«Συλλογισμένο σε βλέπω, Θαλή», είπε ο Μέλισσος σπάζοντας τη σιωπή. «Και σαν στενοχωρημένο. Σε απασχολεί κάτι; Συμβαίνει κάτι;»
«Δεν έμαθες, λοιπόν, Μέλισσε, πως ο βασιλιάς του έθνους των Περσών, ο Κύρος, ετοιμάζεται να επιτεθεί εναντίον του Κροίσου;»
«Όμως, Θαλή, ο Κροίσος είναι των Λυδών ο βασιλιάς και οι Λυδοί είναι εχθροί μας. Εμείς οι Μιλήσιοι είμαστε υποχρεωμένοι να του πληρώνουμε βαρύ φόρο κάθε χρόνο κι εκείνος όλο και θησαυρίζει, τόσο που λένε ότι πιο πλούσιο άνθρωπο απ’ αυτόν δεν μπορεί κανείς να συναντήσει πουθενά».
«Αλλά υπάρχει, Μέλισσε, και ένας πλούτος πιο ανεκτίμητος απ’ όλους, κι αυτόν τον έχουμε εδώ, στη Μίλητο. Τουλάχιστον ακόμη…»
«Για ποιο πράγμα μιλάς, Θαλή;»
«Μα για ποιο άλλο, Μέλισσε; Για την ελευθερία μας. Ο Κροίσος το είχε από την αρχή ξεκαθαρίσει, ότι, αν του δίνουμε κάθε χρόνο τους φόρους που μας ζητά, κι ας είναι βαριά η φορολογία του, δε θα θελήσει να μας υποτάξει και να μας στερήσει το μεγαλύτερο αγαθό, που είναι η ελευθερία. Αλλά ο Πέρσης δυνάστης είναι δεσποτικός. Δεν αφήνει ελευθερία ούτε στους δικούς του υπηκόους. Κι αν οι Πέρσες νικήσουν τους Λυδούς, τότε πια κι εμείς θα έχουμε να κάνουμε με τους Πέρσες… Εδώ και αρκετό καιρό προειδοποιώ τους συμπολίτες μας να είναι προετοιμασμένοι για μια επίθεση των Περσών. Ξέρω όμως, Μέλισσε, πως μόνοι μας, αν δε μας βοηθήσουν από την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα, δύσκολα θα τα βάλουμε με τους Πέρσες. Αλλά, ακόμα και αν οι Αθηναίοι, που είναι αδέλφια μας, στείλουν βοήθεια, και πάλι θα είναι πολύ δύσκολο να νικήσουμε τον Κύρο…»
Ο Μέλισσος ένιωσε να τον διαπερνά ολόκληρο ένα ρίγος. Τόσο καιρό που ταξίδευε σε άγνωστες θάλασσες είχε αποκοπεί από τις εξελίξεις από τον τόπο του κι ούτε που του είχε περάσει από το νου ότι η Μίλητος διέτρεχε έναν τόσο μεχάλο κίνδυνο. Κι όμως, τώρα το ήξερε βαθιά μέσα του, πως ο Θαλής είχε δίκιο. Ποτέ δε μιλούσε άσκοπα ο Θαλής, χωρίς να κατέχει καλά αυτό που έλεγε.
«Κι έτσι, Μέλισσε», συνέχισε ο Θαλής, «όταν πριν από λίγο καιρό ο Κροίσος έστειλε εδώ ανθρώπους δικούς του, που μας υποσχέθηκαν πλούσια ανταμοιβή αν τους βοηθήσουμε να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, εγώ απέτρεψα τους συμπολίτες μας από το να δεχτούν μια τέτοια συμφωνία. Είτε τους βοηθήσουμε είτε όχι, οι Λυδοί θα ηττηθούν σε αυτό τον πόλεμο. Εμείς πρέπει να κοιτάξουμε αν μπορούμε να σώσουμε τον τόπο μας, τη Μίλητο. Γι’ αυτό με βλέπεις έτσι, συλλογισμένο και στενοχωρημένο, όπως είπες…»
«Τα λόγια που μου είπες μόλις τώρα είναι ένα ακόμα δείγμα της σοφίας σου, Θαλή», αποκρίθηκε ο Μέλισσος. «Όσο για μένα, δεν ξέρω να πω τι θα γίνει με τους Πέρσες. Ας ελπίσουμε μονάχα για το καλύτερο…»
Μια ελπίδα που δεν έμελλε να βγει αληθινή.
Αυτό για το οποίο ανησυχούσε ο Θαλής, δηλαδή μια επίθεση των Περσών εναντίον των Ιώνων, δε θα αργούσε πολύ ακόμα. Αλλά τον πόλεμο που ερχόταν και που θα είχε ως συνέπεια την καταστροφή της πατρίδας του, της Μιλήτου, ο Θαλής δεν μπορούσε να τον εμποδίσει.
«Δεν έμαθες, λοιπόν, Μέλισσε, πως ο βασιλιάς του έθνους των Περσών, ο Κύρος, ετοιμάζεται να επιτεθεί εναντίον του Κροίσου;»
«Όμως, Θαλή, ο Κροίσος είναι των Λυδών ο βασιλιάς και οι Λυδοί είναι εχθροί μας. Εμείς οι Μιλήσιοι είμαστε υποχρεωμένοι να του πληρώνουμε βαρύ φόρο κάθε χρόνο κι εκείνος όλο και θησαυρίζει, τόσο που λένε ότι πιο πλούσιο άνθρωπο απ’ αυτόν δεν μπορεί κανείς να συναντήσει πουθενά».
«Αλλά υπάρχει, Μέλισσε, και ένας πλούτος πιο ανεκτίμητος απ’ όλους, κι αυτόν τον έχουμε εδώ, στη Μίλητο. Τουλάχιστον ακόμη…»
«Για ποιο πράγμα μιλάς, Θαλή;»
«Μα για ποιο άλλο, Μέλισσε; Για την ελευθερία μας. Ο Κροίσος το είχε από την αρχή ξεκαθαρίσει, ότι, αν του δίνουμε κάθε χρόνο τους φόρους που μας ζητά, κι ας είναι βαριά η φορολογία του, δε θα θελήσει να μας υποτάξει και να μας στερήσει το μεγαλύτερο αγαθό, που είναι η ελευθερία. Αλλά ο Πέρσης δυνάστης είναι δεσποτικός. Δεν αφήνει ελευθερία ούτε στους δικούς του υπηκόους. Κι αν οι Πέρσες νικήσουν τους Λυδούς, τότε πια κι εμείς θα έχουμε να κάνουμε με τους Πέρσες… Εδώ και αρκετό καιρό προειδοποιώ τους συμπολίτες μας να είναι προετοιμασμένοι για μια επίθεση των Περσών. Ξέρω όμως, Μέλισσε, πως μόνοι μας, αν δε μας βοηθήσουν από την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα, δύσκολα θα τα βάλουμε με τους Πέρσες. Αλλά, ακόμα και αν οι Αθηναίοι, που είναι αδέλφια μας, στείλουν βοήθεια, και πάλι θα είναι πολύ δύσκολο να νικήσουμε τον Κύρο…»
Ο Μέλισσος ένιωσε να τον διαπερνά ολόκληρο ένα ρίγος. Τόσο καιρό που ταξίδευε σε άγνωστες θάλασσες είχε αποκοπεί από τις εξελίξεις από τον τόπο του κι ούτε που του είχε περάσει από το νου ότι η Μίλητος διέτρεχε έναν τόσο μεχάλο κίνδυνο. Κι όμως, τώρα το ήξερε βαθιά μέσα του, πως ο Θαλής είχε δίκιο. Ποτέ δε μιλούσε άσκοπα ο Θαλής, χωρίς να κατέχει καλά αυτό που έλεγε.
«Κι έτσι, Μέλισσε», συνέχισε ο Θαλής, «όταν πριν από λίγο καιρό ο Κροίσος έστειλε εδώ ανθρώπους δικούς του, που μας υποσχέθηκαν πλούσια ανταμοιβή αν τους βοηθήσουμε να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, εγώ απέτρεψα τους συμπολίτες μας από το να δεχτούν μια τέτοια συμφωνία. Είτε τους βοηθήσουμε είτε όχι, οι Λυδοί θα ηττηθούν σε αυτό τον πόλεμο. Εμείς πρέπει να κοιτάξουμε αν μπορούμε να σώσουμε τον τόπο μας, τη Μίλητο. Γι’ αυτό με βλέπεις έτσι, συλλογισμένο και στενοχωρημένο, όπως είπες…»
«Τα λόγια που μου είπες μόλις τώρα είναι ένα ακόμα δείγμα της σοφίας σου, Θαλή», αποκρίθηκε ο Μέλισσος. «Όσο για μένα, δεν ξέρω να πω τι θα γίνει με τους Πέρσες. Ας ελπίσουμε μονάχα για το καλύτερο…»
Μια ελπίδα που δεν έμελλε να βγει αληθινή.
Αυτό για το οποίο ανησυχούσε ο Θαλής, δηλαδή μια επίθεση των Περσών εναντίον των Ιώνων, δε θα αργούσε πολύ ακόμα. Αλλά τον πόλεμο που ερχόταν και που θα είχε ως συνέπεια την καταστροφή της πατρίδας του, της Μιλήτου, ο Θαλής δεν μπορούσε να τον εμποδίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου