Εισαγωγή
Οι Συριακοί πόλεμοι έλαβαν χώρα μεταξύ των διαδόχων – επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διήρκεσαν από το 276 π.Χ έως το 168 π.Χ και διεξήχθησαν σε έξι περιόδους. Οι Συριακοί πόλεμοι ήταν μια σειρά μεγάλων συγκρούσεων μεταξύ του Βασιλείου των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Αυτή η αλληλουχία πολέμων στη διάρκεια 100 περίπου ετών (276-168 π.Χ.) εξάντλησε και την Αίγυπτο, αλλά και τους Σελευκίδες, έτσι ώστε τελικά καταστράφηκαν και κατακτήθηκαν από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Παρθία.
Δυναστεία των Πτολεμαίων
Η Δυναστεία των Πτολεμαίων ήταν μια βασιλική οικογένεια της Ελληνιστικής Περιόδου, που κυβέρνησε την Αίγυπτο για περίπου τρεις αιώνες, από το 305 μέχρι το 30 π.Χ. Μέρος των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν και η χώρα της Αιγύπτου. Όταν εισήλθε στη χώρα το 332 π.Χ., ο λαός της τον υποδέχτηκε ως απελευθερωτή, αναγνωρίζοντάς τον μάλιστα ως συνεχιστή των Φαραώ. Προορισμοί του ήταν αρχικά η Μέμφιδα και κατόπιν το περίφημο μαντείο του Άμμωνα στην όαση Σίβα..
Πριν αναχωρήσει για τη συνέχιση της εκστρατείας του στα βάθη της Ανατολής, ίδρυσε μια πόλη στα παράλια της Μεσογείου, χαρίζοντάς της το όνομά του: “Αλεξάνδρεια”. Ο Πτολεμαίος, στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, διορίστηκε ανώτατος κυβερνήτης της Αιγύπτου μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνακαι το διαμελισμό του απέραντου κράτους του. Στα 305 π.Χ., ανακήρυξε τον εαυτό του Βασιλιά Πτολεμαίο Α’ και αργότερα έμεινε γνωστός ως “Σωτήρας”.
Όσο διάστημα ευρίσκοντο εν ζωή ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος ο πόλεμος είχε αποφευχθεί, αλλά το 283 π.Χ ο Πτολεμαίος πεθαίνει από φυσικά αίτια (ο μοναδικός εκ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε φυσικό θάνατο) και το 280 π.Χ δολοφονείται ο Σέλευκος. Οι πρώτες συγκρούσεις που ακολούθησαν σχεδόν αμέσως (πόλεμος της Δαμασκού, 280-279 π.Χ) έλαβαν χώρα στην Ιωνία και γύρω από την πόλη της Μιλήτου. Ο διάδοχος του Σέλευκου ο Αντίοχος Α’ ο Σωτήρ την συγκεκριμένη χρονική περίοδο αντιμετώπιζε πολλούς εχθρούς.
Η Αρσινόη γίνεται συνδιαχειρίστρια της Αιγύπτου και μετά το θάνατό της την εντάσσεται στο πάνθεον των Αιγυπτιακών θεοτήτων. Επίσης φαίνεται ότι μέχρι το τέλος (275 π.Χ) είχε αναλάβει τον έλεγχο του πολέμου. Ο Αντίοχος το 274 π.Χ σχεδίαζε να εισβάλει στην Αίγυπτο. Παντρεύει την κόρη του με τον Μάγα τον Κυρηναίο ο οποίος είναι ετεροθαλής αδερφός του Πτολεμαίου και κυβερνήτης της Κυρηναϊκής, δυτικά της Αιγύπτου.
Σύμφωνα με την συνθήκη ειρήνης ο Πτολεμαίος Ευεργέτης κρατούσε τις πόλεις της Κιλικίας , την Σελεύκεια της Πιερίας , τα παράλια της Νότιας Ιωνίας της Καρίας και της Λυκίας τις πόλεις της Θράκης Λυσιμάχεια, Σηστό, Αίνο και Μαρώνεια(και από το 230 π.Χ. και τα Κύψελα, όταν εκδίωξε τον τύραννο τους Αδαίο) και τα νησιά Λέσβο και Σαμοθράκη. Στους Σελευκίδες παρέμενε μόνο η Βόρεια Ιωνία.
Η άποψη κάποιων νεότερων ιστορικών ερευνητών ότι ο Πτολεμαίος Ευεργέτης έχασε την κυριαρχία του Αιγαίου ύστερα απόναυμαχία που έγινε στην Άνδρο (το 246 π.Χ. ή 245 π.Χ.)με αντίπαλο τον Αντίγονο Γονατά, δεν είναι καθόλου βέβαιη, καθώς η ναυμαχία αυτή τοποθετείται σύμφωνα με απόψεις άλλων ερευνητών είτε το 258 π.Χ. είτε το 256 π.Χ. είτε το 227 π.Χ.οπότε αντίπαλος των Πτολεμαίων στην ναυμαχία ήταν ο Αντίγονος Δώσων.
Ύστερα από την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους των Μικρασιατικών παραλίων από τον στόλο του, ο Πτολεμαίος Ευεργέτης μπορούσε εξ’ αιτίας της εύθραυστης εσωτερικής κατάστασης του Σελευκιδικού κράτους να επεμβαίνει όποτε επιθυμούσε στο εσωτερικό του κράτους του αντιπάλου του. Έτσι όταν ο Σέλευκος Καλλίνικος την διάρκεια μιας εμφύλιας διένεξης ηττήθηκε σε μια μάχη που δόθηκε στην Άγκυρα το 239 π.Χ. από τον αδελφό του βρήκε την ευκαιρία να εισβάλει στην Συρία και να πολιορκήσει τις πόλεις Δαμασκό και Ορθωσία τις οποίες θα καταλάμβανε αν ο Σέλευκος Καλλίνικος δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις.
Η κατάστασή αυτή δεν άφησε αδιάφορους τους Αντιγονίδες βασιλείς. Έτσι το 227 π.Χ. ο Αντίγονος Δώσων αποβιβάστηκε στην Καρία και αφού κατέλαβε ορισμένες πόλεις σύναψε συνθήκη με έναν δυνάστη που ονομάζονταν Ολύμπιχος. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Κυρίως Ελλάδα άφησαν την επέμβαση αυτή χωρίς συνέχεια. Ο Αντίοχος Ιέραξ είχε εγκατασταθεί ως ανεξάρτητος ηγεμών και τώρα διεκδικούσε ολόκληρη την Αυτοκρατορία (ο προκύψας εμφύλιος πόλεμος είναι γνωστός ως ο πόλεμος των Αδελφών).
Στην ανατολή η Βακτριανή – Σογδιανή σατραπεία επρόκειτο να εγκαταλείψει λόγω των Μακεδόνων σατραπών, που θεωρούσαν ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις επιδρομές των νομάδων, εφόσον παρέμεναν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι. Η αχανής Αυτοκρατορία των Σελευκιδών κινδύνευε να διαλυθεί.
Δ’ Συριακός πόλεμος (221 – 217 π.Χ)
Γενικά
Αιτία του Δ΄ Συριακού πολέμου (221-217 π.Χ.) ήταν η βούληση του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Γ΄ να αποκαταστήσει το Σελευκιδικό κράτος την έκταση που είχε την εποχή του ιδρυτή της Σελευκιδικής δυναστείας Σελεύκου Α΄. Η πολεμική αντιπαράθεση εστιάστηκε στην περιοχή της Κοίλης Συρίας και κρίθηκε υπέρ του Πτολεμαίου Δ΄, ο οποίος διατήρησε τη διαφιλονικούμενη περιοχή με εξαίρεση πιθανόν την πόλη Σελεύκεια της Πιερίας.
Ο Δ’ Συριακός πόλεμος περιελάμβανε μια σειρά μαχών, μεταξύ της Αιγύπτου και της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Μετά την ιστορική σύγχυση της προηγούμενης περιόδου, ακολουθεί η περίοδος που καλύπτει ο Πολύβιος (Έλληνας ιστορικός που έζησε από το 203 – 120 π,Χ και χαρακτηρίσθηκε ως ο Θουκυδίδης των Ελληνιστικών χρόνων) με αποτέλεσμα να έχουμε πληρέστερη εικόνα για τα γεγονότα αυτού του πολέμου, έναντι των προηγούμενων. Ο Αντίοχος Γ’ ο Μέγας είχε κληρονομήσει το στέμμα το 223 π.Χ. την εποχή που η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση.
Στην ανατολή η Παρθία είχε περάσει στον έλεγχο νομαδικών φυλών και η Βακτριανή – Σογδιανή σε μια δυναστεία της Μακεδονίας. Η Πέργαμος ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ ακόμη και η πρωτεύουσα Σελεύκεια είχε περάσει υπό Αιγυπτιακό έλεγχο κατά τον Γ’ Συριακό πόλεμο. Ο αντικαταστάτης του ως κυβερνήτης στις ανατολικές Σατραπείες, ο Μόλων, επαναστάτησε το 222 π.Χ και ο στρατηγός του στην Μικρά Ασία, ο Αχαιός, επρόκειτο σύντομα να ταχθεί στο πλευρό του Μόλωνα. Ο Αντίοχος αποφάσισε να στείλει τους στρατηγούς του ανατολικά για να αντιμετωπίσουν τον Μόλωνα, ενώ ξεκίνησε μια επίθεση στις Αιγυπτιακές θέσεις στην κοίλη Συρία.
Η εκστρατεία του 221 π.Χ ήταν μια αποτυχία. Ο Αντίοχος προωθήθηκε νότια, αλλά ένας Πτολεμαϊκός στρατός υπό τον Θεόδοτο της Αιτωλίας αναχαιτίζει την προέλαση στο νότιο άκρο της κοιλάδας του Μαρσύα. Εν τω μεταξύ στην ανατολή ο Μόλων νικά τον στρατό των Σελευκιδών υπό τον Ξενοίτα. Η μόνη ευνοϊκή εξέλιξη για τον Αντίοχο ήταν ο θάνατος του Πτολεμαίου Γ΄ και η αντικατάστασή του από τον Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα, έναν μονάρχη με πολύ άσχημη φήμη.
Το 220 π.Χ ο Αντίοχος οδηγεί μια εκστρατεία εναντίον του Μόλωνα τον οποίον συναντά μετά τον Τίγρη ποταμό. Μέρος του στρατού των στασιαστών του Μόλωνα αυτομολεί μόλις πληροφορούνται ότι αντιμετώπιζαν τον Αντίοχο αυτοπροσώπως με συνέπεια ο Μόλων να αυτοκτονήσει από απογοήτευση. Έχοντας συντρίψει τους στασιαστές ο Αντίοχος πληροφορείται ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει μια ακόμη στάση, όταν κατά την απουσία του ο Αχαιός επαναστατεί στη Μικρά Ασία. Ωστόσο, αυτή η στάση κατεστάλη γρήγορα, αφήνοντας τον Αντίοχο ελεύθερο να αφοσιωθεί στον πόλεμο κατά της Αιγύπτου.
Η εκστρατεία του 219 π.Χ άρχισε ευνοϊκά με την κατάληψη της Σελεύκειας στην Πιερία. Οι εσωτερικές συγκρούσεις στην αυλή του Πτολεμαίου Δ’ οδήγησαν τον Θεόδοτο να αλλάξει στρατόπεδο, παίρνοντας μαζί του την αμυντική γραμμή στην κοίλη Συρία. Ο Αντίοχος είχε την ευκαιρία να προχωρήσει στην Αίγυπτο, πριν οργανωθεί κάποια αξιόπιστη άμυνα, αλλά την απώλεσε. Εν τω μεταξύ ένας άλλος Αιτωλός στρατηγός, ο Νικόλαος, τον καθυστέρησε στο φρούριο της Δόρας (ή Tantura) και ο Αντίοχος ενεπλάκη σε μια σειρά διαπραγματεύσεων που τον καθυστέρησαν ακόμη περισσότερο μετά τον χειμώνα του 219 – 218 π.Χ.
Ο Αντίοχος πέρασε το 218 π.Χ προελαύνοντας αργά μέσα από την κοίλη Συρία, καταστρέφοντας κάποια Πτολεμαϊκά οχυρά. Ήταν κυρίως πόλεμος πολιορκιών, με μία μεγάλη μάχη που έγινε ενόσω ο Αντίοχος κατευθυνόταν προς την ακτή της Φοινίκης. Η μάχη έγινε στο Πέρασμα του Πλάτανου, μια τοποθεσία μεταξύ Σιδώνας και Βηρυτού και ο Αντίοχος με τον ναύαρχο Διόγνητο νίκησαν τον Πτολεμαϊκό στρατό με επικεφαλής τον Νικόλαο ο οποίος υποστηριζόταν από τον στόλο του Περιγένη. Το τέλος του έτους βρήκε τον Αντίοχο να ξεχειμωνιάζει στην Πτολεμαΐδα, στην νότια ακτή της Τύρου.
Ενώ ο Αντίοχος προωθείτο μέσα από την κοίλη Συρία, ο Σωσίβιος (υπουργός του Πτολεμαίου) συγκροτούσε νέο στρατό. Επί Πτολεμαίου Γ΄ ο στρατός είχε αποσυντεθεί και παρόλο που ο Σωσίβιος ανακάλεσε τα στρατεύματα από τις υπερπόντιες κτήσεις της Αιγύπτου και προσέλαβε τους καλύτερους μισθοφόρους που θα μπορούσαν να βρουν, εντούτοις ο Αιγυπτιακός στρατός δεν ήταν αρκετά ισχυρός. Έτσι ο Σωσίβιος αποφάσισε να στρατολογήσει τους Αιγύπτιους.
Αυτό ήταν ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο για το καθεστώς της Πτολεμαϊκής δυναστείας, καθότι την τελευταία φορά που πολέμησαν Αιγύπτιοι ήταν πριν 100 έτη, στη μάχη της Γάζας (312 π.Χ). Εκείνη την εποχή 20.000 Αιγύπτιοι είχαν προσληφθεί και (πιθανώς) εκπαιδευθεί για να ενισχύσουν την Μακεδονική φάλαγγα. Η συμμετοχή τους σε αυτόν τον πόλεμο φαίνεται ότι ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τον Αιγυπτιακό εθνικισμό, ο οποίος συσπειρώθηκε γύρω από το πανίσχυρο Αιγυπτιακό ιερατείο.
Το ακριβές μέγεθος του Αιγυπτιακού στρατού, δεν είναι σαφές. Ο Πολύβιος δίδει έναν αριθμό 70.000 ανδρών, αν και η λεπτομερής ανάλυση του στρατού το υπολογίζει σε περίπου 50.000 άνδρες. Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα αναφέρονται είτε ως βαριά οπλισμένοι, είτε ως φάλαγγα και ο Πολύβιος τα υπολογίζει 25.000 έως 45.000 άνδρες σε φάλαγγα. Ο Αντίοχος διέθετε 68.000 άνδρες, με 20.000 άνδρες σε ισχυρή φάλαγγα, έτσι ανεξάρτητα από το ακριβές μέγεθος του Αιγυπτιακού στρατού, ήσαν λιγότεροι όσον αφορά στο βαρύ πεζικό.
Η αποφασιστική μάχη έγινε στην Ραφία, κοντά στη Γάζα, κατά πάσα πιθανότητα στις 22 Ιουνίου 217 π.Χ. Αμφότερες οι στρατιές πολεμούσαν με επιτυχία στην δεξιά πτέρυγα, αλλά ενώ ο Αντίοχος άρχιζε την καταδίωξη, ο Πτολεμαίος εξήλθε από τον ορυμαγδό της μάχης και οδήγησε την φάλαγγα στη νίκη. Ο Αντίοχος έχασε 10.000 άνδρες και 4.000 που αιχμαλωτίσθηκαν και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Αντιόχεια. Εκεί διαπραγματεύθηκε συνθήκη ειρήνης με τον Πτολεμαίο κατά την οποία παραχώρησε την κοίλη Συρία, ήδη χαμένη γι’ αυτόν, αλλά διατήρησε την Σελεύκεια στην Πιερία.
Ο Πτολεμαίος ορισμένες φορές παρουσιάζεται ότι έχασε την ευκαιρία να επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό τις κτήσεις του σε βάρος του Αντιόχου, αλλά από την άποψη της Αιγύπτου είχε αποκαταστήσει μια αμυντική γραμμή στη Συρία που θα διαρκούσε για το υπόλοιπο της βασιλείας του. Ο Αντίοχος έστρεψε την προσοχή του στην αποκατάσταση του αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στις ανατολικές σατραπείες.
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Οι Συριακοί πόλεμοι έλαβαν χώρα μεταξύ των διαδόχων – επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διήρκεσαν από το 276 π.Χ έως το 168 π.Χ και διεξήχθησαν σε έξι περιόδους. Οι Συριακοί πόλεμοι ήταν μια σειρά μεγάλων συγκρούσεων μεταξύ του Βασιλείου των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Αυτή η αλληλουχία πολέμων στη διάρκεια 100 περίπου ετών (276-168 π.Χ.) εξάντλησε και την Αίγυπτο, αλλά και τους Σελευκίδες, έτσι ώστε τελικά καταστράφηκαν και κατακτήθηκαν από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Παρθία.
Δυναστεία των Πτολεμαίων
Η Δυναστεία των Πτολεμαίων ήταν μια βασιλική οικογένεια της Ελληνιστικής Περιόδου, που κυβέρνησε την Αίγυπτο για περίπου τρεις αιώνες, από το 305 μέχρι το 30 π.Χ. Μέρος των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν και η χώρα της Αιγύπτου. Όταν εισήλθε στη χώρα το 332 π.Χ., ο λαός της τον υποδέχτηκε ως απελευθερωτή, αναγνωρίζοντάς τον μάλιστα ως συνεχιστή των Φαραώ. Προορισμοί του ήταν αρχικά η Μέμφιδα και κατόπιν το περίφημο μαντείο του Άμμωνα στην όαση Σίβα..
Πριν αναχωρήσει για τη συνέχιση της εκστρατείας του στα βάθη της Ανατολής, ίδρυσε μια πόλη στα παράλια της Μεσογείου, χαρίζοντάς της το όνομά του: “Αλεξάνδρεια”. Ο Πτολεμαίος, στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, διορίστηκε ανώτατος κυβερνήτης της Αιγύπτου μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνακαι το διαμελισμό του απέραντου κράτους του. Στα 305 π.Χ., ανακήρυξε τον εαυτό του Βασιλιά Πτολεμαίο Α’ και αργότερα έμεινε γνωστός ως “Σωτήρας”.
Οι Αιγύπτιοι σύντομα αναγνώρισαν τους Πτολεμαίους ως διαδόχους των Φαραώ της ανεξάρτητης Αιγύπτου. Οι απόγονοι του Πτολεμαίου κυβέρνησαν την Αρχαία Αίγυπτο μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση το 30 π.Χ. Πρωτεύουσα του κράτους τους ήταν πλέον η πόλη της Αλεξάνδρειας, που αντικατέστησε τη Μέμφιδα και τις Θήβες σε εθνική σπουδαιότητα. Το ίδιο το κράτος προσανατολίστηκε στην εξωτερική πολιτική, αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του Μεσογειακού κόσμου.
Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι διπλωματικές τους σχέσεις με τις γειτονικές χώρες της Ανατολής, αλλά και με τη νέα ανερχόμενη δύναμη, τη Ρώμη, η οποία διάνυε τότε τη Δημοκρατική της περίοδο. Η καταγωγή της δυναστείας ήταν Ελληνική, γι’ αυτό και τα περισσότερα μέλη της δεν είχαν επαφή με την Αιγυπτιακή γλώσσα. Ωστόσο αποφάσισαν να μην καταλύσουν την Αιγυπτιακή παράδοση των Φαραώ.
Αντίθετα διατήρησαν τις παλιές θρησκευτικές και κοινωνικές δομές, τα έθιμα και το τυπικό, τους θεούς και τις δοξασίες, ακόμη και τη συνήθεια να κηδεύονται μουμιοποιημένοι σε σαρκοφάγους. Ακόμη υιοθέτησαν τις τοπικές τεχνοτροπίες στην τέχνη και την αρχιτεκτονική. Σε αυτούς οφείλουμε τη διατήρηση ως τις μέρες μας διάσημων αρχαίων μνημείων της Αιγύπτου, που είτε φτιάχτηκαν στις μέρες τους, είτε επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν. Διάσημα μνημεία της Αιγύπτου που ανεγέρθηκαν την εποχή τους είναι:
Επίσης δημιουργήθηκε νέο σύστημα δρόμων και καναλιών, που επέτρεψαν τη μεταφορά αγαθών σε όλο το Νείλο και το Δέλτα του με ευκολία που δεν είχε επιτευχθεί ποτέ στο παρελθόν. Καλύτερες συγκοινωνίες είχαν και ως αποτέλεσμα καλύτερη επικοινωνία με όλα τα μέρη της χώρας, πράγμα που με τη σειρά του έφερε ασφάλεια από εξωτερικούς εχθρούς και ταχύτητα στη διάδοση νέων πολιτιστικών και κοινωνικών προτύπων. Οι πρώτοι Πτολεμαίοι βελτίωσαν την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής, διεκδικώντας καλλιεργήσιμη γη και εισάγοντας νέα είδη προϊόντων.
- Η πόλη της Αλεξάνδρειας (Μέγας Αλέξανδρος).
- Η πόλη της Πτολεμαΐδας (Πτολεμαίος Α’).
- Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας (Πτολεμαίος Β’), ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
- Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, προϊόν της συγκέντρωσης ενός μεγάλου αριθμού φωτισμένων πνευμάτων και επιστημόνων στην πόλη, που έλαβε τις δάφνες πολιτιστικής πρωτεύουσας.
- Ο ναός του Ώρου στο Ίντφου.
- Ο ναός της Ίσιδος στις Φίλες .
- Ο ναός της Ίσιδος στο Behbeit el-Hagara (Πτολεμαίος Β’, Πτολεμαίος Γ’).
- Ο ναός του Μοντού στη Μεδαμούδ (Πτολεμαίος Γ’, Πτολεμαίος Δ’, Πτολεμαίος Η’, Πτολεμαίος ΙΒ’).
- Ο ναός της Αθώρ στα Δένδερα (Κλεοπάτρα Ζ’ και Πτολεμαίος ΙΕ’ Καισαρίων).
- Ο ναός των Σομπέκ και Χαροέρις στο Kom Ombo.
Παράλληλα βελτίωσαν το βιοτικό επίπεδο του λαού τους αυξάνοντας το εμπόριο και κάνοντας προσιτά αγαθά πολυτελείας σε περισσότερους. Αν και η Αίγυπτος στα χρόνια των Πτολεμαίων γνώρισε μέρες ισχύος και πλούτου, τα μέλη της Δυναστείας είχαν φοβερές διαμάχες μεταξύ τους, στοιχίζοντας στην Αίγυπτο την εσωτερική σταθερότητα. Εμφύλιες συμπλοκές, ανεβοκατεβάσματα στο θρόνο, εξορίες και πολιτικές δολοφονίες, όλα οδήγησαν τη χώρα προς τον θλιβερό δρόμο της διαφθοράς και της αποδυνάμωσης.
Προς το τέλος, οι Ρωμαίοι άρχισαν να εμπλέκονται όλο και πιο ενεργά στις υποθέσεις του κράτους, λαμβάνοντας ρόλο διαιτητή μέχρι να αποφασίσουν πραγματικά να προσαρτήσουν τη χώρα. Η Αίγυπτος είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτούς ως πηγή πλούτου και τροφίμων. Από την πλευρά τους οι Αιγύπτιοι τους χρησιμοποιούσαν για προσωπικές πολιτικές επιδιώξεις και για λόγους διπλωματίας μιας και η εξάπλωση της κυριαρχίας της Ρώμης στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου ήταν γεγονός.
Όλοι οι άρρενες ηγεμόνες της δυναστείας έλαβαν το όνομα Πτολεμαίος. Οι Πτολεμαϊκές βασίλισσες, μερικές από τις οποίες ήταν αδερφές των συζύγων τους, συνήθως ονομάζονταν Κλεοπάτρα, Αρσινόη ή Βερενίκη. Το πιο διάσημο μέλος της γραμμής αυτής ήταν η τελευταία βασίλισσα, Κλεοπάτρα Ζ', γνωστή για το ρόλο που έπαιξε στις Ρωμαϊκές υποθέσεις, ως ερωμένη του Ιουλίου Καίσαρα και κατόπιν του Μάρκου Αντώνιου, πολιτικού αντιπάλου του Οκταβιανού. Η αυτοκτονία της την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης της Αιγύπτου σηματοδότησε το τέλος της Πτολεμαϊκής κυριαρχίας στη χώρα.
Δυναστεία των Σελευκιδών
H Αυτοκρατορία των Σελευκιδών ήταν ένα από τα Ελληνιστικά κράτη που προήλθαν ύστερα από την κατάτμηση της Αυτοκρατορίας των κτήσεων του Αλεξάνδρου του Μέγα, από τους Επιγόνους. Το κράτος που περιήλθε στον Σέλευκο τον Α΄ εκ του οποίου και έλαβε το όνομα αναπτύχθηκε τελικά σε ολόκληρη Αυτοκρατορία που περιλάμβανε την κεντρική Ανατολία, την Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη, την Περσία, το Τουρκμενιστάν, το Αφγανιστάν, το Παμίρ και την Κοιλάδα του Ινδού ποταμού. Διήρκεσε από το 312 μέχρι και το 64 π.Χ..
Αρχικά ο Σέλευκος ένας από τους κυριότερους στρατηγούς του Αλέξανδρου το 321 π.Χ., (δύο χρόνια πριν τον θάνατο του Αλέξανδρου), ανέλαβε σατράπης της Βαβυλώνας. Όμως το 316 αναγκάσθηκε να την εγκαταλείψει, όταν ο Αντίγονος Α΄ του έκανε έλεγχο επί των προσόδων της περιοχής. Τότε αντιδρώντας ο Σέλευκος συμμάχησε με τους Κάσσανδρο Λυσίμαχο και Πτολεμαίο κατά του Αντιγόνου. Οι δε κάτοικοι της περιοχής ενθυμούμενοι την άριστη συμπεριφορά του, από την περίοδο της σατραπείας του, έσπευσαν και συστρατεύθηκαν μαζί με τον Σέλευκο όπου και το 312 π.Χ. ανακατέλαβε την Βαβυλώνα.
Όλοι οι άρρενες ηγεμόνες της δυναστείας έλαβαν το όνομα Πτολεμαίος. Οι Πτολεμαϊκές βασίλισσες, μερικές από τις οποίες ήταν αδερφές των συζύγων τους, συνήθως ονομάζονταν Κλεοπάτρα, Αρσινόη ή Βερενίκη. Το πιο διάσημο μέλος της γραμμής αυτής ήταν η τελευταία βασίλισσα, Κλεοπάτρα Ζ', γνωστή για το ρόλο που έπαιξε στις Ρωμαϊκές υποθέσεις, ως ερωμένη του Ιουλίου Καίσαρα και κατόπιν του Μάρκου Αντώνιου, πολιτικού αντιπάλου του Οκταβιανού. Η αυτοκτονία της την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης της Αιγύπτου σηματοδότησε το τέλος της Πτολεμαϊκής κυριαρχίας στη χώρα.
Δυναστεία των Σελευκιδών
H Αυτοκρατορία των Σελευκιδών ήταν ένα από τα Ελληνιστικά κράτη που προήλθαν ύστερα από την κατάτμηση της Αυτοκρατορίας των κτήσεων του Αλεξάνδρου του Μέγα, από τους Επιγόνους. Το κράτος που περιήλθε στον Σέλευκο τον Α΄ εκ του οποίου και έλαβε το όνομα αναπτύχθηκε τελικά σε ολόκληρη Αυτοκρατορία που περιλάμβανε την κεντρική Ανατολία, την Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη, την Περσία, το Τουρκμενιστάν, το Αφγανιστάν, το Παμίρ και την Κοιλάδα του Ινδού ποταμού. Διήρκεσε από το 312 μέχρι και το 64 π.Χ..
Αρχικά ο Σέλευκος ένας από τους κυριότερους στρατηγούς του Αλέξανδρου το 321 π.Χ., (δύο χρόνια πριν τον θάνατο του Αλέξανδρου), ανέλαβε σατράπης της Βαβυλώνας. Όμως το 316 αναγκάσθηκε να την εγκαταλείψει, όταν ο Αντίγονος Α΄ του έκανε έλεγχο επί των προσόδων της περιοχής. Τότε αντιδρώντας ο Σέλευκος συμμάχησε με τους Κάσσανδρο Λυσίμαχο και Πτολεμαίο κατά του Αντιγόνου. Οι δε κάτοικοι της περιοχής ενθυμούμενοι την άριστη συμπεριφορά του, από την περίοδο της σατραπείας του, έσπευσαν και συστρατεύθηκαν μαζί με τον Σέλευκο όπου και το 312 π.Χ. ανακατέλαβε την Βαβυλώνα.
Από τότε αρχίζει και ουσιαστικά ν΄ αναπτύσσεται το Βασίλειο των Σελευκιδών που έφθασε στη πλήρη ακμή του να είναι ολόκληρη Αυτοκρατορία. Το όνομα της δυναστείας των Σελευκιδών οφείλεται στον Σέλευκο Α’, τον επονομαζόμενο Νικάτορα 323-280 π.χ. γιο στρατηγού του Φιλίππου Β’, στον οποίο αντιστοιχεί το μεγαλύτερο τμήμα της Αυτοκρατορίας κατά την αναπόφευκτη πορεία της προς τη διάλυση.
Ο Σέλευκος προγραμματίζει να επεκτείνει την κυριαρχία του σε μεγάλο τμήμα της διαλυμένης Περσικής Αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας ταυτόχρονα μια πολιτική ισορροπιών με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου και τους Αντιγονίδες της Μακεδονίας. Κάποιες επεκτατικές πρωτοβουλίες, ειδικά του Δημητρίου γιου του Αντίγονου, που αποσκοπούν στην επέκταση της κυριαρχίας του και στη Μικρά Ασία, τον πείθουν να μεταφέρει το κέντρο βάρους της εξουσίας του δυτικότερα.
Για το λόγο αυτόν, εγκαταλείπει την Περσία και μεταφέρει την έδρα του στη Συρία, σε μια εντελώς νέα πόλη, που ιδρύθηκε με βάση της καινοτόμες και μεγαλόπνοες ιδέες του Αλεξάνδρου. Έτσι, μετά τη νίκη του εναντίον του Αντίγονου και του Δημητρίου στην Ιψό 301 π.χ. ιδρύει στις όχθες του ποταμού Ορόντη την Αντιόχεια, που ονομάζει προς τιμή του πατέρα του. Η Αντιόχεια επεκτείνεται γρήγορα, περικλείοντας μέσα στα τείχη της τέσσερις διαφορετικές πόλεις, οπότε και φέρει επάξια την προσωνυμία τετράπολις.
Στη συνέχεια γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ελληνιστικής Ανατολής, ενώ παράλληλα ανοίγει τους κόλπους της και υποδέχεται μεγάλους καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες της εποχής, οι οποίοι την κοσμούν με μεγαλειώδη μνημεία, καθιστώντας την σημαντικό πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, ικανό να ανταγωνιστεί ακόμη και την Αλεξάνδρεια. Από την άλλη, το μέγεθος των διαφόρων κρατών καθιστά αδύνατο το λεπτομερή έλεγχο της διοίκησης: οι φυγόκεντρες τάσεις γίνονται εντονότερες και επηρεάζουν ακόμη και τα πιο μακρινά κέντρα εξουσίας.
Ο ίδιος ο Σέλευκος Α’, αναγκάζεται να παραχωρήσει στον Σαντραγκούπτα, τον ιδρυτή του βασιλείου των Μωρύα, την Πενταποταμία σημερινό Παντζάμπ, ενώ στη διάρκεια της βασιλείας των διαδόχων του αφαιρούνται από τους Σελευκίδες η Φρυγία, η Βακτριανή, το βασίλειο των Πάρθων και η Αρμενία.
Κοίλη Συρία
Η Κοίλη Συρία ήταν ονομασία της περιοχής της νότιας Συρίας κατά το 300 π.Χ., που αποτέλεσε το μήλον της έριδος ανάμεσα στη δυναστεία των Σελευκιδών και τη δυναστεία των Πτολεμαίων, η κοιλάδα της Συρίας μεταξύ των ορέων Λιβάνου και Αντιλιβάνου. Ο όρος δεν περιλαμβάνει μόνο τα εδάφη της κοιλάδας Μπεκάα του Λιβάνου, αλλά καλύπτει ολόκληρη την περιοχή που ορίζεται από τα παράλια της Μεσογείου, τον ποταμό Ορόντη (Ναχρ-ελ-Άζι), έφτανε νότια ως την Αίγυπτο και βόρεια ως τη Λαοδίκεια (Λατάκια).
Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην Ανάβαση του Αρριανού κι έχει αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο συζήτησης. Ίσως πρόκειται για μεταγραφή της Αραμαϊκής λέξης kul, που σημαίνει "ολόκληρος", υποδηλώνοντας έτσι όλη τη Συρία. Ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πτολεμαίος κατέκτησε την Κοίλη Συρία το 318 π.Χ., ωστόσο γρήγορα αποσύρθηκε από αυτή, όταν συμμετείχε στο συνασπισμό εναντίον του Αντίγονου Α' του Μονόφθαλμου το 313 π.Χ.
Κοίλη Συρία
Η Κοίλη Συρία ήταν ονομασία της περιοχής της νότιας Συρίας κατά το 300 π.Χ., που αποτέλεσε το μήλον της έριδος ανάμεσα στη δυναστεία των Σελευκιδών και τη δυναστεία των Πτολεμαίων, η κοιλάδα της Συρίας μεταξύ των ορέων Λιβάνου και Αντιλιβάνου. Ο όρος δεν περιλαμβάνει μόνο τα εδάφη της κοιλάδας Μπεκάα του Λιβάνου, αλλά καλύπτει ολόκληρη την περιοχή που ορίζεται από τα παράλια της Μεσογείου, τον ποταμό Ορόντη (Ναχρ-ελ-Άζι), έφτανε νότια ως την Αίγυπτο και βόρεια ως τη Λαοδίκεια (Λατάκια).
Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην Ανάβαση του Αρριανού κι έχει αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο συζήτησης. Ίσως πρόκειται για μεταγραφή της Αραμαϊκής λέξης kul, που σημαίνει "ολόκληρος", υποδηλώνοντας έτσι όλη τη Συρία. Ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πτολεμαίος κατέκτησε την Κοίλη Συρία το 318 π.Χ., ωστόσο γρήγορα αποσύρθηκε από αυτή, όταν συμμετείχε στο συνασπισμό εναντίον του Αντίγονου Α' του Μονόφθαλμου το 313 π.Χ.
Το 312 ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ νίκησε το Δημήτριο, γιο του Αντίγονου, στη μάχη της Γάζας, κάτι που επέτρεψε και πάλι στον Πτολεμαίο να καταλάβει την Κοίλη Συρία. Αν και αποσύρθηκε πάλι μετά από λίγους μήνες, αφότου ο Δημήτριος κέρδισε μια μάχη εναντίον του στρατηγού του και ο Αντίγονος εισέβαλε στη Συρία.
Το 302 π.Χ., ο Πτολεμαίος συμμετείχε και πάλι σε νέο συνασπισμό εναντίον του Αντίγονου και επανακατέλαβε την Κοίλη Συρία, αλλά αποσύρθηκε όταν έμαθε τα νέα από μια εσφαλμένη αναφορά ότι ο Αντίγονος είχε καταφέρει μια νίκη και επέστρεψε όταν ο Αντίγονος ηττήθηκε στη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. Η Κοίλη Συρία δόθηκε στο Σέλευκο από τους νικητές της Ιψού, καθώς ο Πτολεμαίος δεν είχε συμβάλει καθόλου στη νίκη τους.
Η Βαθύτερη Αιτία των Συριακών Πολέμων
Συριακοί πόλεμοι καλούνται από τη νεότερη έρευνα 6 πόλεμοι μεταξύ των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων για την κατοχή της λεγόμενης «Κοίλης Συρίας», η οποία περιλάμβανε τη νότια Συρία και μέρος ή ολόκληρη τη Φοινίκη.
Η Βαθύτερη Αιτία των Συριακών Πολέμων
Συριακοί πόλεμοι καλούνται από τη νεότερη έρευνα 6 πόλεμοι μεταξύ των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων για την κατοχή της λεγόμενης «Κοίλης Συρίας», η οποία περιλάμβανε τη νότια Συρία και μέρος ή ολόκληρη τη Φοινίκη.
Η περιοχή αυτή είχε τεράστια στρατηγική σημασία κυρίως για τους Πτολεμαίους, διότι μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για εχθρικές επιθέσεις εναντίον της Πτολεμαϊκής Κύπρου και της Αιγύπτου. Εξάλλου, οι πόλεις της Φοινίκης ήταν εξέχουσας σημασίας ναυτικές βάσεις, ενώ τα πλούσια δάση της περιοχής με τους περίφημους κέδρους του Λιβάνου παρείχαν άφθονη ξυλεία για τη ναυπήγηση στόλου. Παράλληλα, ως σημαίνοντα εμπορικά κέντρα οι πόλεις αυτές παρείχαν τεράστια οικονομικά οφέλη στον εκάστοτε κυρίαρχό τους.
Η Κοίλη Συρία ήταν δορίκτητος γη του Πτολεμαίου Α΄, ο οποίος την κατέλαβε το 319 / 318 π.Χ. Παρόλα αυτά οι Σελευκίδες θεωρούσαν ότι η περιοχή τούς ανήκε δικαιωματικά, προβάλλοντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι το 314 π.Χ. την είχε καταλάβει ο Αντίγονος Μονόφθαλμος και ισχυριζόμενοι ότι εκείνοι ήταν οι νόμιμοι διάδοχοί του στις περιοχές της Ασίας που εκτείνονταν στα ανατολικά του όρους Ταύρος.
Α’ Συριακός Πόλεμος (276 – 272 π.Χ)
Αιτία του Α΄ Συριακού πολέμου (274 - 273 / 272 π.Χ.), γνωστός και ως Καρικός Πόλεμος, ήταν προφανώς οι βλέψεις που είχαν για την Αίγυπτο ο Σελευκίδης Αντίοχος Α΄ και ο βασιλιάς της Κυρήνης Μάγας. Οι επιχειρήσεις των συνασπισμένων εχθρών της Αιγύπτου απέτυχαν λόγω κακού συντονισμού και περισπασμού από προβλήματα στο εσωτερικό των βασιλείων τους. Ο Πτολεμαίος Β΄ όχι μόνο διατήρησε την Κοίλη Συρία, αλλά κατέκτησε και περιοχές της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας.
Ο Α’ Συριακός πόλεμος διεξήχθη μεταξύ του βασιλείου της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου και της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, αφού είχε προηγηθεί ένταση μεταξύ των δύο αντιπάλων αναφορικά με το καθεστώς της νότιας Συρίας, όπως προέκυψε μετά την μάχη της Ιψούς (301 π.Χ). Στη συνθήκη (303 π.Χ) που είχε υπογράψει ο νικηφόρος συνασπισμός στην Ιψό, αρχικά προβλεπόταν να δοθεί ολόκληρη η Συρία στον Πτολεμαίο Α’, αλλά λόγω του ότι δεν έστειλε στρατεύματα στην Ιψό, τελικά δόθηκε στον Σέλευκο.
Ο Πτολεμαίος αντέδρασε το 301 π.Χ καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας νότια της Δαμασκού, καθώς και μεγάλο μέρος της Φοινίκης. Οι Πτολεμαίοι αργότερα διεκδίκησαν τη Συρία μέχρι την Δαμασκό. Αυτό ήταν μια πάγια Αιγυπτιακή τακτική και είχε ως στόχο την διασφάλιση της Αιγυπτιακής ενδοχώρας. Την ίδια στιγμή οι Σελευκίδες διεκδίκησαν όλη την νότια Συρία για τους ίδιους λόγους, καθότι η Αυτοκρατορία τους εκτεινόταν πέριξ της βόρειας Συρίας και της ανατολικής Μικράς Ασίας.
Α’ Συριακός Πόλεμος (276 – 272 π.Χ)
Αιτία του Α΄ Συριακού πολέμου (274 - 273 / 272 π.Χ.), γνωστός και ως Καρικός Πόλεμος, ήταν προφανώς οι βλέψεις που είχαν για την Αίγυπτο ο Σελευκίδης Αντίοχος Α΄ και ο βασιλιάς της Κυρήνης Μάγας. Οι επιχειρήσεις των συνασπισμένων εχθρών της Αιγύπτου απέτυχαν λόγω κακού συντονισμού και περισπασμού από προβλήματα στο εσωτερικό των βασιλείων τους. Ο Πτολεμαίος Β΄ όχι μόνο διατήρησε την Κοίλη Συρία, αλλά κατέκτησε και περιοχές της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας.
Ο Α’ Συριακός πόλεμος διεξήχθη μεταξύ του βασιλείου της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου και της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, αφού είχε προηγηθεί ένταση μεταξύ των δύο αντιπάλων αναφορικά με το καθεστώς της νότιας Συρίας, όπως προέκυψε μετά την μάχη της Ιψούς (301 π.Χ). Στη συνθήκη (303 π.Χ) που είχε υπογράψει ο νικηφόρος συνασπισμός στην Ιψό, αρχικά προβλεπόταν να δοθεί ολόκληρη η Συρία στον Πτολεμαίο Α’, αλλά λόγω του ότι δεν έστειλε στρατεύματα στην Ιψό, τελικά δόθηκε στον Σέλευκο.
Ο Πτολεμαίος αντέδρασε το 301 π.Χ καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας νότια της Δαμασκού, καθώς και μεγάλο μέρος της Φοινίκης. Οι Πτολεμαίοι αργότερα διεκδίκησαν τη Συρία μέχρι την Δαμασκό. Αυτό ήταν μια πάγια Αιγυπτιακή τακτική και είχε ως στόχο την διασφάλιση της Αιγυπτιακής ενδοχώρας. Την ίδια στιγμή οι Σελευκίδες διεκδίκησαν όλη την νότια Συρία για τους ίδιους λόγους, καθότι η Αυτοκρατορία τους εκτεινόταν πέριξ της βόρειας Συρίας και της ανατολικής Μικράς Ασίας.
Όσο διάστημα ευρίσκοντο εν ζωή ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος ο πόλεμος είχε αποφευχθεί, αλλά το 283 π.Χ ο Πτολεμαίος πεθαίνει από φυσικά αίτια (ο μοναδικός εκ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε φυσικό θάνατο) και το 280 π.Χ δολοφονείται ο Σέλευκος. Οι πρώτες συγκρούσεις που ακολούθησαν σχεδόν αμέσως (πόλεμος της Δαμασκού, 280-279 π.Χ) έλαβαν χώρα στην Ιωνία και γύρω από την πόλη της Μιλήτου. Ο διάδοχος του Σέλευκου ο Αντίοχος Α’ ο Σωτήρ την συγκεκριμένη χρονική περίοδο αντιμετώπιζε πολλούς εχθρούς.
Ήταν σε πόλεμο με τον Αντίγονο, αντιμετώπιζε μια εξέγερση στην Σελευκίδα, την πατρίδα της οικογένειάς του και το 279 π.Χ οι Γαλάτες εισέβαλαν στην Μακεδονία πριν προχωρήσουν στην Ελλάδα και στη συνέχεια σε Μικρά Ασία, περί το 277 π.Χ. Ενόψει της Γαλατικής απειλής ο Αντίοχος και ο Αντίγονος συνάπτουν ειρήνη (πιθανώς 279 π.Χ), και με συμφωνημένες σφαίρες επιρροής – ο Αντίγονος θα είχε την Μακεδονία και την Ελλάδα και ο Αντίοχος την Θράκη και τις περιοχές ανατολικά.
Αυτή η συμμαχία αποτελούσε απειλή για την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο και τις φιλοδοξίες της. Ο Πτολεμαίος Β’ διαθέτοντας τον ισχυρό Αιγυπτιακό στόλο, είχε βλέψεις για τη δημιουργία μιας θαλάσσιας Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο, έχοντας ήδη συμμάχους στη Μίλητο. Ο πρώτος Συριακός πόλεμος ξέσπασε το 276 π.Χ. Ο Αντίοχος είχε καταστείλει την εξέγερση στην Σελευκίδα και στη συνέχεια κινήθηκε δυτικά για να ασχοληθεί με την Γαλατική απειλή. Είχε περάσει το χειμώνα του 277-276 π.Χ στις Σάρδεις της Λυδίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την εκστρατεία κατά των Γαλατών.
Αυτή η συμμαχία αποτελούσε απειλή για την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο και τις φιλοδοξίες της. Ο Πτολεμαίος Β’ διαθέτοντας τον ισχυρό Αιγυπτιακό στόλο, είχε βλέψεις για τη δημιουργία μιας θαλάσσιας Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο, έχοντας ήδη συμμάχους στη Μίλητο. Ο πρώτος Συριακός πόλεμος ξέσπασε το 276 π.Χ. Ο Αντίοχος είχε καταστείλει την εξέγερση στην Σελευκίδα και στη συνέχεια κινήθηκε δυτικά για να ασχοληθεί με την Γαλατική απειλή. Είχε περάσει το χειμώνα του 277-276 π.Χ στις Σάρδεις της Λυδίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την εκστρατεία κατά των Γαλατών.
Το σχέδιο αυτό, χρειάστηκε να αναβληθεί, όταν την άνοιξη του 276 π.Χ ο Πτολεμαίος Β’ ξεκίνησε εισβολή στην Κεντρική Συρία, πολιορκώντας την Δαμασκό και την κοιλάδα του Μαρσύα (βόρεια της Δαμασκού). Ο Αντίοχος απάντησε σθεναρά. Βάδισε ανατολικά στην Συρία, νίκησε τους Αιγυπτίους και ανακατέλαβε τη Δαμασκό. Αυτός επίσης φαίνεται ότι ξεκίνησε πολιορκία της Μιλήτου, διά ξηράς και θαλάσσης, ενδεχομένως υπό τη διοίκηση του γιου του Σέλευκου, που είχε εγκαταστήσει στη Μικρά Ασία.
Το ναυτικό στοιχείο ότι πολιορκίας διεκόπη από τον Αιγυπτιακό στόλου υπό τον Καλλικράτη της Σάμου (περί το 275 π.Χ) αλλά η πολιορκία δια ξηράς συνεχίσθηκε και ίσως τελικά επέτυχε (σε κάθε περίπτωση χάθηκε κατά τον Ευμένιο πόλεμο). Το 275 π.Χ ο Αντίοχος επιστρέφει για να αντιμετωπίσει τους Γαλάτες. Η εξέγερση στην Σελευκίδα είχε προκαλέσει την απώλεια των πολεμικών ελεφάντων και έτσι εστράφη ανατολικά. Η Αυτοκρατορία του η οποία εκτεινόταν μέχρι την Ινδία, του παρείχε την δυνατότητα να αναπληρώσει τους ελέφαντες από την Βακτριανή, γεγονός το οποίο και έπραξε.
Οι ελέφαντες έφτασαν στην Συρία την άνοιξη του 275 π.Χ και κατόπιν ο Αντίοχος διέσχισε την Μικρά Ασία και νικά τους Γαλάτες στην μάχη των Ελεφάντων. Αυτό τερμάτισε την Γαλατική απειλή για το βασίλειό του, αν και οι Γαλάτες παρέμειναν στη Μικρά Ασία και εγκαταστάθηκαν στην Γαλάτεια. Αυτό ήταν το σημαντικότερο σημείο για τον Αντίοχο, καθότι απέκτησε το προσωνύμιο «Σωτήρ» και δοξάστηκε για την αποκατάσταση της ειρήνης.
Όμως ένα νέο πρόσωπο εμφανίζεται στο προσκήνιο, η Αρσινόη B’, χήρα του Λυσίμαχου της Μακεδονίας και για σύντομο χρονικό διάστημα σύζυγος του Πτολεμαίου Κεραυνού. Αφού προδόθηκε από τον Κεραυνό, φεύγει στη Σαμοθράκη και στη συνέχεια στην αυλή του Πτολεμαίου B’ στην Αίγυπτο, τον οποίον παντρεύεται το 276 π.Χ και κατόπιν αυτή υιοθετεί τον γιο του Πτολεμαίο Γ’ και αυτός τον γιό της Πτολεμαίο. Ο εν λόγω γάμος (αμφιλεγόμενος και περιπεπλεγμένος κατά πολλούς) σύντομα αποδεικνύεται μεγάλη επιτυχία.
Όμως ένα νέο πρόσωπο εμφανίζεται στο προσκήνιο, η Αρσινόη B’, χήρα του Λυσίμαχου της Μακεδονίας και για σύντομο χρονικό διάστημα σύζυγος του Πτολεμαίου Κεραυνού. Αφού προδόθηκε από τον Κεραυνό, φεύγει στη Σαμοθράκη και στη συνέχεια στην αυλή του Πτολεμαίου B’ στην Αίγυπτο, τον οποίον παντρεύεται το 276 π.Χ και κατόπιν αυτή υιοθετεί τον γιο του Πτολεμαίο Γ’ και αυτός τον γιό της Πτολεμαίο. Ο εν λόγω γάμος (αμφιλεγόμενος και περιπεπλεγμένος κατά πολλούς) σύντομα αποδεικνύεται μεγάλη επιτυχία.
Η Αρσινόη γίνεται συνδιαχειρίστρια της Αιγύπτου και μετά το θάνατό της την εντάσσεται στο πάνθεον των Αιγυπτιακών θεοτήτων. Επίσης φαίνεται ότι μέχρι το τέλος (275 π.Χ) είχε αναλάβει τον έλεγχο του πολέμου. Ο Αντίοχος το 274 π.Χ σχεδίαζε να εισβάλει στην Αίγυπτο. Παντρεύει την κόρη του με τον Μάγα τον Κυρηναίο ο οποίος είναι ετεροθαλής αδερφός του Πτολεμαίου και κυβερνήτης της Κυρηναϊκής, δυτικά της Αιγύπτου.
Ο Μάγας αφού ανεξαρτητοποιείται από την Αίγυπτο, το 274 π.Χ ξεκινά εισβολή όπου παρ’ ολίγον να καταλάβει την Αλεξάνδρεια, βοηθούμενος από μια ανταρσία μεταξύ των Γαλατών μισθοφόρων του Πτολεμαίου. Η Αρσινόη απάντησε ενθαρρύνοντας μια Λιβυκή εισβολή στην Κυρηναϊκή, η οποία ανάγκασε τον Μάγα να επιστρέψει δυτικά για να εξασφαλίσει την δική του περιοχή. Εν τω μεταξύ οι Γαλάτες μισθοφόροι παγιδεύτηκαν σε ένα νησί και κατεστάλη η εξέγερσή τους. Το πραγματικό κλειδί για τη νίκη της Αιγύπτου ήταν ο στόλος τους.
Το 274 π.Χ ο εν λόγω στόλος εστάλη για να επιτεθεί στην ακτή της Μικράς Ασίας, απειλώντας άμεσα τον Αντίοχο στην ενδοχώρα της Κιλικίας. Οποιαδήποτε ελπίδα είχε ο Αντίοχος για βοήθεια από τη Μακεδονία έληξε όταν ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη χρηματοδοτούν μια εισβολή στην Μακεδονία από τον Πύρρο βασιλέα της Ηπείρου. Η Αιγυπτιακή εισβολή στην Μικρά Ασία απετέλεσε μεγάλη επιτυχία. Ο Καλλικράτης κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος της ακτής, αναγκάζοντας τον Αντίοχο να παραδεχτεί την ήττα.
Η Αίγυπτος κέρδισε την δυτική Κιλικία και μια σειρά εδαφών που περιελάμβαναν την νότια Λυκία, Καύνο, Αλικαρνασσό, Μύνδο και Κνίδο. Ο Πτολεμαίος τερματίζει τον πόλεμο με την κατοχή της Μιλήτου. Στη Συρία απέκτησε ολόκληρη την Φοινίκη και την κοιλάδα του Μαρσύα, αλλά όχι την Δαμασκό. Την επαύριον του πολέμου, η Αρσινόη άρχισε να σχεδιάζει μια επίθεση στην Μακεδονία, όπου ο γιος της Πτολεμαίος διεκδικούσε τον θρόνο. Ωστόσο, πριν υλοποιήσει τα σχέδιά της πεθαίνει (270 π.Χ).
Ο προκύπτων Χρεμωνίδειος πόλεμος έληξε με νίκη για τον Αντίγονο και συμμαχία μεταξύ του Αντιγόνου και του Αντιόχου εναντίον του Πτολεμαίου.
Χρεμωνίδειος Πόλεμος
Ο Χρεμωνίδειος πόλεμος (268 ή 267-261 π.Χ.) έφερε αντιμέτωπους τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά. Τους δυο συμμάχους ενίσχυε ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος. Η Σπάρτη και η Αθήνα επιθυμούσαν την αποκατάσταση την ανεξαρτησίας τους και την απαλλαγή τους από την Μακεδονική κυριαρχία.
Ο σημαντικότερος υποστηρικτής του πολέμου εναντίον του Αντίγονου Γονατά στην Σπάρτη ήταν ο βασιλιάς Αρεύς Α΄, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος ύστερα από την νίκη του κατά του Πύρρου και συμπεριφέρονταν σαν απολυταρχικός μονάρχης. Ο άλλος βασιλιάς Αρχίδαμος ύστερα από την ήττα του από τον Δημήτριο Πολιορκητή (294 π.Χ.) ήταν πολιτικά απομονωμένος. Ο αντιμακεδονικός συνασπισμός στην Αθήνα είχε αρχηγό τον στωικό Χρεμωνίδη και τον αδελφό του Γλαύκωνα.
Οι Αθηναίοι ήθελαν να απαλλαγούν από την φρουρά του Αντίγονου Γονατά που βρίσκονταν στον Πειραιά και να ανακτήσουν την πλήρη ανεξαρτησία τους. Οι οπαδοί του Αντίγονου Γονατά στην Αθήνα δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την εξουσία και η πόλη προσχώρησε το 268-267 π.Χ. στον αντιμακεδονικό συνασπισμό που οργάνωσε ο Λακεδαιμόνιος βασιλιάς. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον Αντίγονο Γονατά χωρίς ισχυρή βοήθεια. Οι Αιτωλοί δεν ήταν διατεθιμένοι να τους βοηθήσουν, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος όμως ήταν.
Ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος και η αδελφή και σύζυγός του Αρσινόη Β΄(που επιθυμούσε να ενθρονίσει στην Μακεδονία τον γιο της Πτολεμαίο που είχε αποκτήσει από τον Λυσίμαχο) απειλούνταν από τον Αντίγονο Γονατά ο οποίος μετά τη νίκη του επί των Γαλατών στη Λυσιμάχεια της Θράκης και τον θάνατο του Πύρρου απέκτησε μεγάλη δύναμη καταφέρνοντας να κυριαρχήσει στην κυρίως Ελλάδα. Η Αρσινόη όμως είχε ήδη πεθάνει πριν την έναρξη του πολέμου (είτε το 270 π.Χ. είτε, σύμφωνα με άλλες πηγές τον Ιούλιο του 268 π.Χ., δύο μήνες πριν την έναρξη του πολέμου).
Ο Αντίγονος Γονατάς αφού επιβλήθηκε ως βασιλιάς στην Μακεδονία έφερε στην επιρροή του την Θεσσαλία, όπου ανακηρύχθηκε "Ηγεμών των Θεσσαλών". Κατόπιν στράφηκε στην Πελοπόννησο. Οι οπαδοί του με την υποστήριξή του επιβλήθηκαν ως "Τύραννοι", ο Αριστόδαμος στην Μεγαλόπολη, ο Αριστότιμος στην Ήλιδα, ο Αρίστιππος στο Άργος, ο Τιμοκλείδας και ο Κλεινίας στην Σικυώνα και ύστερα από αυτούς ο Αβαντίδας..Ο Αντιγονίδης βασιλιάς είχε υπό την άμεση κυριαρχία του την Εύβοια, τα Μέγαρα και την Αίγινα. Φρουρές υπήρχαν στην Κόρινθο, την Χαλκίδα και όπως προαναφέραμε, στον Πειραιά.
Η Κόρινθος ήταν η έδρα της διοίκησης όλων αυτών των περιοχών. Την θέση του διοικητή κατείχε ο ετεροθαλής αδελφός του Αντίγονου Γονατά Κρατερός. Στην Αθήνα ο Χρεμωνίδης και ο Γλαύκων κήρυξαν τον πόλεμο στον Αντίγονο Γονατά το έτος που ήταν επώνυμος άρχοντας ο Πειθίδημος (268 / 267 π.Χ.) με ψήφισμα όπου γίνονταν αναφορά στους Μηδικούς πολέμους. Στην αντιμακεδονική συμμαχία συμμετείχαν μερικές πόλεις της Αρκαδίας, οι Αχαιοί, οι Ηλείοι αφού προηγουμένως έδιωξαν τον Αριστότιμο, η Κρητική πόλη Γόρτυς και μερικές άλλες μικρότερες πόλεις της Κρήτης που είχαν καλές σχέσεις με τον βασιλιά της Σπάρτης.
Ο πόλεμος άρχισε με την εισβολή του Αντίγονου Γονατά στην Αττική (268 ή 267 π.Χ). Ενώ ο Αντιγονίδης βασιλιάς έφτανε ανενόχλητος ως τα περίχωρα της Αθήνας και άρχιζε να πολιορκεί την πόλη, ο στόλος του κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά που ελέγχονταν από την Μακεδονική φρουρά η οποία δεν είχε εξουδετερωθεί. Λίγο αργότερα κατέπλευσε στο Σούνιο ο Πτολεμαϊκός στόλος υπό τον Πάτροκλο. Ο Πάτροκλος οχυρώθηκε σε μία νησίδα δυτικά του Σουνίου (η οποία ονομάστηκε Πατρόκλου Χάραξ) και από εκεί έλεγχε τον Σαρωνικό κόλπο.
Ορμητήρια επίσης εγκατέστησε στην τοποθεσία Κορησσία της Κέας, σε πολλά σημεία των ακτών της Αττικής, στην Κρήτη και στην Θήρα. Ωστόσο δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Στην Αθήνα η Εκκλησία του Δήμου εξέλεξε ως στρατηγούς και αντιπροσώπους στο πολεμικό συμβούλιο των συμμάχων τους Κάλιππο και Γλαύκωνα. Ο στρατός του Αντίγονου κατέκλυσε την ύπαιθρο της Αττικής. Οι Αθηναίοι κατέφευγαν καταδιωκόμενοι σε παράκτια φρούρια.
Ο Πάτροκλος δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στους Αθηναίους καθώς δεν μπορούσε να αποβιβάσει πεζικό στις ακτές της Αττικής (το σύνολο των δυνάμεων του αποτελούνταν από τους ναύτες του στόλου του που δεν είχαν μεγάλη μαχητική αξία ως πεζοί) , ενώ ο στόλος του Αντίγονου Γονατά παρέμενε αγκυροβολημένος αποφεύγοντας να ναυμαχήσει. Έτσι ο Πάτροκλος περιορίζονταν να παρενοχλεί τους αντιπάλους του ώστε η πολιορκία της πόλης να μην γίνει ασφυκτική.
Ο Αρεύς, παρακινούμενος από τον Πάτροκλο, έκανε μια εκστρατεία για να βοηθήσει τους Αθηναίους (267 π.Χ.) απέτυχε όμως να καταλάβει τον Ισθμόπου κατέχονταν από δυνάμεις του Αντίγονου Γονατά. Ο στρατός του Αντίγονου κατέστρεφε την ύπαιθρο της Αττικής και επιτίθονταν στα οχυρά των αντιπάλων του. Μια τέτοια επίθεση απέκρουσε ο Επιχάρης στρατηγός του Ραμνούντα με την βοήθεια του στόλου του Πατρόκλου. Ο Επιχάρης είχε επιφορτιστεί με την προστασία των αγροτών που καλλιεργούσαν την γη και την ασφαλή μεταφορά της σοδειάς του σιταριού στην πόλη.
Οι επιχειρήσεις του πολέμου κατά τα δύο πρώτα χρόνια εξελίσονταν με αυτόν τον τρόπο. Οι Αθήναιοι που κατείχαν το φρούριο της Ελευσίνας κατάφεραν πάντως το 266 π.Χ. να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι την πομπή της γιορτής τωνμεγάλων Παναθηναίων. Ο Πάτροκλος συνέχιζε να ζητά από τον Σπαρτιάτη βασιλιά να χτυπήσει μετωπικά τους αντιπάλους του προσσεγγίζοντας την Αττική από την Ελευσίνα. Οι προσπάθειες όμως που έκανε ο Αρεύς για να καταλάβει τον Ισθμό το 266 π.Χ. και το 265 / 264 π.Χ. απέτυχαν.
Έτσι αφού είχε πλέον εξαντλήσει όλα του τα εφόδια επέστρεψε άπρακτος πίσω στην Σπάρτη, ενώ ο στόλος του Πατρόκλου έφυγε για την Μικρά Ασία αφήνοντας τους Αθηναίους μόνους εναντίον του Αντίγονου. Ο πόλεμος φάνηκε να παίρνει διαφορετική τροπή όταν στασίασαν οι Γαλάτες μισθοφόροι του Αντίγονου πού βρίσκονταν στα Μέγαρα. Ο βασιλιάς όμως επενέβη έγκαιρα και κατέπνιξε την στάση. Ο Αρεύς επιδιώκοντας να επωφεληθεί κινήθηκε ξανά εναντίον των αντιπάλων του.
Σε μάχη όμως που δόθηκε στην Κόρινθο ο στρατός του ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε (264 π.Χ.). Ο θάνατος του Αρέως έφερε την διάλυση του αντιμακεδονικού συνασπισμού. Οι Αχαιοί διέλυσαν την συμμαχία τους με την Σπάρτη και οι Μαντινείς προσχώρησαν στό Αρκαδικό Κοινό. Ο Αντίγονος ενίσχυσε τις θέσεις του στον Ισθμό τοποθετώντας φρουρά στο όρος Όνειον (Όνεια Όρη) που ξεκινούσε νότια της Κορίνθου και εκτείνονταν ως τον όρμο των Κεγχρεών(Κεχριών).
Οι μακεδονικές δυνάμεις από τα ορμητήρια τους στην περιοχή του Ισθμού πραγματοποιούσαν επιδρομές από ξηρά και θάλασσα στην Αττική.Ο Πάτροκλος δεν κατάφερε να κάνει τίποτα αξιόλογο πέρα από την κατάληψη των Μεθάνων στα οποία έδωσε το όνομα της βασίλισσας Αρσινόης Β'. Ο Αντίγονος βρίσκονταν στην Αττική όταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αλέξανδρος εισέβαλε ύστερα από συννενόηση με τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο στην Άνω Μακεδονία και κατέλαβε την χώρα, ύστερα από την προσχώρηση σε αυτόν των κατοίκων της περιοχής.
Ταυτόχρονα ο Αλέξανδρος συμμάχησε με τους Αιτωλούς και τους Ευβοείς. Έτσι η χερσαία οδός επικοινωνίας του Αντίγονου με τις βάσεις του στον βορρά πρακτικά αποκόπηκε. Απέμενε μόνο η θαλάσσια οδός όμως ο στόλος του Πατρόκλου ενισχύθηκε με νέα πλοία από τον Πτολεμαίο. Ο Αντίγονος αποφάσισε τελικά να πολεμήσει στην ξηρά. Γύρισε στην Μακεδονία και νίκησε τον Αλέξανδρο σε αποφασιστική μάχη στην περιοχή της Ελειμιώτιδος. Κατόπιν ο μακεδονικός στρατός υπό την τυπική ηγεσία του γιου του Αντίγονου Δημητρίου εισέβαλε στην Ήπειρο (264 / 263 π.Χ.).
Ο Αλέξανδρος κατέφυγε στην Ακαρνανία. Κατάφερε τελικά να ανακτήσει το θρόνο του λίγο αργότερα (259 π.Χ.). Ο νέος βασιλιάς της Σπάρτης Ακρότατος γιος του Αρέως επιτέθηκε εναντίον της Μαντίνειας. Ο Αριστόδαμος όμως οδήγησε τα στρατεύματα του Αρκαδικού Κοινού εναντίον του. Στην μάχη που δόθηκε ο Ακρότατος ηττήθηκε και σκοτώθηκε (263 π.Χ.). Ο Αντίγονος Γονατάς επιτέθηκε ξανά στην Αττική και το 263 π.Χ. άρχισε την συστηματική πολιορκία της πόλης. Οι Αθηναίοι που δεν περιμέναν από πουθενά ενισχύσεις ζήτησαν ανακωχή.
Στις διαπραγματεύσεις που έγιναν οι προτάσεις του Αντίγονου αρχικά απορίφθηκαν. Όταν όμως οι πολιορκημένοι, που υπέφεραν από σιτοδεία, κατάλαβαν ότι ο Αντίγονος θα άρχιζε ξανά τις εχθροπραξίες παραδόθηκαν (τέλος 262 π.Χ.). Σύμφωνα με μια διαφορετική αφήγηση η εισβολή του Αλέξανδρου στην Άνω Μακεδονία έγινε το 262 π.Χ.. Ο Αντίγονος που τότε βρίσκονταν στην Αττική έκανε ειρήνη με τους Αθηναίους και επέστρεψε στην Μακεδονία (φθινόπωρο του 262 π.Χ.).
Ο Αντίγονος επέστρεψε στην Αττική το 261 π.Χ. αφού είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Αλέξανδρο. Εκεί οι εχθροπραξίες είχαν επαναληφθεί και η ειρήνη είχε αποδειχτεί μια απλή ανακωχή. Η πόλη παραδόθηκε τελικά την άνοιξη του ίδιου έτους. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας πυρπολήθηκε το ιερό άλσος και ο ναός του Ποσειδώνος Ιππίου κοντά στην Ακαδημία των Αθηνών που ήταν εγκατεστημένο το αρχηγείο του Αθηναϊκού ιππικού. Στην πόλη της Αθήνας εγκαταστάθηκε ακεδονική φρουρά (στον λοφο του Μουσείου).
Το ίδιο έγινε στην Σαλαμίνα,στην Ελευσίνα και το Σούνιο και στα φρούρια της Αττικής,Ραμνούντα, Πάνακτο και Φυλή , ενώ γκρεμίστηκε ένα τμήμα των Μακρών Τειχών. Το δημοκρατικό πολίτευμα δεν καταλύθηκε την εξουσία όμως ανέλαβαν οι οπαδοί του Αντίγονου (όπως ο ομώνυμος εγγονός του Δημήτριου του Φαληρέως). Ο ιστοριογράφος Φιλόχαρος εκτελέστηκε σύμφωνα με διαταγή του Αντίγονου επειδή αλληλογραφούσε με τον Πτολεμαίο. Ο Χρεμωνίδης και ο Γλαύκων κατέφυγαν στην Αίγυπτο όπου κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην διοίκηση της χώρας.
Ύστερα από λίγα χρόνια ο Αθηναίος πολιτικός Μικίων τους κατέταξε στην ίδια κατηγορία με τον Αλκιβιάδη και τον Λεωσθένη. Ο στόλος του Πτολεμαίου ηττήθηκε στην Κώ το 261 π.Χ. ή 257 π.Χ.(άλλες πηγές χρονολογούν την ναυμαχία αυτή και το 255 π.Χ.). Η ήττα αυτή που περιόρισε την επιρρόη του Πτολεμαίου στο Αιγαίο και έφερε την λήξη του πολέμου..
Β’ Συριακός Πόλεμος (260 – 255 π.Χ)
Ο Β΄ Συριακός πόλεμος (περίπου 259-253 π.Χ.) προκλήθηκε πιθανότατα από τη δράση του ομώνυμου γιου και συμβασιλέα του Πτολεμαίου Β΄ στη δυτική Μικρά Ασία, όπου φαίνεται ότι κατέλαβε τη Μίλητο και την Έφεσο. Η επίθεσή του προκάλεσε την κινητοποίηση του Σελευκίδη Αντιόχου Β΄, με τον οποίο συντάχθηκαν οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι των Πτολεμαίων, οι Ρόδιοι, και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος Γονατάς. Έπειτα από δύο διαδοχικές ήττες σε ναυμαχίες η Πτολεμαϊκή θαλασσοκρατία στο Αιγαίο κατέρρευσε τερματίζοντας το Πτολεμαϊκό προτεκτοράτο στο κοινό των Νησιωτών.
Παράλληλα, ο Αντίοχος Β΄ ανέκτησε όχι μόνο τη Μίλητο και την Έφεσο, αλλά και παλαιότερες Σελευκιδικές κτήσεις στην Κιλικία και την Παμφυλία. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της Κοίλης Συρίας δε μας είναι γνωστές. Η ειρήνη μεταξύ Σελευκιδών και Πτολεμαίων επισφραγίστηκε με το γάμο της κόρης του Πτολεμαίου Β΄ Βερενίκης με τον Αντίοχο Β΄, ο οποίος χώρισε γι' αυτό το λόγο την πρώτη του γυναίκα Λαοδίκη. Ο Β’ Συριακός πόλεμος, είναι ο ελλιπέστερος εξ’ όλων των πολέμων της Ελληνιστικής περιόδου, όσον αφορά στην ιστορική τεκμηρίωση.
Τα αίτια έναρξης είναι ασαφή και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει τεκμηριωμένη καταγραφή των γεγονότων. Υπάρχει ακόμη και κάποια αβεβαιότητα ως προς την ημερομηνία της κύριας μάχης του πολέμου. Γνωρίζουμε ποια ήταν τα αποτελέσματα του πολέμου και υπάρχει καταγραφή ορισμένων γεγονότων. Αυτά τα γεγονότα υποδηλώνουν ότι ήταν ένας μεγάλος πόλεμος, που αφορούσε στα τρία από τα κύρια διάδοχα κράτη – Μακεδονία, Αίγυπτο και την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών -με θέατρο μαχών την Μικρά Ασία, το Αιγαίο, την Συρία, την Βόρεια Αφρική και ενδεχομένως την Ελλάδα.
Σε αποτέλεσμα του Α’ Συριακού πολέμου, ο Πτολεμαίος Β’ Φιλαδελφος είχε κερδίσει την κατοχή μεγάλων τμημάτων στα Μικρασιατικά παράλια, δίνοντας στην Αίγυπτο μια ισχυρή βάση στο Αιγαίο. Αυτές οι νίκες επετεύχθησαν σε μεγάλο βαθμό σε βάρος του Αντιόχου Α’ της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, ο οποίος πέθανε το 261 π.Χ και τον διαδέχθηκε ο νεότερος γιος του, Αντίοχος Β’ Θεός. Ο Β’ Συριακός πόλεμος μπορεί να ξεκίνησε ως μια προσπάθεια του Αντιόχου Β΄ να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη.
O νέος πόλεμος λοιπόν, ξέσπασε όταν ο ηγεμόνας του Περγάμου Ευμένης προσπάθησε να ανεξαρτητοποιηθεί από το βασίλειο των Σελευκιδών. Κατά την διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Περγαμηνού ηγεμόνα και του Αντιοχου Θεού ο Πτολεμαίος επωφελήθηκε ενισχύοντας την θέση του στα παράλια της Δυτικής Μικράς Ασίας. Η μεγαλύτερη του επιτυχία ήταν η προσχώρηση σ΄ αυτόν της Εφέσου στην οποία εγκατέστησε φρουρά.
Ο Αντίοχος Θεός σχημάτισε έναν συνασπισμό εναντίον του Λαγίδη μονάρχη στον οποίο συμμετείχαν εκτός από τον ίδιο, ο πρώην διεκδικητής του μακεδονικού θρόνου Πτολεμαίος γιος του Λυσίμαχου και της Αρσινόης, αδελφής του Πτολεμαίου Φιλάδελφου, ο οποίος είχε εκδιωχτεί από την Μακεδονία από τον Αντίγονο Γονατά, ο Αιτωλός στρατιωτικός Τίμαρχος και οι Ρόδιοι. Ο Πτολεμαίος του Λυσίμαχου ήταν διοικητής της φρουράς της Εφέσου.
Χρεμωνίδειος Πόλεμος
Ο Χρεμωνίδειος πόλεμος (268 ή 267-261 π.Χ.) έφερε αντιμέτωπους τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά. Τους δυο συμμάχους ενίσχυε ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος. Η Σπάρτη και η Αθήνα επιθυμούσαν την αποκατάσταση την ανεξαρτησίας τους και την απαλλαγή τους από την Μακεδονική κυριαρχία.
Ο σημαντικότερος υποστηρικτής του πολέμου εναντίον του Αντίγονου Γονατά στην Σπάρτη ήταν ο βασιλιάς Αρεύς Α΄, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος ύστερα από την νίκη του κατά του Πύρρου και συμπεριφέρονταν σαν απολυταρχικός μονάρχης. Ο άλλος βασιλιάς Αρχίδαμος ύστερα από την ήττα του από τον Δημήτριο Πολιορκητή (294 π.Χ.) ήταν πολιτικά απομονωμένος. Ο αντιμακεδονικός συνασπισμός στην Αθήνα είχε αρχηγό τον στωικό Χρεμωνίδη και τον αδελφό του Γλαύκωνα.
Οι Αθηναίοι ήθελαν να απαλλαγούν από την φρουρά του Αντίγονου Γονατά που βρίσκονταν στον Πειραιά και να ανακτήσουν την πλήρη ανεξαρτησία τους. Οι οπαδοί του Αντίγονου Γονατά στην Αθήνα δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την εξουσία και η πόλη προσχώρησε το 268-267 π.Χ. στον αντιμακεδονικό συνασπισμό που οργάνωσε ο Λακεδαιμόνιος βασιλιάς. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον Αντίγονο Γονατά χωρίς ισχυρή βοήθεια. Οι Αιτωλοί δεν ήταν διατεθιμένοι να τους βοηθήσουν, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος όμως ήταν.
Ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος και η αδελφή και σύζυγός του Αρσινόη Β΄(που επιθυμούσε να ενθρονίσει στην Μακεδονία τον γιο της Πτολεμαίο που είχε αποκτήσει από τον Λυσίμαχο) απειλούνταν από τον Αντίγονο Γονατά ο οποίος μετά τη νίκη του επί των Γαλατών στη Λυσιμάχεια της Θράκης και τον θάνατο του Πύρρου απέκτησε μεγάλη δύναμη καταφέρνοντας να κυριαρχήσει στην κυρίως Ελλάδα. Η Αρσινόη όμως είχε ήδη πεθάνει πριν την έναρξη του πολέμου (είτε το 270 π.Χ. είτε, σύμφωνα με άλλες πηγές τον Ιούλιο του 268 π.Χ., δύο μήνες πριν την έναρξη του πολέμου).
Ο Αντίγονος Γονατάς αφού επιβλήθηκε ως βασιλιάς στην Μακεδονία έφερε στην επιρροή του την Θεσσαλία, όπου ανακηρύχθηκε "Ηγεμών των Θεσσαλών". Κατόπιν στράφηκε στην Πελοπόννησο. Οι οπαδοί του με την υποστήριξή του επιβλήθηκαν ως "Τύραννοι", ο Αριστόδαμος στην Μεγαλόπολη, ο Αριστότιμος στην Ήλιδα, ο Αρίστιππος στο Άργος, ο Τιμοκλείδας και ο Κλεινίας στην Σικυώνα και ύστερα από αυτούς ο Αβαντίδας..Ο Αντιγονίδης βασιλιάς είχε υπό την άμεση κυριαρχία του την Εύβοια, τα Μέγαρα και την Αίγινα. Φρουρές υπήρχαν στην Κόρινθο, την Χαλκίδα και όπως προαναφέραμε, στον Πειραιά.
Η Κόρινθος ήταν η έδρα της διοίκησης όλων αυτών των περιοχών. Την θέση του διοικητή κατείχε ο ετεροθαλής αδελφός του Αντίγονου Γονατά Κρατερός. Στην Αθήνα ο Χρεμωνίδης και ο Γλαύκων κήρυξαν τον πόλεμο στον Αντίγονο Γονατά το έτος που ήταν επώνυμος άρχοντας ο Πειθίδημος (268 / 267 π.Χ.) με ψήφισμα όπου γίνονταν αναφορά στους Μηδικούς πολέμους. Στην αντιμακεδονική συμμαχία συμμετείχαν μερικές πόλεις της Αρκαδίας, οι Αχαιοί, οι Ηλείοι αφού προηγουμένως έδιωξαν τον Αριστότιμο, η Κρητική πόλη Γόρτυς και μερικές άλλες μικρότερες πόλεις της Κρήτης που είχαν καλές σχέσεις με τον βασιλιά της Σπάρτης.
Ο πόλεμος άρχισε με την εισβολή του Αντίγονου Γονατά στην Αττική (268 ή 267 π.Χ). Ενώ ο Αντιγονίδης βασιλιάς έφτανε ανενόχλητος ως τα περίχωρα της Αθήνας και άρχιζε να πολιορκεί την πόλη, ο στόλος του κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά που ελέγχονταν από την Μακεδονική φρουρά η οποία δεν είχε εξουδετερωθεί. Λίγο αργότερα κατέπλευσε στο Σούνιο ο Πτολεμαϊκός στόλος υπό τον Πάτροκλο. Ο Πάτροκλος οχυρώθηκε σε μία νησίδα δυτικά του Σουνίου (η οποία ονομάστηκε Πατρόκλου Χάραξ) και από εκεί έλεγχε τον Σαρωνικό κόλπο.
Ορμητήρια επίσης εγκατέστησε στην τοποθεσία Κορησσία της Κέας, σε πολλά σημεία των ακτών της Αττικής, στην Κρήτη και στην Θήρα. Ωστόσο δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Στην Αθήνα η Εκκλησία του Δήμου εξέλεξε ως στρατηγούς και αντιπροσώπους στο πολεμικό συμβούλιο των συμμάχων τους Κάλιππο και Γλαύκωνα. Ο στρατός του Αντίγονου κατέκλυσε την ύπαιθρο της Αττικής. Οι Αθηναίοι κατέφευγαν καταδιωκόμενοι σε παράκτια φρούρια.
Ο Πάτροκλος δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στους Αθηναίους καθώς δεν μπορούσε να αποβιβάσει πεζικό στις ακτές της Αττικής (το σύνολο των δυνάμεων του αποτελούνταν από τους ναύτες του στόλου του που δεν είχαν μεγάλη μαχητική αξία ως πεζοί) , ενώ ο στόλος του Αντίγονου Γονατά παρέμενε αγκυροβολημένος αποφεύγοντας να ναυμαχήσει. Έτσι ο Πάτροκλος περιορίζονταν να παρενοχλεί τους αντιπάλους του ώστε η πολιορκία της πόλης να μην γίνει ασφυκτική.
Ο Αρεύς, παρακινούμενος από τον Πάτροκλο, έκανε μια εκστρατεία για να βοηθήσει τους Αθηναίους (267 π.Χ.) απέτυχε όμως να καταλάβει τον Ισθμόπου κατέχονταν από δυνάμεις του Αντίγονου Γονατά. Ο στρατός του Αντίγονου κατέστρεφε την ύπαιθρο της Αττικής και επιτίθονταν στα οχυρά των αντιπάλων του. Μια τέτοια επίθεση απέκρουσε ο Επιχάρης στρατηγός του Ραμνούντα με την βοήθεια του στόλου του Πατρόκλου. Ο Επιχάρης είχε επιφορτιστεί με την προστασία των αγροτών που καλλιεργούσαν την γη και την ασφαλή μεταφορά της σοδειάς του σιταριού στην πόλη.
Οι επιχειρήσεις του πολέμου κατά τα δύο πρώτα χρόνια εξελίσονταν με αυτόν τον τρόπο. Οι Αθήναιοι που κατείχαν το φρούριο της Ελευσίνας κατάφεραν πάντως το 266 π.Χ. να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι την πομπή της γιορτής τωνμεγάλων Παναθηναίων. Ο Πάτροκλος συνέχιζε να ζητά από τον Σπαρτιάτη βασιλιά να χτυπήσει μετωπικά τους αντιπάλους του προσσεγγίζοντας την Αττική από την Ελευσίνα. Οι προσπάθειες όμως που έκανε ο Αρεύς για να καταλάβει τον Ισθμό το 266 π.Χ. και το 265 / 264 π.Χ. απέτυχαν.
Έτσι αφού είχε πλέον εξαντλήσει όλα του τα εφόδια επέστρεψε άπρακτος πίσω στην Σπάρτη, ενώ ο στόλος του Πατρόκλου έφυγε για την Μικρά Ασία αφήνοντας τους Αθηναίους μόνους εναντίον του Αντίγονου. Ο πόλεμος φάνηκε να παίρνει διαφορετική τροπή όταν στασίασαν οι Γαλάτες μισθοφόροι του Αντίγονου πού βρίσκονταν στα Μέγαρα. Ο βασιλιάς όμως επενέβη έγκαιρα και κατέπνιξε την στάση. Ο Αρεύς επιδιώκοντας να επωφεληθεί κινήθηκε ξανά εναντίον των αντιπάλων του.
Σε μάχη όμως που δόθηκε στην Κόρινθο ο στρατός του ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε (264 π.Χ.). Ο θάνατος του Αρέως έφερε την διάλυση του αντιμακεδονικού συνασπισμού. Οι Αχαιοί διέλυσαν την συμμαχία τους με την Σπάρτη και οι Μαντινείς προσχώρησαν στό Αρκαδικό Κοινό. Ο Αντίγονος ενίσχυσε τις θέσεις του στον Ισθμό τοποθετώντας φρουρά στο όρος Όνειον (Όνεια Όρη) που ξεκινούσε νότια της Κορίνθου και εκτείνονταν ως τον όρμο των Κεγχρεών(Κεχριών).
Οι μακεδονικές δυνάμεις από τα ορμητήρια τους στην περιοχή του Ισθμού πραγματοποιούσαν επιδρομές από ξηρά και θάλασσα στην Αττική.Ο Πάτροκλος δεν κατάφερε να κάνει τίποτα αξιόλογο πέρα από την κατάληψη των Μεθάνων στα οποία έδωσε το όνομα της βασίλισσας Αρσινόης Β'. Ο Αντίγονος βρίσκονταν στην Αττική όταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αλέξανδρος εισέβαλε ύστερα από συννενόηση με τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο στην Άνω Μακεδονία και κατέλαβε την χώρα, ύστερα από την προσχώρηση σε αυτόν των κατοίκων της περιοχής.
Ταυτόχρονα ο Αλέξανδρος συμμάχησε με τους Αιτωλούς και τους Ευβοείς. Έτσι η χερσαία οδός επικοινωνίας του Αντίγονου με τις βάσεις του στον βορρά πρακτικά αποκόπηκε. Απέμενε μόνο η θαλάσσια οδός όμως ο στόλος του Πατρόκλου ενισχύθηκε με νέα πλοία από τον Πτολεμαίο. Ο Αντίγονος αποφάσισε τελικά να πολεμήσει στην ξηρά. Γύρισε στην Μακεδονία και νίκησε τον Αλέξανδρο σε αποφασιστική μάχη στην περιοχή της Ελειμιώτιδος. Κατόπιν ο μακεδονικός στρατός υπό την τυπική ηγεσία του γιου του Αντίγονου Δημητρίου εισέβαλε στην Ήπειρο (264 / 263 π.Χ.).
Ο Αλέξανδρος κατέφυγε στην Ακαρνανία. Κατάφερε τελικά να ανακτήσει το θρόνο του λίγο αργότερα (259 π.Χ.). Ο νέος βασιλιάς της Σπάρτης Ακρότατος γιος του Αρέως επιτέθηκε εναντίον της Μαντίνειας. Ο Αριστόδαμος όμως οδήγησε τα στρατεύματα του Αρκαδικού Κοινού εναντίον του. Στην μάχη που δόθηκε ο Ακρότατος ηττήθηκε και σκοτώθηκε (263 π.Χ.). Ο Αντίγονος Γονατάς επιτέθηκε ξανά στην Αττική και το 263 π.Χ. άρχισε την συστηματική πολιορκία της πόλης. Οι Αθηναίοι που δεν περιμέναν από πουθενά ενισχύσεις ζήτησαν ανακωχή.
Στις διαπραγματεύσεις που έγιναν οι προτάσεις του Αντίγονου αρχικά απορίφθηκαν. Όταν όμως οι πολιορκημένοι, που υπέφεραν από σιτοδεία, κατάλαβαν ότι ο Αντίγονος θα άρχιζε ξανά τις εχθροπραξίες παραδόθηκαν (τέλος 262 π.Χ.). Σύμφωνα με μια διαφορετική αφήγηση η εισβολή του Αλέξανδρου στην Άνω Μακεδονία έγινε το 262 π.Χ.. Ο Αντίγονος που τότε βρίσκονταν στην Αττική έκανε ειρήνη με τους Αθηναίους και επέστρεψε στην Μακεδονία (φθινόπωρο του 262 π.Χ.).
Ο Αντίγονος επέστρεψε στην Αττική το 261 π.Χ. αφού είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Αλέξανδρο. Εκεί οι εχθροπραξίες είχαν επαναληφθεί και η ειρήνη είχε αποδειχτεί μια απλή ανακωχή. Η πόλη παραδόθηκε τελικά την άνοιξη του ίδιου έτους. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας πυρπολήθηκε το ιερό άλσος και ο ναός του Ποσειδώνος Ιππίου κοντά στην Ακαδημία των Αθηνών που ήταν εγκατεστημένο το αρχηγείο του Αθηναϊκού ιππικού. Στην πόλη της Αθήνας εγκαταστάθηκε ακεδονική φρουρά (στον λοφο του Μουσείου).
Το ίδιο έγινε στην Σαλαμίνα,στην Ελευσίνα και το Σούνιο και στα φρούρια της Αττικής,Ραμνούντα, Πάνακτο και Φυλή , ενώ γκρεμίστηκε ένα τμήμα των Μακρών Τειχών. Το δημοκρατικό πολίτευμα δεν καταλύθηκε την εξουσία όμως ανέλαβαν οι οπαδοί του Αντίγονου (όπως ο ομώνυμος εγγονός του Δημήτριου του Φαληρέως). Ο ιστοριογράφος Φιλόχαρος εκτελέστηκε σύμφωνα με διαταγή του Αντίγονου επειδή αλληλογραφούσε με τον Πτολεμαίο. Ο Χρεμωνίδης και ο Γλαύκων κατέφυγαν στην Αίγυπτο όπου κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην διοίκηση της χώρας.
Ύστερα από λίγα χρόνια ο Αθηναίος πολιτικός Μικίων τους κατέταξε στην ίδια κατηγορία με τον Αλκιβιάδη και τον Λεωσθένη. Ο στόλος του Πτολεμαίου ηττήθηκε στην Κώ το 261 π.Χ. ή 257 π.Χ.(άλλες πηγές χρονολογούν την ναυμαχία αυτή και το 255 π.Χ.). Η ήττα αυτή που περιόρισε την επιρρόη του Πτολεμαίου στο Αιγαίο και έφερε την λήξη του πολέμου..
Β’ Συριακός Πόλεμος (260 – 255 π.Χ)
Ο Β΄ Συριακός πόλεμος (περίπου 259-253 π.Χ.) προκλήθηκε πιθανότατα από τη δράση του ομώνυμου γιου και συμβασιλέα του Πτολεμαίου Β΄ στη δυτική Μικρά Ασία, όπου φαίνεται ότι κατέλαβε τη Μίλητο και την Έφεσο. Η επίθεσή του προκάλεσε την κινητοποίηση του Σελευκίδη Αντιόχου Β΄, με τον οποίο συντάχθηκαν οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι των Πτολεμαίων, οι Ρόδιοι, και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος Γονατάς. Έπειτα από δύο διαδοχικές ήττες σε ναυμαχίες η Πτολεμαϊκή θαλασσοκρατία στο Αιγαίο κατέρρευσε τερματίζοντας το Πτολεμαϊκό προτεκτοράτο στο κοινό των Νησιωτών.
Παράλληλα, ο Αντίοχος Β΄ ανέκτησε όχι μόνο τη Μίλητο και την Έφεσο, αλλά και παλαιότερες Σελευκιδικές κτήσεις στην Κιλικία και την Παμφυλία. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της Κοίλης Συρίας δε μας είναι γνωστές. Η ειρήνη μεταξύ Σελευκιδών και Πτολεμαίων επισφραγίστηκε με το γάμο της κόρης του Πτολεμαίου Β΄ Βερενίκης με τον Αντίοχο Β΄, ο οποίος χώρισε γι' αυτό το λόγο την πρώτη του γυναίκα Λαοδίκη. Ο Β’ Συριακός πόλεμος, είναι ο ελλιπέστερος εξ’ όλων των πολέμων της Ελληνιστικής περιόδου, όσον αφορά στην ιστορική τεκμηρίωση.
Τα αίτια έναρξης είναι ασαφή και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει τεκμηριωμένη καταγραφή των γεγονότων. Υπάρχει ακόμη και κάποια αβεβαιότητα ως προς την ημερομηνία της κύριας μάχης του πολέμου. Γνωρίζουμε ποια ήταν τα αποτελέσματα του πολέμου και υπάρχει καταγραφή ορισμένων γεγονότων. Αυτά τα γεγονότα υποδηλώνουν ότι ήταν ένας μεγάλος πόλεμος, που αφορούσε στα τρία από τα κύρια διάδοχα κράτη – Μακεδονία, Αίγυπτο και την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών -με θέατρο μαχών την Μικρά Ασία, το Αιγαίο, την Συρία, την Βόρεια Αφρική και ενδεχομένως την Ελλάδα.
Σε αποτέλεσμα του Α’ Συριακού πολέμου, ο Πτολεμαίος Β’ Φιλαδελφος είχε κερδίσει την κατοχή μεγάλων τμημάτων στα Μικρασιατικά παράλια, δίνοντας στην Αίγυπτο μια ισχυρή βάση στο Αιγαίο. Αυτές οι νίκες επετεύχθησαν σε μεγάλο βαθμό σε βάρος του Αντιόχου Α’ της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, ο οποίος πέθανε το 261 π.Χ και τον διαδέχθηκε ο νεότερος γιος του, Αντίοχος Β’ Θεός. Ο Β’ Συριακός πόλεμος μπορεί να ξεκίνησε ως μια προσπάθεια του Αντιόχου Β΄ να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη.
O νέος πόλεμος λοιπόν, ξέσπασε όταν ο ηγεμόνας του Περγάμου Ευμένης προσπάθησε να ανεξαρτητοποιηθεί από το βασίλειο των Σελευκιδών. Κατά την διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Περγαμηνού ηγεμόνα και του Αντιοχου Θεού ο Πτολεμαίος επωφελήθηκε ενισχύοντας την θέση του στα παράλια της Δυτικής Μικράς Ασίας. Η μεγαλύτερη του επιτυχία ήταν η προσχώρηση σ΄ αυτόν της Εφέσου στην οποία εγκατέστησε φρουρά.
Ο Αντίοχος Θεός σχημάτισε έναν συνασπισμό εναντίον του Λαγίδη μονάρχη στον οποίο συμμετείχαν εκτός από τον ίδιο, ο πρώην διεκδικητής του μακεδονικού θρόνου Πτολεμαίος γιος του Λυσίμαχου και της Αρσινόης, αδελφής του Πτολεμαίου Φιλάδελφου, ο οποίος είχε εκδιωχτεί από την Μακεδονία από τον Αντίγονο Γονατά, ο Αιτωλός στρατιωτικός Τίμαρχος και οι Ρόδιοι. Ο Πτολεμαίος του Λυσίμαχου ήταν διοικητής της φρουράς της Εφέσου.
Αποστάτησε προς την πλευρά του Αντίοχου Θεού όταν έμαθε ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος ήθελε να ορίσει διάδοχο έναν από τους γιούς του. Ο Τίμαρχος ήταν διοικητής της φρουράς της Μιλήτου και υποστηρικτής του Πτολεμαίου του Λυσίμαχου. Όταν αποστάτησε κατέλαβε την Σάμο. Όταν ξέσπασαν οι εχθροπραξίες ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος βρέθηκε σε μειονεκτική θέση. Η επιρροή του στην Κυρίως Ελλάδα είχε μειωθεί ύστερα από τον Χρεμωνίδειο πόλεμο ενώ βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τον Αντίγονο Γονατά.
Επιπλέον ο αντίπαλος του Αντίοχος Θεός συμμάχησε με τον Αντιγονίδη βασιλιά δίνοντας ως σύζυγο στον γιο του τελευταίου, Δημήτριο, την αδελφή του Στρατονίκη. Οι πολεμικές επιχειρήσεις περιορίστηκαν στην Μικρά Ασία. Ο Πτολεμαίος του Λυσίμαχου δολοφονήθηκε το 259 π.Χ. από τους Γαλάτες μισθοφόρους του. Ο Τίμαρχος που επιθυμούσε να γίνει τύραννος της Μιλήτου κατέλαβε την πόλη, αλλά εκδιώχθηκε λίγο αργότερα (258 π.Χ.) από αυτήν από τον Αντίοχο Θεό.
Τον πόλεμο έκρινε η νίκη του Ρόδιου ναύαρχου Αγαθόστρατου εναντίον του Πτολεμαϊκού στόλου που διοικούσε ο Χρεμωνίδης σε ναυμαχία που έγινε στην Έφεσο (περίπου το 259 π.Χ.) και ενδεχομένως η νίκη του Αντίγονου Γονατά στην ναυμαχία της Κω (αν δεχτούμε ότι αυτή έγινε το 257 π.Χ.).Έτσι ο Αντίοχος Θεός κατέλαβε τις Ιωνικές πόλεις και ορισμένες θέσεις στην Παμφυλία και την Κιλικία. Μια άλλη πιθανή αιτία ήταν η εξέγερση από τον Πτολεμαίο, τον γιό του Λυσιμάχου και της Αρσινόης και θετό γιο του Πτολεμαίου Β’.
Ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο της Μακεδονίας, ελπίζοντας στην βοήθεια του Πτολεμαίου, αλλά το 260 π.Χ ήταν πλέον βέβαιο ότι αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Ως αντίδραση ο Πτολεμαίος επαναστάτησε εναντίον του Πτολεμαίου Β’ από μια βάση στην Έφεσο. Αρχικά ο Αντίοχος επικροτεί την εξέγερση και στέλνει στον Πτολεμαίο μια δύναμη Θρακικού στρατού και πιθανώς την υποστήριξη του διοικητή της Μιλήτου, ο οποίος ονομαζόταν Τίμαρχος και ήταν Αιτωλικής καταγωγής.
Φαίνεται όμως ότι ο Πτολεμαίος και ο Τίμαρχος σύντομα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Ο Πτολεμαίος δολοφονήθηκε, πιθανών το 259 π.Χ και ο Αντίοχος κατέλαβε την Έφεσο. Ο Τίμαρχος στη συνέχεια αυτοανακηρύχθηκε τύραννος της Μιλήτου και ο Αντίοχος αναγκάζεται να βαδίσει κατά του Τιμάρχου, τον οποίον καθαιρεί το 258 π.Χ και αποκαθιστά το καθεστώς της Μιλήτου. Οι κατοικοι κατόπιν από ευγνωμοσύνη του προσέδωσαν το προσωνύμιο Θεός. Η κύρια μάχη του πολέμου ήταν μια ναυμαχία στην Κω, περί το 258 π.Χ.
Η Ναυμαχία στην Κω
H ναυμαχία της Κω, η τελευταία σύγκρουση του Χρεμωνίδιου πολέμου πραγματοποιήθηκε το 261 π.Χ. ανάμεσα στους Μακεδόνες του Αντίγονου Β' Γονατά και τους Πτολεμαίους του Πάτροκλου, του ναυάρχου του Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου στην Κω. Η πρωτοβουλία ανήκε στον Αντίγονο Γονατά ο οποίος αντιλήφθηκε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να κριθεί μόνο στην θάλασσα .Νικητές εξήλθαν οι Μακεδόνες.
Ο Πτολεμαίος είχε τον ισχυρότερο στόλο και ήταν σε συμμαχία με την Ρόδο, την ισχυρότερη ναυτική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Ανησυχώντας από την επιθετικότητα του Πτολεμαίου, η Ρόδος αποφάσισε να τεθεί στο πλευρό του Αντιόχου και του Αντιγόνου. Ο στόλος της συμμετείχε στην κατάληψη της Εφέσου και στην ναυμαχία της Κω, η οποία διεξήχθη μεταξύ του Αιγυπτιακού και του Μακεδονικού στόλου, που στην πραγματικότητα ήταν υπό τις διαταγές του βασιλέα Αντιγόνου Β’.
Η ημερομηνία της μάχης δεν είναι απολύτως ασφαλής, αλλά είναι βέβαιο ότι διεξήχθη κατά τη διάρκεια των Ισθμίων, τα οποία ελάμβαναν χώρα κάθε δύο χρόνια, προσδιοριζόμενη περί το 258 ή 256 π.Χ. Αν παραδεχθούμε την χρονολόγηση αυτή τότε η ναυμαχία έγινε ενώ μαίνονταν ο Β' Συριακός πόλεμος, μεταξύ Πτολεμαίου Β' και Αντίοχου Β' και ήταν ένα από τα γεγονότα που έκριναν την τύχη του συγκεκριμένου πολέμου.
Η Αίγυπτος είχε τον μεγαλύτερο στόλο, αλλά οι Μακεδόνες είχαν καλύτερη τακτική και κέρδισαν μια σημαντική νίκη. Με την Αιγυπτιακή ναυτική κυριαρχία να έχει εξουδετερωθεί, ο Αντίγονος και ο Αντίοχος είχαν προβάδισμα στον πόλεμο. Μετά τη ναυμαχία, ο Αντίγονος αφιέρωσε τη ναυαρχίδα του στόλου του που ονομάζονταν "Ισθμία" στο ιερό του Απόλλωνα στην Κόρινθο. Η Πτολεμαϊκή κυριαρχία στο Αιγαίο πέλαγος, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα.
Ο Αντίοχος ήταν σε θέση να ανακτήσει τα περισσότερα από εδάφη που έχασε στον Α’ Συριακό πόλεμο στη Μικρά Ασία (απωθώντας τον Πτολεμαίο από την Κιλικία και Παμφυλία, καθώς και την βόρεια Φοινίκη μέχρι την Σιδώνα). Ο Αντίγονος απέκτησε τον έλεγχο των νήσων, αν και ο Πτολεμαίος διατήρησε την Θήρα (Σαντορίνη). Η ειρήνη μεταξύ Αντιόχου και Πτολεμαίου εδραιώθηκε σύντομα με έναν γάμο μεταξύ του Αντιόχου και της κόρης του Πτολεμαίου της Βερενίκης της Σύρας.
Για να γίνει αυτό όμως ο Αντίοχος έπρεπε προηγουμένως να αποκηρύξει την πρώτη του σύζυγο, Λαοδίκη. Αυτό οδήγησε σύντομα σε καταστροφή. Το 247 π.Χ ο Αντίοχος πέθανε και τον ακολούθησε το 246 π.Χ ο Πτολεμαίος Β’. Τότε η Βερενίκη και η Λαοδίκη διεκδίκησαν τον θρόνο των Σελευκιδών για τον γιο τους. Ο Πτολεμαίος Γ΄ παρενέβη υπέρ της αδελφής του, αλλά δολοφονήθηκε στη συνέχεια από τους υποστηρικτές της Βερενίκης. Το αποτέλεσμα ήταν ο Γ’ Συριακός πόλεμος.
Γ’ Συριακός Πόλεμος (Λαοδίκειος Πόλεμος) (246 -241 π.Χ)
Η δυσαρέσκεια των Πτολεμαίων για τους όρους της συνθήκης, ίσως και η επιθυμία του Αντιόχου Β΄ να εκμεταλλευθεί το θάνατο του Πτολεμαίου Β΄ το 246 π.Χ., οδήγησε σε νέες πολεμικές προετοιμασίες, οι εχθροπραξίες όμως άρχισαν αμέσως μετά το θάνατο του Αντιόχου Β΄ το ίδιο έτος, με αφορμή τη διαδοχή στο Σελευκιδικό θρόνο. Η πρώτη γυναίκα του Αντιόχου Λαοδίκη, από την οποία πήρε το όνομά του ο Γ΄ Συριακός ή Λαοδίκειος πόλεμος (246-242 / 241 π.Χ.), φρόντισε να ανακηρυχθεί βασιλιάς ο μεγαλύτερος γιος της Σέλευκος Β΄.
Η Βερενίκη, για να υποστηρίξει τα δικαιώματα του δικού της γιου, κάλεσε σε βοήθεια τον αδελφό της και νέο μονάρχη της Αιγύπτου Πτολεμαίο Γ΄, δίνοντάς του το πρόσχημα να εισβάλει στο Σελευκιδικό κράτος. Η ίδια και ο γιος της δολοφονήθηκαν με εντολή της Λαοδίκης, ο Πτολεμαίος όμως κατάφερε να προελάσει μέχρι την καρδιά του σελευκιδικού κράτους στη Μεσοποταμία, από όπου σύντομα αποχώρησε. Με το τέλος του Γ΄ Συριακού πολέμου είχε επανεδραιωθεί η Πτολεμαϊκή επικυριαρχία στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, με κέντρο βάρους ένα τμήμα της Συροπαλαιστινιακής ακτής και εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Μικράς Ασίας.
Ο Γ’ Συριακός πόλεμος αφορούσε στον έλεγχο της Συρίας και των ακτών της Μικράς Ασίας και ορισμένα γεγονότα επρόκειτο να φέρουν πιο κοντά τις δύο Αυτοκρατορίες. Μετά τον Β’ Συριακό πόλεμο, ο Αυτοκράτορας των Σελευκιδών Αντίοχος Β’ είχε παντρευτεί την Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου Β’. Για να γίνει αυτό είχε να αποκηρύξει την πρώτη του σύζυγο, Λαοδίκη. Η Λαοδίκη και τα παιδιά τους στάλθηκαν στην Έφεσο, ενώ η Βερενίκη την αντικατέστησε στην Αυτοκρατορική αυλή γεννώντας έναν γιο.
Ο χωρισμός μεταξύ Λαοδίκης και Αντιόχου δεν ήταν ολοκληρωτικός το 247 π.Χ ο Αντίοχος πέθανε ενώ την επισκεπτόταν στην Έφεσο, ενώ ο αδελφός της Αλέξανδρος παρέμεινε στρατηγός της Λυδίας. Στον απόηχο του θανάτου του Αντιόχου, η Λαοδίκη ισχυρίστηκε ότι είχε ονομάσει τον γιο της Σέλευκο Β’, ως κληρονόμο του. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα πεθαίνει ο Πτολεμαίος Β’ και τον διαδέχεται ο γιος του Πτολεμαίος Γ΄ο Ευεργέτης αδελφός της Βερενίκης Φερνοφόρου.
Ενώ η Λαοδίκη ήταν ισχυρή στη Μικρά Ασία, η Βερενίκη φαίνεται ότι διατηρούσε την επιρροή στην Αντιόχεια. Μια Αιγυπτιακή δύναμη προερχόμενη από την κοντινή Κύπρο αποβιβάζεται στην Σελεύκεια, το λιμάνι της Αντιόχειας, στη συνέχεια κατευθύνεται στην πρωτεύουσα των Σελευκιδών και μια εμπροσθοφυλακή φτάνει στην Αντιόχεια, αλλά δεν κατορθώνει να εμποδίσει τη δολοφονία της Βερενίκης και του γιού της από τους υποστηρικτές της Λαοδίκης.
Όταν ο Πτολεμαίος Ευεργέτης πληροφορήθηκε τον θάνατο της αδελφής του εισέβαλε ο ίδιος στην Συρία έφτασε στην Κιλικία και από εκεί προχώρησε μέχρι την Μεσοποταμία (Δεκέμβριος 246 π.Χ. ή άνοιξη του 245 π.Χ.). Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στο βασίλειο του (Φεβρουάριος 245 π.Χ.) επειδή παρουσιάστηκαν εσωτερικά προβλήματα (μια εξέγερση για την οποία τίποτα δεν είναι γνωστό).
Ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο της Μακεδονίας, ελπίζοντας στην βοήθεια του Πτολεμαίου, αλλά το 260 π.Χ ήταν πλέον βέβαιο ότι αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Ως αντίδραση ο Πτολεμαίος επαναστάτησε εναντίον του Πτολεμαίου Β’ από μια βάση στην Έφεσο. Αρχικά ο Αντίοχος επικροτεί την εξέγερση και στέλνει στον Πτολεμαίο μια δύναμη Θρακικού στρατού και πιθανώς την υποστήριξη του διοικητή της Μιλήτου, ο οποίος ονομαζόταν Τίμαρχος και ήταν Αιτωλικής καταγωγής.
Φαίνεται όμως ότι ο Πτολεμαίος και ο Τίμαρχος σύντομα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Ο Πτολεμαίος δολοφονήθηκε, πιθανών το 259 π.Χ και ο Αντίοχος κατέλαβε την Έφεσο. Ο Τίμαρχος στη συνέχεια αυτοανακηρύχθηκε τύραννος της Μιλήτου και ο Αντίοχος αναγκάζεται να βαδίσει κατά του Τιμάρχου, τον οποίον καθαιρεί το 258 π.Χ και αποκαθιστά το καθεστώς της Μιλήτου. Οι κατοικοι κατόπιν από ευγνωμοσύνη του προσέδωσαν το προσωνύμιο Θεός. Η κύρια μάχη του πολέμου ήταν μια ναυμαχία στην Κω, περί το 258 π.Χ.
Η Ναυμαχία στην Κω
H ναυμαχία της Κω, η τελευταία σύγκρουση του Χρεμωνίδιου πολέμου πραγματοποιήθηκε το 261 π.Χ. ανάμεσα στους Μακεδόνες του Αντίγονου Β' Γονατά και τους Πτολεμαίους του Πάτροκλου, του ναυάρχου του Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου στην Κω. Η πρωτοβουλία ανήκε στον Αντίγονο Γονατά ο οποίος αντιλήφθηκε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να κριθεί μόνο στην θάλασσα .Νικητές εξήλθαν οι Μακεδόνες.
Ο Πτολεμαίος είχε τον ισχυρότερο στόλο και ήταν σε συμμαχία με την Ρόδο, την ισχυρότερη ναυτική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Ανησυχώντας από την επιθετικότητα του Πτολεμαίου, η Ρόδος αποφάσισε να τεθεί στο πλευρό του Αντιόχου και του Αντιγόνου. Ο στόλος της συμμετείχε στην κατάληψη της Εφέσου και στην ναυμαχία της Κω, η οποία διεξήχθη μεταξύ του Αιγυπτιακού και του Μακεδονικού στόλου, που στην πραγματικότητα ήταν υπό τις διαταγές του βασιλέα Αντιγόνου Β’.
Η ημερομηνία της μάχης δεν είναι απολύτως ασφαλής, αλλά είναι βέβαιο ότι διεξήχθη κατά τη διάρκεια των Ισθμίων, τα οποία ελάμβαναν χώρα κάθε δύο χρόνια, προσδιοριζόμενη περί το 258 ή 256 π.Χ. Αν παραδεχθούμε την χρονολόγηση αυτή τότε η ναυμαχία έγινε ενώ μαίνονταν ο Β' Συριακός πόλεμος, μεταξύ Πτολεμαίου Β' και Αντίοχου Β' και ήταν ένα από τα γεγονότα που έκριναν την τύχη του συγκεκριμένου πολέμου.
Η Αίγυπτος είχε τον μεγαλύτερο στόλο, αλλά οι Μακεδόνες είχαν καλύτερη τακτική και κέρδισαν μια σημαντική νίκη. Με την Αιγυπτιακή ναυτική κυριαρχία να έχει εξουδετερωθεί, ο Αντίγονος και ο Αντίοχος είχαν προβάδισμα στον πόλεμο. Μετά τη ναυμαχία, ο Αντίγονος αφιέρωσε τη ναυαρχίδα του στόλου του που ονομάζονταν "Ισθμία" στο ιερό του Απόλλωνα στην Κόρινθο. Η Πτολεμαϊκή κυριαρχία στο Αιγαίο πέλαγος, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα.
Ο Αντίοχος ήταν σε θέση να ανακτήσει τα περισσότερα από εδάφη που έχασε στον Α’ Συριακό πόλεμο στη Μικρά Ασία (απωθώντας τον Πτολεμαίο από την Κιλικία και Παμφυλία, καθώς και την βόρεια Φοινίκη μέχρι την Σιδώνα). Ο Αντίγονος απέκτησε τον έλεγχο των νήσων, αν και ο Πτολεμαίος διατήρησε την Θήρα (Σαντορίνη). Η ειρήνη μεταξύ Αντιόχου και Πτολεμαίου εδραιώθηκε σύντομα με έναν γάμο μεταξύ του Αντιόχου και της κόρης του Πτολεμαίου της Βερενίκης της Σύρας.
Για να γίνει αυτό όμως ο Αντίοχος έπρεπε προηγουμένως να αποκηρύξει την πρώτη του σύζυγο, Λαοδίκη. Αυτό οδήγησε σύντομα σε καταστροφή. Το 247 π.Χ ο Αντίοχος πέθανε και τον ακολούθησε το 246 π.Χ ο Πτολεμαίος Β’. Τότε η Βερενίκη και η Λαοδίκη διεκδίκησαν τον θρόνο των Σελευκιδών για τον γιο τους. Ο Πτολεμαίος Γ΄ παρενέβη υπέρ της αδελφής του, αλλά δολοφονήθηκε στη συνέχεια από τους υποστηρικτές της Βερενίκης. Το αποτέλεσμα ήταν ο Γ’ Συριακός πόλεμος.
Γ’ Συριακός Πόλεμος (Λαοδίκειος Πόλεμος) (246 -241 π.Χ)
Η δυσαρέσκεια των Πτολεμαίων για τους όρους της συνθήκης, ίσως και η επιθυμία του Αντιόχου Β΄ να εκμεταλλευθεί το θάνατο του Πτολεμαίου Β΄ το 246 π.Χ., οδήγησε σε νέες πολεμικές προετοιμασίες, οι εχθροπραξίες όμως άρχισαν αμέσως μετά το θάνατο του Αντιόχου Β΄ το ίδιο έτος, με αφορμή τη διαδοχή στο Σελευκιδικό θρόνο. Η πρώτη γυναίκα του Αντιόχου Λαοδίκη, από την οποία πήρε το όνομά του ο Γ΄ Συριακός ή Λαοδίκειος πόλεμος (246-242 / 241 π.Χ.), φρόντισε να ανακηρυχθεί βασιλιάς ο μεγαλύτερος γιος της Σέλευκος Β΄.
Η Βερενίκη, για να υποστηρίξει τα δικαιώματα του δικού της γιου, κάλεσε σε βοήθεια τον αδελφό της και νέο μονάρχη της Αιγύπτου Πτολεμαίο Γ΄, δίνοντάς του το πρόσχημα να εισβάλει στο Σελευκιδικό κράτος. Η ίδια και ο γιος της δολοφονήθηκαν με εντολή της Λαοδίκης, ο Πτολεμαίος όμως κατάφερε να προελάσει μέχρι την καρδιά του σελευκιδικού κράτους στη Μεσοποταμία, από όπου σύντομα αποχώρησε. Με το τέλος του Γ΄ Συριακού πολέμου είχε επανεδραιωθεί η Πτολεμαϊκή επικυριαρχία στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, με κέντρο βάρους ένα τμήμα της Συροπαλαιστινιακής ακτής και εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Μικράς Ασίας.
Ο Γ’ Συριακός πόλεμος αφορούσε στον έλεγχο της Συρίας και των ακτών της Μικράς Ασίας και ορισμένα γεγονότα επρόκειτο να φέρουν πιο κοντά τις δύο Αυτοκρατορίες. Μετά τον Β’ Συριακό πόλεμο, ο Αυτοκράτορας των Σελευκιδών Αντίοχος Β’ είχε παντρευτεί την Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου Β’. Για να γίνει αυτό είχε να αποκηρύξει την πρώτη του σύζυγο, Λαοδίκη. Η Λαοδίκη και τα παιδιά τους στάλθηκαν στην Έφεσο, ενώ η Βερενίκη την αντικατέστησε στην Αυτοκρατορική αυλή γεννώντας έναν γιο.
Ο χωρισμός μεταξύ Λαοδίκης και Αντιόχου δεν ήταν ολοκληρωτικός το 247 π.Χ ο Αντίοχος πέθανε ενώ την επισκεπτόταν στην Έφεσο, ενώ ο αδελφός της Αλέξανδρος παρέμεινε στρατηγός της Λυδίας. Στον απόηχο του θανάτου του Αντιόχου, η Λαοδίκη ισχυρίστηκε ότι είχε ονομάσει τον γιο της Σέλευκο Β’, ως κληρονόμο του. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα πεθαίνει ο Πτολεμαίος Β’ και τον διαδέχεται ο γιος του Πτολεμαίος Γ΄ο Ευεργέτης αδελφός της Βερενίκης Φερνοφόρου.
Ενώ η Λαοδίκη ήταν ισχυρή στη Μικρά Ασία, η Βερενίκη φαίνεται ότι διατηρούσε την επιρροή στην Αντιόχεια. Μια Αιγυπτιακή δύναμη προερχόμενη από την κοντινή Κύπρο αποβιβάζεται στην Σελεύκεια, το λιμάνι της Αντιόχειας, στη συνέχεια κατευθύνεται στην πρωτεύουσα των Σελευκιδών και μια εμπροσθοφυλακή φτάνει στην Αντιόχεια, αλλά δεν κατορθώνει να εμποδίσει τη δολοφονία της Βερενίκης και του γιού της από τους υποστηρικτές της Λαοδίκης.
Όταν ο Πτολεμαίος Ευεργέτης πληροφορήθηκε τον θάνατο της αδελφής του εισέβαλε ο ίδιος στην Συρία έφτασε στην Κιλικία και από εκεί προχώρησε μέχρι την Μεσοποταμία (Δεκέμβριος 246 π.Χ. ή άνοιξη του 245 π.Χ.). Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στο βασίλειο του (Φεβρουάριος 245 π.Χ.) επειδή παρουσιάστηκαν εσωτερικά προβλήματα (μια εξέγερση για την οποία τίποτα δεν είναι γνωστό).
Ο Σέλευκος Καλλίνικος για να στερεώσει την θέση του συμμάχησε με τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, στον οποίο έδωσε ως σύζυγο την αδελφή του Λαοδίκη και εδάφη στην Φρυγία και με τον βασιλιά της Καππαδοκίας Αριαράμνη, στον γιο (Αριαράθη) του οποίου έδωσε ως σύζυγο την αδελφή του Στρατονίκη και τις περιοχές Καταονία και Μελιτηνή (245 π.Χ.)
Ο Πτολεμαίος Γ΄ καθυστερημένα καταφθάνει στην περιοχή κατορθώνοντας να κρατήσει το θάνατο της Βερενίκης μυστικό για κάποιο χρονικό διάστημα και καταλαμβάνει την Αντιόχεια, φτάνοντας το 246 π.Χ ως την Σελεύκεια στον ποταμό Τίγρη. Η ταχεία προέλαση του μέσα από την καρδιά της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών δείχνει ότι πιθανώς δεν συνάντησε αντίσταση, ενώ ταυτόχρονα υποκρινόταν ότι ενεργούσε στο όνομα της Βερενίκης.
Αυτές οι κατακτήσεις όμως ήσαν πρόσκαιρες. Το 245 π.Χ ο Πτολεμαίος Γ΄ έπρεπε να επιστρέψει στην Αίγυπτο για να αντιμετωπίσει μια εξέγερση στο Δέλτα του Νείλου. Τελικά διαρρέει η είδηση του θανάτου της Βερενίκης και αρχίζει η αμφισβήτηση στον πρόσωπό του. Ο Σέλευκος Β’ λέγεται ότι διέσχισε τον ποταμό Ταύρο το 244 π.Χ και σε μικρό χρονικό διάστημα ανέκτησε το ανατολικό τμήμα του, το οποίο ενέταξε στην αυτοκρατορία. Η Αντιόχεια και η Δαμασκός ανακτήθηκαν σύντομα, αλλά η Σελεύκεια στην Πιερία παρέμεινε υπό Αιγυπτιακή κατοχή μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η Αίγυπτος είχε μεγαλύτερη επιτυχία στη Μικρά Ασία, όπου μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον στόλο αποτελεσματικά. Η αντιπολίτευση εκεί καθοδηγείτο από τον ετεροθαλή αδερφό του Σέλευκου τον Αντίοχο Ιέρακα (Γεράκι) που είχε αναγορευθεί αντιβασιλέας των κτήσεων στη Μικρά Ασία όταν ο Σέλευκος επέστρεψε στη Συρία. Αυτός όμως δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός κατά των Αιγυπτίων, αφού τελείωσε τον πόλεμο, με την κατοχή της νότιας Ιωνίας και πιθανώς της Καρίας και Λυκίας.
Ο πόλεμος συνεχίστηκε με επιδρομές του πτολεμαϊκού στόλου στα σελευκιδικά εδάφη της Μικράς Ασίας (από την Καρία ως τον Ελλήσποντο). Αρκετές παραλιακές πόλεις και νησιά του Αιγαίου (Έφεσος, Μίλητος , Σάμος) καταλήφθηκαν. Ο Σέλευκος Καλλίνικος υποχώρησε τελικά στις απαιτήσεις της μητέρας του και παρέδωσε τα εδάφη του κράτους του που βρίσκονταν δυτικά του όρος Ταύρος στην διακυβέρνηση του νεώτερου αδελφού του Αντίοχου Ιέρακος. Πίσω από τον Αντίοχο Ιέρακα βρίσκονταν η Λαοδίκη που ασκούσε την εξουσία.
Ο Πτολεμαίος Γ΄ καθυστερημένα καταφθάνει στην περιοχή κατορθώνοντας να κρατήσει το θάνατο της Βερενίκης μυστικό για κάποιο χρονικό διάστημα και καταλαμβάνει την Αντιόχεια, φτάνοντας το 246 π.Χ ως την Σελεύκεια στον ποταμό Τίγρη. Η ταχεία προέλαση του μέσα από την καρδιά της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών δείχνει ότι πιθανώς δεν συνάντησε αντίσταση, ενώ ταυτόχρονα υποκρινόταν ότι ενεργούσε στο όνομα της Βερενίκης.
Αυτές οι κατακτήσεις όμως ήσαν πρόσκαιρες. Το 245 π.Χ ο Πτολεμαίος Γ΄ έπρεπε να επιστρέψει στην Αίγυπτο για να αντιμετωπίσει μια εξέγερση στο Δέλτα του Νείλου. Τελικά διαρρέει η είδηση του θανάτου της Βερενίκης και αρχίζει η αμφισβήτηση στον πρόσωπό του. Ο Σέλευκος Β’ λέγεται ότι διέσχισε τον ποταμό Ταύρο το 244 π.Χ και σε μικρό χρονικό διάστημα ανέκτησε το ανατολικό τμήμα του, το οποίο ενέταξε στην αυτοκρατορία. Η Αντιόχεια και η Δαμασκός ανακτήθηκαν σύντομα, αλλά η Σελεύκεια στην Πιερία παρέμεινε υπό Αιγυπτιακή κατοχή μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η Αίγυπτος είχε μεγαλύτερη επιτυχία στη Μικρά Ασία, όπου μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον στόλο αποτελεσματικά. Η αντιπολίτευση εκεί καθοδηγείτο από τον ετεροθαλή αδερφό του Σέλευκου τον Αντίοχο Ιέρακα (Γεράκι) που είχε αναγορευθεί αντιβασιλέας των κτήσεων στη Μικρά Ασία όταν ο Σέλευκος επέστρεψε στη Συρία. Αυτός όμως δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός κατά των Αιγυπτίων, αφού τελείωσε τον πόλεμο, με την κατοχή της νότιας Ιωνίας και πιθανώς της Καρίας και Λυκίας.
Ο πόλεμος συνεχίστηκε με επιδρομές του πτολεμαϊκού στόλου στα σελευκιδικά εδάφη της Μικράς Ασίας (από την Καρία ως τον Ελλήσποντο). Αρκετές παραλιακές πόλεις και νησιά του Αιγαίου (Έφεσος, Μίλητος , Σάμος) καταλήφθηκαν. Ο Σέλευκος Καλλίνικος υποχώρησε τελικά στις απαιτήσεις της μητέρας του και παρέδωσε τα εδάφη του κράτους του που βρίσκονταν δυτικά του όρος Ταύρος στην διακυβέρνηση του νεώτερου αδελφού του Αντίοχου Ιέρακος. Πίσω από τον Αντίοχο Ιέρακα βρίσκονταν η Λαοδίκη που ασκούσε την εξουσία.
Μόνο όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις των δυο αδελφών ενώθηκαν ο Πτολεμαίος Ευεργέτης αναγκάστηκε να σταματήσει τον πόλεμο (241 π.Χ.). Η ακριβής έκταση των κατακτήσεων της Αιγύπτου κατά τον Γ’ Συριακό πόλεμο είναι ασαφής λόγω ελλείψεων λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με το Β’ Συριακό πόλεμο, γεγονός που καθιστά δύσκολη την επαλήθευση των εδαφών που κατακτήθηκαν και αυτών που παρέμειναν απλώς υπό Αιγυπτιακή κατοχή. Ο πόλεμος τελείωσε το 241 π.Χ. Ο Σέλευκος πιθανώς επεδίωξε την ειρήνη, προκειμένου να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα.
Σύμφωνα με την συνθήκη ειρήνης ο Πτολεμαίος Ευεργέτης κρατούσε τις πόλεις της Κιλικίας , την Σελεύκεια της Πιερίας , τα παράλια της Νότιας Ιωνίας της Καρίας και της Λυκίας τις πόλεις της Θράκης Λυσιμάχεια, Σηστό, Αίνο και Μαρώνεια(και από το 230 π.Χ. και τα Κύψελα, όταν εκδίωξε τον τύραννο τους Αδαίο) και τα νησιά Λέσβο και Σαμοθράκη. Στους Σελευκίδες παρέμενε μόνο η Βόρεια Ιωνία.
Η άποψη κάποιων νεότερων ιστορικών ερευνητών ότι ο Πτολεμαίος Ευεργέτης έχασε την κυριαρχία του Αιγαίου ύστερα απόναυμαχία που έγινε στην Άνδρο (το 246 π.Χ. ή 245 π.Χ.)με αντίπαλο τον Αντίγονο Γονατά, δεν είναι καθόλου βέβαιη, καθώς η ναυμαχία αυτή τοποθετείται σύμφωνα με απόψεις άλλων ερευνητών είτε το 258 π.Χ. είτε το 256 π.Χ. είτε το 227 π.Χ.οπότε αντίπαλος των Πτολεμαίων στην ναυμαχία ήταν ο Αντίγονος Δώσων.
Ύστερα από την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους των Μικρασιατικών παραλίων από τον στόλο του, ο Πτολεμαίος Ευεργέτης μπορούσε εξ’ αιτίας της εύθραυστης εσωτερικής κατάστασης του Σελευκιδικού κράτους να επεμβαίνει όποτε επιθυμούσε στο εσωτερικό του κράτους του αντιπάλου του. Έτσι όταν ο Σέλευκος Καλλίνικος την διάρκεια μιας εμφύλιας διένεξης ηττήθηκε σε μια μάχη που δόθηκε στην Άγκυρα το 239 π.Χ. από τον αδελφό του βρήκε την ευκαιρία να εισβάλει στην Συρία και να πολιορκήσει τις πόλεις Δαμασκό και Ορθωσία τις οποίες θα καταλάμβανε αν ο Σέλευκος Καλλίνικος δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις.
Η κατάστασή αυτή δεν άφησε αδιάφορους τους Αντιγονίδες βασιλείς. Έτσι το 227 π.Χ. ο Αντίγονος Δώσων αποβιβάστηκε στην Καρία και αφού κατέλαβε ορισμένες πόλεις σύναψε συνθήκη με έναν δυνάστη που ονομάζονταν Ολύμπιχος. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Κυρίως Ελλάδα άφησαν την επέμβαση αυτή χωρίς συνέχεια. Ο Αντίοχος Ιέραξ είχε εγκατασταθεί ως ανεξάρτητος ηγεμών και τώρα διεκδικούσε ολόκληρη την Αυτοκρατορία (ο προκύψας εμφύλιος πόλεμος είναι γνωστός ως ο πόλεμος των Αδελφών).
Στην ανατολή η Βακτριανή – Σογδιανή σατραπεία επρόκειτο να εγκαταλείψει λόγω των Μακεδόνων σατραπών, που θεωρούσαν ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις επιδρομές των νομάδων, εφόσον παρέμεναν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι. Η αχανής Αυτοκρατορία των Σελευκιδών κινδύνευε να διαλυθεί.
Δ’ Συριακός πόλεμος (221 – 217 π.Χ)
Γενικά
Αιτία του Δ΄ Συριακού πολέμου (221-217 π.Χ.) ήταν η βούληση του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Γ΄ να αποκαταστήσει το Σελευκιδικό κράτος την έκταση που είχε την εποχή του ιδρυτή της Σελευκιδικής δυναστείας Σελεύκου Α΄. Η πολεμική αντιπαράθεση εστιάστηκε στην περιοχή της Κοίλης Συρίας και κρίθηκε υπέρ του Πτολεμαίου Δ΄, ο οποίος διατήρησε τη διαφιλονικούμενη περιοχή με εξαίρεση πιθανόν την πόλη Σελεύκεια της Πιερίας.
Ο Δ’ Συριακός πόλεμος περιελάμβανε μια σειρά μαχών, μεταξύ της Αιγύπτου και της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Μετά την ιστορική σύγχυση της προηγούμενης περιόδου, ακολουθεί η περίοδος που καλύπτει ο Πολύβιος (Έλληνας ιστορικός που έζησε από το 203 – 120 π,Χ και χαρακτηρίσθηκε ως ο Θουκυδίδης των Ελληνιστικών χρόνων) με αποτέλεσμα να έχουμε πληρέστερη εικόνα για τα γεγονότα αυτού του πολέμου, έναντι των προηγούμενων. Ο Αντίοχος Γ’ ο Μέγας είχε κληρονομήσει το στέμμα το 223 π.Χ. την εποχή που η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση.
Στην ανατολή η Παρθία είχε περάσει στον έλεγχο νομαδικών φυλών και η Βακτριανή – Σογδιανή σε μια δυναστεία της Μακεδονίας. Η Πέργαμος ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ ακόμη και η πρωτεύουσα Σελεύκεια είχε περάσει υπό Αιγυπτιακό έλεγχο κατά τον Γ’ Συριακό πόλεμο. Ο αντικαταστάτης του ως κυβερνήτης στις ανατολικές Σατραπείες, ο Μόλων, επαναστάτησε το 222 π.Χ και ο στρατηγός του στην Μικρά Ασία, ο Αχαιός, επρόκειτο σύντομα να ταχθεί στο πλευρό του Μόλωνα. Ο Αντίοχος αποφάσισε να στείλει τους στρατηγούς του ανατολικά για να αντιμετωπίσουν τον Μόλωνα, ενώ ξεκίνησε μια επίθεση στις Αιγυπτιακές θέσεις στην κοίλη Συρία.
Η εκστρατεία του 221 π.Χ ήταν μια αποτυχία. Ο Αντίοχος προωθήθηκε νότια, αλλά ένας Πτολεμαϊκός στρατός υπό τον Θεόδοτο της Αιτωλίας αναχαιτίζει την προέλαση στο νότιο άκρο της κοιλάδας του Μαρσύα. Εν τω μεταξύ στην ανατολή ο Μόλων νικά τον στρατό των Σελευκιδών υπό τον Ξενοίτα. Η μόνη ευνοϊκή εξέλιξη για τον Αντίοχο ήταν ο θάνατος του Πτολεμαίου Γ΄ και η αντικατάστασή του από τον Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα, έναν μονάρχη με πολύ άσχημη φήμη.
Το 220 π.Χ ο Αντίοχος οδηγεί μια εκστρατεία εναντίον του Μόλωνα τον οποίον συναντά μετά τον Τίγρη ποταμό. Μέρος του στρατού των στασιαστών του Μόλωνα αυτομολεί μόλις πληροφορούνται ότι αντιμετώπιζαν τον Αντίοχο αυτοπροσώπως με συνέπεια ο Μόλων να αυτοκτονήσει από απογοήτευση. Έχοντας συντρίψει τους στασιαστές ο Αντίοχος πληροφορείται ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει μια ακόμη στάση, όταν κατά την απουσία του ο Αχαιός επαναστατεί στη Μικρά Ασία. Ωστόσο, αυτή η στάση κατεστάλη γρήγορα, αφήνοντας τον Αντίοχο ελεύθερο να αφοσιωθεί στον πόλεμο κατά της Αιγύπτου.
Η εκστρατεία του 219 π.Χ άρχισε ευνοϊκά με την κατάληψη της Σελεύκειας στην Πιερία. Οι εσωτερικές συγκρούσεις στην αυλή του Πτολεμαίου Δ’ οδήγησαν τον Θεόδοτο να αλλάξει στρατόπεδο, παίρνοντας μαζί του την αμυντική γραμμή στην κοίλη Συρία. Ο Αντίοχος είχε την ευκαιρία να προχωρήσει στην Αίγυπτο, πριν οργανωθεί κάποια αξιόπιστη άμυνα, αλλά την απώλεσε. Εν τω μεταξύ ένας άλλος Αιτωλός στρατηγός, ο Νικόλαος, τον καθυστέρησε στο φρούριο της Δόρας (ή Tantura) και ο Αντίοχος ενεπλάκη σε μια σειρά διαπραγματεύσεων που τον καθυστέρησαν ακόμη περισσότερο μετά τον χειμώνα του 219 – 218 π.Χ.
Ο Αντίοχος πέρασε το 218 π.Χ προελαύνοντας αργά μέσα από την κοίλη Συρία, καταστρέφοντας κάποια Πτολεμαϊκά οχυρά. Ήταν κυρίως πόλεμος πολιορκιών, με μία μεγάλη μάχη που έγινε ενόσω ο Αντίοχος κατευθυνόταν προς την ακτή της Φοινίκης. Η μάχη έγινε στο Πέρασμα του Πλάτανου, μια τοποθεσία μεταξύ Σιδώνας και Βηρυτού και ο Αντίοχος με τον ναύαρχο Διόγνητο νίκησαν τον Πτολεμαϊκό στρατό με επικεφαλής τον Νικόλαο ο οποίος υποστηριζόταν από τον στόλο του Περιγένη. Το τέλος του έτους βρήκε τον Αντίοχο να ξεχειμωνιάζει στην Πτολεμαΐδα, στην νότια ακτή της Τύρου.
Ενώ ο Αντίοχος προωθείτο μέσα από την κοίλη Συρία, ο Σωσίβιος (υπουργός του Πτολεμαίου) συγκροτούσε νέο στρατό. Επί Πτολεμαίου Γ΄ ο στρατός είχε αποσυντεθεί και παρόλο που ο Σωσίβιος ανακάλεσε τα στρατεύματα από τις υπερπόντιες κτήσεις της Αιγύπτου και προσέλαβε τους καλύτερους μισθοφόρους που θα μπορούσαν να βρουν, εντούτοις ο Αιγυπτιακός στρατός δεν ήταν αρκετά ισχυρός. Έτσι ο Σωσίβιος αποφάσισε να στρατολογήσει τους Αιγύπτιους.
Αυτό ήταν ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο για το καθεστώς της Πτολεμαϊκής δυναστείας, καθότι την τελευταία φορά που πολέμησαν Αιγύπτιοι ήταν πριν 100 έτη, στη μάχη της Γάζας (312 π.Χ). Εκείνη την εποχή 20.000 Αιγύπτιοι είχαν προσληφθεί και (πιθανώς) εκπαιδευθεί για να ενισχύσουν την Μακεδονική φάλαγγα. Η συμμετοχή τους σε αυτόν τον πόλεμο φαίνεται ότι ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τον Αιγυπτιακό εθνικισμό, ο οποίος συσπειρώθηκε γύρω από το πανίσχυρο Αιγυπτιακό ιερατείο.
Το ακριβές μέγεθος του Αιγυπτιακού στρατού, δεν είναι σαφές. Ο Πολύβιος δίδει έναν αριθμό 70.000 ανδρών, αν και η λεπτομερής ανάλυση του στρατού το υπολογίζει σε περίπου 50.000 άνδρες. Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα αναφέρονται είτε ως βαριά οπλισμένοι, είτε ως φάλαγγα και ο Πολύβιος τα υπολογίζει 25.000 έως 45.000 άνδρες σε φάλαγγα. Ο Αντίοχος διέθετε 68.000 άνδρες, με 20.000 άνδρες σε ισχυρή φάλαγγα, έτσι ανεξάρτητα από το ακριβές μέγεθος του Αιγυπτιακού στρατού, ήσαν λιγότεροι όσον αφορά στο βαρύ πεζικό.
Η αποφασιστική μάχη έγινε στην Ραφία, κοντά στη Γάζα, κατά πάσα πιθανότητα στις 22 Ιουνίου 217 π.Χ. Αμφότερες οι στρατιές πολεμούσαν με επιτυχία στην δεξιά πτέρυγα, αλλά ενώ ο Αντίοχος άρχιζε την καταδίωξη, ο Πτολεμαίος εξήλθε από τον ορυμαγδό της μάχης και οδήγησε την φάλαγγα στη νίκη. Ο Αντίοχος έχασε 10.000 άνδρες και 4.000 που αιχμαλωτίσθηκαν και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Αντιόχεια. Εκεί διαπραγματεύθηκε συνθήκη ειρήνης με τον Πτολεμαίο κατά την οποία παραχώρησε την κοίλη Συρία, ήδη χαμένη γι’ αυτόν, αλλά διατήρησε την Σελεύκεια στην Πιερία.
Ο Πτολεμαίος ορισμένες φορές παρουσιάζεται ότι έχασε την ευκαιρία να επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό τις κτήσεις του σε βάρος του Αντιόχου, αλλά από την άποψη της Αιγύπτου είχε αποκαταστήσει μια αμυντική γραμμή στη Συρία που θα διαρκούσε για το υπόλοιπο της βασιλείας του. Ο Αντίοχος έστρεψε την προσοχή του στην αποκατάσταση του αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στις ανατολικές σατραπείες.
Ο Αντίοχος και η Μαγνησία του Σιπύλου
Η επιστήμη της Ιστορίας έχει προ πολλού ξεπεράσει το στάδιο της απλουστευμένης αφήγησης πολιτικών και πολεμικών γεγονότων. Αναζητεί πρωτίστως τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που διαμορφώνουν σταθερές και σηματοδοτούν μεταβολές στην πορεία του χρόνου. Για πολλούς από τους πιο αξιόλογους μελετητές της Ιστορίας το πλέον ενδιαφέρον αντικείμενο είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Ιστορία νοοτροπιών (Histoire de mentalités).
Ωστόσο, η πολιτική ιστορία διατηρεί την αξία της: η σημασία κάποιων γεγονότων είναι τόσο καταλυτική που κανείς δεν μπορεί να την παραγνωρίσει. Από την άποψη αυτή, η πολεμική αναμέτρηση που, τον Γενάρη του 189 π.Χ., έφερε αντιμέτωπες, στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, τις Ρωμαϊκές λεγεώνες και τα στρατεύματα του Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχου Γ΄αποτελεί την πλέον καθοριστική σύγκρουση των Ελληνιστικών χρόνων, καθώς συμβολίζει την επικράτηση της Ρώμης στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου και την παρακμή των Ελληνιστικών βασιλείων.
Η Ρώμη
Η θέση της Ρώμης πριν από τη σύγκρουση που επρόκειτο να αποβεί καθοριστική μπορεί να περιγραφεί αρκετά απλά. Αφού ξεπέρασε την περιπέτεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, όταν η εκστρατεία του Αννίβα έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της, η Ρώμη έχει εξασφαλίσει, μετά την επικράτηση στη Ζάμα το 202, τον απόλυτο έλεγχο της Δυτικής Μεσογείου. Συνεπώς, μπορεί να στρέψει την προσοχή της στα ανατολικά. Την ευκαιρία θα της τη δώσει η επεκτατική πολιτική του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας.
Το φθινόπωρο του 201, Ρόδιοι και Περγαμηνοί αποστέλλουν πρεσβείες στη Ρώμη για να ζητήσουν την επέμβασή της στην Ελλάδα. Η Σύγκλητος θα δεχθεί το αίτημά τους και θα στείλει στρατεύματα εναντίον του Φιλίππου. Για ποιούς λόγους δέχτηκε η Ρώμη να εμπλακεί στην περιπέτεια του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου, όταν η οικονομία και οι πολίτες της είναι εξαντλημένοι μετά τον σχεδόν εικοσαετή Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο;
Όπως εξήγησε ο Edouard Will στο μνημειώδες έργο του “Πολιτική Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου” (“Histoire politique du monde hellénistique“, Presses universitaires de Nancy) τα αίτια της απόφασης αυτής πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη Ρώμη: η ανάμειξη στις Ελληνικές υποθέσεις υπαγορεύθηκε από τον Ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό. Αν μέχρι τότε η Ρώμη δεν είχε αναμειχθεί στις υποθέσεις της Ανατολής, αυτό συνέβη γιατί δεν είχε την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς ήταν απασχολημένη στη δυτική Μεσόγειο.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή, όμως, και ελεύθερη από ''υποχρεώσεις'' είναι και πολλοί αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο μιας νέας πολεμικής περιπέτειας: όχι μόνον οι πληβείοι που ως λεγεωνάριοι προτιμούν να συνεχίσουν να απολαύουν των πλεονεκτημάτων του στρατιωτικού επαγγέλματος (μισθοί και μπόνους με τη μορφή λάφυρων), αλλά και οι πατρίκιοι, μεταξύ των οποίων υπάρχουν πολλοί με φιλοδοξίες για πολιτική εξουσία και πλουτισμό. Για αυτούς ο πόλεμος στην Ελλάδα αποτελεί ευκαιρία καταξίωσης και εκπλήρωσης των προσδοκιών τους.
Η επιλογή θα αποδειχθεί ορθή: μετά από δύο χρόνια δυσκολιών, η εκλογή του ιδιοφυούς Φλαμινίνου ως υπάτου και η ανάθεση σ’ αυτόν της αρχηγίας των στρατευμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την αποφασιστική νίκη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (Ιούνιος 197) και την επικράτηση επί του Φιλίππου. Η Ρώμη έχει πλέον τον πολιτικό έλεγχο του Ελληνικού χώρου και μπορεί να καθορίζει σύμφωνα με τις επιθυμίες της το μέλλον της Ελλάδας. Αυτό που ο Πολύβιος ονόμαζε ''συμπλοκή'', αναφερόμενος στην αλληλεξάρτηση των εξελίξεων σε Δύση και Ανατολή, αποτελεί πραγματικότητα.
Η Άνοδος του Αντίοχου στον Θρόνο
Περισσότερο αξίζει να σταθούμε στην μέχρι τότε πορεία του αντίπαλου της Ρώμης, του Αντίοχου Γ΄. Από όλα τα Ελληνιστικά βασίλεια, η μοναρχία των Σελευκιδών ήταν αυτή με τα περισσότερα εγγενή προβλήματα. Κυβερνώντας μια αχανή έκταση (από τα Μικρασιατικά παράλια ως τις παρυφές της Ινδίας), με ανομοιογενή πληθυσμιακή σύνθεση και διοικητική οργάνωση, οι Σελευκίδες μονάρχες καλούνταν διαρκώς να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες στα δύο άκρα της επικράτειάς τους.
Το 226 π.Χ., ανέβηκε στο θρόνο της Αντιόχειας ο Σέλευκος Γ΄ ο Σωτήρ, ο επονομαζόμενος και Κεραυνός, διαδεχόμενος τον πατέρα του, τον Σέλευκο Β΄. Οι μακροχρόνιες δυναστικές έριδες του οίκου των Σελευκιδών είχαν δώσει στους φιλόδοξους Ατταλίδες της Περγάμου την ευκαιρία να αποσπάσουν αρκετά εδάφη στη Μικρά Ασία. Ο Σέλευκος έκρινε ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να τα ανακτήσει κι έτσι, το 223, πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, επικεφαλής μεγάλου στρατεύματος. Ενώ, όμως, βρισκόταν στη Φρυγία, δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Τα στρατεύματα έσπευσαν να ανακηρύξουν επί τόπου ως βασιλέα τον Αχαιό, συγγενή του δολοφονημένου μονάρχη. Ο Αχαιός, δεύτερος εξάδελφος του Σέλευκου Β΄, ήταν περίπου τριάντα ετών και όλοι τον θεωρούσαν ικανό και έμπειρο στρατηγό. Εντούτοις, επέλεξε να αρνηθεί την πρόταση και αναγνώρισε τα δικαιώματα του νόμιμου διαδόχου, δηλαδή του Αντίοχου, αδελφού του Σέλευκου. Πολύ γρήγορα, πιθανότατα ύστερα από πρόταση του Αχαιού, ο οποίος θα πρέπει να ασκούσε επιρροή στον νεαρό μονάρχη (ο Αντίοχος δεν πρέπει να ήταν πάνω από 19 ετών).
Ορίσθηκαν ο μεν Αχαιός ως γενικός διοικητής των δυτικών σατραπειών (με αποστολή να ανακτήσει από τους Ατταλίδες τα χαμένα Μικρασιατικά εδάφη), ο δε Μόλων, ως τότε Σατράπης της Μηδίας, γενικός διοικητής των Άνω Σατραπειών, δηλαδή των εδαφών ανατολικά της Βαβυλώνας. Ωστόσο, το ισχυρότερο πρόσωπο στην αυλή της Αντιόχειας ήταν ο ''επί των πραγμάτων'' (σαν να λέμε πρωθυπουργός) Ερμίας, ο οποίος πρέπει να κατείχε το αξίωμά του ήδη από τα χρόνια του Σέλευκου Β΄.
Η βουλιμία του να ελέγξει με απόλυτο τρόπο την εξουσία θα προκαλέσει σειρά από αναταράξεις. Καταρχάς, το καλοκαίρι του 222 θα στασιάσει στα Εκβάτανα ο Μόλων. Ο Αντίοχος, κατόπιν προτροπής του στρατηγού Επιγένη, θα θελήσει να καταπνίξει ο ίδιος την εξέγερση του διοικητή των Άνω Σατραπειών. Ο Ερμίας θα τον αποτρέψει: το σημαντικό είναι η ανάκτηση της Κοίλης Συρίας, της περιοχής που περιλαμβάνει τον Λίβανο, τη νότια Συρία και την Ιουδαία και την οποία κατέχουν από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πόλεμου οι Λαγίδες της Αλεξάνδρειας.
Όσο για τη στάση στη Μηδία, αυτή μπορεί να την αντιμετωπίσει και κάποιος από τους στρατηγούς της Αντιόχειας. Οι προτάσεις του Ερμία θα αποδειχθούν, φυσικά, εντελώς άστοχες: η εκστρατεία του 221 στην Κοίλη Συρία θα αποτύχει οικτρά, όπως ακριβώς κι ο μισθοφόρος στρατηγός Ξενοίτας, τον οποίο θα συντρίψει ο Μόλων στις όχθες του Τίγρη. Η αντίδραση του Ερμία θα είναι η αναμενόμενη από έναν ειδικό στις ραδιουργίες: θα βάλει να δολοφονήσουν τον πολιτικό του αντίπαλο Επιγένη.
Αυτό θα βάλει σε υποψίες τον νεαρό Σελευκίδη, ο οποίος, για πρώτη φορά, θα αγνοήσει τις συμβουλές του Ερμία και θα στείλει ενάντια στον σατράπη της Μηδίας ένα φέρελπι νεαρό στρατηγό, τον Ζεύξι. Η πρωτοβουλία θα αποδειχθεί σωτήρια, γιατί το καλοκαίρι του 221 ο Μόλων θα συντριβεί και θα αυτοκτονήσει. Η επιτυχής έκβαση της εκστρατείας θα ενισχύσει την πεποίθηση του Αντίοχου ότι πρέπει να απαλλαγεί από τον Ερμία, του οποίου τελικά θα διατάξει τη δολοφονία.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι έχει αποκατασταθεί η ηρεμία στο εσωτερικό του βασιλείου, το φθινόπωρο του 220 ο Αντίοχος θα πληροφορηθεί τα πιο απροσδόκητα δυσάρεστα νέα. Ο Αχαιός, ο άνθρωπος στον οποίο ο Αντίοχος χρωστούσε τον θρόνο του, εξεγέρθηκε και ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τον στρατό στη Λαοδίκεια της Φρυγίας. Η απόφαση του Αχαιού, που είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στον νόμιμο διάδοχο, φαίνεται δύσκολο να εξηγηθεί. Η προσωπική φιλοδοξία, την οποία προτείνει ο Πολύβιος, φαίνεται ανεπαρκής ως αιτιολογία.
Κατά πάσα πιθανότητα, το αίτιο της στάσης του Αχαιού ήταν ακριβώς η αντιπαλότητά του με τον Ερμία και η πεποίθηση ότι η επιρροή του δεύτερου έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας. Όταν ο Αχαιός πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Ερμία ήταν πλέον πολύ αργά για να κάνει πίσω. Σε κάθε περίπτωση, καμία από τις δύο πλευρές δεν αντέδρασε άμεσα: ο Αχαιός παρέμεινε στις Σάρδεις για να οργανώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Περγάμου, ενώ ο Αντίοχος έδωσε προτεραιότητα στην επιχείρηση ανάκτησης της Κοίλης Συρίας.
Περιγραφή του Τέταρτου Συριακού Πολέμου
Πράγματι, η συγκυρία φαινόταν ευνοϊκή για μια εκστρατεία κατά των Λαγιδών. Το 221 πέθανε ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης, και τον διαδέχθηκε ο δεκαεφτάχρονος γιος του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ. Ο νεαρός Λαγίδης, που είχε δάσκαλό του τον Ερατοσθένη, ήταν άπειρος και έδειχνε από νωρίς την προτίμησή του για τις πνευματικές αναζητήσεις και, κυρίως, για τις απολαύσεις της Αλεξάνδρειας. Την ουσιαστική εξουσία ασκούσαν οι αυλικοί Σωσίβιος και Αγαθοκλής.
Στην αρχή, η εκστρατεία του Αντίοχου φάνηκε ότι θα είναι επιτυχής, εκμεταλλευόμενος την αδράνεια των Πτολεμαίων και την αποστασία του Θεόδοτου, του Αιτωλού μισθοφόρου στρατηγού ο οποίος διοικούσε την Κοίλη Συρία για λογαριασμό της Αλεξάνδρειας, ανέκτησε τη Σελεύκεια της Πιερίας, το επίνειο της Αντιόχειας που κατείχαν οι Λαγίδες από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πολέμου.
Μπροστά στον κίνδυνο εισβολής, ο Σωσίβιος οργάνωσε την οχύρωση των συνόρων της Αιγύπτου και, με περισσή οξυδέρκεια, παρέσυρε τον Αντίοχο σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες διήρκεσαν ακριβώς όσο χρόνο απαιτούσε η οργάνωση επαρκούς και αξιόμαχου στρατεύματος, το οποίο θα περιλάμβανε για πρώτη φορά και Αιγύπτιους ''μάχιμους'' οπλίτες. Όταν ο Αντίοχος κατάλαβε ότι οι διαπραγματεύσεις αποτελούσαν παγίδα, ήταν πλέον αργά. Στο τέλος της άνοιξης του 217 ο Φιλοπάτωρ ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια με 75.000 άνδρες.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 23 Ιουνίου του 217 στη Ράφια, στο νότιο άκρο της Παλαιστίνης. Ο Αντίοχος επιχείρησε να καταδιώξει το ιππικό του Πτολεμαίου, κίνηση που παρέσυρε και τη φάλαγγά του. Καθώς το πεζικό του Αντίοχου άφησε τις θέσεις του και έχασε τη συνοχή του ηττήθηκε κατά κράτος από την ''Αιγυπτιακή'' φάλαγγα. Ο Φιλοπάτωρ είχε σώσει την Αίγυπτο, μετά τη Ράφια ανέκτησε εύκολα την Κοίλη Συρία, χωρίς όμως να επιχειρήσει να εισβάλει στο εσωτερικό του βασιλείου του αντιπάλου του.
Ο Αντίοχος, μάλιστα, κατάφερε να κρατήσει τη Σελεύκεια. Άρα, είχε κάποιο κέρδος σε σύγκριση με την προ του πολέμου κατάσταση, πλην όμως είχε αποτύχει όσον αφορά τον κύριο σκοπό του. Παρά την ήττα, ο Αντίοχος είχε ετοιμοπόλεμες αρκετές δυνάμεις ώστε να επιχειρήσει να καταστείλει τη στάση του Αχαιού. Για τον σκοπό αυτό, δεν δίστασε να συμμαχήσει με τον μισητό εχθρό, τον Άτταλο Α΄ της Περγάμου.
Αφού το 216 πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, προέλασε χωρίς να συναντήσει αντίσταση μέχρι τη Λυδία και το 215 κατέλαβε τις Σάρδεις: ο Αχαιός οχυρώθηκε στην ακρόπολη της πόλης, απ΄ όπου αντιστάθηκε για δύο χρόνια, μέχρι τελικά να τον νικήσει ο Αντίοχος και να διατάξει την εκτέλεσή του. Ο Ζεύξις θα αναλάβει πλέον τη γενική διοίκηση των Σατραπειών της Μικράς Ασίας και ο Αντίοχος θα συνεχίσει τις προσπάθειές του με νέο στόχο.
Η Ανάβαση του Αντιόχου
Το σχέδιο του Αντιόχου είναι σαφές: θέλει να αποκαταστήσει τα σύνορα του βασιλείου του όπως αυτά είχαν στα χρόνια του Σέλευκου Α΄: δηλαδή εκτός από την Κοίλη Συρία, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη πρέπει να ανακτήσει και τα εδάφη που χάθηκαν στα ανατολικά. Πράγματι, η κατάσταση στις Άνω Σατραπείες είναι εξαιρετικά ανησυχητική: πέρα από την πάντα πιστή Βαβυλωνία, οι Σελευκίδες ελέγχουν πλέον μόνο την Ελυμαΐδα και τη Μηδία. Η Παρθία-Υρκανία έχει καταληφθεί από τους νομάδες που θα πάρουν το όνομα Πάρθοι.
Η Περσίδα, η Γεδρωσία και η Καρμανία εξεγείρονται συνεχώς και έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο της Αντιόχειας. Η Βακτριανή, μαζί με τη Σογδιανή και την Αρία, αποτελεί πια ανεξάρτητο Ελληνιστικό βασίλειο, από τα χρόνια του Διόδοτου. Η ''Ανάβαση΄΄ του Αντιόχου ξεκινά το 212 π.Χ. με μια εκστρατεία κατά της Αρμενίας, ο Ιρανός μονάρχης της, ο Ξέρξης, δηλώνει υποτέλεια στον Αντίοχο. Ο βασιλιάς παραμένει το διάστημα 211-210 στη Μηδία, προσπαθώντας να συλλέξει τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας.
Φτάνει ως το σημείο να υπεξαιρέσει το θησαυρό του ναού της Αναΐτιδος (Αναχίτα) στα Εκβάτανα. Έπειτα, ξεκινά το 209 να αντιμετωπίσει τους Πάρθους. Ο μονάρχης τους, ο Αρσάκης Β΄, θα αναγκαστεί, μετά από μερικές ήττες στα πεδία των μαχών, να συνάψει συνθήκη με τον Αντίοχο, αποδεχόμενος τον όρο να αφήσει ελεύθερη την εμπορική οδό που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Το 208, ο Σελευκίδης μονάρχης θα επιτεθεί κατά του Ευθύδημου της Βακτριανής, τον οποίο θα πολιορκήσει στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα.
Η πολιορκία θα κρατήσει δύο χρόνια. Ο Αντίοχος δεν θα πετύχει να καταλάβει την ακρόπολη και τελικά θα προτιμήσει να συνάψει συνθήκη με τον ηγεμόνα της Βακτριανής, ο οποίος θα αναγνωρίσει τον Σελευκίδη ως επικυρίαρχό του. Στη συνέχεια, ο Αντίοχος θα προχωρήσει ως τους Παροπαμισάδες και την Αραχωσία, όπου θα αποσπάσει τις δηλώσεις υποτέλειας κάποιων Ινδών βασιλίσκων. Θα επιστρέψει στη βάση του από το Νότο, μέσω των ακτών του Περσικού Κόλπου και της Αραβίας, μαζεύοντας λάφυρα.
Μολονότι, επί της ουσίας και σε σχέση με τον αρχικό στόχο, η Ανάβαση του Αντίοχου είχε σχετική μόνο επιτυχία, υπήρξε οικονομικά επικερδής και από άποψη προπαγάνδας εξαιρετικά σημαντική. Όπως αναφέρει και ο Πολύβιος στο τέλος του ενδέκατου βιβλίου του:
“Τὸ μὲν οὖν πέρας τῆς εἰς τοὺς ἄνω τόπους στρατείας Ἀντιόχου τοιαύτην ἔλαβε τὴν συντέλειαν, δι᾽ ἧς οὐ μόνον τοὺς ἄνω σατράπας ὑπηκόους ἐποιήσατο τῆς ἰδίας ἀρχῆς, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐπιθαλαττίους πόλεις καὶ τοὺς ἐπὶ τάδε τοῦ Ταύρου δυνάστας, καὶ συλλήβδην ἠσφαλίσατο τὴν βασιλείαν, καταπληξάμενος τῇ τόλμῃ καὶ φιλοπονίᾳ πάντας τοὺς ὑποταττομένους: διὰ γὰρ ταύτης τῆς στρατείας ἄξιος ἐφάνη τῆς βασιλείας οὐ μόνον τοῖς κατὰ τὴν Ἀσίαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς κατὰ τὴν Εὐρώπην”.
Μετά την ολοκλήρωση της Αναβάσεως, ο Αντίοχος παίρνει τον τίτλο “Βασιλεύς Μέγας”, και μπορεί να στραφεί στην ανάκτηση της Κοίλης Συρίας.
Ε’ Συριακός πόλεμος (202 – 195 π.Χ)
Γενικά
Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Δ΄ το 204 π.Χ. το Πτολεμαϊκό βασίλειο περιήλθε σε κατάσταση πολιτικής αδυναμίας, καθώς ο διάδοχος Πτολεμαίος Ε΄ ήταν ακόμη ανήλικος και οι πανίσχυροι αυλικοί του έριζαν για την ανάληψη της αντιβασιλείας. Εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες αυτές ο Σελευκίδης Αντίοχος Γ΄ και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄ φαίνεται ότι ήρθαν σε μυστική συμφωνία για τη διανομή μεταξύ τους των Πτολεμαϊκών κτήσεων.
Έχοντας εξασφαλίσει την ουδετερότητα του Μακεδόνα βασιλιά ο Αντίοχος Γ΄ επιτέθηκε στην Κοίλη Συρία περίπου το 202 π.Χ. και ολοκλήρωσε την κατάληψή της το 198 π.Χ. Η περιοχή παρέμεινε Σελευκιδική και μετά το γάμο της κόρης του Αντιόχου Γ΄ Κλεοπάτρας Α΄ με τον Πτολεμαίο Ε΄, που επισφράγισε την ειρήνη του 195 / 194 π.Χ. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Δ’ το 204 π.Χ. ακολούθησαν αιματηρές συγρούσεις για την διαδοχή, καθότι ο Πτολεμαίος Ε’, ήταν ακόμη παιδί.
Η σύγκρουση άρχισε με τη δολοφονία της συζύγου και αδελφής του νεκρού βασιλιά Αρσινόης από τους υπουργούς Αγοθοκλή και Σωσίβιου. Η μοίρα του Σωσίβιου είναι αδιευκρίνιστη, αλλά ο Αγοθοκλής φαίνεται να είχε αναλάβει την αντιβασιλεία για κάποιο χρονικό διάστημα έως ότου καταλήξει να λυντσαριστεί από τον Αλεξανδρινό όχλο. Η αντιβασιλεία «περνούσε» ψηφίστηκε από τον έναν σύμβουλο στον άλλο και το βασίλειο βρισκόταν σχεδόν σε κατάσταση αναρχίας.
Επιδιώκονταν να επωφεληθεί από αυτή την αναταραχή, ο Αντίοχος Γ’ πραγματοποιεί μια δεύτερη εισβολή στην κοίλη Συρία. Συνήψε συμφωνία με τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, προκειμένου να κατακτήσουν και μοιραστούν τα μη Αιγυπτιακά εδάφη των Πτολεμαίων, η οποία όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Αντίοχος σε σύντομο χρονικό διάστημα «σάρωσε» την περιοχή. Μετά από μια σύντομη οπισθοδρόμηση στην Γάζα, κατάφερε ένα συντριπτικό πλήγμα στους Πτολεμαίους στη μάχη του Πανείου, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη, κερδίζοντας το σημαντικό λιμάνι της Σιδώνος.
Το 200 π.Χ Ρωμαίοι απεσταλμένοι απαίτησαν από τους Φίλιππο και Αντίοχο να σταματήσουν την εισβολή στην Αίγυπτο. Ο λόγος ήταν ότι οι Ρωμαίοι θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα στην εισαγωγή σιτηρών από την Αίγυπτο, με ανάλογες συνέπειες στην σίτιση του πληθυσμού στην Ιταλία. Καθώς ουδείς από τους εισβολείς ήθελε να συνεχίσει μόνος την εκστρατεία συμμορφώθηκαν πρόθυμα στις απαιτήσεις της Ρώμης. Ο Αντίοχος το 198 π.Χ ολοκλήρωσε την υποδούλωση της κοίλης Συρίας και συνέχισε την επιδρομή στα εναπομείναντα παράκτια οχυρά του Πτολεμαίου στην Καρία και Κιλικία.
Ορισμένα προβλήματα οδήγησαν τον Πτολεμαίο να αναζητήσει μια γρήγορη και δυσμενή λύση. Το φυλετικό κίνημα που άρχισε πριν από τον πόλεμο με την Αιγυπτιακή εξέγερση και επεκτάθηκε με την υποστήριξη του Αιγυπτιακού ιερατείου, δημιουργούσε αναταραχές και στάσεις σε ολόκληρο το βασίλειο. Τα οικονομικά προβλήματα οδήγησαν την Πτολεμαϊκή κυβέρνηση στην αύξηση της φορολογίας, η οποία με την σειρά της τροφοδότησε τις εθνικιστικές αναταραχές.
Προκειμένου να επικεντρωθεί στο εσωτερικό μέτωπο, ο Πτολεμαίος το 195 π.Χ υπέγραψε μια διαλλακτική συνθήκη με τον Αντίοχο, αφήνοντας στον Σελευκίδα βασιλέα την κοίλη Συρία και συμφωνώντας να παντρευτεί την κόρη του Αντιόχου Κλεοπάτρα Α’ την Σύρα.
Πέμπτος Συριακός Πόλεμος και Ανάκτηση της Κοίλης Συρίας
Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ αδιαφόρησε εντελώς για τις κρατικές υποθέσεις, των οποίων τη διαχείριση είχε αφήσει στο δίδυμο Σωσίβιου-Αγαθοκλή. Το καλοκαίρι του 204 ο Φιλοπάτωρ πεθαίνει σε ηλικία μικρότερη των 35 ετών και τον διαδέχεται ο ανήλικος γιος του, ο Πτολεμαίος Ε΄, ο λεγόμενος και Επιφανής. Κανονικά την αντιβασιλεία πρέπει να την ασκήσει η Αρσινόη, η μητέρα του ανήλικου βασιλιά, πλην όμως θα δολοφονηθεί από τον Αγαθοκλή.
Η πολιτική αστάθεια στην Αλεξάνδρεια παρέχει στον Αντίοχο μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιτύχει τα επεκτατικά σχέδιά του. Τον χειμώνα του 203-202, θα συνάψει συμμαχία με τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, με αντικείμενο τη διανομή των κτήσεων του κράτους των Λαγιδών. Έπειτα, θα συγκεντρώσει στρατεύματα και θα εισβάλει στην Κοίλη Συρία. Ο Πέμπτος Συριακός Πόλεμος θα εκπληρώσει όλες τις προσδοκίες του Αντίοχου. Ο στρατός του θα κάνει περίπατο μέχρι τη Γάζα, όπου και θα συγκρουσθεί με τον Αιτωλό Σκόπα, που διοικεί τα Πτολεμαϊκά στρατεύματα.
Η αντίδραση αυτή απλώς θα καθυστερήσει το μοιραίο για την Αλεξάνδρεια. Δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη Ράφια. Στην αποφασιστική αναμέτρηση που θα δοθεί στο Πάνιον το 200 π.Χ., ο Αντίοχος θα πετύχει συντριπτική νίκη. Όλη η Κοίλη Συρία μέχρι και την Ιουδαία θα καταστεί μέρος της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Έχοντας επιτύχει κατά τα δύο τρίτα τους στόχους του, ο Αντίοχος είναι ελεύθερος να στρέψει τις βλέψεις του προς τη Δύση. Πρώτα η Μικρά Ασία, έπειτα η Ευρώπη.
Εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν είναι δυνατό να υποψιασθεί ότι η προσπάθειά του θα προσκρούσει στην αρτιότερη πολεμική μηχανή που θα γνώριζε η Αρχαιότητα. Ο Αντίοχος θα αρχίσει την προσπάθεια επέκτασης στη Δύση το 198 π.Χ. με επιχειρήσεις κατά της Περγάμου: ο στρατηγός Ζεύξις εισβάλλει στα εδάφη του Αττάλου Α΄, κατά παράβαση της συνθήκης που είχε συνάψει ο Αντίοχος με τον Ατταλίδη μονάρχη λίγα χρόνια πριν, όταν δηλαδή ήθελε να εξασφαλίσει τα νώτα του προκειμένου να ανακτήσει την Κοίλη Συρία.
Το 197, ο Αντίοχος συμμαχεί με τον Προυσία Α΄, βασιλιά της Βιθυνίας και φυσικό εχθρό των Περγαμηνών. Η είδηση αυτής της συμφωνίας δεν πρέπει να χαροποίησε ιδιαίτερα τον Ευμένη Β΄, που είχε μόλις διαδεχθεί τον πατέρα του στον θρόνο της Περγάμου. Την ίδια χρονιά, ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα επιτεθεί κατά των κτήσεων των Λαγιδών στη Μικρά Ασία και το Αιγαίο και θα επιχειρήσει να καταλάβει εδάφη από τα νοτιοδυτικά μέχρι τα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας και ως τα στενά του Ελλήσποντου.
Πόλεις όπως τα Πάταρα, η Ξάνθος, ο Κολοφών, η Φώκαια και η Άβυδος θα βρεθούν υπό την κυριαρχία του Αντίοχου. Οι κινήσεις του Σελευκίδη θα προκαλέσουν τελικά την πρώτη διπλωματική αντιπαράθεσή του με τη Ρώμη, δύο Ελληνικές πόλεις, η Σμύρνη και η Λάμψακος, θα ζητήσουν από τη Ρώμη να εγγυηθεί την ανεξαρτησία τους έναντι του Αντίοχου.
Ο ''Ψυχρός Πόλεμος'' Μεταξύ του Αντιόχου και της Ρώμης
Το 196, μια Ρωμαϊκή πρεσβεία υπό τον Λ. Κορνήλιο Λέντουλο θα συναντηθεί με τον Αντίοχο στη Λυσιμάχεια της Θράκης, προτείνοντάς του, μάλιστα, τη Ρωμαϊκή διαμεσολάβηση στη διαμάχη Σελευκιδών και Λαγιδών. Ο Αντίοχος βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής του κι έχει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αποκρούσει την πρόταση της Ρώμης: ''όπως δεν ανακατεύομαι στις υποθέσεις της Δύσης, έτσι και η Ρώμη πρέπει να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις της Ανατολής.
Άλλωστε είμαι εδώ στη Θράκη για να πάρω αυτά που ανήκουν κληρονομικά στο βασίλειό μου, τα εδάφη που κατέκτησε ο πρόγονός μου, ο Σέλευκος, όταν νίκησε τον Λυσίμαχο. Όσο για το αίτημα της Σμύρνης και της Λαμψάκου, αυτό θα μπορούσε να παραπεμφθεί στη διατησία των Ροδίων, αλλά, πάντως, όχι της Ρώμης''. Μολονότι βρισκόμαστε ακόμη σε μια περίοδο που καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί τη σύγκρουση, ο Αντίοχος έχει σίγουρα κερδίσει την πρώτη διπλωματική μάχη.
Το σημαντικό γεγονός του 195 αφορά τον Αννίβα, εξόριστος από την πατρίδα του, ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατιωτικός ηγέτης καταφεύγει στην αυλή της Αντιόχειας. Η αντίδραση της Ρώμης είναι προς τον παρόν συγκρατημένη. Βεβαίως, σχεδόν αντανακλαστικά, η υπερδύναμη θα εκλέξει ως ύπατο τον θριαμβευτή της Ζάμας, τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό. Ο Αννίβας, πάντως, θα προσπαθήσει να μη δώσει τροφή στη Ρωμαϊκή καχυποψία: θα αποτελέσει, άλλωστε, σαφώς μετριοπαθή σύμβουλο του Αντίοχου.
Γενικά, στη Ρώμη φαίνεται να επικρατεί η πολιτική γραμμή του Φλαμινίνου, ο οποίος κρίνει ότι η ειρήνη στην Ελλάδα δεν απειλείται πλέον και ότι ο Αντίοχος δεν αποτελεί ουσιαστικό κίνδυνο. Όταν, το 193, μια πρεσβεία του Σελευκίδη φθάνει στη Ρώμη, ο Φλαμινίνος θέτει τον εξής όρο, είτε ο Αντίοχος θα αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Θράκη, οπότε η Ρώμη δεν πρόκειται να αναμιχθεί στα πράγματα της Ασίας, είτε θα παραμείνει στη Θράκη, με συνέπεια η Ρώμη να διατηρεί το δικαίωμα να συνάπτει συμμαχίες και συμφωνίες με τις πόλεις της Ασίας.
Οι πρεσβευτές του Αντίοχου, αφού διαμαρτυρηθούν τυπικά, θα ζητήσουν χρόνο ώστε να μεταφέρουν την πρόταση στο βασιλιά τους και αυτός να απαντήσει μετά από ώριμη σκέψη. Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα, οι Ρωμαίοι θα στείλουν στην Ασία πρεσβεία υπό τους Σουλπίκιο και Βίλλιο. Οι Ρωμαίοι θα συναντηθούν στην Πέργαμο με τον Ευμένη (ο οποίος θα κάνει ότι μπορεί για να μεγαλοποιήσει τον κίνδυνο που συνιστά ο Αντίοχος), στην Έφεσο με τον Αννίβα και, τέλος, στη Λαοδίκεια με τον ίδιο τον Αντίοχο.
Σύντομα, όμως, ο Αντίοχος θα αποχωρήσει από τις συνομιλίες, επικαλούμενος το πένθος λόγω του θανάτου του γιου και διαδόχου του. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν, χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα υπάρχει ένας παράγοντας αστάθειας, η Αιτωλική Συμπολιτεία, δυσαρεστημένοι από τη Ρώμη, καθώς, μολονότι ήταν σύμμαχοί της κατά τον Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο, κανένα από τα εδαφικά και πολιτικά αιτήματά τους δεν ικανοποιήθηκε, οι Αιτωλοί πασχίζουν με κάθε μέσο να προκαλέσουν πόλεμο κατά της Ρώμης.
Φυσικά, η διεξαγωγή ενός τέτοιου πολέμου απαιτεί ισχυρούς συμμάχους. Έτσι, οι Αιτωλοί θα προσεγγίσουν τη Σπάρτη, τον Φίλιππο της Μακεδονίας και τελικά τον Αντίοχο. Ο τελευταίος δεν θα αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο συμμαχίας. Πεπεισμένοι ότι η βοήθεια του Αντίοχου είναι βέβαιη, οι Αιτωλοί (''άνθρωποι που πρώτα ενεργούσαν και μετά σκέφτονταν'' κατά τον Ed. Will) θα ξεκινήσουν πολεμικές επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας τη Δημητριάδα. Ο Αντίοχος θα βρεθεί προ διλήμματος: αν θέλει να γίνει κυρίαρχος της Ελλάδας, η ευκαιρία είναι τώρα.
Έτσι ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα παρασυρθεί από τους νέους συμμάχους του. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι θα έπρεπε να ακούσει τις συμβουλές του Αννίβα και να μην αναμιχθεί στην ιστορία. Άλλωστε, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη στάση των Αιτωλών ως ένα ισχυρό διπλωματικό όπλο στις διαπραγματεύσεις του με τη Ρώμη. Αντί για αυτό, έμπλεξε σε μια περιπέτεια που επρόκειτο να αποβεί μοιραία.
Ο Αντιοχικός Πόλεμος επί Ευρωπαϊκού Εδάφους
Οι Αιτωλοί είχαν υποσχεθεί στις Ελληνικές πόλεις ότι ο Αντίοχος θα ερχόταν στην Ελλάδα με αμέτρητα στρατεύματα και με πολλούς, πάρα πολλούς πολεμικούς ελέφαντες. Στον Αντίοχο, τώρα, είχαν υποσχεθεί ότι όλοι οι Έλληνες θα έτρεχαν να συνταχθούν με αυτόν. Ο μεν Αντίοχος δεν είχε καμιά επιθυμία να εμπλέξει στη σύγκρουση το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, όταν το 192 αποβιβάστηκε στη Δημητριάδα, τα στρατεύματά του δεν ξεπερνούσαν σε αριθμό τις 10.000, ενώ οι ελέφαντες ήταν όλοι κι όλοι έξι.
Οι δε Έλληνες φάνηκαν απίστευτα διστακτικοί να υποστηρίξουν τον Σελευκίδη, λίγοι συμμάχησαν μαζί του (λ.χ. οι Μεσσήνιοι ή οι Βοιωτοί) κι αυτοί με πολλές επιφυλάξεις. Ο Αντίοχος κατέλαβε τη Χαλκίδα κι έπειτα ο στρατός του οχύρωσε το πέρασμα των Θερμοπυλών, αναμένοντας τα Ρωμαϊκά στρατεύματα που διοικούσε ο ύπατος Ακίλιος Γλάβριος. Η μάχη που δόθηκε στις Θερμοπύλες το 191 θυμίζει ως προς την εξέλιξή της την ιστορική σύγκρουση του 480 π.Χ.
Ο στρατός του Αντίοχου απέκρουσε τις Ρωμαϊκές επιθέσεις στα στενά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των Ρωμαϊκών δυνάμεων παρέκαμψε το πέρασμα και επιτέθηκε στους Αιτωλούς που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή του Ελληνικού στρατεύματος. Οι Αιτωλοί υπέστησαν συντριβή, ο στρατός του Αντίοχου, περικυκλωμένος πια από τις Ρωμαϊκές δυνάμεις, είχε μεγάλες απώλειες κι ο Σελευκίδης αποφάσισε να υποχωρήσει κακήν κακώς και να επιστρέψει στην Ασία.
Ο Αντιοχικός Πόλεμος στην Ασία
Οι Ρωμαίοι έκριναν ότι θα έπρεπε να αναθέσουν τη διεξαγωγή του πολέμου στον ικανότερο στρατιωτικό ηγέτη που διέθεταν. Επειδή, όμως, ο Σκιπίων ο Αφρικανός είχε ασκήσει το αξίωμα του υπάτου πολύ πρόσφατα και τυχόν επανεκλογή του θα αποτελούσε σκάνδαλο, εκλέχθηκε ως ύπατος ο αδελφός του, ο Λ. Κορνήλιος Σκιπίων. Έχοντας επίγνωση της κατάστασης, ο Λ. Κορνήλιος δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι στην εκστρατεία θα τον συνόδευε ο αδελφός του, ο οποίος θα είχε, άλλωστε, και την ουσιαστική διοίκηση του στρατεύματος.
Οι Σκιπίωνες και ο στρατός τους έφτασαν στην Ελλάδα την άνοιξη του 190. Ο Αφρικανός έκρινε ότι δεν άξιζε να ασχοληθεί προς το παρόν με τους Αιτωλούς και κινήθηκε προς τα στενά του Ελλησπόντου. Φυσικά, δεν ασχολήθηκε διόλου και με τον Πτολεμαίο, που πρώτος έτρεξε να προτείνει συμμαχία. Οι σύμμαχοι τους οποίους υπολόγιζε πραγματικά η Ρώμη ήταν η Πέργαμος και η Ρόδος.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ασία ξεκίνησαν ευνοϊκά για τον Αντίοχο. Ο γιος του έλαβε εντολή να επιτεθεί κατά της Περγάμου: ο νεαρός Σέλευκος έκανε περίπατο, μέχρι που σκόνταψε στα τείχη της πόλης. Στη θάλασσα, ο Αντίοχος κατάφερε να νικήσει κατά κράτος τους Ροδίους ανοιχτά της Σάμου. Ακολούθησαν πολλές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα με αμφίρροπη έκβαση: σε κάποια από αυτές αιχμαλωτίστηκε ο γιος του Σκιπίωνα του Αφρικανού.
Η συνέχεια υπήρξε επιτυχέστερη για τη Ρώμη και τους συμμάχους της: τον Αύγουστο του 190, οι Ρόδιοι νίκησαν σε ναυμαχία κοντά στη Σίδη της Παμφυλίας τον στόλο που διοικούσε ο Αννίβας, ενώ τον Σεπτέμβριο η Ρωμαϊκή συμμαχία συνέτριψε τον στόλο του Αντίοχου στη Μυόννησο. Ανενόχλητος, ο Ρωμαϊκός στρατός πέρασε τα στενά και ενώθηκε με τα στρατεύματα του Ευμένη της Περγάμου.
Η κατάσταση γινόταν ανησυχητική για τον Αντίοχο, ο οποίος αποφάσισε να διαπραγματευθεί με τον εχθρό, προτείνοντας να εκκενώσει τη Μικρά Ασία και να πληρώσει στους Ρωμαίος το ήμισι των πολεμικών δαπανών τους. Μόνο που οι Ρωμαίοι βρίσκονταν πια σε θέση ισχύος, αντιπρότειναν την αποχώρηση των δυνάμεων του Αντίοχου ανατολικά της οροσειράς του Ταύρου και την καταβολή του συνόλου των πολεμικών δαπανών τους. Η μόνη επιλογή που είχε ο Αντίοχος ήταν να πολεμήσει.
Η Μάχη της Μαγνησίας
Στις αρχές του χειμώνα του 190-189, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Σκιπίων ο Αφρικανός αρρώστησε, ενώ πρωτίστως τον απασχολούσε η αιχμαλωσία του γιου του, για την απελευθέρωση του οποίου κατέβαλλε διαρκείς προσπάθειες. Όσο ο Σκιπίων ήταν άρρωστος, τη διοίκηση των στρατευμάτων ανέλαβε ο Κν. Δομίτιος Αενοβάρβος (δηλαδή ένας πολύ μακρινός πρόγονος του Νέρωνα), Οι Ρωμαίοι διέθεταν 30.οοο άνδρες, μεταξύ των οποίων τέσσερις εμπειροπόλεμες λεγεώνες.
Σε αυτές τις δυνάμεις πρέπει να προστεθεί ο στρατός του Ευμένη της Περγάμου, που ανερχόταν σε περίπου 15 με 20.000. Αν πιστέψουμε τον Τίτο Λίβιο, ο Αντίοχος έστειλε μυστικά απεσταλμένους στον Σκιπίωνα, προτείνοντάς του την απελευθέρωση του αιχμάλωτου γιου του και μαζί ένα τεράστιο χρηματικό ποσό προκειμένου να αποχωρήσει από την Ασία. Ο Σκιπίων αρνήθηκε την πρόταση. Φυσικά, η αξιοπιστία του Τ. Λίβιου ελέγχεται ως προς το θέμα αυτό, καθώς τέτοια πρόταση μάλλον δεν έγινε ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αντίοχος φέρθηκε ιπποτικά, καθώς απελευθέρωσε τον γιο του Σκιπίωνα χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Στην πραγματικότητα, ο Αντίοχος είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση: είχε συγκεντρώσει εξαιρετικά μεγάλο στράτευμα, γεγονός που του επέτρεπε την αισιοδοξία ότι θα μπορούσε να πετύχει αποφασιστική νίκη κατά των Ρωμαίων. Ο στρατός του αριθμούσε περισσότερους από 70.000 άνδρες. Η στρατιά ήταν αρκετά ανομοιογενής, αλλά περιλάμβανε εντυπωσιακές δυνάμεις ιππικού, σε μεγάλο βαθμό ιρανικές, δρεπανηφόρα άρματα και 64 Ινδικούς ελέφαντες.
Ο Σελευκίδης ηγεμών αποφάσισε να επισπεύσει την αναμέτρηση, ενώ ο Σκιπίων ήταν ακόμη άρρωστος (και μολονότι είχε στείλει μήνυμα στον Αντίοχο να μη δώσει μάχη προτού αναρρώσει ο ίδιος και αναλάβει τη διοίκηση των Ρωμαϊκών στρατευμάτων). Ως πεδίο μάχης, ο Αντίοχος επέλεξε τη Μαγνησία του Σιπύλου, στην κοιλάδα του Έρμου ποταμού, κάπου 50 χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης. Ο Αντίοχος έκρινε ότι η μορφολογία του εδάφους τον ευνούσε, καθώς του επέτρεπε να παρατάξει το ιππικό και τα άρματά του και να επιχειρήσει να περικυκλώσει τους Ρωμαίους.
Η μάχη που δόθηκε τον Γενάρη του 189 ξεκίνησε με αισιόδοξα μηνύματα για τους Σελευκίδες: επικεφαλής του ιππικού του, ο Αντίοχος επιχείρησε να προκαλέσει ρήγμα στις Ρωμαϊκές δυνάμεις και φάνηκε να τα καταφέρνει. Οι Ρωμαίοι ωστόσο ανασυντάχτηκαν, ενώ είχαν και την τύχη να τους συμβουλεύει ο Ευμένης, άριστος γνώστης τόσο του πεδίου της μάχης όσο και των τακτικών και μεθόδων πολέμου που ακολουθούσαν και εφάρμοζαν οι Ασιατικές στρατιές.
Παράλληλα, οι καιρικές συνθήκες συμμάχησαν με τη Ρώμη: η ομίχλη και η συνεχής βροχή δυσχέραναν αφάνταστα τις κινήσεις του ιππικού και των αρμάτων του Αντίοχου, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η φάλαγγα του Σελευκίδη αμφιταλαντεύτηκε για τον αν θα έπρεπε να υποστηρίξει την επίθεση του ιππικού ή να κρατήσει τις θέσεις της: το αποτέλεσμα ήταν να χάσει τη συνοχή της. Οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία, αντεπετέθηκαν και συνέτριψαν το πεζικό του Αντίοχου.
Ο Τ. Λίβιος μιλά για 50.000 νεκρούς μεταξύ των στρατιωτών του Αντίοχου, αριθμός φυσικά υπερβολικός. Αναμφίβολα, όμως, η αναμέτρηση της Μαγνησίας υπήρξε ολέθρια για τον Σελευκίδη βασιλιά.
Η Συνθήκη της Απάμειας
Ο Αντίοχος θα μπορούσε να αποσυρθεί στα εδάφη του και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Σίγουρα θα μπορούσε να συγκεντρώσει ικανά στρατεύματα για να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους και να ανατρέψει υπέρ του την κατάσταση. Αντ’ αυτού, επέδειξε απίστευτα παθητική στάση και δέχτηκε γρήγορα να συνθηκολογήσει.
Στους προηγούμενους όρους της Ρώμης (εκκένωση της Θράκης και όλης της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας μέχρι τον Ταύρο, πολεμική αποζημίωση που υπολογίστηκε στα 15.000 τάλαντα) προστέθηκε η απαίτηση για την παράδοση είκοσι ομήρων, μεταξύ των οποίων ο γιος του Αντίοχου που έφερε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του (ο μελλοντικός Αντίοχος Δ΄) και κάποιοι σύμβουλοι του βασιλιά, του Αννίβα περιλαμβανομένου (τον οποίο πάντως ο Αντίοχος άφησε να διαφύγει).
Μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, η συνθήκη κυρώθηκε από τους πληρεξούσιους των δύο αντιπάλων στην Απάμεια της Φρυγίας (αρχές του 188). Ο μεγάλος νικητής ήταν η Ρώμη, που πλέον είχε καταστεί αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του Ελληνικού κόσμου. Κερδισμένοι φυσικά ήταν και οι σύμμαχοι της Ρώμης, ο Ευμένης της Περγάμου από απλός τοπικός δυνάστης γινόταν κυρίαρχος της Μικράς Ασίας, της Ανατολίας και της Θράκης. Οι Ρόδιοι ανταμείφθηκαν με τη Λυκία και την Καρία.
Ωστόσο, η εξουσία της Περγάμου και την Ρόδου ήταν δοτή, συμβαλλόμενα μέρη της συνθήκης ήταν μόνο η Ρώμη και ο Αντίοχος. Ό,τι κατείχε η Ρόδος και η Πέργαμος ήταν δώρο της Ρώμης, το οποίο η υπερδύναμη θα μπορούσε να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή (και πράγματι, στην περίπτωση της Ρόδου αυτό δεν άργησε και τόσο να συμβεί). Όσο για τον μεγάλο ηττημένο, αυτός δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να διεκδικήσει την ηγεμονία της οικουμένης, ούτε να ξαναβρεί τη χαμένη δόξα του. Όχι ότι οι διάδοχοί του δεν θα το προσπαθούσαν.
Γρήγορα όμως θα καταλάβαιναν ότι μια προσταγή της υπερδύναμης θα αρκούσε για να σβήσει τις πιο ένδοξες νίκες που κατακτήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Ο ίδιος ο Αντίοχος αναγκάστηκε πολύ σύντομα να πάρει τον δρόμο της Ανατολής. Η είδηση της συντριβής στη Μαγνησία σίγουρα θα αναζωπύρωσε τις αποσχιστικές τάσεις στις Άνω Σατραπείες. Την άνοιξη του 188, ο Αντίοχος βρέθηκε στη Βαβυλώνα για τις γιορτές του βαβυλωνιακού νέου έτους.
Έπειτα κατευθύνθηκε προς την Ελυμαϊδα, όπου προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα (ίσως για μια νέα εκστρατεία στα ανατολικά, ίσως για να μαζέψει το ποσό των πρώτων δόσεων της υπέρογκης πολεμικής αποζημίωσης που έπεπε να καταβάλει στη Ρώμη), ενώ επιχειρούσε να λεηλατήσει ένα ναό έξω από τα Σούσα, δολοφονήθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος. Κι έτσι άδοξα γράφτηκε η τελευταία σελίδα του πιο ένδοξου Σελευκίδη, αυτού που με λίγη τύχη παραπάνω (ή με λίγο περισσότερη οξυδέρξκεια) θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου.
Αξίζει να επισημανθεί ότι δύο, τουλάχιστον, καβαφικά ποιήματα αναφέρονται στη Μάχη της Μαγνησίας: πρόκειται για το ομώνυμο ποίημα (του οποίου, όμως, κεντρικός ήρωας είναι ο Φίλιππος Ε΄, βασιλιάς των Μακεδόνων) και για τον Τεχνουργό κρατήρων
ΣΤ’ Συριακός Πόλεμος (170 – 168 π.Χ)
Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Ε΄ (180 π.Χ.) οι επίτροποι του ανήλικου διαδόχου Πτολεμαίου ΣΤ΄ που ασκούσαν την εξουσία στην Αίγυπτο ως αντιβασιλείς αποφάσισαν την ανακατάληψη της Κοίλης Συρίας. Τα σχέδιά τους διέρρευσαν, προκαλώντας την αιφνιδιαστική επέμβαση του Σελευκίδη Αντιόχου Δ΄ στην Αίγυπτο και τον ΣΤ΄ Συριακό πόλεμο (170-168 π.Χ.). Εκτός από την προάσπιση της Κοίλης Συρίας στόχος του Αντιόχου ήταν πιθανότατα και η ανάληψη της αντιβασιλείας στην Αίγυπτο για λογαριασμό του ανιψιού του Πτολεμαίου ΣΤ΄.
Η πλάστιγγα της πολεμικής αναμέτρησης έγερνε σαφώς προς το μέρος του Αντιόχου, ο οποίος κατέλαβε την Αίγυπτο με εξαίρεση την Αλεξάνδρεια, αλλά η επέμβαση της Ρώμης για την προάσπιση της ακεραιότητας του Πτολεμαϊκού βασιλείου έκρινε αποφασιστικά την έκβαση του πολέμου. Η ταπεινωτική συμμόρφωση του Αντιόχου Δ΄ με την εντολή μιας ρωμαϊκής πρεσβείας να αποχωρήσει από την Αίγυπτο μαρτυρεί τη δύναμη και το ρυθμιστικό ρόλο της Ρώμης στις υποθέσεις των Ελληνιστικών βασιλείων, που είχαν εισέλθει οριστικά και αμετάκλητα στη σφαίρα επιρροής της.
Οι αιτίες αυτής της σύγκρουσης είναι αδιευκρίνιστες. Το 170 π.Χ οι Ευλαίος και Λιναίος, οι δύο αντιβασιλείς του νεαρού βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου ΣΤ’ του Φιλομήτορος, κηρύττουν τον πόλεμο στον Σελευκίδα ηγέτη Αντίοχο Δ’ τον Επιφανή. Το ίδιο έτος τα αδέλφια του ο Πτολεμαίος Η’ ο Φύσκων και η Κλεοπάτρα Β’ ανακηρύσσονται συμβασιλεύοντες προκειμένου να ενισχύσουν την ενότητα της Αιγύπτου.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις άρχισαν το 169 π.Χ, όταν ο Αντίοχος είχε ήδη αποκτήσει πλεονέκτημα, κατακτώντας την στρατηγικής σημασίας πόλη του Πηλουσίου. Οι Αιγύπτιοι συνειδητοποιώντας την απερισκεψία τους στην κήρυξη του πολέμου, ανατρέπουν τους Ευλαίο και Λιναίο και τους αντικαθιστούν με τους Κόμανο και Κινέα, οι οποίοι αποστέλλονται να διαπραγματευθούν συνθήκη ειρήνης με τον Αντίοχο. Ο Αντίοχος έθεσε τον Πτολεμαίο ΣΤ’ (ο οποίος ήταν και ανιψιός του) υπό κηδεμονία, παραχωρώντας του τον έλεγχο της Αιγύπτου.
Ωστόσο, αυτό ήταν απαράδεκτο για τους ανθρώπους της Αλεξάνδρειας που απάντησαν ανακηρύσσοντας τον Πτολεμαίο Φύσκονα ως το μοναδικό βασιλέα. Ο Αντίοχος πολιορκεί την Αλεξάνδρεια αλλά καθώς δεν μπορούσε να σταματήσει τις επικοινωνίες στην πόλη και ταυτόχρονα να ασχοληθεί με την επανάσταση των Μακκαβαίων στην Ιουδαία, προς το τέλος του 169 π.Χ αποσύρει τον στρατό του. Κατά την απουσία του ο Πτολεμαίος ΣΤ’ και ο αδελφός του συμφιλιώνονται και ο Αντίοχος, εξοργισμένοw με την απώλεια ελέγχου του βασιλείου εισβάλλει ξανά.
Οι Αιγύπτιοι ζητούν βοήθεια από την Ρώμη και η Γερουσία αποστέλλει τον Γάιο Ποπίλιο Λαίνα στην Αλεξάνδρεια. Εν τω μεταξύ ο Αντίοχος καταλαμβάνει την Κύπρο και την Μέμφιδα και βαδίζει προς την Αλεξάνδρεια. Στην Ελευσίνα, στα προάστια της πρωτεύουσας, συναντάται με τον Ποπίλιο, με τον οποίο ήταν φίλοι κατά την παραμονή του στη Ρώμη. Αλλά αντί για φιλικό καλωσόρισμα, ο Ποπίλιος παραδίδει το τελεσίγραφο από την Γερουσία «πρέπει να εκκενώσει την Αίγυπτο και την Κύπρο αμέσως».
Ο Αντίοχος παρακαλεί να του δοθεί χρόνος να το εξετάσει, αλλά σε απάντηση ο Ποπίλιος σχηματίζει με καλάμι έναν κύκλο στην άμμο λέγοντας «να αποφασίσει πριν ο ίδιος (ο Ποπίλιος) περπατήσει εκτός του κύκλου» και έτσι ο Αντίοχος επιλέγει να υπακούσει στο Ρωμαϊκό τελεσίγραφο. Ο εν λόγω κύκλος έγινε γνωστός ως ο κύκλος του Ποπίλιου. Η συνάντηση της Ελευσίνας τερμάτισε τον ΣΤ’ Συριακό πόλεμο και ταυτόχρονα τις ελπίδες του Αντιόχου για κατάκτηση της Αιγύπτου.
Η επιστήμη της Ιστορίας έχει προ πολλού ξεπεράσει το στάδιο της απλουστευμένης αφήγησης πολιτικών και πολεμικών γεγονότων. Αναζητεί πρωτίστως τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που διαμορφώνουν σταθερές και σηματοδοτούν μεταβολές στην πορεία του χρόνου. Για πολλούς από τους πιο αξιόλογους μελετητές της Ιστορίας το πλέον ενδιαφέρον αντικείμενο είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Ιστορία νοοτροπιών (Histoire de mentalités).
Ωστόσο, η πολιτική ιστορία διατηρεί την αξία της: η σημασία κάποιων γεγονότων είναι τόσο καταλυτική που κανείς δεν μπορεί να την παραγνωρίσει. Από την άποψη αυτή, η πολεμική αναμέτρηση που, τον Γενάρη του 189 π.Χ., έφερε αντιμέτωπες, στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, τις Ρωμαϊκές λεγεώνες και τα στρατεύματα του Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχου Γ΄αποτελεί την πλέον καθοριστική σύγκρουση των Ελληνιστικών χρόνων, καθώς συμβολίζει την επικράτηση της Ρώμης στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου και την παρακμή των Ελληνιστικών βασιλείων.
Η Ρώμη
Η θέση της Ρώμης πριν από τη σύγκρουση που επρόκειτο να αποβεί καθοριστική μπορεί να περιγραφεί αρκετά απλά. Αφού ξεπέρασε την περιπέτεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, όταν η εκστρατεία του Αννίβα έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της, η Ρώμη έχει εξασφαλίσει, μετά την επικράτηση στη Ζάμα το 202, τον απόλυτο έλεγχο της Δυτικής Μεσογείου. Συνεπώς, μπορεί να στρέψει την προσοχή της στα ανατολικά. Την ευκαιρία θα της τη δώσει η επεκτατική πολιτική του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας.
Το φθινόπωρο του 201, Ρόδιοι και Περγαμηνοί αποστέλλουν πρεσβείες στη Ρώμη για να ζητήσουν την επέμβασή της στην Ελλάδα. Η Σύγκλητος θα δεχθεί το αίτημά τους και θα στείλει στρατεύματα εναντίον του Φιλίππου. Για ποιούς λόγους δέχτηκε η Ρώμη να εμπλακεί στην περιπέτεια του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου, όταν η οικονομία και οι πολίτες της είναι εξαντλημένοι μετά τον σχεδόν εικοσαετή Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο;
Όπως εξήγησε ο Edouard Will στο μνημειώδες έργο του “Πολιτική Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου” (“Histoire politique du monde hellénistique“, Presses universitaires de Nancy) τα αίτια της απόφασης αυτής πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη Ρώμη: η ανάμειξη στις Ελληνικές υποθέσεις υπαγορεύθηκε από τον Ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό. Αν μέχρι τότε η Ρώμη δεν είχε αναμειχθεί στις υποθέσεις της Ανατολής, αυτό συνέβη γιατί δεν είχε την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς ήταν απασχολημένη στη δυτική Μεσόγειο.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή, όμως, και ελεύθερη από ''υποχρεώσεις'' είναι και πολλοί αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο μιας νέας πολεμικής περιπέτειας: όχι μόνον οι πληβείοι που ως λεγεωνάριοι προτιμούν να συνεχίσουν να απολαύουν των πλεονεκτημάτων του στρατιωτικού επαγγέλματος (μισθοί και μπόνους με τη μορφή λάφυρων), αλλά και οι πατρίκιοι, μεταξύ των οποίων υπάρχουν πολλοί με φιλοδοξίες για πολιτική εξουσία και πλουτισμό. Για αυτούς ο πόλεμος στην Ελλάδα αποτελεί ευκαιρία καταξίωσης και εκπλήρωσης των προσδοκιών τους.
Η επιλογή θα αποδειχθεί ορθή: μετά από δύο χρόνια δυσκολιών, η εκλογή του ιδιοφυούς Φλαμινίνου ως υπάτου και η ανάθεση σ’ αυτόν της αρχηγίας των στρατευμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την αποφασιστική νίκη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (Ιούνιος 197) και την επικράτηση επί του Φιλίππου. Η Ρώμη έχει πλέον τον πολιτικό έλεγχο του Ελληνικού χώρου και μπορεί να καθορίζει σύμφωνα με τις επιθυμίες της το μέλλον της Ελλάδας. Αυτό που ο Πολύβιος ονόμαζε ''συμπλοκή'', αναφερόμενος στην αλληλεξάρτηση των εξελίξεων σε Δύση και Ανατολή, αποτελεί πραγματικότητα.
Η Άνοδος του Αντίοχου στον Θρόνο
Περισσότερο αξίζει να σταθούμε στην μέχρι τότε πορεία του αντίπαλου της Ρώμης, του Αντίοχου Γ΄. Από όλα τα Ελληνιστικά βασίλεια, η μοναρχία των Σελευκιδών ήταν αυτή με τα περισσότερα εγγενή προβλήματα. Κυβερνώντας μια αχανή έκταση (από τα Μικρασιατικά παράλια ως τις παρυφές της Ινδίας), με ανομοιογενή πληθυσμιακή σύνθεση και διοικητική οργάνωση, οι Σελευκίδες μονάρχες καλούνταν διαρκώς να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες στα δύο άκρα της επικράτειάς τους.
Το 226 π.Χ., ανέβηκε στο θρόνο της Αντιόχειας ο Σέλευκος Γ΄ ο Σωτήρ, ο επονομαζόμενος και Κεραυνός, διαδεχόμενος τον πατέρα του, τον Σέλευκο Β΄. Οι μακροχρόνιες δυναστικές έριδες του οίκου των Σελευκιδών είχαν δώσει στους φιλόδοξους Ατταλίδες της Περγάμου την ευκαιρία να αποσπάσουν αρκετά εδάφη στη Μικρά Ασία. Ο Σέλευκος έκρινε ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να τα ανακτήσει κι έτσι, το 223, πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, επικεφαλής μεγάλου στρατεύματος. Ενώ, όμως, βρισκόταν στη Φρυγία, δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Τα στρατεύματα έσπευσαν να ανακηρύξουν επί τόπου ως βασιλέα τον Αχαιό, συγγενή του δολοφονημένου μονάρχη. Ο Αχαιός, δεύτερος εξάδελφος του Σέλευκου Β΄, ήταν περίπου τριάντα ετών και όλοι τον θεωρούσαν ικανό και έμπειρο στρατηγό. Εντούτοις, επέλεξε να αρνηθεί την πρόταση και αναγνώρισε τα δικαιώματα του νόμιμου διαδόχου, δηλαδή του Αντίοχου, αδελφού του Σέλευκου. Πολύ γρήγορα, πιθανότατα ύστερα από πρόταση του Αχαιού, ο οποίος θα πρέπει να ασκούσε επιρροή στον νεαρό μονάρχη (ο Αντίοχος δεν πρέπει να ήταν πάνω από 19 ετών).
Ορίσθηκαν ο μεν Αχαιός ως γενικός διοικητής των δυτικών σατραπειών (με αποστολή να ανακτήσει από τους Ατταλίδες τα χαμένα Μικρασιατικά εδάφη), ο δε Μόλων, ως τότε Σατράπης της Μηδίας, γενικός διοικητής των Άνω Σατραπειών, δηλαδή των εδαφών ανατολικά της Βαβυλώνας. Ωστόσο, το ισχυρότερο πρόσωπο στην αυλή της Αντιόχειας ήταν ο ''επί των πραγμάτων'' (σαν να λέμε πρωθυπουργός) Ερμίας, ο οποίος πρέπει να κατείχε το αξίωμά του ήδη από τα χρόνια του Σέλευκου Β΄.
Η βουλιμία του να ελέγξει με απόλυτο τρόπο την εξουσία θα προκαλέσει σειρά από αναταράξεις. Καταρχάς, το καλοκαίρι του 222 θα στασιάσει στα Εκβάτανα ο Μόλων. Ο Αντίοχος, κατόπιν προτροπής του στρατηγού Επιγένη, θα θελήσει να καταπνίξει ο ίδιος την εξέγερση του διοικητή των Άνω Σατραπειών. Ο Ερμίας θα τον αποτρέψει: το σημαντικό είναι η ανάκτηση της Κοίλης Συρίας, της περιοχής που περιλαμβάνει τον Λίβανο, τη νότια Συρία και την Ιουδαία και την οποία κατέχουν από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πόλεμου οι Λαγίδες της Αλεξάνδρειας.
Όσο για τη στάση στη Μηδία, αυτή μπορεί να την αντιμετωπίσει και κάποιος από τους στρατηγούς της Αντιόχειας. Οι προτάσεις του Ερμία θα αποδειχθούν, φυσικά, εντελώς άστοχες: η εκστρατεία του 221 στην Κοίλη Συρία θα αποτύχει οικτρά, όπως ακριβώς κι ο μισθοφόρος στρατηγός Ξενοίτας, τον οποίο θα συντρίψει ο Μόλων στις όχθες του Τίγρη. Η αντίδραση του Ερμία θα είναι η αναμενόμενη από έναν ειδικό στις ραδιουργίες: θα βάλει να δολοφονήσουν τον πολιτικό του αντίπαλο Επιγένη.
Αυτό θα βάλει σε υποψίες τον νεαρό Σελευκίδη, ο οποίος, για πρώτη φορά, θα αγνοήσει τις συμβουλές του Ερμία και θα στείλει ενάντια στον σατράπη της Μηδίας ένα φέρελπι νεαρό στρατηγό, τον Ζεύξι. Η πρωτοβουλία θα αποδειχθεί σωτήρια, γιατί το καλοκαίρι του 221 ο Μόλων θα συντριβεί και θα αυτοκτονήσει. Η επιτυχής έκβαση της εκστρατείας θα ενισχύσει την πεποίθηση του Αντίοχου ότι πρέπει να απαλλαγεί από τον Ερμία, του οποίου τελικά θα διατάξει τη δολοφονία.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι έχει αποκατασταθεί η ηρεμία στο εσωτερικό του βασιλείου, το φθινόπωρο του 220 ο Αντίοχος θα πληροφορηθεί τα πιο απροσδόκητα δυσάρεστα νέα. Ο Αχαιός, ο άνθρωπος στον οποίο ο Αντίοχος χρωστούσε τον θρόνο του, εξεγέρθηκε και ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τον στρατό στη Λαοδίκεια της Φρυγίας. Η απόφαση του Αχαιού, που είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στον νόμιμο διάδοχο, φαίνεται δύσκολο να εξηγηθεί. Η προσωπική φιλοδοξία, την οποία προτείνει ο Πολύβιος, φαίνεται ανεπαρκής ως αιτιολογία.
Κατά πάσα πιθανότητα, το αίτιο της στάσης του Αχαιού ήταν ακριβώς η αντιπαλότητά του με τον Ερμία και η πεποίθηση ότι η επιρροή του δεύτερου έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας. Όταν ο Αχαιός πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Ερμία ήταν πλέον πολύ αργά για να κάνει πίσω. Σε κάθε περίπτωση, καμία από τις δύο πλευρές δεν αντέδρασε άμεσα: ο Αχαιός παρέμεινε στις Σάρδεις για να οργανώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Περγάμου, ενώ ο Αντίοχος έδωσε προτεραιότητα στην επιχείρηση ανάκτησης της Κοίλης Συρίας.
Περιγραφή του Τέταρτου Συριακού Πολέμου
Πράγματι, η συγκυρία φαινόταν ευνοϊκή για μια εκστρατεία κατά των Λαγιδών. Το 221 πέθανε ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης, και τον διαδέχθηκε ο δεκαεφτάχρονος γιος του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ. Ο νεαρός Λαγίδης, που είχε δάσκαλό του τον Ερατοσθένη, ήταν άπειρος και έδειχνε από νωρίς την προτίμησή του για τις πνευματικές αναζητήσεις και, κυρίως, για τις απολαύσεις της Αλεξάνδρειας. Την ουσιαστική εξουσία ασκούσαν οι αυλικοί Σωσίβιος και Αγαθοκλής.
Στην αρχή, η εκστρατεία του Αντίοχου φάνηκε ότι θα είναι επιτυχής, εκμεταλλευόμενος την αδράνεια των Πτολεμαίων και την αποστασία του Θεόδοτου, του Αιτωλού μισθοφόρου στρατηγού ο οποίος διοικούσε την Κοίλη Συρία για λογαριασμό της Αλεξάνδρειας, ανέκτησε τη Σελεύκεια της Πιερίας, το επίνειο της Αντιόχειας που κατείχαν οι Λαγίδες από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πολέμου.
Μπροστά στον κίνδυνο εισβολής, ο Σωσίβιος οργάνωσε την οχύρωση των συνόρων της Αιγύπτου και, με περισσή οξυδέρκεια, παρέσυρε τον Αντίοχο σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες διήρκεσαν ακριβώς όσο χρόνο απαιτούσε η οργάνωση επαρκούς και αξιόμαχου στρατεύματος, το οποίο θα περιλάμβανε για πρώτη φορά και Αιγύπτιους ''μάχιμους'' οπλίτες. Όταν ο Αντίοχος κατάλαβε ότι οι διαπραγματεύσεις αποτελούσαν παγίδα, ήταν πλέον αργά. Στο τέλος της άνοιξης του 217 ο Φιλοπάτωρ ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια με 75.000 άνδρες.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 23 Ιουνίου του 217 στη Ράφια, στο νότιο άκρο της Παλαιστίνης. Ο Αντίοχος επιχείρησε να καταδιώξει το ιππικό του Πτολεμαίου, κίνηση που παρέσυρε και τη φάλαγγά του. Καθώς το πεζικό του Αντίοχου άφησε τις θέσεις του και έχασε τη συνοχή του ηττήθηκε κατά κράτος από την ''Αιγυπτιακή'' φάλαγγα. Ο Φιλοπάτωρ είχε σώσει την Αίγυπτο, μετά τη Ράφια ανέκτησε εύκολα την Κοίλη Συρία, χωρίς όμως να επιχειρήσει να εισβάλει στο εσωτερικό του βασιλείου του αντιπάλου του.
Ο Αντίοχος, μάλιστα, κατάφερε να κρατήσει τη Σελεύκεια. Άρα, είχε κάποιο κέρδος σε σύγκριση με την προ του πολέμου κατάσταση, πλην όμως είχε αποτύχει όσον αφορά τον κύριο σκοπό του. Παρά την ήττα, ο Αντίοχος είχε ετοιμοπόλεμες αρκετές δυνάμεις ώστε να επιχειρήσει να καταστείλει τη στάση του Αχαιού. Για τον σκοπό αυτό, δεν δίστασε να συμμαχήσει με τον μισητό εχθρό, τον Άτταλο Α΄ της Περγάμου.
Αφού το 216 πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, προέλασε χωρίς να συναντήσει αντίσταση μέχρι τη Λυδία και το 215 κατέλαβε τις Σάρδεις: ο Αχαιός οχυρώθηκε στην ακρόπολη της πόλης, απ΄ όπου αντιστάθηκε για δύο χρόνια, μέχρι τελικά να τον νικήσει ο Αντίοχος και να διατάξει την εκτέλεσή του. Ο Ζεύξις θα αναλάβει πλέον τη γενική διοίκηση των Σατραπειών της Μικράς Ασίας και ο Αντίοχος θα συνεχίσει τις προσπάθειές του με νέο στόχο.
Η Ανάβαση του Αντιόχου
Το σχέδιο του Αντιόχου είναι σαφές: θέλει να αποκαταστήσει τα σύνορα του βασιλείου του όπως αυτά είχαν στα χρόνια του Σέλευκου Α΄: δηλαδή εκτός από την Κοίλη Συρία, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη πρέπει να ανακτήσει και τα εδάφη που χάθηκαν στα ανατολικά. Πράγματι, η κατάσταση στις Άνω Σατραπείες είναι εξαιρετικά ανησυχητική: πέρα από την πάντα πιστή Βαβυλωνία, οι Σελευκίδες ελέγχουν πλέον μόνο την Ελυμαΐδα και τη Μηδία. Η Παρθία-Υρκανία έχει καταληφθεί από τους νομάδες που θα πάρουν το όνομα Πάρθοι.
Η Περσίδα, η Γεδρωσία και η Καρμανία εξεγείρονται συνεχώς και έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο της Αντιόχειας. Η Βακτριανή, μαζί με τη Σογδιανή και την Αρία, αποτελεί πια ανεξάρτητο Ελληνιστικό βασίλειο, από τα χρόνια του Διόδοτου. Η ''Ανάβαση΄΄ του Αντιόχου ξεκινά το 212 π.Χ. με μια εκστρατεία κατά της Αρμενίας, ο Ιρανός μονάρχης της, ο Ξέρξης, δηλώνει υποτέλεια στον Αντίοχο. Ο βασιλιάς παραμένει το διάστημα 211-210 στη Μηδία, προσπαθώντας να συλλέξει τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας.
Φτάνει ως το σημείο να υπεξαιρέσει το θησαυρό του ναού της Αναΐτιδος (Αναχίτα) στα Εκβάτανα. Έπειτα, ξεκινά το 209 να αντιμετωπίσει τους Πάρθους. Ο μονάρχης τους, ο Αρσάκης Β΄, θα αναγκαστεί, μετά από μερικές ήττες στα πεδία των μαχών, να συνάψει συνθήκη με τον Αντίοχο, αποδεχόμενος τον όρο να αφήσει ελεύθερη την εμπορική οδό που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Το 208, ο Σελευκίδης μονάρχης θα επιτεθεί κατά του Ευθύδημου της Βακτριανής, τον οποίο θα πολιορκήσει στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα.
Η πολιορκία θα κρατήσει δύο χρόνια. Ο Αντίοχος δεν θα πετύχει να καταλάβει την ακρόπολη και τελικά θα προτιμήσει να συνάψει συνθήκη με τον ηγεμόνα της Βακτριανής, ο οποίος θα αναγνωρίσει τον Σελευκίδη ως επικυρίαρχό του. Στη συνέχεια, ο Αντίοχος θα προχωρήσει ως τους Παροπαμισάδες και την Αραχωσία, όπου θα αποσπάσει τις δηλώσεις υποτέλειας κάποιων Ινδών βασιλίσκων. Θα επιστρέψει στη βάση του από το Νότο, μέσω των ακτών του Περσικού Κόλπου και της Αραβίας, μαζεύοντας λάφυρα.
Μολονότι, επί της ουσίας και σε σχέση με τον αρχικό στόχο, η Ανάβαση του Αντίοχου είχε σχετική μόνο επιτυχία, υπήρξε οικονομικά επικερδής και από άποψη προπαγάνδας εξαιρετικά σημαντική. Όπως αναφέρει και ο Πολύβιος στο τέλος του ενδέκατου βιβλίου του:
“Τὸ μὲν οὖν πέρας τῆς εἰς τοὺς ἄνω τόπους στρατείας Ἀντιόχου τοιαύτην ἔλαβε τὴν συντέλειαν, δι᾽ ἧς οὐ μόνον τοὺς ἄνω σατράπας ὑπηκόους ἐποιήσατο τῆς ἰδίας ἀρχῆς, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐπιθαλαττίους πόλεις καὶ τοὺς ἐπὶ τάδε τοῦ Ταύρου δυνάστας, καὶ συλλήβδην ἠσφαλίσατο τὴν βασιλείαν, καταπληξάμενος τῇ τόλμῃ καὶ φιλοπονίᾳ πάντας τοὺς ὑποταττομένους: διὰ γὰρ ταύτης τῆς στρατείας ἄξιος ἐφάνη τῆς βασιλείας οὐ μόνον τοῖς κατὰ τὴν Ἀσίαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς κατὰ τὴν Εὐρώπην”.
Μετά την ολοκλήρωση της Αναβάσεως, ο Αντίοχος παίρνει τον τίτλο “Βασιλεύς Μέγας”, και μπορεί να στραφεί στην ανάκτηση της Κοίλης Συρίας.
Ε’ Συριακός πόλεμος (202 – 195 π.Χ)
Γενικά
Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Δ΄ το 204 π.Χ. το Πτολεμαϊκό βασίλειο περιήλθε σε κατάσταση πολιτικής αδυναμίας, καθώς ο διάδοχος Πτολεμαίος Ε΄ ήταν ακόμη ανήλικος και οι πανίσχυροι αυλικοί του έριζαν για την ανάληψη της αντιβασιλείας. Εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες αυτές ο Σελευκίδης Αντίοχος Γ΄ και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄ φαίνεται ότι ήρθαν σε μυστική συμφωνία για τη διανομή μεταξύ τους των Πτολεμαϊκών κτήσεων.
Έχοντας εξασφαλίσει την ουδετερότητα του Μακεδόνα βασιλιά ο Αντίοχος Γ΄ επιτέθηκε στην Κοίλη Συρία περίπου το 202 π.Χ. και ολοκλήρωσε την κατάληψή της το 198 π.Χ. Η περιοχή παρέμεινε Σελευκιδική και μετά το γάμο της κόρης του Αντιόχου Γ΄ Κλεοπάτρας Α΄ με τον Πτολεμαίο Ε΄, που επισφράγισε την ειρήνη του 195 / 194 π.Χ. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Δ’ το 204 π.Χ. ακολούθησαν αιματηρές συγρούσεις για την διαδοχή, καθότι ο Πτολεμαίος Ε’, ήταν ακόμη παιδί.
Η σύγκρουση άρχισε με τη δολοφονία της συζύγου και αδελφής του νεκρού βασιλιά Αρσινόης από τους υπουργούς Αγοθοκλή και Σωσίβιου. Η μοίρα του Σωσίβιου είναι αδιευκρίνιστη, αλλά ο Αγοθοκλής φαίνεται να είχε αναλάβει την αντιβασιλεία για κάποιο χρονικό διάστημα έως ότου καταλήξει να λυντσαριστεί από τον Αλεξανδρινό όχλο. Η αντιβασιλεία «περνούσε» ψηφίστηκε από τον έναν σύμβουλο στον άλλο και το βασίλειο βρισκόταν σχεδόν σε κατάσταση αναρχίας.
Επιδιώκονταν να επωφεληθεί από αυτή την αναταραχή, ο Αντίοχος Γ’ πραγματοποιεί μια δεύτερη εισβολή στην κοίλη Συρία. Συνήψε συμφωνία με τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, προκειμένου να κατακτήσουν και μοιραστούν τα μη Αιγυπτιακά εδάφη των Πτολεμαίων, η οποία όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Αντίοχος σε σύντομο χρονικό διάστημα «σάρωσε» την περιοχή. Μετά από μια σύντομη οπισθοδρόμηση στην Γάζα, κατάφερε ένα συντριπτικό πλήγμα στους Πτολεμαίους στη μάχη του Πανείου, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη, κερδίζοντας το σημαντικό λιμάνι της Σιδώνος.
Το 200 π.Χ Ρωμαίοι απεσταλμένοι απαίτησαν από τους Φίλιππο και Αντίοχο να σταματήσουν την εισβολή στην Αίγυπτο. Ο λόγος ήταν ότι οι Ρωμαίοι θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα στην εισαγωγή σιτηρών από την Αίγυπτο, με ανάλογες συνέπειες στην σίτιση του πληθυσμού στην Ιταλία. Καθώς ουδείς από τους εισβολείς ήθελε να συνεχίσει μόνος την εκστρατεία συμμορφώθηκαν πρόθυμα στις απαιτήσεις της Ρώμης. Ο Αντίοχος το 198 π.Χ ολοκλήρωσε την υποδούλωση της κοίλης Συρίας και συνέχισε την επιδρομή στα εναπομείναντα παράκτια οχυρά του Πτολεμαίου στην Καρία και Κιλικία.
Ορισμένα προβλήματα οδήγησαν τον Πτολεμαίο να αναζητήσει μια γρήγορη και δυσμενή λύση. Το φυλετικό κίνημα που άρχισε πριν από τον πόλεμο με την Αιγυπτιακή εξέγερση και επεκτάθηκε με την υποστήριξη του Αιγυπτιακού ιερατείου, δημιουργούσε αναταραχές και στάσεις σε ολόκληρο το βασίλειο. Τα οικονομικά προβλήματα οδήγησαν την Πτολεμαϊκή κυβέρνηση στην αύξηση της φορολογίας, η οποία με την σειρά της τροφοδότησε τις εθνικιστικές αναταραχές.
Προκειμένου να επικεντρωθεί στο εσωτερικό μέτωπο, ο Πτολεμαίος το 195 π.Χ υπέγραψε μια διαλλακτική συνθήκη με τον Αντίοχο, αφήνοντας στον Σελευκίδα βασιλέα την κοίλη Συρία και συμφωνώντας να παντρευτεί την κόρη του Αντιόχου Κλεοπάτρα Α’ την Σύρα.
Πέμπτος Συριακός Πόλεμος και Ανάκτηση της Κοίλης Συρίας
Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ αδιαφόρησε εντελώς για τις κρατικές υποθέσεις, των οποίων τη διαχείριση είχε αφήσει στο δίδυμο Σωσίβιου-Αγαθοκλή. Το καλοκαίρι του 204 ο Φιλοπάτωρ πεθαίνει σε ηλικία μικρότερη των 35 ετών και τον διαδέχεται ο ανήλικος γιος του, ο Πτολεμαίος Ε΄, ο λεγόμενος και Επιφανής. Κανονικά την αντιβασιλεία πρέπει να την ασκήσει η Αρσινόη, η μητέρα του ανήλικου βασιλιά, πλην όμως θα δολοφονηθεί από τον Αγαθοκλή.
Η πολιτική αστάθεια στην Αλεξάνδρεια παρέχει στον Αντίοχο μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιτύχει τα επεκτατικά σχέδιά του. Τον χειμώνα του 203-202, θα συνάψει συμμαχία με τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, με αντικείμενο τη διανομή των κτήσεων του κράτους των Λαγιδών. Έπειτα, θα συγκεντρώσει στρατεύματα και θα εισβάλει στην Κοίλη Συρία. Ο Πέμπτος Συριακός Πόλεμος θα εκπληρώσει όλες τις προσδοκίες του Αντίοχου. Ο στρατός του θα κάνει περίπατο μέχρι τη Γάζα, όπου και θα συγκρουσθεί με τον Αιτωλό Σκόπα, που διοικεί τα Πτολεμαϊκά στρατεύματα.
Η αντίδραση αυτή απλώς θα καθυστερήσει το μοιραίο για την Αλεξάνδρεια. Δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη Ράφια. Στην αποφασιστική αναμέτρηση που θα δοθεί στο Πάνιον το 200 π.Χ., ο Αντίοχος θα πετύχει συντριπτική νίκη. Όλη η Κοίλη Συρία μέχρι και την Ιουδαία θα καταστεί μέρος της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Έχοντας επιτύχει κατά τα δύο τρίτα τους στόχους του, ο Αντίοχος είναι ελεύθερος να στρέψει τις βλέψεις του προς τη Δύση. Πρώτα η Μικρά Ασία, έπειτα η Ευρώπη.
Εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν είναι δυνατό να υποψιασθεί ότι η προσπάθειά του θα προσκρούσει στην αρτιότερη πολεμική μηχανή που θα γνώριζε η Αρχαιότητα. Ο Αντίοχος θα αρχίσει την προσπάθεια επέκτασης στη Δύση το 198 π.Χ. με επιχειρήσεις κατά της Περγάμου: ο στρατηγός Ζεύξις εισβάλλει στα εδάφη του Αττάλου Α΄, κατά παράβαση της συνθήκης που είχε συνάψει ο Αντίοχος με τον Ατταλίδη μονάρχη λίγα χρόνια πριν, όταν δηλαδή ήθελε να εξασφαλίσει τα νώτα του προκειμένου να ανακτήσει την Κοίλη Συρία.
Το 197, ο Αντίοχος συμμαχεί με τον Προυσία Α΄, βασιλιά της Βιθυνίας και φυσικό εχθρό των Περγαμηνών. Η είδηση αυτής της συμφωνίας δεν πρέπει να χαροποίησε ιδιαίτερα τον Ευμένη Β΄, που είχε μόλις διαδεχθεί τον πατέρα του στον θρόνο της Περγάμου. Την ίδια χρονιά, ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα επιτεθεί κατά των κτήσεων των Λαγιδών στη Μικρά Ασία και το Αιγαίο και θα επιχειρήσει να καταλάβει εδάφη από τα νοτιοδυτικά μέχρι τα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας και ως τα στενά του Ελλήσποντου.
Πόλεις όπως τα Πάταρα, η Ξάνθος, ο Κολοφών, η Φώκαια και η Άβυδος θα βρεθούν υπό την κυριαρχία του Αντίοχου. Οι κινήσεις του Σελευκίδη θα προκαλέσουν τελικά την πρώτη διπλωματική αντιπαράθεσή του με τη Ρώμη, δύο Ελληνικές πόλεις, η Σμύρνη και η Λάμψακος, θα ζητήσουν από τη Ρώμη να εγγυηθεί την ανεξαρτησία τους έναντι του Αντίοχου.
Ο ''Ψυχρός Πόλεμος'' Μεταξύ του Αντιόχου και της Ρώμης
Το 196, μια Ρωμαϊκή πρεσβεία υπό τον Λ. Κορνήλιο Λέντουλο θα συναντηθεί με τον Αντίοχο στη Λυσιμάχεια της Θράκης, προτείνοντάς του, μάλιστα, τη Ρωμαϊκή διαμεσολάβηση στη διαμάχη Σελευκιδών και Λαγιδών. Ο Αντίοχος βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής του κι έχει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αποκρούσει την πρόταση της Ρώμης: ''όπως δεν ανακατεύομαι στις υποθέσεις της Δύσης, έτσι και η Ρώμη πρέπει να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις της Ανατολής.
Άλλωστε είμαι εδώ στη Θράκη για να πάρω αυτά που ανήκουν κληρονομικά στο βασίλειό μου, τα εδάφη που κατέκτησε ο πρόγονός μου, ο Σέλευκος, όταν νίκησε τον Λυσίμαχο. Όσο για το αίτημα της Σμύρνης και της Λαμψάκου, αυτό θα μπορούσε να παραπεμφθεί στη διατησία των Ροδίων, αλλά, πάντως, όχι της Ρώμης''. Μολονότι βρισκόμαστε ακόμη σε μια περίοδο που καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί τη σύγκρουση, ο Αντίοχος έχει σίγουρα κερδίσει την πρώτη διπλωματική μάχη.
Το σημαντικό γεγονός του 195 αφορά τον Αννίβα, εξόριστος από την πατρίδα του, ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατιωτικός ηγέτης καταφεύγει στην αυλή της Αντιόχειας. Η αντίδραση της Ρώμης είναι προς τον παρόν συγκρατημένη. Βεβαίως, σχεδόν αντανακλαστικά, η υπερδύναμη θα εκλέξει ως ύπατο τον θριαμβευτή της Ζάμας, τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό. Ο Αννίβας, πάντως, θα προσπαθήσει να μη δώσει τροφή στη Ρωμαϊκή καχυποψία: θα αποτελέσει, άλλωστε, σαφώς μετριοπαθή σύμβουλο του Αντίοχου.
Γενικά, στη Ρώμη φαίνεται να επικρατεί η πολιτική γραμμή του Φλαμινίνου, ο οποίος κρίνει ότι η ειρήνη στην Ελλάδα δεν απειλείται πλέον και ότι ο Αντίοχος δεν αποτελεί ουσιαστικό κίνδυνο. Όταν, το 193, μια πρεσβεία του Σελευκίδη φθάνει στη Ρώμη, ο Φλαμινίνος θέτει τον εξής όρο, είτε ο Αντίοχος θα αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Θράκη, οπότε η Ρώμη δεν πρόκειται να αναμιχθεί στα πράγματα της Ασίας, είτε θα παραμείνει στη Θράκη, με συνέπεια η Ρώμη να διατηρεί το δικαίωμα να συνάπτει συμμαχίες και συμφωνίες με τις πόλεις της Ασίας.
Οι πρεσβευτές του Αντίοχου, αφού διαμαρτυρηθούν τυπικά, θα ζητήσουν χρόνο ώστε να μεταφέρουν την πρόταση στο βασιλιά τους και αυτός να απαντήσει μετά από ώριμη σκέψη. Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα, οι Ρωμαίοι θα στείλουν στην Ασία πρεσβεία υπό τους Σουλπίκιο και Βίλλιο. Οι Ρωμαίοι θα συναντηθούν στην Πέργαμο με τον Ευμένη (ο οποίος θα κάνει ότι μπορεί για να μεγαλοποιήσει τον κίνδυνο που συνιστά ο Αντίοχος), στην Έφεσο με τον Αννίβα και, τέλος, στη Λαοδίκεια με τον ίδιο τον Αντίοχο.
Σύντομα, όμως, ο Αντίοχος θα αποχωρήσει από τις συνομιλίες, επικαλούμενος το πένθος λόγω του θανάτου του γιου και διαδόχου του. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν, χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα υπάρχει ένας παράγοντας αστάθειας, η Αιτωλική Συμπολιτεία, δυσαρεστημένοι από τη Ρώμη, καθώς, μολονότι ήταν σύμμαχοί της κατά τον Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο, κανένα από τα εδαφικά και πολιτικά αιτήματά τους δεν ικανοποιήθηκε, οι Αιτωλοί πασχίζουν με κάθε μέσο να προκαλέσουν πόλεμο κατά της Ρώμης.
Φυσικά, η διεξαγωγή ενός τέτοιου πολέμου απαιτεί ισχυρούς συμμάχους. Έτσι, οι Αιτωλοί θα προσεγγίσουν τη Σπάρτη, τον Φίλιππο της Μακεδονίας και τελικά τον Αντίοχο. Ο τελευταίος δεν θα αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο συμμαχίας. Πεπεισμένοι ότι η βοήθεια του Αντίοχου είναι βέβαιη, οι Αιτωλοί (''άνθρωποι που πρώτα ενεργούσαν και μετά σκέφτονταν'' κατά τον Ed. Will) θα ξεκινήσουν πολεμικές επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας τη Δημητριάδα. Ο Αντίοχος θα βρεθεί προ διλήμματος: αν θέλει να γίνει κυρίαρχος της Ελλάδας, η ευκαιρία είναι τώρα.
Έτσι ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα παρασυρθεί από τους νέους συμμάχους του. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι θα έπρεπε να ακούσει τις συμβουλές του Αννίβα και να μην αναμιχθεί στην ιστορία. Άλλωστε, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη στάση των Αιτωλών ως ένα ισχυρό διπλωματικό όπλο στις διαπραγματεύσεις του με τη Ρώμη. Αντί για αυτό, έμπλεξε σε μια περιπέτεια που επρόκειτο να αποβεί μοιραία.
Ο Αντιοχικός Πόλεμος επί Ευρωπαϊκού Εδάφους
Οι Αιτωλοί είχαν υποσχεθεί στις Ελληνικές πόλεις ότι ο Αντίοχος θα ερχόταν στην Ελλάδα με αμέτρητα στρατεύματα και με πολλούς, πάρα πολλούς πολεμικούς ελέφαντες. Στον Αντίοχο, τώρα, είχαν υποσχεθεί ότι όλοι οι Έλληνες θα έτρεχαν να συνταχθούν με αυτόν. Ο μεν Αντίοχος δεν είχε καμιά επιθυμία να εμπλέξει στη σύγκρουση το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, όταν το 192 αποβιβάστηκε στη Δημητριάδα, τα στρατεύματά του δεν ξεπερνούσαν σε αριθμό τις 10.000, ενώ οι ελέφαντες ήταν όλοι κι όλοι έξι.
Οι δε Έλληνες φάνηκαν απίστευτα διστακτικοί να υποστηρίξουν τον Σελευκίδη, λίγοι συμμάχησαν μαζί του (λ.χ. οι Μεσσήνιοι ή οι Βοιωτοί) κι αυτοί με πολλές επιφυλάξεις. Ο Αντίοχος κατέλαβε τη Χαλκίδα κι έπειτα ο στρατός του οχύρωσε το πέρασμα των Θερμοπυλών, αναμένοντας τα Ρωμαϊκά στρατεύματα που διοικούσε ο ύπατος Ακίλιος Γλάβριος. Η μάχη που δόθηκε στις Θερμοπύλες το 191 θυμίζει ως προς την εξέλιξή της την ιστορική σύγκρουση του 480 π.Χ.
Ο στρατός του Αντίοχου απέκρουσε τις Ρωμαϊκές επιθέσεις στα στενά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των Ρωμαϊκών δυνάμεων παρέκαμψε το πέρασμα και επιτέθηκε στους Αιτωλούς που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή του Ελληνικού στρατεύματος. Οι Αιτωλοί υπέστησαν συντριβή, ο στρατός του Αντίοχου, περικυκλωμένος πια από τις Ρωμαϊκές δυνάμεις, είχε μεγάλες απώλειες κι ο Σελευκίδης αποφάσισε να υποχωρήσει κακήν κακώς και να επιστρέψει στην Ασία.
Ο Αντιοχικός Πόλεμος στην Ασία
Οι Ρωμαίοι έκριναν ότι θα έπρεπε να αναθέσουν τη διεξαγωγή του πολέμου στον ικανότερο στρατιωτικό ηγέτη που διέθεταν. Επειδή, όμως, ο Σκιπίων ο Αφρικανός είχε ασκήσει το αξίωμα του υπάτου πολύ πρόσφατα και τυχόν επανεκλογή του θα αποτελούσε σκάνδαλο, εκλέχθηκε ως ύπατος ο αδελφός του, ο Λ. Κορνήλιος Σκιπίων. Έχοντας επίγνωση της κατάστασης, ο Λ. Κορνήλιος δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι στην εκστρατεία θα τον συνόδευε ο αδελφός του, ο οποίος θα είχε, άλλωστε, και την ουσιαστική διοίκηση του στρατεύματος.
Οι Σκιπίωνες και ο στρατός τους έφτασαν στην Ελλάδα την άνοιξη του 190. Ο Αφρικανός έκρινε ότι δεν άξιζε να ασχοληθεί προς το παρόν με τους Αιτωλούς και κινήθηκε προς τα στενά του Ελλησπόντου. Φυσικά, δεν ασχολήθηκε διόλου και με τον Πτολεμαίο, που πρώτος έτρεξε να προτείνει συμμαχία. Οι σύμμαχοι τους οποίους υπολόγιζε πραγματικά η Ρώμη ήταν η Πέργαμος και η Ρόδος.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ασία ξεκίνησαν ευνοϊκά για τον Αντίοχο. Ο γιος του έλαβε εντολή να επιτεθεί κατά της Περγάμου: ο νεαρός Σέλευκος έκανε περίπατο, μέχρι που σκόνταψε στα τείχη της πόλης. Στη θάλασσα, ο Αντίοχος κατάφερε να νικήσει κατά κράτος τους Ροδίους ανοιχτά της Σάμου. Ακολούθησαν πολλές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα με αμφίρροπη έκβαση: σε κάποια από αυτές αιχμαλωτίστηκε ο γιος του Σκιπίωνα του Αφρικανού.
Η συνέχεια υπήρξε επιτυχέστερη για τη Ρώμη και τους συμμάχους της: τον Αύγουστο του 190, οι Ρόδιοι νίκησαν σε ναυμαχία κοντά στη Σίδη της Παμφυλίας τον στόλο που διοικούσε ο Αννίβας, ενώ τον Σεπτέμβριο η Ρωμαϊκή συμμαχία συνέτριψε τον στόλο του Αντίοχου στη Μυόννησο. Ανενόχλητος, ο Ρωμαϊκός στρατός πέρασε τα στενά και ενώθηκε με τα στρατεύματα του Ευμένη της Περγάμου.
Η κατάσταση γινόταν ανησυχητική για τον Αντίοχο, ο οποίος αποφάσισε να διαπραγματευθεί με τον εχθρό, προτείνοντας να εκκενώσει τη Μικρά Ασία και να πληρώσει στους Ρωμαίος το ήμισι των πολεμικών δαπανών τους. Μόνο που οι Ρωμαίοι βρίσκονταν πια σε θέση ισχύος, αντιπρότειναν την αποχώρηση των δυνάμεων του Αντίοχου ανατολικά της οροσειράς του Ταύρου και την καταβολή του συνόλου των πολεμικών δαπανών τους. Η μόνη επιλογή που είχε ο Αντίοχος ήταν να πολεμήσει.
Η Μάχη της Μαγνησίας
Στις αρχές του χειμώνα του 190-189, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Σκιπίων ο Αφρικανός αρρώστησε, ενώ πρωτίστως τον απασχολούσε η αιχμαλωσία του γιου του, για την απελευθέρωση του οποίου κατέβαλλε διαρκείς προσπάθειες. Όσο ο Σκιπίων ήταν άρρωστος, τη διοίκηση των στρατευμάτων ανέλαβε ο Κν. Δομίτιος Αενοβάρβος (δηλαδή ένας πολύ μακρινός πρόγονος του Νέρωνα), Οι Ρωμαίοι διέθεταν 30.οοο άνδρες, μεταξύ των οποίων τέσσερις εμπειροπόλεμες λεγεώνες.
Σε αυτές τις δυνάμεις πρέπει να προστεθεί ο στρατός του Ευμένη της Περγάμου, που ανερχόταν σε περίπου 15 με 20.000. Αν πιστέψουμε τον Τίτο Λίβιο, ο Αντίοχος έστειλε μυστικά απεσταλμένους στον Σκιπίωνα, προτείνοντάς του την απελευθέρωση του αιχμάλωτου γιου του και μαζί ένα τεράστιο χρηματικό ποσό προκειμένου να αποχωρήσει από την Ασία. Ο Σκιπίων αρνήθηκε την πρόταση. Φυσικά, η αξιοπιστία του Τ. Λίβιου ελέγχεται ως προς το θέμα αυτό, καθώς τέτοια πρόταση μάλλον δεν έγινε ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αντίοχος φέρθηκε ιπποτικά, καθώς απελευθέρωσε τον γιο του Σκιπίωνα χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Στην πραγματικότητα, ο Αντίοχος είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση: είχε συγκεντρώσει εξαιρετικά μεγάλο στράτευμα, γεγονός που του επέτρεπε την αισιοδοξία ότι θα μπορούσε να πετύχει αποφασιστική νίκη κατά των Ρωμαίων. Ο στρατός του αριθμούσε περισσότερους από 70.000 άνδρες. Η στρατιά ήταν αρκετά ανομοιογενής, αλλά περιλάμβανε εντυπωσιακές δυνάμεις ιππικού, σε μεγάλο βαθμό ιρανικές, δρεπανηφόρα άρματα και 64 Ινδικούς ελέφαντες.
Ο Σελευκίδης ηγεμών αποφάσισε να επισπεύσει την αναμέτρηση, ενώ ο Σκιπίων ήταν ακόμη άρρωστος (και μολονότι είχε στείλει μήνυμα στον Αντίοχο να μη δώσει μάχη προτού αναρρώσει ο ίδιος και αναλάβει τη διοίκηση των Ρωμαϊκών στρατευμάτων). Ως πεδίο μάχης, ο Αντίοχος επέλεξε τη Μαγνησία του Σιπύλου, στην κοιλάδα του Έρμου ποταμού, κάπου 50 χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης. Ο Αντίοχος έκρινε ότι η μορφολογία του εδάφους τον ευνούσε, καθώς του επέτρεπε να παρατάξει το ιππικό και τα άρματά του και να επιχειρήσει να περικυκλώσει τους Ρωμαίους.
Η μάχη που δόθηκε τον Γενάρη του 189 ξεκίνησε με αισιόδοξα μηνύματα για τους Σελευκίδες: επικεφαλής του ιππικού του, ο Αντίοχος επιχείρησε να προκαλέσει ρήγμα στις Ρωμαϊκές δυνάμεις και φάνηκε να τα καταφέρνει. Οι Ρωμαίοι ωστόσο ανασυντάχτηκαν, ενώ είχαν και την τύχη να τους συμβουλεύει ο Ευμένης, άριστος γνώστης τόσο του πεδίου της μάχης όσο και των τακτικών και μεθόδων πολέμου που ακολουθούσαν και εφάρμοζαν οι Ασιατικές στρατιές.
Παράλληλα, οι καιρικές συνθήκες συμμάχησαν με τη Ρώμη: η ομίχλη και η συνεχής βροχή δυσχέραναν αφάνταστα τις κινήσεις του ιππικού και των αρμάτων του Αντίοχου, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η φάλαγγα του Σελευκίδη αμφιταλαντεύτηκε για τον αν θα έπρεπε να υποστηρίξει την επίθεση του ιππικού ή να κρατήσει τις θέσεις της: το αποτέλεσμα ήταν να χάσει τη συνοχή της. Οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία, αντεπετέθηκαν και συνέτριψαν το πεζικό του Αντίοχου.
Ο Τ. Λίβιος μιλά για 50.000 νεκρούς μεταξύ των στρατιωτών του Αντίοχου, αριθμός φυσικά υπερβολικός. Αναμφίβολα, όμως, η αναμέτρηση της Μαγνησίας υπήρξε ολέθρια για τον Σελευκίδη βασιλιά.
Η Συνθήκη της Απάμειας
Ο Αντίοχος θα μπορούσε να αποσυρθεί στα εδάφη του και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Σίγουρα θα μπορούσε να συγκεντρώσει ικανά στρατεύματα για να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους και να ανατρέψει υπέρ του την κατάσταση. Αντ’ αυτού, επέδειξε απίστευτα παθητική στάση και δέχτηκε γρήγορα να συνθηκολογήσει.
Στους προηγούμενους όρους της Ρώμης (εκκένωση της Θράκης και όλης της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας μέχρι τον Ταύρο, πολεμική αποζημίωση που υπολογίστηκε στα 15.000 τάλαντα) προστέθηκε η απαίτηση για την παράδοση είκοσι ομήρων, μεταξύ των οποίων ο γιος του Αντίοχου που έφερε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του (ο μελλοντικός Αντίοχος Δ΄) και κάποιοι σύμβουλοι του βασιλιά, του Αννίβα περιλαμβανομένου (τον οποίο πάντως ο Αντίοχος άφησε να διαφύγει).
Μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, η συνθήκη κυρώθηκε από τους πληρεξούσιους των δύο αντιπάλων στην Απάμεια της Φρυγίας (αρχές του 188). Ο μεγάλος νικητής ήταν η Ρώμη, που πλέον είχε καταστεί αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του Ελληνικού κόσμου. Κερδισμένοι φυσικά ήταν και οι σύμμαχοι της Ρώμης, ο Ευμένης της Περγάμου από απλός τοπικός δυνάστης γινόταν κυρίαρχος της Μικράς Ασίας, της Ανατολίας και της Θράκης. Οι Ρόδιοι ανταμείφθηκαν με τη Λυκία και την Καρία.
Ωστόσο, η εξουσία της Περγάμου και την Ρόδου ήταν δοτή, συμβαλλόμενα μέρη της συνθήκης ήταν μόνο η Ρώμη και ο Αντίοχος. Ό,τι κατείχε η Ρόδος και η Πέργαμος ήταν δώρο της Ρώμης, το οποίο η υπερδύναμη θα μπορούσε να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή (και πράγματι, στην περίπτωση της Ρόδου αυτό δεν άργησε και τόσο να συμβεί). Όσο για τον μεγάλο ηττημένο, αυτός δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να διεκδικήσει την ηγεμονία της οικουμένης, ούτε να ξαναβρεί τη χαμένη δόξα του. Όχι ότι οι διάδοχοί του δεν θα το προσπαθούσαν.
Γρήγορα όμως θα καταλάβαιναν ότι μια προσταγή της υπερδύναμης θα αρκούσε για να σβήσει τις πιο ένδοξες νίκες που κατακτήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Ο ίδιος ο Αντίοχος αναγκάστηκε πολύ σύντομα να πάρει τον δρόμο της Ανατολής. Η είδηση της συντριβής στη Μαγνησία σίγουρα θα αναζωπύρωσε τις αποσχιστικές τάσεις στις Άνω Σατραπείες. Την άνοιξη του 188, ο Αντίοχος βρέθηκε στη Βαβυλώνα για τις γιορτές του βαβυλωνιακού νέου έτους.
Έπειτα κατευθύνθηκε προς την Ελυμαϊδα, όπου προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα (ίσως για μια νέα εκστρατεία στα ανατολικά, ίσως για να μαζέψει το ποσό των πρώτων δόσεων της υπέρογκης πολεμικής αποζημίωσης που έπεπε να καταβάλει στη Ρώμη), ενώ επιχειρούσε να λεηλατήσει ένα ναό έξω από τα Σούσα, δολοφονήθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος. Κι έτσι άδοξα γράφτηκε η τελευταία σελίδα του πιο ένδοξου Σελευκίδη, αυτού που με λίγη τύχη παραπάνω (ή με λίγο περισσότερη οξυδέρξκεια) θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου.
Αξίζει να επισημανθεί ότι δύο, τουλάχιστον, καβαφικά ποιήματα αναφέρονται στη Μάχη της Μαγνησίας: πρόκειται για το ομώνυμο ποίημα (του οποίου, όμως, κεντρικός ήρωας είναι ο Φίλιππος Ε΄, βασιλιάς των Μακεδόνων) και για τον Τεχνουργό κρατήρων
ΣΤ’ Συριακός Πόλεμος (170 – 168 π.Χ)
Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Ε΄ (180 π.Χ.) οι επίτροποι του ανήλικου διαδόχου Πτολεμαίου ΣΤ΄ που ασκούσαν την εξουσία στην Αίγυπτο ως αντιβασιλείς αποφάσισαν την ανακατάληψη της Κοίλης Συρίας. Τα σχέδιά τους διέρρευσαν, προκαλώντας την αιφνιδιαστική επέμβαση του Σελευκίδη Αντιόχου Δ΄ στην Αίγυπτο και τον ΣΤ΄ Συριακό πόλεμο (170-168 π.Χ.). Εκτός από την προάσπιση της Κοίλης Συρίας στόχος του Αντιόχου ήταν πιθανότατα και η ανάληψη της αντιβασιλείας στην Αίγυπτο για λογαριασμό του ανιψιού του Πτολεμαίου ΣΤ΄.
Η πλάστιγγα της πολεμικής αναμέτρησης έγερνε σαφώς προς το μέρος του Αντιόχου, ο οποίος κατέλαβε την Αίγυπτο με εξαίρεση την Αλεξάνδρεια, αλλά η επέμβαση της Ρώμης για την προάσπιση της ακεραιότητας του Πτολεμαϊκού βασιλείου έκρινε αποφασιστικά την έκβαση του πολέμου. Η ταπεινωτική συμμόρφωση του Αντιόχου Δ΄ με την εντολή μιας ρωμαϊκής πρεσβείας να αποχωρήσει από την Αίγυπτο μαρτυρεί τη δύναμη και το ρυθμιστικό ρόλο της Ρώμης στις υποθέσεις των Ελληνιστικών βασιλείων, που είχαν εισέλθει οριστικά και αμετάκλητα στη σφαίρα επιρροής της.
Οι αιτίες αυτής της σύγκρουσης είναι αδιευκρίνιστες. Το 170 π.Χ οι Ευλαίος και Λιναίος, οι δύο αντιβασιλείς του νεαρού βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου ΣΤ’ του Φιλομήτορος, κηρύττουν τον πόλεμο στον Σελευκίδα ηγέτη Αντίοχο Δ’ τον Επιφανή. Το ίδιο έτος τα αδέλφια του ο Πτολεμαίος Η’ ο Φύσκων και η Κλεοπάτρα Β’ ανακηρύσσονται συμβασιλεύοντες προκειμένου να ενισχύσουν την ενότητα της Αιγύπτου.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις άρχισαν το 169 π.Χ, όταν ο Αντίοχος είχε ήδη αποκτήσει πλεονέκτημα, κατακτώντας την στρατηγικής σημασίας πόλη του Πηλουσίου. Οι Αιγύπτιοι συνειδητοποιώντας την απερισκεψία τους στην κήρυξη του πολέμου, ανατρέπουν τους Ευλαίο και Λιναίο και τους αντικαθιστούν με τους Κόμανο και Κινέα, οι οποίοι αποστέλλονται να διαπραγματευθούν συνθήκη ειρήνης με τον Αντίοχο. Ο Αντίοχος έθεσε τον Πτολεμαίο ΣΤ’ (ο οποίος ήταν και ανιψιός του) υπό κηδεμονία, παραχωρώντας του τον έλεγχο της Αιγύπτου.
Ωστόσο, αυτό ήταν απαράδεκτο για τους ανθρώπους της Αλεξάνδρειας που απάντησαν ανακηρύσσοντας τον Πτολεμαίο Φύσκονα ως το μοναδικό βασιλέα. Ο Αντίοχος πολιορκεί την Αλεξάνδρεια αλλά καθώς δεν μπορούσε να σταματήσει τις επικοινωνίες στην πόλη και ταυτόχρονα να ασχοληθεί με την επανάσταση των Μακκαβαίων στην Ιουδαία, προς το τέλος του 169 π.Χ αποσύρει τον στρατό του. Κατά την απουσία του ο Πτολεμαίος ΣΤ’ και ο αδελφός του συμφιλιώνονται και ο Αντίοχος, εξοργισμένοw με την απώλεια ελέγχου του βασιλείου εισβάλλει ξανά.
Οι Αιγύπτιοι ζητούν βοήθεια από την Ρώμη και η Γερουσία αποστέλλει τον Γάιο Ποπίλιο Λαίνα στην Αλεξάνδρεια. Εν τω μεταξύ ο Αντίοχος καταλαμβάνει την Κύπρο και την Μέμφιδα και βαδίζει προς την Αλεξάνδρεια. Στην Ελευσίνα, στα προάστια της πρωτεύουσας, συναντάται με τον Ποπίλιο, με τον οποίο ήταν φίλοι κατά την παραμονή του στη Ρώμη. Αλλά αντί για φιλικό καλωσόρισμα, ο Ποπίλιος παραδίδει το τελεσίγραφο από την Γερουσία «πρέπει να εκκενώσει την Αίγυπτο και την Κύπρο αμέσως».
Ο Αντίοχος παρακαλεί να του δοθεί χρόνος να το εξετάσει, αλλά σε απάντηση ο Ποπίλιος σχηματίζει με καλάμι έναν κύκλο στην άμμο λέγοντας «να αποφασίσει πριν ο ίδιος (ο Ποπίλιος) περπατήσει εκτός του κύκλου» και έτσι ο Αντίοχος επιλέγει να υπακούσει στο Ρωμαϊκό τελεσίγραφο. Ο εν λόγω κύκλος έγινε γνωστός ως ο κύκλος του Ποπίλιου. Η συνάντηση της Ελευσίνας τερμάτισε τον ΣΤ’ Συριακό πόλεμο και ταυτόχρονα τις ελπίδες του Αντιόχου για κατάκτηση της Αιγύπτου.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου