«Φοβάμαι να αγαπήσω, να εμπιστευτώ, να αφεθώ, να μοιραστώ, να πλησιάσω, να έρθω κοντά, να νιώσω, να…, να…, να… φοβάμαι να ζήσω».
Κι ενώ ως ενός ορισμένου σημείου ο ρόλος του φόβου είναι χρήσιμος και προστατευτικός (αλίμονο αν αγαπούσαμε, εμπιστευόμασταν και αφηνόμασταν αδιακρίτως σε όποιον γνωρίζαμε χωρίς να υπάρξει προηγουμένως το απαραίτητο φιλτράρισμα), όταν ξεπερνάει το σημείο αυτό, τότε εύκολα μετατρέπεται από προστασία σε εμπόδιο.
Ο στόχος δεν είναι να μη φοβηθούμε ποτέ, το φόβο τον χρειαζόμαστε στο κατάλληλο μέτρο. Στόχος είναι να μάθουμε να τον διαχειριζόμαστε, να μη τον αφήνουμε να μας κατακλύζει, να μας κρατάει πίσω και να μας περιορίζει.
Γιατί φοβάμαι;
Από τη μια πλευρά τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου, από την άλλη ο συνδυασμός τους με τις εμπειρίες που έχει βιώσει ο καθένας επηρεάζουν τον τρόπο που κανείς σκέφτεται, αισθάνεται και εν τέλει συμπεριφέρεται. Καθορίζουν λοιπόν το πώς αξιολογούμε το φόβο και πώς εκτιμούμε τις ενδείξεις και τα σημάδια που τον προκαλούν, στο κατά πόσο τον ενισχύουμε, τον γενικεύουμε κι εγκλωβιζόμαστε σ’ αυτόν ή αντίθετα στο κατά πόσο προσπαθούμε να τον ξεπεράσουμε τολμώντας και δοκιμάζοντας.
Τι όμως πραγματικά φοβάμαι;
Κατ’ ουσίαν ο κοινός παρονομαστής σ’ όλα τα παραπάνω είναι πως φοβάμαι να απορριφθώ.
Φοβάμαι να δεσμευτώ,
γιατί (φοβάμαι) αν αποκαλυφθώ στον άλλον, αν τον αφήσω να με δει όπως είμαι χωρίς μάσκες και κοστούμια, αν του φανερωθώ με τις αδυναμίες, την τρωτότητα και ευαλωτότητά μου,
τότε (φοβάμαι ότι) θα την «πατήσω», θα απογοητευτώ, θα πληγωθώ, θα πονέσω,
καθώς (φοβάμαι πως) ο άλλος δε θα με θέλει πια, θα με αφήσει, θα με απορρίψει.
Οπότε δίνω τη λύση στο φόβο μου κι αποφασίζω να κρατήσω αποστάσεις ασφαλείας, να «παίξω» μέχρι το σημείο που αντέχω, ως εκεί που δε μου κοστίζει, ρισκάρω όσο ξέρω ότι δεν έχω τίποτα να χάσω κι όταν το όριο αυτό πλησιάζει να ξεπεραστεί, τότε μαζεύομαι και κουμπώνω. Όταν έρχομαι κοντά, όταν νιώθω πως απειλούμαι από την εγγύτητα και την οικειότητα, όταν οι όροι αλλάζουν, τότε φροντίζω να δημιουργήσω απόσταση, τότε αλλάζω το τροπάρι και κλειδώνω, αφήνω τον άλλον πριν με αφήσει, τον προλαβαίνω πριν να με προλάβει, τον απορρίπτω προτού με απορρίψει κι έτσι δεν πληγώνομαι, δεν απογοητεύομαι, δεν πονάω, δε στεναχωριέμαι, τότε με προστατεύω κι αποφεύγω τόσο το συναισθηματικό δέσιμο από τη μία, όσο και το συναισθηματικό πόνο ως εκ τούτου. Και μ’ αυτό τον τρόπο συμβαίνει το εξής οξύμωρο «Φοβάμαι το τέλος της σχέσης, άρα δεν επενδύω (υιοθετώντας όποια στάση και συμπεριφορά βολεύουν για να το πετύχω), γεγονός που οδηγεί στο τέλος της σχέσης». Αφού αληθινή σχέση σημαίνει πλησίασμα, οικειότητα, αποκάλυψη, δέσμευση.
Μπορούμε λοιπόν να κρατήσουμε το φόβο μας και να καθίσουμε στην άκρη ή μπορούμε να τον ξεπεράσουμε. Ευτυχώς ή δυστυχώς, βεβαιώσεις και εγγυήσεις ότι όλα θα είναι εύκολα και χωρίς πόνο δεν υπάρχουν. Πέφτουμε, κλαίμε, σηκωνόμαστε, προχωράμε, συνεχίζουμε και πηγαίνουμε μπροστά, εκτός αν προτιμούμε να μείνουμε πίσω… Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η ζωή συνεχίζεται…εμείς επιλέγουμε το πώς…
Κι ενώ ως ενός ορισμένου σημείου ο ρόλος του φόβου είναι χρήσιμος και προστατευτικός (αλίμονο αν αγαπούσαμε, εμπιστευόμασταν και αφηνόμασταν αδιακρίτως σε όποιον γνωρίζαμε χωρίς να υπάρξει προηγουμένως το απαραίτητο φιλτράρισμα), όταν ξεπερνάει το σημείο αυτό, τότε εύκολα μετατρέπεται από προστασία σε εμπόδιο.
Ο στόχος δεν είναι να μη φοβηθούμε ποτέ, το φόβο τον χρειαζόμαστε στο κατάλληλο μέτρο. Στόχος είναι να μάθουμε να τον διαχειριζόμαστε, να μη τον αφήνουμε να μας κατακλύζει, να μας κρατάει πίσω και να μας περιορίζει.
Γιατί φοβάμαι;
Από τη μια πλευρά τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου, από την άλλη ο συνδυασμός τους με τις εμπειρίες που έχει βιώσει ο καθένας επηρεάζουν τον τρόπο που κανείς σκέφτεται, αισθάνεται και εν τέλει συμπεριφέρεται. Καθορίζουν λοιπόν το πώς αξιολογούμε το φόβο και πώς εκτιμούμε τις ενδείξεις και τα σημάδια που τον προκαλούν, στο κατά πόσο τον ενισχύουμε, τον γενικεύουμε κι εγκλωβιζόμαστε σ’ αυτόν ή αντίθετα στο κατά πόσο προσπαθούμε να τον ξεπεράσουμε τολμώντας και δοκιμάζοντας.
Τι όμως πραγματικά φοβάμαι;
Κατ’ ουσίαν ο κοινός παρονομαστής σ’ όλα τα παραπάνω είναι πως φοβάμαι να απορριφθώ.
Φοβάμαι να δεσμευτώ,
γιατί (φοβάμαι) αν αποκαλυφθώ στον άλλον, αν τον αφήσω να με δει όπως είμαι χωρίς μάσκες και κοστούμια, αν του φανερωθώ με τις αδυναμίες, την τρωτότητα και ευαλωτότητά μου,
τότε (φοβάμαι ότι) θα την «πατήσω», θα απογοητευτώ, θα πληγωθώ, θα πονέσω,
καθώς (φοβάμαι πως) ο άλλος δε θα με θέλει πια, θα με αφήσει, θα με απορρίψει.
Οπότε δίνω τη λύση στο φόβο μου κι αποφασίζω να κρατήσω αποστάσεις ασφαλείας, να «παίξω» μέχρι το σημείο που αντέχω, ως εκεί που δε μου κοστίζει, ρισκάρω όσο ξέρω ότι δεν έχω τίποτα να χάσω κι όταν το όριο αυτό πλησιάζει να ξεπεραστεί, τότε μαζεύομαι και κουμπώνω. Όταν έρχομαι κοντά, όταν νιώθω πως απειλούμαι από την εγγύτητα και την οικειότητα, όταν οι όροι αλλάζουν, τότε φροντίζω να δημιουργήσω απόσταση, τότε αλλάζω το τροπάρι και κλειδώνω, αφήνω τον άλλον πριν με αφήσει, τον προλαβαίνω πριν να με προλάβει, τον απορρίπτω προτού με απορρίψει κι έτσι δεν πληγώνομαι, δεν απογοητεύομαι, δεν πονάω, δε στεναχωριέμαι, τότε με προστατεύω κι αποφεύγω τόσο το συναισθηματικό δέσιμο από τη μία, όσο και το συναισθηματικό πόνο ως εκ τούτου. Και μ’ αυτό τον τρόπο συμβαίνει το εξής οξύμωρο «Φοβάμαι το τέλος της σχέσης, άρα δεν επενδύω (υιοθετώντας όποια στάση και συμπεριφορά βολεύουν για να το πετύχω), γεγονός που οδηγεί στο τέλος της σχέσης». Αφού αληθινή σχέση σημαίνει πλησίασμα, οικειότητα, αποκάλυψη, δέσμευση.
Μπορούμε λοιπόν να κρατήσουμε το φόβο μας και να καθίσουμε στην άκρη ή μπορούμε να τον ξεπεράσουμε. Ευτυχώς ή δυστυχώς, βεβαιώσεις και εγγυήσεις ότι όλα θα είναι εύκολα και χωρίς πόνο δεν υπάρχουν. Πέφτουμε, κλαίμε, σηκωνόμαστε, προχωράμε, συνεχίζουμε και πηγαίνουμε μπροστά, εκτός αν προτιμούμε να μείνουμε πίσω… Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η ζωή συνεχίζεται…εμείς επιλέγουμε το πώς…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου