Η Εμπειρία, η σκέψη και η γλώσσα βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπιδραστικότητα. Αποδίδοντας την καθολική σχέση: θέση-αντίθεση-σύνθεση, στον ανθρώπινο τρόπο αναλογεί η σχέση: ψυχή<->πνεύμα<->λόγος ή /και: ύλη, πνεύμα, πράξη. Η σχέση αυτή διέπει τη στάση και τον τρόπο ζωής τόσο κάθε μεμονωμένου ατόμου/προσώπου, όσο και τη στάση και τρόπο ζωής λαών και Εθνών.
Ο Χέγκελ[1] στη «Φαινομενολογία του πνεύματος» λέγει το εξής: Κατά περιόδους το πνεύμα ενός Έθνους διεκδικεί την Οικουμένη, εγκαθίσταται σ' αυτήν και καθορίζει το ιστορικό γίγνεσθαι. Μάλιστα ο Χέγκελ διακρίνει, καθορίζει ρητώς, κάποιες τέτοιες περιόδους πνευματικής επικυριαρχίας. Αναφέρει ότι πρώτα ήσαν οι Έλληνες, ύστερα οι Ρωμαίοι, ύστερα οι Εβραίοι. Τα ενεργήματα που απαριθμεί ο Χέγκελ ως αίτια και αποτελέσματα της πνευματικής- περιοδικής, πάντως, όσο και παροδικής, αφού αναφέρεται στην εξ ορισμού «ρευστή» ιστορία «ολοποίησης» του πλανήτη, δίνουν στη διαπίστωσή του τη δυνατότητα να φανεί πειστική. Υπάρχει όμως και μια παραπέρα μεγάλη έκταση προβληματισμού πάνω σ' αυτό το θέμα. Από εκεί μπορεί π.χ. να προκύψει η ερώτηση: «Ποιού λαού η σκέψη και η πρακτική αρμόζει στην θεμελιακή ανθρώπινη φύση, στην άχρονη ουσία αυτού του όντος;». Η απάντηση όπως προαλείφεται όχι μόνον από τον βαθμό (ποσόν) του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όσο από την ισχύ της πανανθρώπινης επιδοκιμασίας, θα είναι: «των Ελλήνων». Αυτή η ερώτηση και η απάντηση υποδεικνύονται ισχυρές και αληθείς από την ίδια την αδιάπτωτη επίδραση της Ελληνικής σκέψης και των Ελληνικών προτύπων, γενικά και διαχρονικά.
Μένει λοιπόν ως σταθερά ο διδόμενος λόγος, πως η ελληνική στάση απέναντι στα πράγματα, η ελληνική δράση απέναντι στα πράγματα είναι οικουμενικής εμβέλειας. Θα μπορούσε να δώσει τη λύση και τη διέξοδο σε όλον τον κόσμο. Όχι απαλλοτριώνοντας τις ιδιομορφίες, αντίθετα ενθαρρύνοντάς τες. Μάλιστα, είναι η μόνη στάση ζωής που αδυνατεί να απαλλοτριώσει τη διαφορά. Πράγματι, κοιτάζοντας και μόνο την Ελλάδα, έστω στον χάρτη, βλέπομε ότι είναι ένας τόπος ποικιλότροπος, ένας τόπος ποικιλομορφίας. Τούτο δεν περιορίζεται στον φυσικό τομέα μόνο, αλλά και στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στην ανθρώπινη έκφραση. Είναι λοιπόν μία ζώσα επαλήθευση του θεμελιώδους αξιώματος ότι το Εν είναι πολλά έως το άπειρο, και τα πολλά ένα. Κι ακόμη ότι, για να έχουμε θέση, πρέπει να έχει προηγηθεί η σύγκρουση, ως σύνθεση ή σύγκραση αντιθέτων όρων, ή ως αναγκαίος, εναρκτήριος όρος αναδύσεως μιας νέας αξίας, ή σειράς νέων αξιών, εμπραγμάτων ή ηθικών ή πνευματικών ή κοινωνικών. Είναι πολύ περισσότερο από σημαντική, άλλωστε, η Ελληνική αναγωγή της διαφοράς, αλλά και της τάσεως προς διαφοροποίηση, μιας φαινομένης ή θεωρουμένης ταυτότητας, η δυναμική, δηλαδή, της ετερότητας είτε ως στάση, είτε ως ροπή στο επίπεδο του Θείου και του Ιερού.
Τούτο αποτελεί ένα θεμελιώδες αξίωμα της ελληνικής θεολογίας με πολλές μάλιστα θεωρητικές και πρακτικές προεκτάσεις/συνέπειες.
Καθώς μάλιστα η ετερότητα αναφέρεται στα Ιερά Λόγια, δηλαδή, στην επίσημη θεολογία των Ελλήνων, ως ένα από τα απόλυτα κατηγορήματα της Υπερτάτης Αρχής, του Αρρήτου Ενός[2], η σημασία της επιτείνεται σε απόλυτο επίσης, αξιακό υποδειγμαγματικό βαθμό. Η ανθρώπινη θεωρία του θείου ως πνευματική θέα αλλά και ως θεώρηση, εκτίμηση υποθετική, αλλά με υπόστρωμα τη βεβαιότητα που υποβάλλει η ευλάβεια - μαζί, πάντως, με τη λογική μέθοδο της «αοιδίμου Διαλεκτικής»[3] στην ανάλογη θεωρία των Ελλήνων - είναι ο ισχυρότερος παράγοντας από όσους διαμόρφωναν την συμπεριφορά και την όλη πράξη των αρχαίων, τουλάχιστον λαών. Ήταν με λίγα λόγια, η προσπάθεια των ανθρώπων να αποδείξουν - και ως ένα βαθμό να αναπαράξουν- την Αλήθεια με την μίμηση όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης: «έξις μετά λόγου αληθούς ποιητική» (Ποιητική). Ώστε βλέποντας τον πολιτισμό ενός λαού ως μόρφωμα, συμπεραίνουμε και για την αντίληψή του - τη θεωρία του - ως προς το θείο.
Βλέπομε λοιπόν ότι η Ελληνική σκέψη, ακόμη και υποσυνείδητα- αν και αυτή η υπόθεση είναι λογικά και πραγματικά περιττή - προέρχεται από, και κατευθύνει σε μια, έντονα χαρακτηριστική, χάρη στην σαφήνεια, την κομψότητα αλλά και την ευρύτητά της, θέα και πρακτική, ιστορική, κοινωνική, προσωπική.
Και η απόδοση της ετερότητος, ονομαζόμενης μάλιστα «θείας αρχής», η βεβαίωση πως η διαφορά υφίστατο και στο νοητό και οριακά απλό Εν- το οποίο ένας χονδροειδής εγκέφαλος θα μπορούσε να συλλάβει σαν μια απόλυτη ομοιομορφία, είναι θεμέλιο και επιστέγασμα μιας δομής ανεξάντλητης στην εξελιξιμότητα και στα επίπεδα ανάπτυξής της.
Η Ελληνική σκέψη είναι που αποδεικνύει ότι από ένα αίτιο μπορούμε να έχουμε πολλά ισότιμα, αν όχι ισοδύναμα, αποτελέσματα· ότι το ένα δεν είναι ποτέ ένα, και ούτω καθ' εξής. Ότι, μάλιστα, το αποτέλεσμα συχνά προηγείται της αιτίας. Τα πάντα λοιπόν, και οι πιο ρηξικέλευθες κατοπινές και οι σύγχρονές μας ιδέες έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα. Κι αυτό δεν είναι υπερβολή. Ίσως επειδή η σκέψη σαν βλέμμα που ατενίζει τα φαινόμενα τοξεύοντας το άπειρο - άνω και κάτω - δεν ήταν «υπόθεση του εγκεφάλου» μόνον, αλλά ισότονος συγχρονισμός του ανθρώπου ως όλου που δεν έπασχε από τη νόσο της αλαζονείας· τουναντίον, ανεγνώριζε πως, αν και «όλον» ο ίδιος ήταν μέρος - μέλος αυτού που ατένιζε: του απείρου και πολλών ενδιαμέσων «όλων».
Η Ορφική Θεολογία δεν συνταυτίζεται με τη Φιλοσοφία αλλά είναι και Φιλοσοφία ενώ περιλαμβάνει και κάθε επιστήμη, πολύ ευδιάκριτα δε την Φυσική δια της οποίας οδηγείται στην Μεταφυσική (καθ' ημάς) , από την οποία, άλλωστε και εκκινεί. Πρόκειται για μια εναντιόδρομη συνάφεια. Όλα αυτά δεν διαχωρίζονται ως προς την τάξη: είναι της αυτής τάξεως αντικείμενα, του αυτού επιπέδου. Το ένα σε παραγωγική αντιστοιχία με το άλλο αν, όπως γίνεται στην Ορφική Θεολογία, τεθούν σε μια συστημική σύνθεση.
Η συστημική αυτή, προφανώς συμφωνεί με το άπειρο σε πλήθος στοιχείων και σχέσεων, άπειρο και στην ανοιχτότητά του, Φυσικό Είναι από το στάδιο εκείνο που αυτό ήταν δυνατότητα υψηλού βαθμού αβεβαιότητας, μάλιστα. Και επιβεβαιώνει ότι η αρχαία σκέψη η οποία αναδεικνύεται θεμελιώδης και δεσπόζουσα στη Θεολογία που προσεκόμισε ο Ορφεύς σε ένα ευρύτερο από τις βασιλικές αυλές κοινό εξάγοντάς την από τους βασιλικούς οίκους, διαθέτει και έχει μια πραγματικά επιστημονική μέθοδο προσεγγίσεως των πραγμάτων. Και οπωσδήποτε η Επιστήμη δεν είναι πρακτικής υφής ή μέσον. Δεν είναι η Τεχνολογία- η δεύτερη είναι μια από τις χρηστικές συνέπειες των εφηρμοσμένων , κυρίως, πρακτικών επιστημών. Αυτές δεν θεωρούνται ούτε είναι οι επιφανέστερες επιστήμες, αλλά, αντιθέτως, οι μόλις εσχάτως παραγκωνισμένες, θεωρητικές ή ανθρωπιστικές λεγόμενες επιστήμες εκτιμώνται ως ο ανθός τους. Δεν είναι η τεχνολογία η Επιστήμη, τα εργαλεία ούτε τα μηχανήματα. Μπορεί να χρησιμοποιεί η Επιστήμη όλα αυτά -εάν και όπου και όσο πρέπει- μπορεί όμως και να μην τα χρησιμοποιεί. Αλλά οπωσδήποτε το μέσον, αν και επηρεάζει το μήνυμα, δεν ταυτίζεται προς αυτό, αν και είναι συνεκδοχή και ή και προέκταμα το ένα του άλλου. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την άπειρη , στοχαστική πορεία που αποτελεί την Επιστήμη, την όποια ιχνηλασία της αλήθειας: πνευματικής, διανοητικής βιωματικής. Εάν έχουμε πιθανόν κάποιοι συνηθίσει να καταναλώνουμε ως προϊόν «one use» το όλο γνωστικό σώμα στο οποίο ανήκει η αναφορά, είναι άλλο θέμα. Πάντως η αλήθεια έχει ανάγκη από συνέχεια και συνέπεια ( έκφρασή μου παληά πλέον, που χρησιμοποιούν με άλλη νοηματοδοσία πολλοί και διάφοροι...).
[1] Hegel (ελλ. και Έγελος). Γερμανός Φιλόσοφος (1770-1831) . Θεωρεί την Φιλοσοφία ως μέσον εκφράσεως της σημασίας της ανθρώπινης ζωής. Αναπτύσσει δική του τεχνική εκφράσεως: την φαινομενολογική τεχνική (φαινομενολογία) η οποία έγκειται στο να ταυτίζει την φιλοσοφική νόηση με την εξέλιξη της πραγματικής συνειδήσεως περιγράφοντας την εξέλιξη της φυσικής συνειδήσεως από την πηγαία φυσική-αισθητή ζωή μέχρι την «απόλυτη γνώση».
[2] Ορφική Θεολογία· Συλλ. Otto kern, απ. Β' 43, τ. 1ος (Δαμασκίου «Περί πρώτων Αρχών» 192).
[3] Ζήνων ο Ελεάτης. Επίσης:Πλάτων (Παρμενίδης): «Διαλεκτική.....σωτηρία της ψυχής» και Διογένης Λαέρτιος VII «αυτήν δε την διαλεκτικήν αναγκαίαν είναι και αρετήν εν είδει παρέχουσαν αρετάς»
Ο Χέγκελ[1] στη «Φαινομενολογία του πνεύματος» λέγει το εξής: Κατά περιόδους το πνεύμα ενός Έθνους διεκδικεί την Οικουμένη, εγκαθίσταται σ' αυτήν και καθορίζει το ιστορικό γίγνεσθαι. Μάλιστα ο Χέγκελ διακρίνει, καθορίζει ρητώς, κάποιες τέτοιες περιόδους πνευματικής επικυριαρχίας. Αναφέρει ότι πρώτα ήσαν οι Έλληνες, ύστερα οι Ρωμαίοι, ύστερα οι Εβραίοι. Τα ενεργήματα που απαριθμεί ο Χέγκελ ως αίτια και αποτελέσματα της πνευματικής- περιοδικής, πάντως, όσο και παροδικής, αφού αναφέρεται στην εξ ορισμού «ρευστή» ιστορία «ολοποίησης» του πλανήτη, δίνουν στη διαπίστωσή του τη δυνατότητα να φανεί πειστική. Υπάρχει όμως και μια παραπέρα μεγάλη έκταση προβληματισμού πάνω σ' αυτό το θέμα. Από εκεί μπορεί π.χ. να προκύψει η ερώτηση: «Ποιού λαού η σκέψη και η πρακτική αρμόζει στην θεμελιακή ανθρώπινη φύση, στην άχρονη ουσία αυτού του όντος;». Η απάντηση όπως προαλείφεται όχι μόνον από τον βαθμό (ποσόν) του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όσο από την ισχύ της πανανθρώπινης επιδοκιμασίας, θα είναι: «των Ελλήνων». Αυτή η ερώτηση και η απάντηση υποδεικνύονται ισχυρές και αληθείς από την ίδια την αδιάπτωτη επίδραση της Ελληνικής σκέψης και των Ελληνικών προτύπων, γενικά και διαχρονικά.
Μένει λοιπόν ως σταθερά ο διδόμενος λόγος, πως η ελληνική στάση απέναντι στα πράγματα, η ελληνική δράση απέναντι στα πράγματα είναι οικουμενικής εμβέλειας. Θα μπορούσε να δώσει τη λύση και τη διέξοδο σε όλον τον κόσμο. Όχι απαλλοτριώνοντας τις ιδιομορφίες, αντίθετα ενθαρρύνοντάς τες. Μάλιστα, είναι η μόνη στάση ζωής που αδυνατεί να απαλλοτριώσει τη διαφορά. Πράγματι, κοιτάζοντας και μόνο την Ελλάδα, έστω στον χάρτη, βλέπομε ότι είναι ένας τόπος ποικιλότροπος, ένας τόπος ποικιλομορφίας. Τούτο δεν περιορίζεται στον φυσικό τομέα μόνο, αλλά και στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στην ανθρώπινη έκφραση. Είναι λοιπόν μία ζώσα επαλήθευση του θεμελιώδους αξιώματος ότι το Εν είναι πολλά έως το άπειρο, και τα πολλά ένα. Κι ακόμη ότι, για να έχουμε θέση, πρέπει να έχει προηγηθεί η σύγκρουση, ως σύνθεση ή σύγκραση αντιθέτων όρων, ή ως αναγκαίος, εναρκτήριος όρος αναδύσεως μιας νέας αξίας, ή σειράς νέων αξιών, εμπραγμάτων ή ηθικών ή πνευματικών ή κοινωνικών. Είναι πολύ περισσότερο από σημαντική, άλλωστε, η Ελληνική αναγωγή της διαφοράς, αλλά και της τάσεως προς διαφοροποίηση, μιας φαινομένης ή θεωρουμένης ταυτότητας, η δυναμική, δηλαδή, της ετερότητας είτε ως στάση, είτε ως ροπή στο επίπεδο του Θείου και του Ιερού.
Τούτο αποτελεί ένα θεμελιώδες αξίωμα της ελληνικής θεολογίας με πολλές μάλιστα θεωρητικές και πρακτικές προεκτάσεις/συνέπειες.
Καθώς μάλιστα η ετερότητα αναφέρεται στα Ιερά Λόγια, δηλαδή, στην επίσημη θεολογία των Ελλήνων, ως ένα από τα απόλυτα κατηγορήματα της Υπερτάτης Αρχής, του Αρρήτου Ενός[2], η σημασία της επιτείνεται σε απόλυτο επίσης, αξιακό υποδειγμαγματικό βαθμό. Η ανθρώπινη θεωρία του θείου ως πνευματική θέα αλλά και ως θεώρηση, εκτίμηση υποθετική, αλλά με υπόστρωμα τη βεβαιότητα που υποβάλλει η ευλάβεια - μαζί, πάντως, με τη λογική μέθοδο της «αοιδίμου Διαλεκτικής»[3] στην ανάλογη θεωρία των Ελλήνων - είναι ο ισχυρότερος παράγοντας από όσους διαμόρφωναν την συμπεριφορά και την όλη πράξη των αρχαίων, τουλάχιστον λαών. Ήταν με λίγα λόγια, η προσπάθεια των ανθρώπων να αποδείξουν - και ως ένα βαθμό να αναπαράξουν- την Αλήθεια με την μίμηση όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης: «έξις μετά λόγου αληθούς ποιητική» (Ποιητική). Ώστε βλέποντας τον πολιτισμό ενός λαού ως μόρφωμα, συμπεραίνουμε και για την αντίληψή του - τη θεωρία του - ως προς το θείο.
Βλέπομε λοιπόν ότι η Ελληνική σκέψη, ακόμη και υποσυνείδητα- αν και αυτή η υπόθεση είναι λογικά και πραγματικά περιττή - προέρχεται από, και κατευθύνει σε μια, έντονα χαρακτηριστική, χάρη στην σαφήνεια, την κομψότητα αλλά και την ευρύτητά της, θέα και πρακτική, ιστορική, κοινωνική, προσωπική.
Και η απόδοση της ετερότητος, ονομαζόμενης μάλιστα «θείας αρχής», η βεβαίωση πως η διαφορά υφίστατο και στο νοητό και οριακά απλό Εν- το οποίο ένας χονδροειδής εγκέφαλος θα μπορούσε να συλλάβει σαν μια απόλυτη ομοιομορφία, είναι θεμέλιο και επιστέγασμα μιας δομής ανεξάντλητης στην εξελιξιμότητα και στα επίπεδα ανάπτυξής της.
Η Ελληνική σκέψη είναι που αποδεικνύει ότι από ένα αίτιο μπορούμε να έχουμε πολλά ισότιμα, αν όχι ισοδύναμα, αποτελέσματα· ότι το ένα δεν είναι ποτέ ένα, και ούτω καθ' εξής. Ότι, μάλιστα, το αποτέλεσμα συχνά προηγείται της αιτίας. Τα πάντα λοιπόν, και οι πιο ρηξικέλευθες κατοπινές και οι σύγχρονές μας ιδέες έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα. Κι αυτό δεν είναι υπερβολή. Ίσως επειδή η σκέψη σαν βλέμμα που ατενίζει τα φαινόμενα τοξεύοντας το άπειρο - άνω και κάτω - δεν ήταν «υπόθεση του εγκεφάλου» μόνον, αλλά ισότονος συγχρονισμός του ανθρώπου ως όλου που δεν έπασχε από τη νόσο της αλαζονείας· τουναντίον, ανεγνώριζε πως, αν και «όλον» ο ίδιος ήταν μέρος - μέλος αυτού που ατένιζε: του απείρου και πολλών ενδιαμέσων «όλων».
Η Ορφική Θεολογία δεν συνταυτίζεται με τη Φιλοσοφία αλλά είναι και Φιλοσοφία ενώ περιλαμβάνει και κάθε επιστήμη, πολύ ευδιάκριτα δε την Φυσική δια της οποίας οδηγείται στην Μεταφυσική (καθ' ημάς) , από την οποία, άλλωστε και εκκινεί. Πρόκειται για μια εναντιόδρομη συνάφεια. Όλα αυτά δεν διαχωρίζονται ως προς την τάξη: είναι της αυτής τάξεως αντικείμενα, του αυτού επιπέδου. Το ένα σε παραγωγική αντιστοιχία με το άλλο αν, όπως γίνεται στην Ορφική Θεολογία, τεθούν σε μια συστημική σύνθεση.
Η συστημική αυτή, προφανώς συμφωνεί με το άπειρο σε πλήθος στοιχείων και σχέσεων, άπειρο και στην ανοιχτότητά του, Φυσικό Είναι από το στάδιο εκείνο που αυτό ήταν δυνατότητα υψηλού βαθμού αβεβαιότητας, μάλιστα. Και επιβεβαιώνει ότι η αρχαία σκέψη η οποία αναδεικνύεται θεμελιώδης και δεσπόζουσα στη Θεολογία που προσεκόμισε ο Ορφεύς σε ένα ευρύτερο από τις βασιλικές αυλές κοινό εξάγοντάς την από τους βασιλικούς οίκους, διαθέτει και έχει μια πραγματικά επιστημονική μέθοδο προσεγγίσεως των πραγμάτων. Και οπωσδήποτε η Επιστήμη δεν είναι πρακτικής υφής ή μέσον. Δεν είναι η Τεχνολογία- η δεύτερη είναι μια από τις χρηστικές συνέπειες των εφηρμοσμένων , κυρίως, πρακτικών επιστημών. Αυτές δεν θεωρούνται ούτε είναι οι επιφανέστερες επιστήμες, αλλά, αντιθέτως, οι μόλις εσχάτως παραγκωνισμένες, θεωρητικές ή ανθρωπιστικές λεγόμενες επιστήμες εκτιμώνται ως ο ανθός τους. Δεν είναι η τεχνολογία η Επιστήμη, τα εργαλεία ούτε τα μηχανήματα. Μπορεί να χρησιμοποιεί η Επιστήμη όλα αυτά -εάν και όπου και όσο πρέπει- μπορεί όμως και να μην τα χρησιμοποιεί. Αλλά οπωσδήποτε το μέσον, αν και επηρεάζει το μήνυμα, δεν ταυτίζεται προς αυτό, αν και είναι συνεκδοχή και ή και προέκταμα το ένα του άλλου. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την άπειρη , στοχαστική πορεία που αποτελεί την Επιστήμη, την όποια ιχνηλασία της αλήθειας: πνευματικής, διανοητικής βιωματικής. Εάν έχουμε πιθανόν κάποιοι συνηθίσει να καταναλώνουμε ως προϊόν «one use» το όλο γνωστικό σώμα στο οποίο ανήκει η αναφορά, είναι άλλο θέμα. Πάντως η αλήθεια έχει ανάγκη από συνέχεια και συνέπεια ( έκφρασή μου παληά πλέον, που χρησιμοποιούν με άλλη νοηματοδοσία πολλοί και διάφοροι...).
[1] Hegel (ελλ. και Έγελος). Γερμανός Φιλόσοφος (1770-1831) . Θεωρεί την Φιλοσοφία ως μέσον εκφράσεως της σημασίας της ανθρώπινης ζωής. Αναπτύσσει δική του τεχνική εκφράσεως: την φαινομενολογική τεχνική (φαινομενολογία) η οποία έγκειται στο να ταυτίζει την φιλοσοφική νόηση με την εξέλιξη της πραγματικής συνειδήσεως περιγράφοντας την εξέλιξη της φυσικής συνειδήσεως από την πηγαία φυσική-αισθητή ζωή μέχρι την «απόλυτη γνώση».
[2] Ορφική Θεολογία· Συλλ. Otto kern, απ. Β' 43, τ. 1ος (Δαμασκίου «Περί πρώτων Αρχών» 192).
[3] Ζήνων ο Ελεάτης. Επίσης:Πλάτων (Παρμενίδης): «Διαλεκτική.....σωτηρία της ψυχής» και Διογένης Λαέρτιος VII «αυτήν δε την διαλεκτικήν αναγκαίαν είναι και αρετήν εν είδει παρέχουσαν αρετάς»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου