150 ἒ ἕ, ἒ ἕ, [στρ. β]
ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω·
ὦ πότνι᾽ Ἥρα.
ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι·
Ἄρτεμι φίλα.
155 δοριτίνακτος αἰθὴρ ἐπιμαίνεται.
τί πόλις ἄμμι πάσχει, τί γενήσεται;
ποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός;
ἒ ἕ, ἒ ἕ, [ἀντ. β]
ἀκροβόλων [δ᾽] ἐπάλξεις λιθὰς ἔρχεται·
ὦ φίλ᾽ Ἄπολλον.
160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέων·
παῖ Διός, ὅθεν
πολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ,
σύ τε, μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα, πρὸ πόλεως
165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου.
ἰὼ παναρκεῖς θεοί, [στρ. γ]
ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶς
τᾶσδε πυργοφύλακες,
πόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽
170 ἑτεροφώνῳ στρατῷ.
κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκως
χειροτόνους λιτάς.
ἰὼ φίλοι δαίμονες, [ἀντ. γ]
175 λυτήριοί ‹τ᾽› ἀμφιβάντες πόλιν
δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλεις,
μέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίων,
μελόμενοι δ᾽ ἄλξατε·
φιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων
180 μνήστορες ἐστέ μοι.
***
150 Αά, Αά!
Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώ,
Ήρα μου δέσποινα,
στρίζουν βαρύφορτα τ᾽ αξόνια, νά, των τροχών.
Γλυκειά μου Αρτέμιδα,
κονταροτίναχτος, άκου, φρενιάζει ο ουρανός·
τί κακό βρήκε την πόλη μας; τ᾽ είναι να γένει;
ποιό τέλος τάχα, απ᾽ τους θεούς μάς περιμένει;
Αά, Αά!
Στις ψηλές έπαλξες χαλάζ᾽ οι πέτρες πετούν,
ω φίλε Απόλλωνα,
160 κι απ᾽ τα χαλκόδετα σκουτάρια οι πύλες βροντούν.
Μα ω συ, που σ᾽ έταξε
ο Δίας στον πόλεμο να δίνεις τέλος καλό,
και συ, Όγκα δέσποινα, μπροστ᾽ απ᾽ την πόλη στημένη,
τη σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει.
Ω παντοδύναμοι Θεοί,
τρανοί θεοί, τρανές θεές, αυτής
πυργοφυλάχτορες της γης,
μην παραδώσετε από εχθρού
κοντάρι καταπονεμένα
170 τα κάστρα μας σ᾽ αλλόγλωσσο στρατό,
μ᾽ ακούστε μας που με υψωμένα
τα χέρια τα παρθενικά
σας κράζομε θλιφτά, ευλαβητικά!
Ω η μόνη μας εσείς απαντοχή,
το χέρι σας απλώσετε. θεοί,
πάνω στην πόλη να σωθεί,
δείξετε πως την αγαπάτε·
θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες
γνοιαστείτε μας και βοηθάτε·
τ᾽ άγια μυστήρια με τις πλούσιες
180 τις προσφορές μη μου ξεχνάτε.
ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω·
ὦ πότνι᾽ Ἥρα.
ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι·
Ἄρτεμι φίλα.
155 δοριτίνακτος αἰθὴρ ἐπιμαίνεται.
τί πόλις ἄμμι πάσχει, τί γενήσεται;
ποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός;
ἒ ἕ, ἒ ἕ, [ἀντ. β]
ἀκροβόλων [δ᾽] ἐπάλξεις λιθὰς ἔρχεται·
ὦ φίλ᾽ Ἄπολλον.
160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέων·
παῖ Διός, ὅθεν
πολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ,
σύ τε, μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα, πρὸ πόλεως
165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου.
ἰὼ παναρκεῖς θεοί, [στρ. γ]
ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶς
τᾶσδε πυργοφύλακες,
πόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽
170 ἑτεροφώνῳ στρατῷ.
κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκως
χειροτόνους λιτάς.
ἰὼ φίλοι δαίμονες, [ἀντ. γ]
175 λυτήριοί ‹τ᾽› ἀμφιβάντες πόλιν
δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλεις,
μέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίων,
μελόμενοι δ᾽ ἄλξατε·
φιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων
180 μνήστορες ἐστέ μοι.
***
150 Αά, Αά!
Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώ,
Ήρα μου δέσποινα,
στρίζουν βαρύφορτα τ᾽ αξόνια, νά, των τροχών.
Γλυκειά μου Αρτέμιδα,
κονταροτίναχτος, άκου, φρενιάζει ο ουρανός·
τί κακό βρήκε την πόλη μας; τ᾽ είναι να γένει;
ποιό τέλος τάχα, απ᾽ τους θεούς μάς περιμένει;
Αά, Αά!
Στις ψηλές έπαλξες χαλάζ᾽ οι πέτρες πετούν,
ω φίλε Απόλλωνα,
160 κι απ᾽ τα χαλκόδετα σκουτάρια οι πύλες βροντούν.
Μα ω συ, που σ᾽ έταξε
ο Δίας στον πόλεμο να δίνεις τέλος καλό,
και συ, Όγκα δέσποινα, μπροστ᾽ απ᾽ την πόλη στημένη,
τη σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει.
Ω παντοδύναμοι Θεοί,
τρανοί θεοί, τρανές θεές, αυτής
πυργοφυλάχτορες της γης,
μην παραδώσετε από εχθρού
κοντάρι καταπονεμένα
170 τα κάστρα μας σ᾽ αλλόγλωσσο στρατό,
μ᾽ ακούστε μας που με υψωμένα
τα χέρια τα παρθενικά
σας κράζομε θλιφτά, ευλαβητικά!
Ω η μόνη μας εσείς απαντοχή,
το χέρι σας απλώσετε. θεοί,
πάνω στην πόλη να σωθεί,
δείξετε πως την αγαπάτε·
θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες
γνοιαστείτε μας και βοηθάτε·
τ᾽ άγια μυστήρια με τις πλούσιες
180 τις προσφορές μη μου ξεχνάτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου