950 ‹ΞΕ.› Ἰάων γὰρ ἀπηύρα, [στρ. β]
Ἰάων ναύφαρκτος
Ἄρης ἑτεραλκὴς
νυχίαν πλάκα κερσάμενος
δυσδαίμονά τ᾽ ἀκτάν.
955 ΧΟ. — οἰοιοῖ, βόα καὶ πάντ᾽ ἐκπεύθου.
— ποῦ δὲ φίλων ἄλλος ὄχλος;
— ποῦ δέ σοι παραστάται,
οἷος ἦν Φαρανδάκης,
Σούσας, Πελάγων, Δοτάμας, Ψάμμις,
960 Σουσισκάνης τ᾽, ἠδ᾽ Ἀγαβάτας
Ἀγαβάτανα λιπών;
ΞΕ. ὀλοοὺς ἀπέλειπον [ἀντ. β]
Τυρίας ἐκ ναὸς
ἔρροντας ἐπ᾽ ἀκταῖς
965 Σαλαμινιάσι, στυφελοῦ
θείνοντας ἐπ᾽ ἀκτᾶς.
ΧΟ. — οἰοιοῖ, ποῦ δή σοι Φαρνοῦχος;
— κἀριόμαρδός γ᾽ ἀγαθός;
— ποῦ δὲ Σευάλκης ἄναξ,
970 ἢ Λίλαιος εὐπάτωρ,
Μέμφις, Θάρυβις, καὶ Μασίστρας,
Ἀρτεμβάρης τ᾽ ἠδ᾽ Ὑσταίχμας;
τάδε σ᾽ ἐπανέρομαι.
***
ΞΕΡΞΗΣ
950 Των Ιώνων ήταν που μας άρπαξε
των Ιώνων ο καραβομάχος
ο Άρης, που βάρυν᾽ απ᾽ το μέρος τους,
θερίζοντας τη μαύρη άπλα της θάλασσας
και τους κατάρατους γιαλούς και βράχους.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου μου σκούζω, μα ρωτώ
για όλους να μάθω, πού ᾽ν᾽ οι τόσοι
οι φίλ᾽ οι άλλοι; πού οι πιστοί σου ακόλουθοι
ο Φαραντάκης, Σούσαντας
Πελάγωνας, Δοτάμης κι ο Αγδαβάτης,
960 Ψάμμης κι ο που τ᾽ Αγβάταν᾽ άφησε
να σ᾽ ακλουθήσει Σουσισκάνης;
ΞΕΡΞΗΣ
Τους άραχλους τους άφησα,
αφού από Τυριανή γαλέρα
βουλιάξανε, να παραδέρνουνε
γύρω στης Σαλαμίνας τους γιαλούς
χτυπώντας την τραχιά τη ξέρα.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου μου, πού ᾽ναι κι ο Φαρνούχος σου,
πού ᾽ν᾽ ο γενναίος ο Αριόμαρδός σου;
πού κι ο Σευάκης βασιλιάς,
970 ο Λίλαιος, ξακουστή γενιά,
ο Μέμφης, πού ο Υσταίχμιος
Μασίστρας, Αρτεμβάρης, Θάρυβης,
σε ρωτώ πάλι, πες μας;
Ἰάων ναύφαρκτος
Ἄρης ἑτεραλκὴς
νυχίαν πλάκα κερσάμενος
δυσδαίμονά τ᾽ ἀκτάν.
955 ΧΟ. — οἰοιοῖ, βόα καὶ πάντ᾽ ἐκπεύθου.
— ποῦ δὲ φίλων ἄλλος ὄχλος;
— ποῦ δέ σοι παραστάται,
οἷος ἦν Φαρανδάκης,
Σούσας, Πελάγων, Δοτάμας, Ψάμμις,
960 Σουσισκάνης τ᾽, ἠδ᾽ Ἀγαβάτας
Ἀγαβάτανα λιπών;
ΞΕ. ὀλοοὺς ἀπέλειπον [ἀντ. β]
Τυρίας ἐκ ναὸς
ἔρροντας ἐπ᾽ ἀκταῖς
965 Σαλαμινιάσι, στυφελοῦ
θείνοντας ἐπ᾽ ἀκτᾶς.
ΧΟ. — οἰοιοῖ, ποῦ δή σοι Φαρνοῦχος;
— κἀριόμαρδός γ᾽ ἀγαθός;
— ποῦ δὲ Σευάλκης ἄναξ,
970 ἢ Λίλαιος εὐπάτωρ,
Μέμφις, Θάρυβις, καὶ Μασίστρας,
Ἀρτεμβάρης τ᾽ ἠδ᾽ Ὑσταίχμας;
τάδε σ᾽ ἐπανέρομαι.
***
ΞΕΡΞΗΣ
950 Των Ιώνων ήταν που μας άρπαξε
των Ιώνων ο καραβομάχος
ο Άρης, που βάρυν᾽ απ᾽ το μέρος τους,
θερίζοντας τη μαύρη άπλα της θάλασσας
και τους κατάρατους γιαλούς και βράχους.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου μου σκούζω, μα ρωτώ
για όλους να μάθω, πού ᾽ν᾽ οι τόσοι
οι φίλ᾽ οι άλλοι; πού οι πιστοί σου ακόλουθοι
ο Φαραντάκης, Σούσαντας
Πελάγωνας, Δοτάμης κι ο Αγδαβάτης,
960 Ψάμμης κι ο που τ᾽ Αγβάταν᾽ άφησε
να σ᾽ ακλουθήσει Σουσισκάνης;
ΞΕΡΞΗΣ
Τους άραχλους τους άφησα,
αφού από Τυριανή γαλέρα
βουλιάξανε, να παραδέρνουνε
γύρω στης Σαλαμίνας τους γιαλούς
χτυπώντας την τραχιά τη ξέρα.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου μου, πού ᾽ναι κι ο Φαρνούχος σου,
πού ᾽ν᾽ ο γενναίος ο Αριόμαρδός σου;
πού κι ο Σευάκης βασιλιάς,
970 ο Λίλαιος, ξακουστή γενιά,
ο Μέμφης, πού ο Υσταίχμιος
Μασίστρας, Αρτεμβάρης, Θάρυβης,
σε ρωτώ πάλι, πες μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου