Ένας φτωχός πεζοπόρος σταμάτησε το μεσημέρι στον ίσκιο ενός δέντρου για να ξεκουραστεί.
Απέναντι, στην άλλη μεριά του δρόμου, υπήρχε ένας φούρνος και ο φούρναρης είχε απλώσει πάνω στον πάγκο μια σειρά από γλυκά που μόλις τα είχε βγάλει από τη φωτιά.
Ο πεζοπόρος ένιωσε ξαφνικά την πείνα του να θεριεύει, καθώς οι μυρουδιές από τα φρεσκοψημένα ψωμιά και γλυκά χτύπησαν τη μύτη του.
Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε αργά και με απόλαυση να αναπνέει τις μυρουδιές που έρχονταν προς το μέρος του.
Όταν ξεκουράστηκε κάμποσο ετοιμάστηκε να συνεχίσει τον δρόμο του.
Τη στιγμή εκείνη πετάχτηκε μπροστά του ο φούρναρης και τον άρπαξε από τον γιακά.
— Πώς ξεκινάς να φύγεις χωρίς να με πληρώσεις για τα γλυκά; έκανε θυμωμένος.
Ο άλλος παραξενεύτηκε: — Ποια γλυκά εννοείς; Δεν άγγιξα καθόλου τα γλυκά σου!
— Κλέφτη! του φωνάζει ο φούρναρης. Μπορεί να μην τα άγγιξες αλλά εγώ σε παρατηρούσα που ρουφούσες με απόλαυση τις μυρουδιές που έβγαιναν από τα γλυκά μου. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις πριν με πληρώσεις.
Τι νομίζεις ότι εγώ δουλεύω τσάμπα για να απολαμβάνουν τα γλυκά μου οι περαστικοί;
Με τις φωνές τους μαζεύτηκε κόσμος και έγινε ακόμα περισσότερη φασαρία, καθώς ένας έπαιρνε το μέρος του φούρναρη και άλλος του πεζοπόρου και πολλοί έκαναν πλάκα και με τους δυο.
Τελικά ήρθε και ένας χωροφύλακας για να δει τι συμβαίνει και να επιβάλει την τάξη.
Μην καταλαβαίνοντας τα επιχειρήματα και των δυο, τους πήγε στον καδή του χωριού, έναν σεβάσμιο άνθρωπο, που πάντα έβγαζε σωστές αποφάσεις στις υποθέσεις που εκδίκαζε.
Ο καδής άκουσε και τους δυο αντίδικους και έπεσε σε βαθιά συλλογή.
Τελικά, γυρίζοντας στον φούρναρη, του είπε: — Έχεις δίκιο.
Ο περαστικός αυτός απόλαυσε παράνομα τη μυρουδιά των γλυκών σου για τα οποία έκανες τόσο κόπο, συνεπώς πρέπει να σε πληρώσει.
Η απόφασή μου είναι ότι για τα γλυκά που μύρισε σου χρωστά τρία χρυσά φλουριά.
— Δεν καταλαβαίνω το νόημα αυτής της απόφασης! διαμαρτυρήθηκε ο πεζοπόρος.
Και πού θα βρω εγώ, φτωχός άνθρωπος, τρία χρυσά φλουριά για να πληρώσω το πρόστιμο;
— Α καλά, δεν πειράζει αν δεν έχεις λεφτά, είπε παράξενα ο δικαστής.
Σ’ αυτό μπορώ να σε βοηθήσω εγώ. Και βάζοντας το χέρι στην τσέπη έβγαλε τα λεφτά του και διάλεξε τρία χρυσά φλουριά, που ο φούρναρης άπλωσε το χέρι να τα πάρει.
— Όχι ακόμα, μη βιάζεσαι, του είπε ο καδής.
Ισχυρίζεσαι λοιπόν ότι ο ταξιδιώτης αυτός μύρισε τα γλυκά σου.
— Μάλιστα, είπε ο φούρναρης.
— Αλλά δεν πήρε ούτε μια δαγκωματιά.
— Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκε ο φούρναρης.
— Ούτε τα άγγιξε καν.
— Όχι, δεν τα άγγιξε, είπε ο φούρναρης.
— Τότε ουσιαστικά κατανάλωσε κάποιες μυρουδιές από τα γλυκά σου.
— Μάλιστα.
— Για τον λόγο αυτό κι εσύ θα πρέπει να πληρωθείς για τις μυρουδιές που του έδωσες με ήχο.
Άνοιξε τα αυτιά σου για να σε πληρώσω.
Και ο σοφός δικαστής έπαιξε για λίγο τα χρυσά νομίσματα στο χέρι του ώστε ο ήχος τους να μπει στα λαίμαργα αυτιά του φιλάργυρου φούρναρη.
Ύστερα έβαλε τα φλουριά στην τσέπη του και συμπλήρωσε:
— Η υπόθεση έκλεισε, η δικαιοσύνη απονεμήθηκε.
Απέναντι, στην άλλη μεριά του δρόμου, υπήρχε ένας φούρνος και ο φούρναρης είχε απλώσει πάνω στον πάγκο μια σειρά από γλυκά που μόλις τα είχε βγάλει από τη φωτιά.
Ο πεζοπόρος ένιωσε ξαφνικά την πείνα του να θεριεύει, καθώς οι μυρουδιές από τα φρεσκοψημένα ψωμιά και γλυκά χτύπησαν τη μύτη του.
Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε αργά και με απόλαυση να αναπνέει τις μυρουδιές που έρχονταν προς το μέρος του.
Όταν ξεκουράστηκε κάμποσο ετοιμάστηκε να συνεχίσει τον δρόμο του.
Τη στιγμή εκείνη πετάχτηκε μπροστά του ο φούρναρης και τον άρπαξε από τον γιακά.
— Πώς ξεκινάς να φύγεις χωρίς να με πληρώσεις για τα γλυκά; έκανε θυμωμένος.
Ο άλλος παραξενεύτηκε: — Ποια γλυκά εννοείς; Δεν άγγιξα καθόλου τα γλυκά σου!
— Κλέφτη! του φωνάζει ο φούρναρης. Μπορεί να μην τα άγγιξες αλλά εγώ σε παρατηρούσα που ρουφούσες με απόλαυση τις μυρουδιές που έβγαιναν από τα γλυκά μου. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις πριν με πληρώσεις.
Τι νομίζεις ότι εγώ δουλεύω τσάμπα για να απολαμβάνουν τα γλυκά μου οι περαστικοί;
Με τις φωνές τους μαζεύτηκε κόσμος και έγινε ακόμα περισσότερη φασαρία, καθώς ένας έπαιρνε το μέρος του φούρναρη και άλλος του πεζοπόρου και πολλοί έκαναν πλάκα και με τους δυο.
Τελικά ήρθε και ένας χωροφύλακας για να δει τι συμβαίνει και να επιβάλει την τάξη.
Μην καταλαβαίνοντας τα επιχειρήματα και των δυο, τους πήγε στον καδή του χωριού, έναν σεβάσμιο άνθρωπο, που πάντα έβγαζε σωστές αποφάσεις στις υποθέσεις που εκδίκαζε.
Ο καδής άκουσε και τους δυο αντίδικους και έπεσε σε βαθιά συλλογή.
Τελικά, γυρίζοντας στον φούρναρη, του είπε: — Έχεις δίκιο.
Ο περαστικός αυτός απόλαυσε παράνομα τη μυρουδιά των γλυκών σου για τα οποία έκανες τόσο κόπο, συνεπώς πρέπει να σε πληρώσει.
Η απόφασή μου είναι ότι για τα γλυκά που μύρισε σου χρωστά τρία χρυσά φλουριά.
— Δεν καταλαβαίνω το νόημα αυτής της απόφασης! διαμαρτυρήθηκε ο πεζοπόρος.
Και πού θα βρω εγώ, φτωχός άνθρωπος, τρία χρυσά φλουριά για να πληρώσω το πρόστιμο;
— Α καλά, δεν πειράζει αν δεν έχεις λεφτά, είπε παράξενα ο δικαστής.
Σ’ αυτό μπορώ να σε βοηθήσω εγώ. Και βάζοντας το χέρι στην τσέπη έβγαλε τα λεφτά του και διάλεξε τρία χρυσά φλουριά, που ο φούρναρης άπλωσε το χέρι να τα πάρει.
— Όχι ακόμα, μη βιάζεσαι, του είπε ο καδής.
Ισχυρίζεσαι λοιπόν ότι ο ταξιδιώτης αυτός μύρισε τα γλυκά σου.
— Μάλιστα, είπε ο φούρναρης.
— Αλλά δεν πήρε ούτε μια δαγκωματιά.
— Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκε ο φούρναρης.
— Ούτε τα άγγιξε καν.
— Όχι, δεν τα άγγιξε, είπε ο φούρναρης.
— Τότε ουσιαστικά κατανάλωσε κάποιες μυρουδιές από τα γλυκά σου.
— Μάλιστα.
— Για τον λόγο αυτό κι εσύ θα πρέπει να πληρωθείς για τις μυρουδιές που του έδωσες με ήχο.
Άνοιξε τα αυτιά σου για να σε πληρώσω.
Και ο σοφός δικαστής έπαιξε για λίγο τα χρυσά νομίσματα στο χέρι του ώστε ο ήχος τους να μπει στα λαίμαργα αυτιά του φιλάργυρου φούρναρη.
Ύστερα έβαλε τα φλουριά στην τσέπη του και συμπλήρωσε:
— Η υπόθεση έκλεισε, η δικαιοσύνη απονεμήθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου