Μεταξύ “όλων όσων υπάρχουν”, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και άλλα ανθρώπινα όντα, τα οποία συγκατοικούν μαζί μας στην ίδια φυσική πραγματικότητα, βιώνοντας, το καθένα με τον δικό του τρόπο, έναν κόσμο που μοιραζόμαστε και που μας ανήκει εξίσου.
Οπότε, ένα οποιοδήποτε “άλλο” ον, ο Άλλος, είναι ένα ακόμα υποκείμενο που κάνει ακριβώς ό,τι κάνουμε κι εμείς, αλλά με διαφορετικό αποτέλεσμα· δηλαδή, όλοι μοιραζόμαστε τον ίδιο κόσμο, τον οποίο “αποκτά” ο καθένας μας μέσω των αισθήσεών του, από τη δική του υποκειμενική θέση θέασης.
Ο ψυχαναλυτής Jacques Lacan διαχωρίζει τον “άλλον” από τον “Άλλον”.
Ο “άλλος” υφίσταται για τον καθένα μας (α) ως ένα “αντίγραφο”, μια εκδοχή της δικής μας εικόνας γι’ αυτό που ονομάζουμε “άνθρωπος” και ταυτόχρονα (β) ως ένα ον το οποίο συνθέτουμε με τη φαντασία μας και στο οποίο προσδίδουμε τις ιδιότητες που εμείς υποθέτουμε ότι το χαρακτηρίζουν.
Αντίθετα, ο “Άλλος” συνιστά μία οντότητα, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από τον καθένα μας ως υποκείμενο και υπερβαίνει εντελώς το ψευδαισθητικό και φανταστικό ιδιωτικό μας μικροσύμπαν.
Ως εκ τούτου, ο Άλλος παραμένει εντελώς ασύλληπτος από τη φαντασία μας και πέρα από κάθε “προβολή” μας.
Επίσης, ο Άλλος είναι τόσο μοναδικός, όσο ακριβώς είμαστε κι εμείς – κάτι που σημαίνει ότι είναι αδύνατον να τον κατανοήσουμε ως αυτόνομη οντότητα με βάση μόνο γενικά κοινά μας χαρακτηριστικά. Ο Philip Brownell σημειώνει ότι η λέξη αυτή:
Οπότε, ένα οποιοδήποτε “άλλο” ον, ο Άλλος, είναι ένα ακόμα υποκείμενο που κάνει ακριβώς ό,τι κάνουμε κι εμείς, αλλά με διαφορετικό αποτέλεσμα· δηλαδή, όλοι μοιραζόμαστε τον ίδιο κόσμο, τον οποίο “αποκτά” ο καθένας μας μέσω των αισθήσεών του, από τη δική του υποκειμενική θέση θέασης.
Ο ψυχαναλυτής Jacques Lacan διαχωρίζει τον “άλλον” από τον “Άλλον”.
Ο “άλλος” υφίσταται για τον καθένα μας (α) ως ένα “αντίγραφο”, μια εκδοχή της δικής μας εικόνας γι’ αυτό που ονομάζουμε “άνθρωπος” και ταυτόχρονα (β) ως ένα ον το οποίο συνθέτουμε με τη φαντασία μας και στο οποίο προσδίδουμε τις ιδιότητες που εμείς υποθέτουμε ότι το χαρακτηρίζουν.
Αντίθετα, ο “Άλλος” συνιστά μία οντότητα, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από τον καθένα μας ως υποκείμενο και υπερβαίνει εντελώς το ψευδαισθητικό και φανταστικό ιδιωτικό μας μικροσύμπαν.
Ως εκ τούτου, ο Άλλος παραμένει εντελώς ασύλληπτος από τη φαντασία μας και πέρα από κάθε “προβολή” μας.
Επίσης, ο Άλλος είναι τόσο μοναδικός, όσο ακριβώς είμαστε κι εμείς – κάτι που σημαίνει ότι είναι αδύνατον να τον κατανοήσουμε ως αυτόνομη οντότητα με βάση μόνο γενικά κοινά μας χαρακτηριστικά. Ο Philip Brownell σημειώνει ότι η λέξη αυτή:
(α) Από τη μία πλευρά παραπέμπει σε ένα άλλο πρόσωπο με το οποίο έχουμε κοινά γνωρίσματα ως άνθρωποι (ένα “άλλο” ανθρώπινο ον ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ, έναν “άλλον” του ίδιου είδους – έναν “αλλότριο,” με τον οποίο αναπτύσσεται η αίσθηση της “αλλοτριότητας”).
(β) Από την άλλη πλευρά, παραπέμπει επίσης σε κάποιο πρόσωπο το οποίο είναι πολύ παράξενο και τόσο διαφορετικό, ώστε να γίνεται ακατανόητο (ένα άλλο πρόσωπο ως ΠΟΙΟΤΗΤΑ πλέον – έναν “έτερο”, με τον οποίο αναπτύσσεται η αίσθηση της “ετερότητας”, λες και ανήκει σε άλλο είδος).
Σύμφωνα με τον Brownell, ο “άλλος”, λόγω του ότι διαθέτει κάποια κοινά γνωρίσματα με τα δικά μας, είναι μία οντότητα την οποία κάνουμε ό,τι θέλουμε: μπορούμε να κατασκευάσουμε θεωρίες γι’ αυτήν την οντότητα, να κάνουμε υποθέσεις και να δημιουργήσουμε εικόνες, οι οποίες βασίζονται στην “πρώτη ύλη” της δικής μας ζωής. Αντίθετα, η προσέγγιση του “έτερου” προϋποθέτει την αποδοχή του ότι ένα οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είναι ένας ολόκληρος “έτερος”, συγκεκριμένος και εντελώς απρόσιτος σε εμάς κόσμος.
Ο Άλλος, ο “έτερος”, ακριβώς λόγω της ετερότητάς του, πολύ συχνά μας ξαφνιάζει όταν μάς φανερώνει το πώς εκλαμβάνει τις εκδηλώσεις μας, όταν κάνουμε κάτι μαζί· αυτό που σου λέω μπορεί να “ηχεί” για σένα ως κάτι ακατανόητο και, για μένα, οι αποκρίσεις σου μπορεί να είναι δείγμα ότι αψηφάς τη δική μου πραγματικότητα – ή το αντίστροφο.
Ο “άλλος”, όταν σημειώνεται με κεφαλαίο Α, γίνεται “Άλλος”, δηλώνοντας περισσότερο τη διαφορά, την “ετερότητα”. Σημειώνοντας “Άλλος”, είναι ένας τρόπος να δηλώνουμε το ότι ποτέ δεν θα γνωρίσουμε ολοκληρωτικά και “αληθινά” τον “Άλλον”, ποτέ δεν θα τον οικειοποιηθούμε, όσο και αν τον μεταπλάθουμε ως “άλλον” μέσα στον κόσμο μας.
Τελικά δεν πορεύομαι μόνο εγώ επάνω στον πλανήτη γη. Γνωρίζω ότι υπάρχουν και οι Άλλοι, με τους οποίους μοιράζομαι την ίδια φυσική πραγματικότητα· κάθε πράξη μου, ακόμη και όταν μένω μόνος ή ακίνητος, πάντα συμβαίνει σε έναν κόσμο ο οποίος δεν μου ανήκει αποκλειστικά, στον οποίον πάντα ήδη εμπλέκονται οι Άλλοι, ακόμα και με την απουσία τους. Οπότε, οι καταστάσεις που ζω, κατά μία έννοια πάντοτε περιλαμβάνουν τον Άλλον, έστω ως ιδέα.
Όταν ένα αντικείμενο, το οποίο αντιλαμβάνομαι γίνεται επίσης αντιληπτό από κάποιο άλλο πρόσωπο, τότε η σχέση μου με αυτό το αντικείμενο αλλάζει, με αποτέλεσμα να το βλέπω να υπάρχει σε μία φυσική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τη σχέση μου μαζί του. Αν δεν ήξερα ότι είναι άμεσα ή δυνητικά διαθέσιμο και στην εμπειρία Άλλων, θα ήταν σαν να μην ήταν “πραγματικό”, σαν να μην υπήρχε έξω από εμένα. Όταν κοιτάζω το δεξί μου πόδι, το βλέπω ως κάτι “εξωτερικό”, γιατί γνωρίζω ότι μπορούν να το δουν και οι Άλλοι – και είναι αυτός ο λόγος που βλέπω το πόδι μου να αποκτά υλική υπόσταση, ως κάτι υπαρκτό. Αλλιώς, θα ήταν σαν να ήμουν διαρκώς αδιαχώριστος από τον φυσικό κόσμο γύρω μου.
Παράλληλα, νιώθοντας τα μάτια του Άλλου επάνω μου, γνωρίζω ότι κάνει και αυτός ό,τι κάνω εγώ όταν συλλαμβάνω με τις αισθήσεις μου κάποιο συστατικό του κόσμου – άρα, γνωρίζω ότι κι εγώ γίνομαι για τον Άλλον ένα συστατικό του κόσμου. Σύμφωνα με τον Jean-Paul Sartre, είναι σαν να είμαι ένας ηδονοβλεψίας, γονατιστός μπροστά σε μία κλειδαρότρυπα και να βλέπω κρυφά τι κάνει κάποιος μέσα σ’ ένα δωμάτιο· αν ξαφνικά ακούσω πίσω μου το πάτωμα να τρίζει, αμέσως νιώθω επάνω μου το βλέμμα κάποιου Άλλου (ακόμα και αν δεν υπάρχει κανένας ως φυσική παρουσία), ο οποίος με βλέπει χωρίς να το καταλαβαίνω, ακριβώς όπως συμβαίνει με εμένα και με τον άνθρωπο μέσα στο δωμάτιο.
Ουσιαστικά, “με” βιώνω μέσα στο Βλέμμα ενός Άλλου, ο οποίος επίσης βλέπει και νοηματοδοτεί τον κόσμο· έτσι, μοιραία, νιώθω να γίνομαι μέρος των νοημάτων και των προθέσεων ενός άλλου ανθρώπινου όντος, νιώθω να γίνομαι μέσα στο Βλέμμα του μέρος ενός αλλότριου κόσμου νοημάτων (ο οποίος διαφέρει από τον δικό μου)· γι’ αυτό και στον υπαρξισμό, το Βλέμμα έχει επίσης μία διάσταση περιορισμού της ελευθερίας.
Επιπλέον, το Βλέμμα ή η σκέψη του ότι “θα με δουν” ή με “βλέπουν”, πάντα προκαλεί μία, έστω και αδιόρατη, αίσθηση ντροπής – θα έλεγα ότι είναι σαν να με συλλαμβάνουν καθώς υπάρχω και να με προσαρτούν σε έναν άγνωστο κόσμο νοημάτων και προθέσεων…
Αυτή η αίσθηση σχετίζεται άμεσα με τη σωματική μου υπόσταση, γιατί το Βλέμμα (πραγματικό ή φανταστικό), με συλλαμβάνει” στη φυσική μου διάσταση, “τυλίγει” το σώμα μου – γι’ αυτό και νιώθω εκτεθειμένος, σαν να μπήκε κάποιος στη φωλιά μου, σαν να άγγιξε το κέντρο μου, να διείσδυσε στα άδυτά μου. Άλλωστε, χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι πολλών κινηματογραφικών ταινιών, στους οποίους υπονοείται ένας Άλλος ως κρυφός παρατηρητής, με διάφορες εκδοχές της έκφρασης “ξέρω τι έκανες”…
Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι οποιοδήποτε Βλέμμα επάνω μου μεταφέρει απροσδιόριστα μία αίσθηση προσδοκίας του Άλλου, ότι ο Άλλος κάτι θέλει από μένα, κάτι περιμένει, ότι θα με “εισαγάγει” ερήμην μου στον κόσμο του, ως “άλλον”· ή, έστω και πολύ πιο αόριστα, η απλή γνώση ότι γύρω μου υπάρχουν διάσπαρτα τα Βλέμματα των απροσδιόριστων Άλλων που υπάρχουν στον κόσμο και τον μοιράζονται μαζί μου, είναι αρκετή ως βάση για να δημιουργηθεί η αδιόρατη αίσθηση ότι οι Άλλοι κάτι προσμένουν από μένα, ακόμα και όταν δεν είναι παρόντες – είναι σαν να νιώθω ότι και μόνο το γεγονός πως είμαι ζωντανός, ενέχει στα θεμέλιά του ένα αόριστο αίσθημα υποχρέωσης.
Υπογραμμίζω ότι εδώ, μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε βαθύτερα την κυριολεκτικά τεράστια σημασία του Βλέμματος της μάνας στο μωρό – τα μάτια της είναι ο πρώτος καθρέφτης του μωρού, ο οποίος του επιστρέφει το είδωλό του, χρωματισμένο από τις προσδοκίες και τον προσωπικό κόσμο της μάνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου