οἵ τ᾽ ἔσω δωμάτων πλουτογα- [στρ. β] 800
θῆ μυχὸν νομίζετε,
κλῦτε, σύμφρονες θεοί·
ἄγετε
τῶν πάλαι πεπραγμένων
805 λύσασθ᾽ αἷμα προσφάτοις δίκαις·
γέρων φόνος μηκέτ᾽ ἐν δόμοις τέκοι.
τὸ δὲ καλῶς κτίμενον ὦ μέγα ναίων [ἐφύμν. β]
στόμιον, εὖ δὸς ἀνιδεῖν δόμον ἀνδρός,
καί νιν ἐλευθερίας φῶς
810 λαμπρὸν ἰδεῖν φιλίοις
ὄμμασιν ‹ἐκ› δνοφερᾶς καλύπτρας.
ξυλλάβοι δ᾽ ἐνδίκως παῖς ὁ Μαί- [ἀντ. β]
ας, ἐπεὶ φορώτατος
πρᾶξιν οὐρίσαι θέλων.
815 ἀλαὰ πολλὰ δ᾽ ἀμφανεῖ χρῄζων [κρυπτά],
ἄσκοπον δ᾽ ἔπος λέγων
νυκτὸς προὐμμάτων σκότον φέρει,
καθ᾽ ἡμέραν δ᾽ οὐδὲν ἐμφανέστερος.
‹τὸ δὲ καλῶς κτίμενον ὦ μέγα ναίων [ἐφύμν. β]
στόμιον, εὖ δὸς ἀνιδεῖν δόμον ἀνδρός,
καί νιν ἐλευθερίας φῶς
λαμπρὸν ἰδεῖν φιλίοις
ὄμμασιν ‹ἐκ› δνοφερᾶς καλύπτρας.›
***
800 Και σεις που μέσα στ᾽ άδυτα
των παλατιών χαίρεστε τ᾽ αγαθά των,
ακούτε μας, ομόγνωμοι θεοί,
και κάμετε να ξεπλυθεί
με νέα εκδίκηση γοργή
το αίμα των πρωτινών κριμάτων·
κι έπειτα ας πάψει ο γέρος φόνος πια
᾽δω μέσα να γεννοβολά.
Μα, ω που στην τρίσβαθη σπηλιά
καλόχτιστη έχεις κατοικιά,
κάμε το σπίτι πάλι ν᾽ αναβλέψει
και λαμπρό φως ελευτεριάς
810 να δει με μάτια χαρωπά
μεσ᾽ απ᾽ τη μαύρη του τη σκέπη.
Και είθε, καθώς είναι σωστό,
κι ο γιός της Μαίας χέρι να δώσει,
που, αν θέλει, απ᾽ όλους πιότερο μπορεί
πρίμα να φέρει μια δουλειά,
στο φως να βγάλει τα κρυφά
και μ᾽ ένα μάγιο του ν᾽ απλώσει,
τη νύχτα, μπρος στα μάτια σκοτεινιά
π᾽ ούτε κι η μέρα τη σκορπά.
Μα, ω που στην τρίσβαθη σπηλιά
καλόχτιστη έχεις κατοικιά,
κάμε το σπίτι πάλι ν᾽ αναβλέψει
και λαμπρό φως ελευτεριάς
να δει με μάτια χαρωπά
μεσ᾽ απ᾽ τη μαύρη του τη σκέπη.
θῆ μυχὸν νομίζετε,
κλῦτε, σύμφρονες θεοί·
ἄγετε
τῶν πάλαι πεπραγμένων
805 λύσασθ᾽ αἷμα προσφάτοις δίκαις·
γέρων φόνος μηκέτ᾽ ἐν δόμοις τέκοι.
τὸ δὲ καλῶς κτίμενον ὦ μέγα ναίων [ἐφύμν. β]
στόμιον, εὖ δὸς ἀνιδεῖν δόμον ἀνδρός,
καί νιν ἐλευθερίας φῶς
810 λαμπρὸν ἰδεῖν φιλίοις
ὄμμασιν ‹ἐκ› δνοφερᾶς καλύπτρας.
ξυλλάβοι δ᾽ ἐνδίκως παῖς ὁ Μαί- [ἀντ. β]
ας, ἐπεὶ φορώτατος
πρᾶξιν οὐρίσαι θέλων.
815 ἀλαὰ πολλὰ δ᾽ ἀμφανεῖ χρῄζων [κρυπτά],
ἄσκοπον δ᾽ ἔπος λέγων
νυκτὸς προὐμμάτων σκότον φέρει,
καθ᾽ ἡμέραν δ᾽ οὐδὲν ἐμφανέστερος.
‹τὸ δὲ καλῶς κτίμενον ὦ μέγα ναίων [ἐφύμν. β]
στόμιον, εὖ δὸς ἀνιδεῖν δόμον ἀνδρός,
καί νιν ἐλευθερίας φῶς
λαμπρὸν ἰδεῖν φιλίοις
ὄμμασιν ‹ἐκ› δνοφερᾶς καλύπτρας.›
***
800 Και σεις που μέσα στ᾽ άδυτα
των παλατιών χαίρεστε τ᾽ αγαθά των,
ακούτε μας, ομόγνωμοι θεοί,
και κάμετε να ξεπλυθεί
με νέα εκδίκηση γοργή
το αίμα των πρωτινών κριμάτων·
κι έπειτα ας πάψει ο γέρος φόνος πια
᾽δω μέσα να γεννοβολά.
Μα, ω που στην τρίσβαθη σπηλιά
καλόχτιστη έχεις κατοικιά,
κάμε το σπίτι πάλι ν᾽ αναβλέψει
και λαμπρό φως ελευτεριάς
810 να δει με μάτια χαρωπά
μεσ᾽ απ᾽ τη μαύρη του τη σκέπη.
Και είθε, καθώς είναι σωστό,
κι ο γιός της Μαίας χέρι να δώσει,
που, αν θέλει, απ᾽ όλους πιότερο μπορεί
πρίμα να φέρει μια δουλειά,
στο φως να βγάλει τα κρυφά
και μ᾽ ένα μάγιο του ν᾽ απλώσει,
τη νύχτα, μπρος στα μάτια σκοτεινιά
π᾽ ούτε κι η μέρα τη σκορπά.
Μα, ω που στην τρίσβαθη σπηλιά
καλόχτιστη έχεις κατοικιά,
κάμε το σπίτι πάλι ν᾽ αναβλέψει
και λαμπρό φως ελευτεριάς
να δει με μάτια χαρωπά
μεσ᾽ απ᾽ τη μαύρη του τη σκέπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου