σαν εργαλεία.
Αυτά βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία και με όσα είπαμε στην αρχή αρχή. Εκεί ορίσαμε ότι το τέλος της πολιτικής τέχνης/επιστήμης είναι το υπέρτατο τέλος. Αυτό λοιπόν για το οποίο κυρίως φροντίζει αυτή η τέχνη/επιστήμη είναι το να προσδώσει μια συγκεκριμένη ποιότητα στους πολίτες: να τους κάνει καλούς και ικανούς να πράττουν ωραίες πράξεις. Πολύ δικαιολογημένα, άρα, δεν χαρακτηρίζουμε ποτέ ευδαίμονα ούτε το βόδι ούτε το άλογο ούτε οποιοδήποτε άλλο ζώο, αφού κανένα τους
[1100a] δεν μπορεί να έχει συμμετοχή σε τέτοιου είδους ενέργειες. Για τον ίδιο λόγο ούτε και σ᾽ ένα παιδί μπορεί να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός αυτός, για τον λόγο ότι το παιδί δεν έχει ακόμη την ικανότητα —λόγω ηλικίας— να κάνει τέτοιου είδους ενέργειες· και όσα παιδιά τα χαρακτηρίζουμε έτσι, είναι γιατί τρέφουμε γι᾽ αυτά καλές ελπίδες. Γιατί, όπως το είπαμε ήδη, δεν χρειάζεται μόνο τέλεια αρετή· χρειάζεται και μια τέλεια ζωή. Γιατί στη ζωή συμβαίνουν πολλές μεταβολές και λογιών λογιών τύχες, και είναι ενδεχόμενο ακόμη και ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος να περιπέσει στα γηρατειά του σε μεγάλες δυστυχίες, όπως διηγούνται για τον Πρίαμο τα ποιήματα του Τρωικού κύκλου. Έναν τέτοιο όμως άνθρωπο, έναν άνθρωπο που τον βρήκαν τέτοιες δυστυχίες και τέλειωσε άθλια τη ζωή του, κανένας δεν τον λέει ευδαίμονα.
Συμφανὲς δ᾽ ἐστὶ καὶ ἐκ τοῦ λόγου τὸ ζητούμενον· εἴρηται γὰρ ψυχῆς ἐνέργεια κατ᾽ ἀρετὴν ποιά τις. τῶν δὲ λοιπῶν ἀγαθῶν τὰ μὲν ὑπάρχειν ἀναγκαῖον, τὰ δὲ συνεργὰ καὶ χρήσιμα πέφυκεν ὀργανικῶς. ὁμολογούμενα δὲ ταῦτ᾽ ἂν εἴη καὶ τοῖς ἐν ἀρχῇ· τὸ γὰρ τῆς πολιτικῆς τέλος ἄριστον ἐτίθεμεν, αὕτη δὲ πλείστην ἐπιμέλειαν ποιεῖται τοῦ ποιούς τινας καὶ ἀγαθοὺς τοὺς πολίτας ποιῆσαι καὶ πρακτικοὺς τῶν καλῶν. εἰκότως οὖν οὔτε βοῦν οὔτε ἵππον οὔτε ἄλλο τῶν ζῴων οὐδὲν εὔδαιμον λέγομεν· οὐδὲν γὰρ αὐτῶν
[1100a] οἷόν τε κοινωνῆσαι τοιαύτης ἐνεργείας. διὰ ταύτην δὲ τὴν αἰτίαν οὐδὲ παῖς εὐδαίμων ἐστίν· οὔπω γὰρ πρακτικὸς τῶν τοιούτων διὰ τὴν ἡλικίαν· οἱ δὲ λεγόμενοι διὰ τὴν ἐλπίδα μακαρίζονται. δεῖ γάρ, ὥσπερ εἴπομεν, καὶ ἀρετῆς τελείας καὶ βίου τελείου. πολλαὶ γὰρ μεταβολαὶ γίνονται καὶ παντοῖαι τύχαι κατὰ τὸν βίον, καὶ ἐνδέχεται τὸν μάλιστ᾽ εὐθηνοῦντα μεγάλαις συμφοραῖς περιπεσεῖν ἐπὶ γήρως, καθάπερ ἐν τοῖς Τρωικοῖς περὶ Πριάμου μυθεύεται· τὸν δὲ τοιαύταις χρησάμενον τύχαις καὶ τελευτήσαντα ἀθλίως οὐδεὶς εὐδαιμονίζει.
***
[9] Αυτός είναι επίσης και ο λόγος που τίθεται το ερώτημα αν η ευδαιμονία είναι κάτι που αποκτιέται με τη σπουδή, με τον εθισμό ή με κάποια άλλη μορφή άσκησης, ή μήπως έρχεται στον άνθρωπο σαν ένα είδος δώρου των θεών ή και της τύχης. Αν δεχτούμε —γενικά— ότι υπάρχουν δώρα των θεών στους ανθρώπους, θα είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι και η ευδαιμονία είναι ένα δώρο των θεών, και μάλιστα περισσότερο αυτό από οποιοδήποτε άλλο από τα ανθρώπινα πράγματα, αφού είναι το καλύτερο από όλα. Ίσως όμως το ερώτημα θα εντασσόταν καλύτερα σε μιαν άλλη, μελλοντική μας έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι η ευδαιμονία, ακόμη και αν δεν είναι δώρο των θεών αλλά έρχεται στους ανθρώπους ως αποτέλεσμα της αρετής και κάποιας σπουδής ή άσκησης, είναι, πάντως, ένα από τα πιο θεϊκά πράγματα· γιατί το βραβείο και το τέλος της αρετής είναι —ολοφάνερα— το καλύτερο πράγμα στον κόσμο: είναι κάτι το θεϊκό και μακάριο.
Θα πρέπει, επίσης, να δεχτούμε ότι η ευδαιμονία είναι ένα κοινό αγαθό, που μπορεί να αποκτηθεί από πολλούς ανθρώπους, αφού είναι δυνατό να υπάρξει σε όλους όσοι δεν είναι ανάπηροι ως προς την αρετή: το μόνο που χρειάζεται είναι κάποιο είδος σπουδής και προσωπικής προσπάθειας. Αν όμως είναι καλύτερο με αυτόν τον τρόπο να γίνεται κανείς ευδαίμων παρά με την επενέργεια της τύχης, είναι εύλογο έτσι να έχει το πράγμα, αφού τα πάντα στη φύση γίνονται πάντοτε με τον τελειότερο δυνατό τρόπο — το ίδιο ισχύει και στην περιοχή της τέχνης και, γενικά, της κάθε αιτίας, πολύ περισσότερο, φυσικά, στην περιοχή της καλύτερης από όλες τις αιτίες. Να αφήσουμε όμως στην τύχη το πιο μεγάλο και το πιο ωραίο πράγμα θα ήταν ένα πολύ μεγάλο σφάλμα.
Το θέμα όμως που συζητούμε διαφωτίζεται και από τον ορισμό που δώσαμε. Είπαμε δηλαδή ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή. Από τα υπόλοιπα αγαθά μερικά πρέπει απαραιτήτως να υπάρχουν, ενώ άλλα είναι —από τη φύση τους— βοηθητικά και χρήσιμα σαν εργαλεία.
Αυτά βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία και με όσα είπαμε στην αρχή αρχή. Εκεί ορίσαμε ότι το τέλος της πολιτικής τέχνης/επιστήμης είναι το υπέρτατο τέλος. Αυτό λοιπόν για το οποίο κυρίως φροντίζει αυτή η τέχνη/επιστήμη είναι το να προσδώσει μια συγκεκριμένη ποιότητα στους πολίτες: να τους κάνει καλούς και ικανούς να πράττουν ωραίες πράξεις. Πολύ δικαιολογημένα, άρα, δεν χαρακτηρίζουμε ποτέ ευδαίμονα ούτε το βόδι ούτε το άλογο ούτε οποιοδήποτε άλλο ζώο, αφού κανένα τους
[1100a] δεν μπορεί να έχει συμμετοχή σε τέτοιου είδους ενέργειες. Για τον ίδιο λόγο ούτε και σ᾽ ένα παιδί μπορεί να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός αυτός, για τον λόγο ότι το παιδί δεν έχει ακόμη την ικανότητα —λόγω ηλικίας— να κάνει τέτοιου είδους ενέργειες· και όσα παιδιά τα χαρακτηρίζουμε έτσι, είναι γιατί τρέφουμε γι᾽ αυτά καλές ελπίδες. Γιατί, όπως το είπαμε ήδη, δεν χρειάζεται μόνο τέλεια αρετή· χρειάζεται και μια τέλεια ζωή. Γιατί στη ζωή συμβαίνουν πολλές μεταβολές και λογιών λογιών τύχες, και είναι ενδεχόμενο ακόμη και ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος να περιπέσει στα γηρατειά του σε μεγάλες δυστυχίες, όπως διηγούνται για τον Πρίαμο τα ποιήματα του Τρωικού κύκλου. Έναν τέτοιο όμως άνθρωπο, έναν άνθρωπο που τον βρήκαν τέτοιες δυστυχίες και τέλειωσε άθλια τη ζωή του, κανένας δεν τον λέει ευδαίμονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου