Τι ισχύ έχει στις μέρες μας ένα αφοπλιστικό χαμόγελο; Καμιά.
Γι’ αυτό ο καθείς παίρνει ένα όπλο από τον οίκο του, ένα ακόντιο και πορεύεται προς το κέντρο, χρησιμοποιώντας στις συναλλαγές του ένα ρήμα: το θέλω, το βούλομαι.
Όταν φθάνει στο γραφείο του αρχιτέκτονα, του δικηγόρου, του γιατρού, του εφημέριου, του χρηματιστή κτλ, δεν ζητάει τη συμβουλή του. Το βουλεύω, το έχω κατά νουν, το σκέπτομαι, απ’ όπου το “συμβουλεύω τινί”, “συμβουλεύω τινί χρῶμαι”, το αντικαθιστά αυτομάτως με το βούλομαι: το επιθυμώ· γι’ αυτό η πρώτη του λέξη είναι “θέλω”.
Φτάνει στο γραφείο του ιατρού. Θέλω απ’ αυτό, από το άλλο. Πέντε κρέμες, οκτώ κουτιά υπόθετα και σιρόπια και ηρεμιστικά και παυσίπονα και μισό κιλό βιταμίνες για να μην ξανάρχομαι.
Άλλοι πεθαίνουν από τις αρρώστιες και από την πείνα στην Αφρική, την Ασία, τη Νότια Αμερική και εδώ αρρωσταίνουμε από την κατανάλωση άχρηστων και πολλές φορές επικίνδυνων ουσιών.
Εδώ το “θέλω” υπηρετεί την ακόρεστη λαιμαργία, την υπερβολική πείνα αυτών που βούλονται μετά βουλιμίας.
Οι άνθρωποι βουλιμιούν -λέει σκωπτικά ο Αριστοφάνης- έχουν πείνα βοός (βους + λιμός= βουλιμία).
Η Βουλή, που προέρχεται από το βούλομαι και όχι από το μεταγενέστερο βουλεύω, σχετίζεται με τη βολή (του βάλλω). Ο βάλλων και εθέλων είναι ο πάλλων, ο κραδαίνων, ο σείων το ακόντιο. Η συμβουλή (από το βουλεύω) του γεροντότερου (βουλευτή) είναι το πώς να ρίξει σωστά το ακόντιο αυτός που βούλεται, που θέλει – για να “πιάσει” το θήραμα.
Με τη σωστή συμβουλή, η βολή γίνεται ευκολία. Ο άνθρωπος γίνεται εύ-βολος και έτσι τα ευ-βολεύει , τα τακτοποιεί , τα βολεύει.
Να μια οικογένεια λέξεων λοιπόν – βούλομαι, βουλή, βολή – που γεφυρώνουν τόσα χρόνια ιστορίας και που η ρίζα τους η αρχική χάνεται στα πρώτα χρόνια του κυνηγετικού μας βίου.
Τότε που οι νομάδες πρόγονοί μας έτρεχαν με τα ακόντια για την καθημερινή επιβίωση.
Προσοχή! Αν ο ''Θεός'' Θέλει δεν Είναι, αν Είναι δεν Θέλει τίποτα!
Γι’ αυτό ο καθείς παίρνει ένα όπλο από τον οίκο του, ένα ακόντιο και πορεύεται προς το κέντρο, χρησιμοποιώντας στις συναλλαγές του ένα ρήμα: το θέλω, το βούλομαι.
Όταν φθάνει στο γραφείο του αρχιτέκτονα, του δικηγόρου, του γιατρού, του εφημέριου, του χρηματιστή κτλ, δεν ζητάει τη συμβουλή του. Το βουλεύω, το έχω κατά νουν, το σκέπτομαι, απ’ όπου το “συμβουλεύω τινί”, “συμβουλεύω τινί χρῶμαι”, το αντικαθιστά αυτομάτως με το βούλομαι: το επιθυμώ· γι’ αυτό η πρώτη του λέξη είναι “θέλω”.
Φτάνει στο γραφείο του ιατρού. Θέλω απ’ αυτό, από το άλλο. Πέντε κρέμες, οκτώ κουτιά υπόθετα και σιρόπια και ηρεμιστικά και παυσίπονα και μισό κιλό βιταμίνες για να μην ξανάρχομαι.
Άλλοι πεθαίνουν από τις αρρώστιες και από την πείνα στην Αφρική, την Ασία, τη Νότια Αμερική και εδώ αρρωσταίνουμε από την κατανάλωση άχρηστων και πολλές φορές επικίνδυνων ουσιών.
Εδώ το “θέλω” υπηρετεί την ακόρεστη λαιμαργία, την υπερβολική πείνα αυτών που βούλονται μετά βουλιμίας.
Οι άνθρωποι βουλιμιούν -λέει σκωπτικά ο Αριστοφάνης- έχουν πείνα βοός (βους + λιμός= βουλιμία).
Η Βουλή, που προέρχεται από το βούλομαι και όχι από το μεταγενέστερο βουλεύω, σχετίζεται με τη βολή (του βάλλω). Ο βάλλων και εθέλων είναι ο πάλλων, ο κραδαίνων, ο σείων το ακόντιο. Η συμβουλή (από το βουλεύω) του γεροντότερου (βουλευτή) είναι το πώς να ρίξει σωστά το ακόντιο αυτός που βούλεται, που θέλει – για να “πιάσει” το θήραμα.
Με τη σωστή συμβουλή, η βολή γίνεται ευκολία. Ο άνθρωπος γίνεται εύ-βολος και έτσι τα ευ-βολεύει , τα τακτοποιεί , τα βολεύει.
Να μια οικογένεια λέξεων λοιπόν – βούλομαι, βουλή, βολή – που γεφυρώνουν τόσα χρόνια ιστορίας και που η ρίζα τους η αρχική χάνεται στα πρώτα χρόνια του κυνηγετικού μας βίου.
Τότε που οι νομάδες πρόγονοί μας έτρεχαν με τα ακόντια για την καθημερινή επιβίωση.
Προσοχή! Αν ο ''Θεός'' Θέλει δεν Είναι, αν Είναι δεν Θέλει τίποτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου