Το κράτος του Διαφωτισμού: πεφωτισμένη μοναρχία
Ο φιλοσοφικός-πολιτικός στοχασμός κάθε εποχής δεν είναι άμοιρος μιας ανάλογης πολιτικής έκφρασης και κρατικής οργάνωσης. Γι’ αυτό και κριτήριο δεν είναι απλώς και μόνο ο ριζοσπαστικός ή μη χαρακτήρας της θεωρητικής του εμβέλειας, αλλά και κατά πόσο παράγει ή δικαιολογεί τεχνάσματα, με τα οποία επιτυγχάνεται ή εννοεί να ασκεί τους ρόλους της η μια ή η άλλη μορφή εξουσίας. Έτσι παρατηρούμε, για παράδειγμα, τον φιλοσοφικό-πολιτικό στοχασμό του Μεσαίωνα να έχει για κύριο μέλημά του, μεταξύ των άλλων, μια ισόρροπη λειτουργία της σχέσης κράτους και εκκλησίας, με δεδομένο ότι ο παπισμός συγκέντρωνε όλο και πιο πολλή δύναμη στα χέρια του και όχι σπάνια περιόριζε ή ταπείνωνε την αντίστοιχη αυτοκρατορική εξουσία. Με τη συγκρότηση του έθνους-κράτους, στη νεότερη εποχή, οι μορφές εξουσίας που καθιδρύονται ή διεκδικούν την καθίδρυσή τους ανάγουν τη θεωρητική τους επεξεργασία ή συναντούν συγκεκριμένους υποστηρικτές ή επικριτές τους στον χώρο των φιλοσοφικο- πολιτικών στοχαστών της εποχής. Οι φιλόσοφοι στοχάζονται στις αυλές των αρχόντων ή έξω κι απ’ αυτές άλλοτε για να υπερασπιστούν την απόλυτη κυριαρχία της εξουσίας, π.χ. ο Χομπς, άλλοτε για να την περιορίσουν, π.χ. ο Λοκ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις τα κείμενα των φιλοσόφων παραμένουν μοναδικά επιτεύγματα –και ποτέ επιτηδεύματα– λόγου και σκέψης: εκφράζουν την εποχή τους, υπερβαίνοντάς την ορισμένως.
Πώς έχει το πράγμα με τον Διαφωτισμό; Το δικαστήριο του κριτικού του Λόγου, όταν κοιτάζει προς το παρελθόν, αποφαίνεται: το παρελθόν είναι η άρνηση που πρέπει, παντί τρόπω, να υπερβαθεί, να ξεπεραστεί. Απ’ αυτή την άποψη, το εν λόγω δικαστήριο αρνείται καθ’ ολοκληρίαν το παρελθόν και όχι τη μια ή την άλλη, πιο σκοταδιστική ίσως, πτυχή του. Τότε είναι που, όταν κοιτάζει προς το δικό του παρόν, αποφαίνεται: αυτό το παρόν είναι η εποχή των «Φώτων», δηλαδή η καθίδρυση μιας νέας, απόλυτα ελεύθερης σκέψης, που η κριτική της αξιοσύνη δεν έχει αρχή και τέλος, δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα. Σε σχέση με αυτό, το Διαφωτιστικό κίνημα απορρίπτει κάθε απόπειρα για συγκρότηση φιλοσοφικού συστήματος. Πώς θα μπορούσε εξάλλου να αποδέχεται τη συστημική σκέψη, όταν το ίδιο προορίζεται να διαφωτίζει: δηλαδή να εισέρχεται μέσα στα πολιτισμικά οικοδομήματα και να τα κρίνει ριζικά εκ των έσω. Και όμως ένα τέτοιο κίνημα δεν είναι εξίσου εχθρικό και προς τα πολιτικά οικοδομήματα της εποχής: δεν απορρίπτει τη συστημική εξουσία. Συμβαίνει στο φιλοσοφικά ιδωμένο παράδειγμα της πολιτικής να καταδείχνει τα όριά του. Είναι τα όρια εκείνης της νεωτερικής Υποκειμενικότητας, που αυτοπροβάλλεται ως απόλυτος κριτής, όχι όμως και ως αυτοκρινόμενος τοιούτος. Το πολιτικό ιδεώδες, επομένως, για πολλούς Δια-φωτιστές ήταν εκείνο της πεφωτισμένης μοναρχίας ή δεσποτείας. Η περίπτωση του πεφωτισμένου μονάρχη στην Ευρώπη του 18ου αιώνα αποτελεί, λιγότερο ή περισσότερο, μια πολιτική έκφραση της ως άνω φιλοσοφικά νοούμενης νεωτερικής υποκειμενικότητας.
Πιο ειδικά, η μοναρχική ή αυτοκρατορική εξουσία είναι δομημένη ως μια απόλυτη υποκειμενικότητα, που προορίζεται, με τη μορφή της αδιαμφισβήτητης αυθεντίας, να εξουσιάζει με ευσπλαχνία τους υποτελείς της. Τούτο υποδηλώνει περαιτέρω πως πασχίζει πάντοτε να αυτοκαταφάσκεται ως τέτοια αυθεντία μέσα από την επίδειξη μιας πνευματικής επάρκειας ή από την εκδήλωση συμπάθειας προς ορισμένους Διαφωτιστές και από λιγότερο ή περισσότερο εμπνευσμένες λογικές πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Πράγματι, ο πεφωτισμένος μονάρχης είναι ο ένας και μοναδικός ηγέτης του κράτους, ο αδιαπραγμάτευτος δεσπότης, ο ηγεμόνας που διαφέρει από τον αντίστοιχο ηγεμόνα της φεουδαρχικής κυρίως εποχής κατά το ότι επιχειρεί να σκεφτεί επί της πολιτικής διοίκησης και λίγο Δια-φωτιστικά. Έτσι άλλοι μονάρχες της εποχής διεκδικούν για τον εαυτό τους τον ρόλο του πεφωτισμένου έμπρακτα, ενεργά, με πράξεις, άλλοι απλώς θεωρητικά. Στους δεύτερους μπορούμε, για παράδειγμα, να κατατάξουμε τον βασιλιά της Πρωσίας, το Φρειδερίκο το Μέγα, ή ακόμη και την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, την Αικατερίνη τη Μεγάλη, η οποία αποτολμούσε ενίοτε να εκφραστεί πεφωτισμένα και εν τοις πράγμασι. Στη Γαλλία επίσης θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια ορισμένως πεφωτισμένη δεσποτεία, ασκούμενη στοιχειωδώς εν έργω, στον Λουδοβίκο ΙΕ΄. Όπως κι αν έχει το πράγμα, βέβαια, η πραγμάτωση του ιδεώδους του πεφωτισμένου μονάρχη συνδεόταν όχι τόσο με θεσμικές διασφαλίσεις όσο κυρίως με τον χαρακτήρα της μιας ή της άλλης μοναρχικής ατομικότητας. Ως εκ τούτου, κάποιες μονάδες από το βαρύ πυροβολικό του Δια-φωτισμού, όπως ο Βολταίρος, ο Ντιντερό κ.α., όταν διάκεινται ευνοϊκά προς τέτοιους μονάρχες ή δεσπότες, αφιερώνοντάς τους μάλιστα και στίχους, προφανώς δεν τους βλέπουν ως την άτεγκτη, εξουσιαστικά απόλυτη υποκειμενικότητα, αλλά μάλλον ως εκείνες τις ευαίσθητες ατομικότητες, που ανοίγουν αυλακιές στη/για τη διάδοση ή εφαρμογή διαφωτιστικών ιδεών. Μήπως, κατά το παράδειγμα του Πλάτωνα, στους απόλυτους δεσπότες έβλεπαν τις δικές τους δια-φωτιστικές Συρακούσες;
Ο φιλοσοφικός-πολιτικός στοχασμός κάθε εποχής δεν είναι άμοιρος μιας ανάλογης πολιτικής έκφρασης και κρατικής οργάνωσης. Γι’ αυτό και κριτήριο δεν είναι απλώς και μόνο ο ριζοσπαστικός ή μη χαρακτήρας της θεωρητικής του εμβέλειας, αλλά και κατά πόσο παράγει ή δικαιολογεί τεχνάσματα, με τα οποία επιτυγχάνεται ή εννοεί να ασκεί τους ρόλους της η μια ή η άλλη μορφή εξουσίας. Έτσι παρατηρούμε, για παράδειγμα, τον φιλοσοφικό-πολιτικό στοχασμό του Μεσαίωνα να έχει για κύριο μέλημά του, μεταξύ των άλλων, μια ισόρροπη λειτουργία της σχέσης κράτους και εκκλησίας, με δεδομένο ότι ο παπισμός συγκέντρωνε όλο και πιο πολλή δύναμη στα χέρια του και όχι σπάνια περιόριζε ή ταπείνωνε την αντίστοιχη αυτοκρατορική εξουσία. Με τη συγκρότηση του έθνους-κράτους, στη νεότερη εποχή, οι μορφές εξουσίας που καθιδρύονται ή διεκδικούν την καθίδρυσή τους ανάγουν τη θεωρητική τους επεξεργασία ή συναντούν συγκεκριμένους υποστηρικτές ή επικριτές τους στον χώρο των φιλοσοφικο- πολιτικών στοχαστών της εποχής. Οι φιλόσοφοι στοχάζονται στις αυλές των αρχόντων ή έξω κι απ’ αυτές άλλοτε για να υπερασπιστούν την απόλυτη κυριαρχία της εξουσίας, π.χ. ο Χομπς, άλλοτε για να την περιορίσουν, π.χ. ο Λοκ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις τα κείμενα των φιλοσόφων παραμένουν μοναδικά επιτεύγματα –και ποτέ επιτηδεύματα– λόγου και σκέψης: εκφράζουν την εποχή τους, υπερβαίνοντάς την ορισμένως.
Πώς έχει το πράγμα με τον Διαφωτισμό; Το δικαστήριο του κριτικού του Λόγου, όταν κοιτάζει προς το παρελθόν, αποφαίνεται: το παρελθόν είναι η άρνηση που πρέπει, παντί τρόπω, να υπερβαθεί, να ξεπεραστεί. Απ’ αυτή την άποψη, το εν λόγω δικαστήριο αρνείται καθ’ ολοκληρίαν το παρελθόν και όχι τη μια ή την άλλη, πιο σκοταδιστική ίσως, πτυχή του. Τότε είναι που, όταν κοιτάζει προς το δικό του παρόν, αποφαίνεται: αυτό το παρόν είναι η εποχή των «Φώτων», δηλαδή η καθίδρυση μιας νέας, απόλυτα ελεύθερης σκέψης, που η κριτική της αξιοσύνη δεν έχει αρχή και τέλος, δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα. Σε σχέση με αυτό, το Διαφωτιστικό κίνημα απορρίπτει κάθε απόπειρα για συγκρότηση φιλοσοφικού συστήματος. Πώς θα μπορούσε εξάλλου να αποδέχεται τη συστημική σκέψη, όταν το ίδιο προορίζεται να διαφωτίζει: δηλαδή να εισέρχεται μέσα στα πολιτισμικά οικοδομήματα και να τα κρίνει ριζικά εκ των έσω. Και όμως ένα τέτοιο κίνημα δεν είναι εξίσου εχθρικό και προς τα πολιτικά οικοδομήματα της εποχής: δεν απορρίπτει τη συστημική εξουσία. Συμβαίνει στο φιλοσοφικά ιδωμένο παράδειγμα της πολιτικής να καταδείχνει τα όριά του. Είναι τα όρια εκείνης της νεωτερικής Υποκειμενικότητας, που αυτοπροβάλλεται ως απόλυτος κριτής, όχι όμως και ως αυτοκρινόμενος τοιούτος. Το πολιτικό ιδεώδες, επομένως, για πολλούς Δια-φωτιστές ήταν εκείνο της πεφωτισμένης μοναρχίας ή δεσποτείας. Η περίπτωση του πεφωτισμένου μονάρχη στην Ευρώπη του 18ου αιώνα αποτελεί, λιγότερο ή περισσότερο, μια πολιτική έκφραση της ως άνω φιλοσοφικά νοούμενης νεωτερικής υποκειμενικότητας.
Πιο ειδικά, η μοναρχική ή αυτοκρατορική εξουσία είναι δομημένη ως μια απόλυτη υποκειμενικότητα, που προορίζεται, με τη μορφή της αδιαμφισβήτητης αυθεντίας, να εξουσιάζει με ευσπλαχνία τους υποτελείς της. Τούτο υποδηλώνει περαιτέρω πως πασχίζει πάντοτε να αυτοκαταφάσκεται ως τέτοια αυθεντία μέσα από την επίδειξη μιας πνευματικής επάρκειας ή από την εκδήλωση συμπάθειας προς ορισμένους Διαφωτιστές και από λιγότερο ή περισσότερο εμπνευσμένες λογικές πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Πράγματι, ο πεφωτισμένος μονάρχης είναι ο ένας και μοναδικός ηγέτης του κράτους, ο αδιαπραγμάτευτος δεσπότης, ο ηγεμόνας που διαφέρει από τον αντίστοιχο ηγεμόνα της φεουδαρχικής κυρίως εποχής κατά το ότι επιχειρεί να σκεφτεί επί της πολιτικής διοίκησης και λίγο Δια-φωτιστικά. Έτσι άλλοι μονάρχες της εποχής διεκδικούν για τον εαυτό τους τον ρόλο του πεφωτισμένου έμπρακτα, ενεργά, με πράξεις, άλλοι απλώς θεωρητικά. Στους δεύτερους μπορούμε, για παράδειγμα, να κατατάξουμε τον βασιλιά της Πρωσίας, το Φρειδερίκο το Μέγα, ή ακόμη και την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, την Αικατερίνη τη Μεγάλη, η οποία αποτολμούσε ενίοτε να εκφραστεί πεφωτισμένα και εν τοις πράγμασι. Στη Γαλλία επίσης θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια ορισμένως πεφωτισμένη δεσποτεία, ασκούμενη στοιχειωδώς εν έργω, στον Λουδοβίκο ΙΕ΄. Όπως κι αν έχει το πράγμα, βέβαια, η πραγμάτωση του ιδεώδους του πεφωτισμένου μονάρχη συνδεόταν όχι τόσο με θεσμικές διασφαλίσεις όσο κυρίως με τον χαρακτήρα της μιας ή της άλλης μοναρχικής ατομικότητας. Ως εκ τούτου, κάποιες μονάδες από το βαρύ πυροβολικό του Δια-φωτισμού, όπως ο Βολταίρος, ο Ντιντερό κ.α., όταν διάκεινται ευνοϊκά προς τέτοιους μονάρχες ή δεσπότες, αφιερώνοντάς τους μάλιστα και στίχους, προφανώς δεν τους βλέπουν ως την άτεγκτη, εξουσιαστικά απόλυτη υποκειμενικότητα, αλλά μάλλον ως εκείνες τις ευαίσθητες ατομικότητες, που ανοίγουν αυλακιές στη/για τη διάδοση ή εφαρμογή διαφωτιστικών ιδεών. Μήπως, κατά το παράδειγμα του Πλάτωνα, στους απόλυτους δεσπότες έβλεπαν τις δικές τους δια-φωτιστικές Συρακούσες;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου