Το θέμα το διδαχθήκαμε στα σχολικά μας βιβλία και το ακούσαμε έκτοτε πολλές φορές. Σύμφωνα με την άποψη των χριστιανών, από τότε που εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός και τους 3 πρώτους αιώνες μ.Χ είχε συνέχεια διωγμούς μέχρι που επεκράτησε, λόγω της ραγδαίας κατανόησης του κόσμου ότι το μήνυμα της αγάπης είναι καλύτερο από τα “είδωλα” που πριν είχε· μάλιστα όταν επικράτησε, αν έγιναν κάποιες καταστροφούλες στις αρχαίες θρησκείες, έγιναν από την ιερή τους αγανάκτηση για τα εκατομμύρια των χριστιανών που έσφαξαν οι κακοί ειδωλολάτρες.
Μπορείτε να κάνετε μια επανάληψη εδώ, σε ένα κείμενο από τον χριστιανό ιερέα Σωτήριο Αθανασούλια, με τίτλο: “Οι διώκτες και οι διωκόμενοι ή ΠΩΣ ΕΠΕΚΡΑΤΗΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ".
Παρακάτω είναι τα συμπεράσματα που βγάζει γιατί επικράτησε ο Χριστιανισμός:
Φυσικά, η ιστορική και αρχαιολογική έρευνα έχει ανατρέψει όσα ξέραμε. Η μόνη πηγή μέχρι τώρα ήταν η Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου, για την οποία ήδη υπήρχαν αμφιβολίες, αφού ο ίδιος έχει αποδειχθεί μέγας παραχαράκτης παλαιότερων κειμένων και φανατικός της πίστης του. Αρχαιολογικά επίσης ξέρουμε ότι οι περίφημες κατακόμβες δεν ήταν σημείο συνάθροισης για να κρυφτούν οι χριστιανοί, αλλά μόνο μέρος ταφής και φυσικά δεν ήταν κρυφές γιατί έχουν ταφεί και εθνικοί. Όσο για τα “αμέτρητα” θύματα, έχουν βρεθεί ιστορικά ελάχιστα πραγματικά θύματα των ελάχιστων επίσης πραγματικών διωγμών, ενώ αντίθετα η επικράτηση του Χριστιανισμού συνοδεύτηκε από διωγμό όλων των άλλων θρησκειών (ακόμα και του αδελφού Ιουδαϊσμού) και όλων των άλλων θεωρήσεων ακόμα και μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμό, που η υπερβολή των υποτιθέμενων εκατομμυρίων μαρτύρων χριστιανών, φαίνεται μια καλή δικαιολογία για τους διωγμούς που έκανε ο ίδιος ο Χριστιανισμός, ως δήθεν αντίδραση. Τα πραγματικά θύματα δίωξης κατά των χριστιανών πρέπει να ήταν λίγες χιλιάδες, και τα πραγματικά περιστατικά απέχουν από τον τρόπο που μεταφέρονται.
Για παράδειγμα, αναφέρονται από τους χριστιανούς διωγμοί στον 1ο και 2ο αιώνα την στιγμή που στον 1ο αιώνα. δεν υπήρχε η έννοια του χριστιανού, στον δε 2ο αιώνα ήταν ακόμα μια ιουδαϊκή αίρεση, παντελώς άσημη, η οποία πρωτοεμφανίσθηκε σε συγκεκριμένες περιοχές, που μόλις άρχισε να διαδίδεται έξω από τις συναγωγές. Μέχρι τον Δέκιο δεν υπήρχαν κρατικοί διωγμοί κατά των χριστιανών, αλλά διώξεις από συγκεκριμένους αξιωματούχους σε συγκεκριμένες περιοχές, σαν αστυνομικό μέτρο για την διασφάλιση της τάξης, όπως γινόταν και για τον κάθε ένα σε περίπτωση εκτρόπων. Οι χριστιανοί που εδιώχθησαν μέχρι τότε, ήσαν ελάχιστοι όπως λέει και ο Ωριγένης, και φυσικά υπήρχε συγκεκριμένος λόγος αντικοινωνικής συμπεριφοράς κάποιων νεοφώτιστων, ή αντίδραση από τον κόσμο στις μεθόδους τους. Άλλωστε όπως τονίζει και ο Croix οι διωγμοί δεν είχαν ποτέ στόχο οργανωμένες χριστιανικές ενώσεις, αλλά μεμονωμένα άτομα, σε προσωπικό επίπεδο και όχι ως μέλη αθέμιτου συλλόγου. Οι εκκλησίες τους δούλευαν κανονικά και δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα με αυτές.
Ο πρώτος αναφερόμενος διωγμός είναι του Δέκιου το 250, για τον οποίον υπάρχουν αξιόπιστες πηγές μόνο για την Αλεξάνδρεια με 19 χριστιανούς μάρτυρες, ενώ από την Ρώμη αναφέρονται 6 μάρτυρες χωρίς όμως αξιόπιστα στοιχεία (ο.π. σ. 139-140). Τότε πρωτοεμφανίστηκε το θέμα της υποχρεωτικής θυσίας σε όλους τους Ρωμαίους και όχι μόνο στους χριστιανούς, σαν σεβασμό στον αυτοκράτορα. Μάλιστα στις περισσότερες περιοχές εξαγοράστηκε με χρήμα η υποχρέωση θυσίας στον αυτοκράτορα από μεμονωμένους ή και ολόκληρες χριστιανικές κοινότητες για να μην τους ενοχλούν (ο.π. σ. 61, 138-145), το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα καμία δίωξη κατά των χριστιανών και το μέτρο αυτό δεν ήταν κατά των χριστιανών ειδικά, ούτε καν θρησκευτικό μέτρο, αλλά διοικητικό και κράτησε μόνο 18 μήνες.
Δέκα χρόνια μετά, επί Βαλεριανού 257-259, εμφανίζεται η πρώτη διοικητική διαταγή που αναφέρεται πρώτη φορά σε χριστιανούς, για τον οποίον επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία θυμάτων. Μόνο που δεν αναφέρεται σε όλους τους χριστιανούς αδιακρίτως, αλλά σε αυτούς που βρίσκονται στην Σύγκλητο και σε διοικητικούς υπαλλήλους (κάτι αντίστοιχο ισχύει σε πολλές χώρες σήμερα, ακόμα και στην χώρα μας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να είναι Χ.Ο.). Φυσικά δεν έχουν καμμιά σχέση με τα ιστορούμενα μέχρι τώρα εκατομμύρια, ούτε τέθηκε θέμα άρνησης του θεού τους. Κανένας χριστιανός δεν τιμωρήθηκε για τον θεό που λάτρευε, αλλά γιατί αρνούντο να δεχθούν τους άλλους θεούς, δεδομένης της αποδοχής στον αρχαίο ρωμαϊκό κόσμο κάθε λατρείας ως ισότιμης με τις άλλες (φυσικά υπήρξαν κάποιες λίγες εξαιρέσεις με κάποιες καταστροφικές λατρείες) και φυσικά για ανάρμοστες και προκλητικές καταστάσεις από τους ζηλωτές.
Ενδιαφέρον έχει η συνεχής παρουσίαση στα μαρτυρολόγια ότι έβαζαν με την βία τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα ή στον αυτοκράτορα, κάτι που από ότι φαίνεται δεν γινόταν με αυτό τον τρόπο. Η θυσία αναφερόταν μόνο σε αυτούς που αφού είχαν συλληφθεί, αρνούνταν ότι ήσαν χριστιανοί, για να αποσυρθεί η κατηγορία εναντίον τους κι όχι για όσους επέμεναν ότι ήταν χριστιανοί. Επίσης απαγορευόταν το ψάξιμο και η έρευνα των χριστιανών, δεν γινόντουσαν δεκτές ανώνυμες καταγγελίες και μια επώνυμη καταγγελία κατά των χριστιανών, έπρεπε να αποδειχθεί ότι περιελάμβανε αντικοινωνική συμπεριφορά, ειδάλλως είχε κακές επιπτώσεις στον καταγγέλλοντα.
Για να καταλάβουμε το κλίμα, σήμερα που είναι δεδομένο ότι οι χριστιανοί “αποδέχονται” την θρησκευτική ελευθερία (τόσο δύσκολα όπως ξέρουμε με διάφορες μειονότητες) και την ύπαρξη άλλων πίστεων, είναι αποτέλεσμα της νεότερης εποχής της δημοκρατίας, που δημιουργήθηκε μετά τον Διαφωτισμό, και την αποδοχή του σπασίματος της Εκκλησίας σε τρεις διαφορετικές κύριες εκφράσεις που κάποιες μάλιστα είχαν πιστούς στις ίδιες χώρες. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που ίσχυε για χίλια ήδη χρόνια επικράτησης του Χριστιανισμού, αφού κάθε άλλη μη χριστιανική ή λίγο διαφορετική θεώρηση διαλυόταν ή δυνατόν στην γέννεση της. Τότε, τον 2ο έως 4ο αιώνα, δεν υπήρχε όπως και σήμερα τέτοιο θέμα, η κοινωνία ήταν ανεκτική σε κάθε θεώρηση, αλλά οι νεοφώτιστοι χριστιανοί θεωρώντας ότι έμαθαν την απόλυτη αλήθεια, λοιδορούσαν και ειρωνεύονταν τις άλλες προϋπάρχουσες θρησκείες, οι οποίες όλες ήταν ανεκτικές μεταξύ τους, και σε κάθε ευκαιρία κάποιοι περισσότερο φανατικοί δημιουργούσαν καταστροφές σε αγάλματα και έκτροπα. Η υιοθέτηση της αποτυχημένης προφητείας του Ιησού για την σύντομη όπως φαντάζονταν τότε “Δευτέρα Παρουσία”, οδήγησε τους πιο φανατικούς σε ακραίες εκδηλώσεις, με σκοπό την σύλληψη και θανάτωσή τους για να γίνουν μάρτυρες και σίγουροι κοινωνοί της “Βασιλείας των Ουρανών” τη στιγμή που “όλα σύντομα θα τελείωναν” όπως νόμιζαν. Η Εκκλησία αν και επισήμως αποκήρυξε τους φανατικούς και κάποιους τους αναφέρει σαν αίρεση, τους χρησιμοποίησε για να επιβάλει το δόγμα της σαν αγίους που μαρτύρησαν για τον Χριστό και την Εκκλησία, δηλαδή για την θρησκεία τους. Αφού δε επιβλήθηκε, δημιούργησε καινούργιους για να καλύψει και το φαινόμενο της ζήτησης ιερών λειψάνων που ήταν της μόδας όλον τον Μεσαίωνα.
Ας δούμε πως ξεκίνησε ο μόνος πραγματικός διωγμός, το 303, που στην ουσία κράτησε 3 μόνο χρόνια στην Ανατολή, ενώ στην Δύση ελάχιστα. 18 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Διοκλητιανό (να σημειωθεί ότι και η γυναίκα και η κόρη του Διοκλητιανού ήσαν χριστιανές), κάποιοι έκαψαν τον ναό της Νικομήδειας. Αμέσως βγαίνει διαταγή από το παλάτι για έρευνα και τιμωρία των ενόχων, οι υποψίες έπεσαν στους χριστιανούς, μετά από λίγο καίγονται και τα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Νικομήδειας που ήταν απέναντι σχεδόν από την εκκλησία της Νικομήδειας που λειτουργούσε μέχρι τότε κανονικά. Μετά από αυτό βγήκαν άλλα 3 διατάγματα που μπορούν να χαρακτηριστούν διωγμός, με αφορμή την τρομοκρατική δραστηριότητα των χριστιανών και θεωρητικά μόνο κράτησε για 6 χρόνια ακόμα, αφού μετά ο αυτοκράτορας αποσύρθηκε. Ο διωγμός στην Ανατολή συνεχίστηκε από τον Μαξιμίνο Β' μετά δέκα χρόνια στο διάστημα 311-313. Εδώ έχουμε καταστροφή εκκλησιών, μαζικές θυσίες, μετατροπή σε δούλους αλλά και θύματα, μόνο που υπολογίζονται γύρω στους τρεις-τέσσερις χιλιάδες χωρίς να ξέρουμε πόσοι από αυτούς ήταν εθελοντές και πρέπει να ήσαν αρκετοί.
Οι διωγμοί λοιπόν, δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με όσα αναφέρονται από τους απολογητές, τα δε θύματα λίγα σε σχέση με τους εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια που αναφέρουν οι χριστιανοί, κυρίως από φανατισμένους νεοφώτιστους με προκλητική στάση (ο.π. σ.148-150) ή σε εθελοντισμό μαρτυρίου (ο.π. σ.75-80) αντίστοιχης λογικής με τους σύγχρονους φανατικούς μουσουλμάνους που ζώνονται και ανατινάζονται με εκρηκτικά και νομίζουν ότι θα πάνε στον Παράδεισο.
Το εντυπωσιακότερο όμως είναι ότι ενώ οι ίδιοι έκαναν εξαιρετικά μεγάλους διωγμούς των εχόντων άλλη, ή λίγο διαφορετική πίστη· αυτό το ξεχνούν και έχουν καταφέρει επίσης τον κόσμο να το ξεχνά, ενώ θυμάται πάντα τα δήθεν εκατομμύρια μαρτύρων χριστιανών που σφαγιάστηκαν από “ειδωλολάτρες”.
Τί διωγμούς έκαναν; Είμαι σίγουρος ότι δεν σας έρχεται κάτι πρόχειρο στο μυαλό, γιατί η προπαγάνδα της Εκκλησίας φρόντισε για αυτό.
Καταστολή όλων των προ υπαρχουσών θρησκειών, διωγμοί κυρίως των Εθνικών. Απαγόρευση διά σειράς νόμων κάθε άλλης θρησκείας και υποχρεωτικός βαπτισμός όλων, αλλά και το χειρότερο, υποχρεωτικός νηπιοβαπτισμός από τον 6ο αιώνα, ώστε να σβήσει ή ούτως ή άλλως απαγορευμένη αρχαία λατρεία με το ζόρι. Αιματηρή καταστολή σχεδόν όλων των αιρέσεων, στους βογόμιλους, στους παυλικιανούς, στους Εβραίους· στους μονοφυσίτες και στους Σαμαρείτες εκτός από διωγμούς είχαμε και γενοκτονίες. Εικονομαχία με χιλιάδες θύματα, διαμάχη με τους Αρμένιους και τους μονοφυσίτες που κόστισε στο Βυζάντιο την Μικρά Ασία. Σφαγή των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη (Ανδρόνικος Α'). Σχίσμα Ανατολής-Δύσης, σταυροφορίες, πρώτη Άλωση, παράδοση στους Τούρκους και δεύτερη Άλωση, αντίδρασης στους επαναστάτες του '21, αντίδραση στους διαφωτιστές κ.λπ. κ.λπ.
Τα θύματα των διωγμών, αλλά και της πολιτικής δράσης της Εκκλησίας είναι εκατομμύρια, μόνο στη γειτονιά μας. Διαβάστε το πως επιβλήθηκε ο χριστιανισμός με όλη την απαραίτητη βιβλιογραφία στην σελίδα “Η ορθοδοξία και η άλλη άποψη”, για να μην νομίζετε ότι υπερβάλλω. Αν δούμε την δράση των Κονκισταδόρων, των Πορτογάλων και των Δυτικών εν γένει κατά την διάρκεια του Ευρωπαϊκού Αποικισμού στις νέες χώρες, ή τον τριακονταετή πόλεμο μεταξύ τους, τότε μιλάμε για δισεκατομμύρια θύματα. Όλα αυτά με την προτροπή, υποδαύλιση του εκάστοτε χριστιανικού ιερατείου ή των ιεραποστόλων, αλλά οπωσδήποτε την δράση των “τυφλών” και φανατικών πιστών του και όσων φυσικά εκμεταλλεύονται αυτές τις διαφορές πολιτικά. Να θυμάστε ότι Εκκλησία για τους χριστιανούς είναι κλήρος και λαός μαζί, και ότι κακό έχει κάνει το σύνολο αυτό, ακόμα και αν προβάλλουν κάποιους κανόνες τους που μιλάνε κατά της βίας, η βία ήταν κοινός τόπος της δράσης τους και όχι κάτι ξέχωρο από αυτή.
Οι λόγοι δίωξης των χριστιανών
Ας σκεφτούμε λίγο απλά, αν οι χριστιανοί πήγαιναν στις εκκλησίες τους και παρακολουθούσαν την λειτουργία, υπήρχε κανείς να τους κατηγορήσει για κάτι; Υπήρχε κανείς να κατηγορήσει κάποιον επειδή πίστευε στην άλφα ή την βήτα θεότητα, με τις χιλιάδες από δαύτες που υπήρχαν ήδη; Στην αρχαία εποχή υπήρχαν πράγματι χιλιάδες θεότητες και το να “θρησκεύεται” κάποιος με διαφορετικό τρόπο, ήταν κάτι απλό και φυσικό. Υπήρχε πλήρης αποδοχή διαφορετικών θεωρήσεων, θεοτήτων κ.λπ. και δεν υπήρχε μέχρι τότε, η λογική επικράτησης μιας θεότητας μιας κοινωνίας πάνω σε άλλη. Τί ήταν αυτό που δημιούργησε την αντιπαλότητα;
Αυτό που κατηγορούσαν πραγματικά τους χριστιανούς ήταν για το κακό όνομα που είχαν. Ας δούμε αντίστοιχα στην νεώτερη εποχή, το κακό όνομα που είχαν οι “μάρτυρες του Ιεχωβά”, τις διώξεις που υπέστησαν τις ταλαιπωρίες τους τόσο από το κράτος, στο στρατό κ.λπ. Γιατί όμως οι ιεχωβάδες απέκτησαν “κακό όνομα”; Αν πήγαιναν απλά στην εκκλησία τους και μελετούσαν τη γραφή θα ασχολιόταν κανείς μαζί τους; Το κακό όνομα οι ιεχωβάδες το απέκτησαν επειδή έκαναν προκλητικό προσηλυτισμό και είχαν περίεργες (για τους υπόλοιπους) δοξασίες, που έρχονται σε αντίθεση με την υπόλοιπη κοινωνία, όπως άρνηση στις μεταγγίσεις αίματος (που στοίχισε τη ζωή σε κάποιους), την στρατιωτική θητεία κ.λπ. Για τον ίδιο λόγο και οι χριστιανοί εκείνοι την εποχή είχαν κακό όνομα, για περίεργες δοξασίες και για αντικοινωνική δράση.
Άλλοτε η απαίτησή τους (για όσους ήταν Ιουδαίοι) να μην πληρώνουν τον φόρο των Εβραίων αφού αποσχίστηκαν από αυτούς, άλλοτε ήταν η παρεξήγηση της “κανιβαλικής” δεισιδαιμονίας για την “πόση του αίματος του Χριστού” και του “φαγώματος του σώματός του”, άλλοτε η άρνηση να στρατευτούν και να υπηρετήσουν την Ρώμη, άλλοτε η φονταμενταλιστική διάθεση κάποιων νεοφώτιστων χριστιανών που ήθελαν να πάνε στον Παράδεισο με συνοπτικές διαδικασίες (σαν τους φανατικούς μουσουλμάνους σήμερα), άλλοτε η καταστροφή των ιερών συμβόλων και των ιερών κτισμάτων των άλλων θρησκειών, αλλά σίγουρα ο προσηλυτισμός -ειδικά στους δούλους- και τις γυναίκες που έκαναν και κυρίως ή άρνηση για τις άλλες θεότητες και το προφανές μίσος για την θρησκεία όλων των υπολοίπων, η άρνηση να δέχονται εντολές από την πολιτεία, αφού μόνο τον Χριστό υπάκουαν και πολλά αντίστοιχα.
Αυτά τα θέματα ήταν πρωτόγνωρα για την αρχαία εποχή. Η ιδεοληψία επίσης που και σήμερα έχουν πολλοί χριστιανοί ότι αν κάνει κάποιος κάτι ανόσιο ή βλάσφημο για τον/τους θεούς της κοινότητας θα γίνει κάποια καταστροφή στην ίδια την κοινότητα, ήταν επίσης κάτι που βοήθησε τότε στην δημιουργία του κακού ονόματος, σε συνδυασμό με κάποιες θεομηνίες.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα πράγματα δεν είναι όπως μας τα έχουν πει. Ο Χριστιανισμός σε αντίθεση με ό,τι υπήρχε μέχρι τότε, ήταν (και είναι) μια εξωστρεφής επιθετική θρησκεία, που ο πιστός πρέπει να προβάλει την πίστη του, να κάνουν δημόσιες λιτανείες να κάνουν ξόρκια και αγιασμούς σε ό,τι δεν τους αρέσει (δίνοντας έτσι και το στίγμα του στόχου για τους φανατικούς), να βρίζουν και να περιφρονούν τις άλλες δοξασίες, αφού αυτοί μόνο γνωρίζουν την πραγματική αλήθεια, και να διαδίδουν την πίστη τους, δηλαδή να προσηλυτίζουν, να πείσουν τους πάντες για την αλήθεια τους. Η ιδεοληψία της μετά θάνατον “ουράνιας βασιλείας”, αλλά και τις αναμονής της Δευτέρας Παρουσίας που ακόμα φανταζόντουσαν ότι επέκειτο, σύμφωνα με την αποτυχημένη προφητεία του Ιησού, βοήθησε στον φονταμενταλισμό και την δημιουργία των μαρτύρων της.
Με την ιστορική γνώση σήμερα, ότι τα γνωστά θύματα ήταν λίγα, οι νόμοι συγκεκριμένοι σε συγκεκριμένες εποχές, καταλαβαίνουμε ότι το στήσιμο και η επικράτηση της θρησκείας αυτής εξ' αρχής έχει στηριχθεί στην άκρατη υπερβολή, το ψέμα και την θαυματοποιία. Η δράση της όταν επικράτησε και πως συμπεριφέρθηκε στους ανταγωνιστές της, δεν ήταν από αντίδραση λοιπόν για τις διώξεις που υπέστη, ήταν γιατί από την φύση της δεν δέχεται άλλη άποψη όπως δείξαμε και αυτή η δράση δίνει και το στίγμα πως ακριβώς άρχισε να διαδίδεται επιθετικά σε ένα ήρεμο θρησκευτικά περιβάλλον και τον λόγο που κάποιοι χριστιανοί διώχθηκαν από την πολιτεία. Δεν είναι τυχαίο ότι αν και χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τον προσηλυτισμό κατά κόρον, απαγορεύουν στους ανταγωνιστές τους να προσηλυτίζουν και εκείνοι.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ, Οι Μύθοι των χριστιανικών διώξεων
1) Το 64 μ.Χ. ήταν η χρονιά της περίφημης Μεγάλης Πυρκαγιάς της Ρώμης. Η πυρκαγιά ήταν μάλλον αποτέλεσμα ατυχήματος (κάτι όχι πολύ παράξενο, η Ρώμη ξανακάηκε το 69 και το 80) αλλά κατηγορήθηκε ο αυτοκράτορας Νέρωνας και λέγεται ότι για να αποσπάσει την προσοχή από πάνω του κατηγόρησε τους Χριστιανούς, τους οποίους έντυσε με δέρματα ζώων και τους έριξε στα σκυλιά ή τους έκαψε ζωντανούς. Όμως, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Χριστιανοί, όχι μόνο γιατί δεν είχαν πάρει ακόμα το όνομα «Χριστιανός», αλλά δεν υπήρχε καν η ιδέα του «Χριστιανού» σαν κάτι ξεχωριστό από τους υπόλοιπους Ιουδαίους. Οι ακόλουθοι του Ιησού ήταν, όπως και ο Ιησούς, Εβραίοι. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ήδη πολλά παρακλάδια του Ιουδαϊσμού που διαφωνούσαν μεταξύ τους για θέματα πολιτικής και δόγματος και οι Εβραίοι που ακολουθούσαν τον Ιησού δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Μόνο στα τέλη του 1ου αιώνα άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί οι ακόλουθοι του Ιησού, οπότε όταν ο Τάκιτος αναφέρει ότι Χριστιανοί τιμωρήθηκαν από τον Νέρωνα σαν υπαίτιοι της πυρκαγιάς (αλλά και όταν ο συγγραφέας του ‘κατά Λουκά Ευαγγέλιο’ και των ‘Πράξεων των Αποστόλων’ αναφέρει διωγμό Χριστιανών από Εβραίους), έχουμε να κάνουμε με ετεροχρονισμένη χρήση του όρου. Για την ακρίβεια, είναι απίθανο ότι τον καιρό της μεγάλης πυρκαγιάς οι ακόλουθοι του Ιησού θεωρούνταν σαν μία ξέχωρη και διαφορετική ομάδα. Για ολόκληρο τον πρώτο αιώνα μάλιστα, είναι ασαφές αν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήξεραν καν ότι υπήρχαν «Χριστιανοί». Εφόσον λοιπόν δεν αναγνωρίζονταν καν σαν Χριστιανοί, είναι απίθανο και να ήταν αρκετά γνωστοί και μισητοί ώστε ο Νέρωνας να τους ξεχώρισε σαν αποδιοπομπαίους τράγους. Εφόσον η πηγή για τον «διωγμό» αυτόν είναι ο Τάκιτος, ο οποίος γράφει περίπου το 115 μ.Χ., οι περιγραφές του μάλλον δείχνουν την αυξάνουσα προκατάληψη εναντίον των Χριστιανών στην δικιά του εποχή και όχι έναν αιώνα πριν. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα περιγράφει ο Τάκιτος, αποτελούν μεμονωμένο περιστατικό, και όχι κάποια νομοθεσία εναντίον των Χριστιανών ή ένα κυνήγι μεγάλης κλίμακας, που θα έπρεπε να είναι αν θέλουμε να μιλάμε για «διωγμό».
2) Όσον αφορά τον διωγμό του Δομιτιανού (κυβέρνησε από το 81 μέχρι το 96 μΧ), δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία εκτός από του Ευσέβιου, του οποίου οι εξιστορήσεις αμφισβητούνται εκτενώς ως βιαστικές, περιστασιακές και αναξιόπιστες (Timothy D. Barnes, «Legislation Against the Christians»). Ο Δομιτιανός φορολογούσε τους Ιουδαίους και οι Χριστιανοί αρνούνταν να πληρώσουν το «φόρο του διδράχμου» καθότι δεν ήταν πλέον Ιουδαίοι. Σίγουρα οι Ρωμαίοι δεν αναγνώρισαν αυτήν την αυτόκλητη φοροαπαλλαγή και φερόντουσαν στους Χριστιανούς όπως σε όλους όσοι δεν πλήρωναν το φόρο. Και πάλι, ακόμα και αν οι ιστορίες μαρτύρων της εποχής αυτής είναι πραγματικές, αφορούν μεμονωμένα περιστατικά και δεν μπορούμε να μιλάμε για διωγμό της άσκησης ενός θρησκευτικού δόγματος. Μέχρι και την εποχή του Δομιτιανού δεν υπήρχε κανένας νόμος κατά των Χριστιανών.
5) Τον Ιανουάριο του 250 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Δέκιος δημοσίευσε ένα διάταγμα που πρόσταζε όλους τους κατοίκους της επικράτειας να θυσιάσουν στο όνομά του. Αυτοί που υπάκουαν θα λάβαιναν ένα πιστοποιητικό (libelus), σαν απόδειξη της θυσίας που είχαν κάνει. Το διάταγμα του Δέκιου δεν απευθυνόταν συγκεκριμένα στους Χριστιανούς, αλλά σε όλους τους υπηκόους του. Το αίτιο έκδοσης του διατάγματος ήταν η προάσπιση της κοινωνικής συνοχής. Όταν ο Δέκιος ανέλαβε την εξουσία, έπρεπε να αντιμετωπίσει πολιτικούς αντιπάλους καθώς και μια διχασμένη αυτοκρατορία. Το γεγονός ότι δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή (γεννήθηκε στη σημερινή Σερβία) έκανε δυσκολότερη την εγκαθίδρυσή του στη Ρώμη. Ξεκίνησε λοιπόν μια εκστρατεία επαναφοράς των παραδοσιακών ρωμαϊκών αξιών και συντήρησης του οράματος της Pax Romana. Το ενδιαφέρον του για την αυτοκρατορική θρησκεία ήταν μέρος αυτής της προσπάθειας. Με το να επιβάλει τη συμμετοχή των υπηκόων του σε αυτήν τη θρησκεία, ήθελε να επαναφέρει τη Ρώμη στις ένδοξες μέρες της και να εστιάσει την προσοχή και την αφοσίωση των Ρωμαίων σε αυτόν. Το πιστοποιητικό αφορούσε κοινωνικό κομφορμισμό και πολιτική υπακοή και δεν ανέφερε συγκεκριμένα ότι αυτός που το κατείχε δεν είναι Χριστιανός ή ότι απαρνιέται τον Χριστό. Το διάταγμα αφορούσε ποινική δίωξη, όχι θρησκευτική. Επίσης, δεν είναι σαφές κατά πόσο γίνονταν έλεγχοι από τις αρχές για την παρουσίαση του πιστοποιητικού, ούτε πώς τιμωρούνταν όσοι δεν το κατείχαν, καθώς και πόσα ήταν τα θύματα αυτών που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το διάταγμα, που έμεινε σε ισχύ επί μόλις 18 μήνες.
6) Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός, το 258 μ.Χ. με διάταγμά του, διέταξε το θάνατο των Χριστιανών ιερέων και επισκόπων, και των Χριστιανών συγκλητικών και υψηλόβαθμων διοικητικών σε περίπτωση που δεν αποστατούσαν. Κατ’ αρχάς, πρέπει να μας κάνει εντύπωση ότι ούτε μία δεκαετία μετά το «διωγμό» του Δέκιου οι Χριστιανοί φέρονται να ανήλθαν τόσο εύκολα στην εξουσία ώστε να υπάρχουν ακόμα και υψηλόβαθμοι και συγκλητικοί Χριστιανοί! Πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο αν συστηματικά η ίδια αυτή κυβέρνηση τους δίωκε; Όσον αφορά το διάταγμα του Βαλεριανού, είναι η πρώτη νομοθεσία συγκεκριμένα κατά Χριστιανών. Όχι όμως όλων των Χριστιανών. Το ενδιαφέρον του περιοριζόταν σε επισήμους, όχι σε όλο τον κλήρο. Σκοπός του ήταν η ακεραιότητα της ρωμαϊκής κυβέρνησης και ο περιορισμός της επιρροής μιας ομάδας εν δυνάμει καταστροφικής (στα δικά του μάτια). Μπορεί το μέτρο να μας φαίνεται ακραίο και βάναυσο (και φυσικά ήταν), αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα και σήμερα σε πολλές πολιτείες της Αμερικής δεν μπορούν άθεοι να εκλεγούν δήμαρχοι ή κυβερνήτες (βάση νόμου), στη Βρετανία η βασίλισσα απαγορευόταν μέχρι το 2011 να παντρευτεί ρωμαιοκαθολικό και στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει ακόμα η ανάγκη θρησκευτικού όρκου κάθε νέας κυβέρνησης. Ελάχιστοι φαίνεται να είναι αυτοί που πέθαναν σαν αποτέλεσμα του διατάγματος του Βαλεριανού, το οποίο ακυρώθηκε το 260, με το θάνατό του.
7) Ο διωγμός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού προσομοιάζει περισσότερο από κάθε άλλον την εικόνα που παρουσιάζεται για τους διωγμούς κατά Χριστιανών. Με διάταγμα, ο Διοκλητιανός το 303, έκανε παράνομες τις συναντήσεις Χριστιανών, δήμευσε τις περιουσίες τους, κατάσχεσε ιερά κείμενα, μετέτρεψε ελεύθερους Χριστιανούς σε σκλάβους. Ο βαθμός της θηριωδίας και η έκταση του διωγμού διέφερε ανά περιοχή. Στη Δύση μόνο σποραδικά επιβλήθηκε το διάταγμα και όχι στο σύνολο των λεπτομερειών του. Εξασθένησε η επιβολή του μέχρι το 304 και τερματίστηκε επίσημα το 306 από τον Κωνσταντίνο που μάλιστα όχι μόνο απελευθέρωσε σκλαβωμένους Χριστιανούς αλλά τους επέστρεψε και τις κατασχεμένες περιουσίες τους. Πιο βίαια επιβλήθηκε η δίωξη στη Βόρεια Αφρική, όπου το 304 με νέο διάταγμα υποχρεώνονταν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, να μαζεύονται σε πλατείες και να προσφέρουν θυσίες. Σε περίπτωση άρνησης θανατώνονταν. Το παράξενο είναι ότι ακόμα και ο εκκλησιαστικός Ευσέβιος δε δίνει βαρύτητα σε επεισόδια στη Βόρια Αφρική. Ακόμα και στην ιστορία των Μαρτύρων της Παλαιστίνης μόνο οι 16 από τους 99 Χριστιανούς μάρτυρες φαίνεται να αναζητήθηκαν από τις αρχές, κάτι που μας αφήνει να υποθέσουμε ότι οι υπόλοιποι ενδεχομένως να παρουσιάστηκαν από μόνοι τους για να μαρτυρήσουν, συμπεριφορά που εκείνα τα χρόνια συνέβαινε περιστασιακά και μόνο αργότερα καταδικάστηκε από την Εκκλησία σαν πράξη παρόμοια με την αυτοκτονία. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε πόσο άσχημη ακριβώς ήταν η δίωξη, αλλά ξέρουμε ότι τα διατάγματα δεν επιβάλλονταν ομοιόμορφα και ότι ακόμα και στην Ανατολή, όπου οι Χριστιανοί λένε ότι οι διώξεις ήταν χειρότερες, οι πιστοί σπάνια αναζητούνταν από τις αρχές. Όπως και να ‘χει, φαίνεται η δίωξη να τερματίστηκε το 305 με την απόσυρση του Διοκλητιανού και να συνεχίστηκε από τον Μαξιμίνο Β’ από το 311 μέχρι το 313. Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 3.000 με 3.500 Χριστιανοί και όχι εκατοντάδες χιλιάδες (μέχρι και 20.000.000!!!) όπως αναφέρεται αυθαίρετα σε κατηχητικά και σε site. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι ο Διοκλητιανός δεν είχε στόχο αποκλειστικά τους Χριστιανούς. Ήδη από το 296 ζητούσε το θάνατο των Μανιχαϊστών και το κάψιμο των κειμένων τους, και ακόμα και οι Χριστιανοί, όταν απέκτησαν δύναμη, ζήτησαν την κατάργηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους (381 μ.Χ.).
Μπορείτε να κάνετε μια επανάληψη εδώ, σε ένα κείμενο από τον χριστιανό ιερέα Σωτήριο Αθανασούλια, με τίτλο: “Οι διώκτες και οι διωκόμενοι ή ΠΩΣ ΕΠΕΚΡΑΤΗΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ".
Παρακάτω είναι τα συμπεράσματα που βγάζει γιατί επικράτησε ο Χριστιανισμός:
- Επικράτησε επειδή οι άγιοι Μάρτυρες σταύρωναν τα είδωλα, τα οποία κατακρημνίζονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκομένων, δηλ. επικράτησε επειδή η δύναμη του Χριστού κατατρόπωνε τη δύναμη του διαβόλου.Το κείμενο αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί μας δείχνει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία.
- Επικράτησε επειδή τα λείψανα των αγίων Μαρτύρων θαυματουργούσαν, ευωδίαζαν και παρέμεναν άφθαρτα, ως σύμβολα αιωνιότητας και σημεία της «εν Χριστώ» κατάργησης του θανάτου.
- Επικράτησε επειδή η Εκκλησία περιεβλήθη «ως πορφύραν και βύσσον» τα αίματα των Μαρτύρων της, όπως τονίζει χαρακτηριστικά η εκκλησιαστική υμνολογία.
- Επικράτησε επειδή οι Χριστιανοί στη προσωπική τους ζωή είχαν νικήσει διά του Χριστού τον κατ’ εξοχή εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο, με αποτέλεσμα να επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη τόλμη μπροστά στο μαρτύριο και να έχουν υπερβεί τον φόβο του θανάτου (πρβλ. Εβρ. 2,15).
- Επικράτησε επειδή οι Διδάσκαλοι του Χριστιανισμού (Απόστολοι, Μάρτυρες, Πατέρες) επικύρωναν τη διδασκαλία τους με θαυμαστά σημεία που ενεργούσε μέσω αυτών η Χάρις του Θεού, όπως ακριβώς αναφέρεται στο Ευαγγέλιο (Μάρκ. 16,20).
- Επικράτησε επειδή ο ζωντανός λόγος του Θεού με την ανακαινιστική του δύναμη μετέβαλλε ριζικά τις ψυχές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων (Χριστιανών), αναδεικύοντάς τους «φώτα» του κόσμου και μέτοχους «άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχής».
- Επικράτησε σε τελευταία ανάλυση επειδή η Εκκλησία του Χριστού δεν αποτελεί φαινόμενο του κόσμου τούτου, αλλά παρουσία της «Βασιλείας του Θεού» εντός του παρόντος κόσμου.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι οι Χριστιανοί δεν ήσαν κάποιοι έξωλθε επιβουλείς η «εχθροί» (ποιοί άραγε;), που κατέκτησαν με τη βία τους αρχαίους Έλληνες προγόνους μας, όπως αφήνει να εννοηθεί η σύγχρονη νεοειδωλολατρική προπαγάνδα, αλλά οι ίδιοι οι πρόγονοί μας, οι οποίοι, αναγνωρίζοντας την υπεροχή της «νέας θρησκείας», εγκατέλειψαν αυθόρμητα την πλάνη των ειδώλων, μετέτρεψαν τους ναούς τους σε χριστιανικούς και άρχισαν να λατρεύουν τον Ιησού Χριστό ως μόνο αληθινό Θεό.
- Την ιδεοληψία ότι ο Χριστιανισμός επιβλήθηκε με την πειθώ, την αγάπη και τα θαύματα και όχι με την βία, κάτι που ήδη έχουμε ανατρέψει.
- Την επίθεση που έκαναν οι φανατικοί χριστιανοί στους ιερούς χώρους των αρχαίων, καταστρέφοντας τα ιερά για αυτούς αγάλματα (σαν να λέμε τις χριστιανικές εικόνες σήμερα), ασχέτως αν δεν μας λέει ότι έγιναν με την βία, μόνο που σήμερα γνωρίζουμε καλά πλέον, ότι με την παρουσία ενός σταυρού δεν καταστρέφεται ένας ναός ή ένα άγαλμα -διαβάστε για παράδειγμα τον βίο του αγίου Αιμιλιανού εδώ.
- Την ιδεοληψία της σωρείας μαρτύρων χριστιανών που πέθαναν απλά επειδή ήταν χριστιανοί και έγιναν “μάρτυρες”.
- Την ανάγκη αυτής της θρησκείας για λείψανα, θαύματα και γενικά σημεία και τέρατα.
Φυσικά, η ιστορική και αρχαιολογική έρευνα έχει ανατρέψει όσα ξέραμε. Η μόνη πηγή μέχρι τώρα ήταν η Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου, για την οποία ήδη υπήρχαν αμφιβολίες, αφού ο ίδιος έχει αποδειχθεί μέγας παραχαράκτης παλαιότερων κειμένων και φανατικός της πίστης του. Αρχαιολογικά επίσης ξέρουμε ότι οι περίφημες κατακόμβες δεν ήταν σημείο συνάθροισης για να κρυφτούν οι χριστιανοί, αλλά μόνο μέρος ταφής και φυσικά δεν ήταν κρυφές γιατί έχουν ταφεί και εθνικοί. Όσο για τα “αμέτρητα” θύματα, έχουν βρεθεί ιστορικά ελάχιστα πραγματικά θύματα των ελάχιστων επίσης πραγματικών διωγμών, ενώ αντίθετα η επικράτηση του Χριστιανισμού συνοδεύτηκε από διωγμό όλων των άλλων θρησκειών (ακόμα και του αδελφού Ιουδαϊσμού) και όλων των άλλων θεωρήσεων ακόμα και μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμό, που η υπερβολή των υποτιθέμενων εκατομμυρίων μαρτύρων χριστιανών, φαίνεται μια καλή δικαιολογία για τους διωγμούς που έκανε ο ίδιος ο Χριστιανισμός, ως δήθεν αντίδραση. Τα πραγματικά θύματα δίωξης κατά των χριστιανών πρέπει να ήταν λίγες χιλιάδες, και τα πραγματικά περιστατικά απέχουν από τον τρόπο που μεταφέρονται.
Για παράδειγμα, αναφέρονται από τους χριστιανούς διωγμοί στον 1ο και 2ο αιώνα την στιγμή που στον 1ο αιώνα. δεν υπήρχε η έννοια του χριστιανού, στον δε 2ο αιώνα ήταν ακόμα μια ιουδαϊκή αίρεση, παντελώς άσημη, η οποία πρωτοεμφανίσθηκε σε συγκεκριμένες περιοχές, που μόλις άρχισε να διαδίδεται έξω από τις συναγωγές. Μέχρι τον Δέκιο δεν υπήρχαν κρατικοί διωγμοί κατά των χριστιανών, αλλά διώξεις από συγκεκριμένους αξιωματούχους σε συγκεκριμένες περιοχές, σαν αστυνομικό μέτρο για την διασφάλιση της τάξης, όπως γινόταν και για τον κάθε ένα σε περίπτωση εκτρόπων. Οι χριστιανοί που εδιώχθησαν μέχρι τότε, ήσαν ελάχιστοι όπως λέει και ο Ωριγένης, και φυσικά υπήρχε συγκεκριμένος λόγος αντικοινωνικής συμπεριφοράς κάποιων νεοφώτιστων, ή αντίδραση από τον κόσμο στις μεθόδους τους. Άλλωστε όπως τονίζει και ο Croix οι διωγμοί δεν είχαν ποτέ στόχο οργανωμένες χριστιανικές ενώσεις, αλλά μεμονωμένα άτομα, σε προσωπικό επίπεδο και όχι ως μέλη αθέμιτου συλλόγου. Οι εκκλησίες τους δούλευαν κανονικά και δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα με αυτές.
Ο πρώτος αναφερόμενος διωγμός είναι του Δέκιου το 250, για τον οποίον υπάρχουν αξιόπιστες πηγές μόνο για την Αλεξάνδρεια με 19 χριστιανούς μάρτυρες, ενώ από την Ρώμη αναφέρονται 6 μάρτυρες χωρίς όμως αξιόπιστα στοιχεία (ο.π. σ. 139-140). Τότε πρωτοεμφανίστηκε το θέμα της υποχρεωτικής θυσίας σε όλους τους Ρωμαίους και όχι μόνο στους χριστιανούς, σαν σεβασμό στον αυτοκράτορα. Μάλιστα στις περισσότερες περιοχές εξαγοράστηκε με χρήμα η υποχρέωση θυσίας στον αυτοκράτορα από μεμονωμένους ή και ολόκληρες χριστιανικές κοινότητες για να μην τους ενοχλούν (ο.π. σ. 61, 138-145), το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα καμία δίωξη κατά των χριστιανών και το μέτρο αυτό δεν ήταν κατά των χριστιανών ειδικά, ούτε καν θρησκευτικό μέτρο, αλλά διοικητικό και κράτησε μόνο 18 μήνες.
Δέκα χρόνια μετά, επί Βαλεριανού 257-259, εμφανίζεται η πρώτη διοικητική διαταγή που αναφέρεται πρώτη φορά σε χριστιανούς, για τον οποίον επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία θυμάτων. Μόνο που δεν αναφέρεται σε όλους τους χριστιανούς αδιακρίτως, αλλά σε αυτούς που βρίσκονται στην Σύγκλητο και σε διοικητικούς υπαλλήλους (κάτι αντίστοιχο ισχύει σε πολλές χώρες σήμερα, ακόμα και στην χώρα μας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να είναι Χ.Ο.). Φυσικά δεν έχουν καμμιά σχέση με τα ιστορούμενα μέχρι τώρα εκατομμύρια, ούτε τέθηκε θέμα άρνησης του θεού τους. Κανένας χριστιανός δεν τιμωρήθηκε για τον θεό που λάτρευε, αλλά γιατί αρνούντο να δεχθούν τους άλλους θεούς, δεδομένης της αποδοχής στον αρχαίο ρωμαϊκό κόσμο κάθε λατρείας ως ισότιμης με τις άλλες (φυσικά υπήρξαν κάποιες λίγες εξαιρέσεις με κάποιες καταστροφικές λατρείες) και φυσικά για ανάρμοστες και προκλητικές καταστάσεις από τους ζηλωτές.
Ενδιαφέρον έχει η συνεχής παρουσίαση στα μαρτυρολόγια ότι έβαζαν με την βία τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα ή στον αυτοκράτορα, κάτι που από ότι φαίνεται δεν γινόταν με αυτό τον τρόπο. Η θυσία αναφερόταν μόνο σε αυτούς που αφού είχαν συλληφθεί, αρνούνταν ότι ήσαν χριστιανοί, για να αποσυρθεί η κατηγορία εναντίον τους κι όχι για όσους επέμεναν ότι ήταν χριστιανοί. Επίσης απαγορευόταν το ψάξιμο και η έρευνα των χριστιανών, δεν γινόντουσαν δεκτές ανώνυμες καταγγελίες και μια επώνυμη καταγγελία κατά των χριστιανών, έπρεπε να αποδειχθεί ότι περιελάμβανε αντικοινωνική συμπεριφορά, ειδάλλως είχε κακές επιπτώσεις στον καταγγέλλοντα.
Για να καταλάβουμε το κλίμα, σήμερα που είναι δεδομένο ότι οι χριστιανοί “αποδέχονται” την θρησκευτική ελευθερία (τόσο δύσκολα όπως ξέρουμε με διάφορες μειονότητες) και την ύπαρξη άλλων πίστεων, είναι αποτέλεσμα της νεότερης εποχής της δημοκρατίας, που δημιουργήθηκε μετά τον Διαφωτισμό, και την αποδοχή του σπασίματος της Εκκλησίας σε τρεις διαφορετικές κύριες εκφράσεις που κάποιες μάλιστα είχαν πιστούς στις ίδιες χώρες. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που ίσχυε για χίλια ήδη χρόνια επικράτησης του Χριστιανισμού, αφού κάθε άλλη μη χριστιανική ή λίγο διαφορετική θεώρηση διαλυόταν ή δυνατόν στην γέννεση της. Τότε, τον 2ο έως 4ο αιώνα, δεν υπήρχε όπως και σήμερα τέτοιο θέμα, η κοινωνία ήταν ανεκτική σε κάθε θεώρηση, αλλά οι νεοφώτιστοι χριστιανοί θεωρώντας ότι έμαθαν την απόλυτη αλήθεια, λοιδορούσαν και ειρωνεύονταν τις άλλες προϋπάρχουσες θρησκείες, οι οποίες όλες ήταν ανεκτικές μεταξύ τους, και σε κάθε ευκαιρία κάποιοι περισσότερο φανατικοί δημιουργούσαν καταστροφές σε αγάλματα και έκτροπα. Η υιοθέτηση της αποτυχημένης προφητείας του Ιησού για την σύντομη όπως φαντάζονταν τότε “Δευτέρα Παρουσία”, οδήγησε τους πιο φανατικούς σε ακραίες εκδηλώσεις, με σκοπό την σύλληψη και θανάτωσή τους για να γίνουν μάρτυρες και σίγουροι κοινωνοί της “Βασιλείας των Ουρανών” τη στιγμή που “όλα σύντομα θα τελείωναν” όπως νόμιζαν. Η Εκκλησία αν και επισήμως αποκήρυξε τους φανατικούς και κάποιους τους αναφέρει σαν αίρεση, τους χρησιμοποίησε για να επιβάλει το δόγμα της σαν αγίους που μαρτύρησαν για τον Χριστό και την Εκκλησία, δηλαδή για την θρησκεία τους. Αφού δε επιβλήθηκε, δημιούργησε καινούργιους για να καλύψει και το φαινόμενο της ζήτησης ιερών λειψάνων που ήταν της μόδας όλον τον Μεσαίωνα.
Ας δούμε πως ξεκίνησε ο μόνος πραγματικός διωγμός, το 303, που στην ουσία κράτησε 3 μόνο χρόνια στην Ανατολή, ενώ στην Δύση ελάχιστα. 18 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Διοκλητιανό (να σημειωθεί ότι και η γυναίκα και η κόρη του Διοκλητιανού ήσαν χριστιανές), κάποιοι έκαψαν τον ναό της Νικομήδειας. Αμέσως βγαίνει διαταγή από το παλάτι για έρευνα και τιμωρία των ενόχων, οι υποψίες έπεσαν στους χριστιανούς, μετά από λίγο καίγονται και τα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Νικομήδειας που ήταν απέναντι σχεδόν από την εκκλησία της Νικομήδειας που λειτουργούσε μέχρι τότε κανονικά. Μετά από αυτό βγήκαν άλλα 3 διατάγματα που μπορούν να χαρακτηριστούν διωγμός, με αφορμή την τρομοκρατική δραστηριότητα των χριστιανών και θεωρητικά μόνο κράτησε για 6 χρόνια ακόμα, αφού μετά ο αυτοκράτορας αποσύρθηκε. Ο διωγμός στην Ανατολή συνεχίστηκε από τον Μαξιμίνο Β' μετά δέκα χρόνια στο διάστημα 311-313. Εδώ έχουμε καταστροφή εκκλησιών, μαζικές θυσίες, μετατροπή σε δούλους αλλά και θύματα, μόνο που υπολογίζονται γύρω στους τρεις-τέσσερις χιλιάδες χωρίς να ξέρουμε πόσοι από αυτούς ήταν εθελοντές και πρέπει να ήσαν αρκετοί.
Οι διωγμοί λοιπόν, δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με όσα αναφέρονται από τους απολογητές, τα δε θύματα λίγα σε σχέση με τους εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια που αναφέρουν οι χριστιανοί, κυρίως από φανατισμένους νεοφώτιστους με προκλητική στάση (ο.π. σ.148-150) ή σε εθελοντισμό μαρτυρίου (ο.π. σ.75-80) αντίστοιχης λογικής με τους σύγχρονους φανατικούς μουσουλμάνους που ζώνονται και ανατινάζονται με εκρηκτικά και νομίζουν ότι θα πάνε στον Παράδεισο.
Το εντυπωσιακότερο όμως είναι ότι ενώ οι ίδιοι έκαναν εξαιρετικά μεγάλους διωγμούς των εχόντων άλλη, ή λίγο διαφορετική πίστη· αυτό το ξεχνούν και έχουν καταφέρει επίσης τον κόσμο να το ξεχνά, ενώ θυμάται πάντα τα δήθεν εκατομμύρια μαρτύρων χριστιανών που σφαγιάστηκαν από “ειδωλολάτρες”.
Τί διωγμούς έκαναν; Είμαι σίγουρος ότι δεν σας έρχεται κάτι πρόχειρο στο μυαλό, γιατί η προπαγάνδα της Εκκλησίας φρόντισε για αυτό.
Καταστολή όλων των προ υπαρχουσών θρησκειών, διωγμοί κυρίως των Εθνικών. Απαγόρευση διά σειράς νόμων κάθε άλλης θρησκείας και υποχρεωτικός βαπτισμός όλων, αλλά και το χειρότερο, υποχρεωτικός νηπιοβαπτισμός από τον 6ο αιώνα, ώστε να σβήσει ή ούτως ή άλλως απαγορευμένη αρχαία λατρεία με το ζόρι. Αιματηρή καταστολή σχεδόν όλων των αιρέσεων, στους βογόμιλους, στους παυλικιανούς, στους Εβραίους· στους μονοφυσίτες και στους Σαμαρείτες εκτός από διωγμούς είχαμε και γενοκτονίες. Εικονομαχία με χιλιάδες θύματα, διαμάχη με τους Αρμένιους και τους μονοφυσίτες που κόστισε στο Βυζάντιο την Μικρά Ασία. Σφαγή των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη (Ανδρόνικος Α'). Σχίσμα Ανατολής-Δύσης, σταυροφορίες, πρώτη Άλωση, παράδοση στους Τούρκους και δεύτερη Άλωση, αντίδρασης στους επαναστάτες του '21, αντίδραση στους διαφωτιστές κ.λπ. κ.λπ.
Τα θύματα των διωγμών, αλλά και της πολιτικής δράσης της Εκκλησίας είναι εκατομμύρια, μόνο στη γειτονιά μας. Διαβάστε το πως επιβλήθηκε ο χριστιανισμός με όλη την απαραίτητη βιβλιογραφία στην σελίδα “Η ορθοδοξία και η άλλη άποψη”, για να μην νομίζετε ότι υπερβάλλω. Αν δούμε την δράση των Κονκισταδόρων, των Πορτογάλων και των Δυτικών εν γένει κατά την διάρκεια του Ευρωπαϊκού Αποικισμού στις νέες χώρες, ή τον τριακονταετή πόλεμο μεταξύ τους, τότε μιλάμε για δισεκατομμύρια θύματα. Όλα αυτά με την προτροπή, υποδαύλιση του εκάστοτε χριστιανικού ιερατείου ή των ιεραποστόλων, αλλά οπωσδήποτε την δράση των “τυφλών” και φανατικών πιστών του και όσων φυσικά εκμεταλλεύονται αυτές τις διαφορές πολιτικά. Να θυμάστε ότι Εκκλησία για τους χριστιανούς είναι κλήρος και λαός μαζί, και ότι κακό έχει κάνει το σύνολο αυτό, ακόμα και αν προβάλλουν κάποιους κανόνες τους που μιλάνε κατά της βίας, η βία ήταν κοινός τόπος της δράσης τους και όχι κάτι ξέχωρο από αυτή.
Οι λόγοι δίωξης των χριστιανών
Ας σκεφτούμε λίγο απλά, αν οι χριστιανοί πήγαιναν στις εκκλησίες τους και παρακολουθούσαν την λειτουργία, υπήρχε κανείς να τους κατηγορήσει για κάτι; Υπήρχε κανείς να κατηγορήσει κάποιον επειδή πίστευε στην άλφα ή την βήτα θεότητα, με τις χιλιάδες από δαύτες που υπήρχαν ήδη; Στην αρχαία εποχή υπήρχαν πράγματι χιλιάδες θεότητες και το να “θρησκεύεται” κάποιος με διαφορετικό τρόπο, ήταν κάτι απλό και φυσικό. Υπήρχε πλήρης αποδοχή διαφορετικών θεωρήσεων, θεοτήτων κ.λπ. και δεν υπήρχε μέχρι τότε, η λογική επικράτησης μιας θεότητας μιας κοινωνίας πάνω σε άλλη. Τί ήταν αυτό που δημιούργησε την αντιπαλότητα;
Αυτό που κατηγορούσαν πραγματικά τους χριστιανούς ήταν για το κακό όνομα που είχαν. Ας δούμε αντίστοιχα στην νεώτερη εποχή, το κακό όνομα που είχαν οι “μάρτυρες του Ιεχωβά”, τις διώξεις που υπέστησαν τις ταλαιπωρίες τους τόσο από το κράτος, στο στρατό κ.λπ. Γιατί όμως οι ιεχωβάδες απέκτησαν “κακό όνομα”; Αν πήγαιναν απλά στην εκκλησία τους και μελετούσαν τη γραφή θα ασχολιόταν κανείς μαζί τους; Το κακό όνομα οι ιεχωβάδες το απέκτησαν επειδή έκαναν προκλητικό προσηλυτισμό και είχαν περίεργες (για τους υπόλοιπους) δοξασίες, που έρχονται σε αντίθεση με την υπόλοιπη κοινωνία, όπως άρνηση στις μεταγγίσεις αίματος (που στοίχισε τη ζωή σε κάποιους), την στρατιωτική θητεία κ.λπ. Για τον ίδιο λόγο και οι χριστιανοί εκείνοι την εποχή είχαν κακό όνομα, για περίεργες δοξασίες και για αντικοινωνική δράση.
Άλλοτε η απαίτησή τους (για όσους ήταν Ιουδαίοι) να μην πληρώνουν τον φόρο των Εβραίων αφού αποσχίστηκαν από αυτούς, άλλοτε ήταν η παρεξήγηση της “κανιβαλικής” δεισιδαιμονίας για την “πόση του αίματος του Χριστού” και του “φαγώματος του σώματός του”, άλλοτε η άρνηση να στρατευτούν και να υπηρετήσουν την Ρώμη, άλλοτε η φονταμενταλιστική διάθεση κάποιων νεοφώτιστων χριστιανών που ήθελαν να πάνε στον Παράδεισο με συνοπτικές διαδικασίες (σαν τους φανατικούς μουσουλμάνους σήμερα), άλλοτε η καταστροφή των ιερών συμβόλων και των ιερών κτισμάτων των άλλων θρησκειών, αλλά σίγουρα ο προσηλυτισμός -ειδικά στους δούλους- και τις γυναίκες που έκαναν και κυρίως ή άρνηση για τις άλλες θεότητες και το προφανές μίσος για την θρησκεία όλων των υπολοίπων, η άρνηση να δέχονται εντολές από την πολιτεία, αφού μόνο τον Χριστό υπάκουαν και πολλά αντίστοιχα.
Αυτά τα θέματα ήταν πρωτόγνωρα για την αρχαία εποχή. Η ιδεοληψία επίσης που και σήμερα έχουν πολλοί χριστιανοί ότι αν κάνει κάποιος κάτι ανόσιο ή βλάσφημο για τον/τους θεούς της κοινότητας θα γίνει κάποια καταστροφή στην ίδια την κοινότητα, ήταν επίσης κάτι που βοήθησε τότε στην δημιουργία του κακού ονόματος, σε συνδυασμό με κάποιες θεομηνίες.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα πράγματα δεν είναι όπως μας τα έχουν πει. Ο Χριστιανισμός σε αντίθεση με ό,τι υπήρχε μέχρι τότε, ήταν (και είναι) μια εξωστρεφής επιθετική θρησκεία, που ο πιστός πρέπει να προβάλει την πίστη του, να κάνουν δημόσιες λιτανείες να κάνουν ξόρκια και αγιασμούς σε ό,τι δεν τους αρέσει (δίνοντας έτσι και το στίγμα του στόχου για τους φανατικούς), να βρίζουν και να περιφρονούν τις άλλες δοξασίες, αφού αυτοί μόνο γνωρίζουν την πραγματική αλήθεια, και να διαδίδουν την πίστη τους, δηλαδή να προσηλυτίζουν, να πείσουν τους πάντες για την αλήθεια τους. Η ιδεοληψία της μετά θάνατον “ουράνιας βασιλείας”, αλλά και τις αναμονής της Δευτέρας Παρουσίας που ακόμα φανταζόντουσαν ότι επέκειτο, σύμφωνα με την αποτυχημένη προφητεία του Ιησού, βοήθησε στον φονταμενταλισμό και την δημιουργία των μαρτύρων της.
Με την ιστορική γνώση σήμερα, ότι τα γνωστά θύματα ήταν λίγα, οι νόμοι συγκεκριμένοι σε συγκεκριμένες εποχές, καταλαβαίνουμε ότι το στήσιμο και η επικράτηση της θρησκείας αυτής εξ' αρχής έχει στηριχθεί στην άκρατη υπερβολή, το ψέμα και την θαυματοποιία. Η δράση της όταν επικράτησε και πως συμπεριφέρθηκε στους ανταγωνιστές της, δεν ήταν από αντίδραση λοιπόν για τις διώξεις που υπέστη, ήταν γιατί από την φύση της δεν δέχεται άλλη άποψη όπως δείξαμε και αυτή η δράση δίνει και το στίγμα πως ακριβώς άρχισε να διαδίδεται επιθετικά σε ένα ήρεμο θρησκευτικά περιβάλλον και τον λόγο που κάποιοι χριστιανοί διώχθηκαν από την πολιτεία. Δεν είναι τυχαίο ότι αν και χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τον προσηλυτισμό κατά κόρον, απαγορεύουν στους ανταγωνιστές τους να προσηλυτίζουν και εκείνοι.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ, Οι Μύθοι των χριστιανικών διώξεων
Όλοι έχουμε μάθει στο σχολείο και έχουμε ακούσει στον άμβωνα της εκκλησίας ότι τους 3 πρώτους αιώνες μ.Χ. οι Χριστιανοί ήταν θύματα μιας πρωτοφανούς επίθεσης από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί μαρτύρησαν ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, αρνούμενοι να απαρνηθούν αυτό που ήξεραν ότι είναι η Αλήθεια. Οι Χριστιανοί θεωρούν πως διώκονταν απλά και μόνο επειδή ήταν Χριστιανοί και τους χρησιμοποιούσαν σαν αποδιοπομπαίους τράγους όταν κάτι πήγαινε στραβά. Ρίχνονταν στα λιοντάρια για τη διασκέδαση των Ρωμαίων, εξαναγκάζονταν στη δουλεία, τους δήμευαν τις περιουσίες, κρύβονταν σε μυστικές συναντήσεις σε κατακόμβες μέχρι που στο τέλος θριάμβευσαν, κάνοντας την θρησκεία τους την επικρατούσα θρησκεία ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται σαν μια θρησκεία σφυρηλατημένη στη φωτιά.
Είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα; Οι ιστορικές πηγές που έχουμε για τους «διωγμούς» είναι στην καλύτερη περίπτωση αποσπασματικές και συχνά αναξιόπιστες. Ο Ευσέβιος είναι συνήθως η μοναδική σχετική πηγή, όμως ο Ευσέβιος ήταν ένας εκκλησιαστικός ιστορικός και, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε ότι είχε στο μυαλό του κάτι άλλο από μια εξιδανικευμένη εικόνα της γέννησης της Χριστιανικής εκκλησίας από το αίμα των πιστών και των μαρτύρων της. Γράφει στην ‘Ευαγγελική Προπαρασκευή’: «Θα είναι απαραίτητο κάποιες φορές να χρησιμοποιούμε ψευδολογία σαν γιατρειά για το όφελος αυτών που χρειάζονται τέτοια μορφή θεραπείας.» και αναφορικά με τα θύματα του Μεγάλου Διωγμού του Διοκλητιανού: «έχουμε αποφασίσει να μην περιγράψουμε τίποτα για αυτούς εκτός από αυτά με τα οποία μπορούμε να υπερασπιστούμε τη Θεία δίκη».
Στην πραγματικότητα, οι αποκαλούμενοι «διωγμοί» ήταν τοπικά περιστατικά και έλαβαν μέρος κατά κύριο λόγο επί μήνες και όχι χρόνια.
1) Το 64 μ.Χ. ήταν η χρονιά της περίφημης Μεγάλης Πυρκαγιάς της Ρώμης. Η πυρκαγιά ήταν μάλλον αποτέλεσμα ατυχήματος (κάτι όχι πολύ παράξενο, η Ρώμη ξανακάηκε το 69 και το 80) αλλά κατηγορήθηκε ο αυτοκράτορας Νέρωνας και λέγεται ότι για να αποσπάσει την προσοχή από πάνω του κατηγόρησε τους Χριστιανούς, τους οποίους έντυσε με δέρματα ζώων και τους έριξε στα σκυλιά ή τους έκαψε ζωντανούς. Όμως, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Χριστιανοί, όχι μόνο γιατί δεν είχαν πάρει ακόμα το όνομα «Χριστιανός», αλλά δεν υπήρχε καν η ιδέα του «Χριστιανού» σαν κάτι ξεχωριστό από τους υπόλοιπους Ιουδαίους. Οι ακόλουθοι του Ιησού ήταν, όπως και ο Ιησούς, Εβραίοι. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ήδη πολλά παρακλάδια του Ιουδαϊσμού που διαφωνούσαν μεταξύ τους για θέματα πολιτικής και δόγματος και οι Εβραίοι που ακολουθούσαν τον Ιησού δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Μόνο στα τέλη του 1ου αιώνα άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί οι ακόλουθοι του Ιησού, οπότε όταν ο Τάκιτος αναφέρει ότι Χριστιανοί τιμωρήθηκαν από τον Νέρωνα σαν υπαίτιοι της πυρκαγιάς (αλλά και όταν ο συγγραφέας του ‘κατά Λουκά Ευαγγέλιο’ και των ‘Πράξεων των Αποστόλων’ αναφέρει διωγμό Χριστιανών από Εβραίους), έχουμε να κάνουμε με ετεροχρονισμένη χρήση του όρου. Για την ακρίβεια, είναι απίθανο ότι τον καιρό της μεγάλης πυρκαγιάς οι ακόλουθοι του Ιησού θεωρούνταν σαν μία ξέχωρη και διαφορετική ομάδα. Για ολόκληρο τον πρώτο αιώνα μάλιστα, είναι ασαφές αν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήξεραν καν ότι υπήρχαν «Χριστιανοί». Εφόσον λοιπόν δεν αναγνωρίζονταν καν σαν Χριστιανοί, είναι απίθανο και να ήταν αρκετά γνωστοί και μισητοί ώστε ο Νέρωνας να τους ξεχώρισε σαν αποδιοπομπαίους τράγους. Εφόσον η πηγή για τον «διωγμό» αυτόν είναι ο Τάκιτος, ο οποίος γράφει περίπου το 115 μ.Χ., οι περιγραφές του μάλλον δείχνουν την αυξάνουσα προκατάληψη εναντίον των Χριστιανών στην δικιά του εποχή και όχι έναν αιώνα πριν. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα περιγράφει ο Τάκιτος, αποτελούν μεμονωμένο περιστατικό, και όχι κάποια νομοθεσία εναντίον των Χριστιανών ή ένα κυνήγι μεγάλης κλίμακας, που θα έπρεπε να είναι αν θέλουμε να μιλάμε για «διωγμό».
2) Όσον αφορά τον διωγμό του Δομιτιανού (κυβέρνησε από το 81 μέχρι το 96 μΧ), δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία εκτός από του Ευσέβιου, του οποίου οι εξιστορήσεις αμφισβητούνται εκτενώς ως βιαστικές, περιστασιακές και αναξιόπιστες (Timothy D. Barnes, «Legislation Against the Christians»). Ο Δομιτιανός φορολογούσε τους Ιουδαίους και οι Χριστιανοί αρνούνταν να πληρώσουν το «φόρο του διδράχμου» καθότι δεν ήταν πλέον Ιουδαίοι. Σίγουρα οι Ρωμαίοι δεν αναγνώρισαν αυτήν την αυτόκλητη φοροαπαλλαγή και φερόντουσαν στους Χριστιανούς όπως σε όλους όσοι δεν πλήρωναν το φόρο. Και πάλι, ακόμα και αν οι ιστορίες μαρτύρων της εποχής αυτής είναι πραγματικές, αφορούν μεμονωμένα περιστατικά και δεν μπορούμε να μιλάμε για διωγμό της άσκησης ενός θρησκευτικού δόγματος. Μέχρι και την εποχή του Δομιτιανού δεν υπήρχε κανένας νόμος κατά των Χριστιανών.
3) Οι πρώτες αποδείξεις «δίωξης» Χριστιανών εμφανίζονται το 112 στην αλληλογραφία μεταξύ του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού και του κυβερνήτη Βιθυνίας και Πόντου, Πλινίου. Ανάμεσα στις 124 επιστολές που διασώθηκαν μεταξύ των δύο, οι οποίες απαρτίζονται από ερωτήματα του Πλινίου για διοικητικά θέματα και απαντήσεις του αυτοκράτορα, υπάρχει μια σύντομη συζήτηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει ο κυβερνήτης Χριστιανούς που παρουσιάζονται σε δικαστήρια. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της αλληλογραφίας με το ερώτημα αυτό, αποτελεί απόδειξη ότι δεν υπήρχε κάποιος βασικός κανόνας για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι Χριστιανοί. Ο κυβερνήτης δεν ήξερε καν πώς να ενεργήσει. Αν και δεν διευκρινίζεται ο λόγος που οι εν λόγω Χριστιανοί έφτασαν στο εδώλιο, και οι δύο Ρωμαίοι συμφωνούν στα γραπτά τους ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να κυνηγιούνται. Άρα δεν υπήρχε κάποιο πρότυπο για το κυνήγι Χριστιανών, και ο Τραϊανός θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κάποιο. Στην περίπτωση βέβαια που κάποιος Χριστιανός έφτανε στο δικαστήριο (για οποιονδήποτε λόγο) όφειλε να αποδείξει ότι λάτρευε τους ρωμαϊκούς θεούς. Σε αντίθετη περίπτωση θανατώνονταν. Ο Πλίνιος τους έδινε τρεις ευκαιρίες να δηλώσουν πίστη στην επίσημη θρησκεία και γράφει: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι, οποιοδήποτε κι αν είναι το θρήσκευμά τους, το πείσμα και η ανένδοτη ισχυρογνωμοσύνη πρέπει να τιμωρούνται.» Τιμωρείται δηλαδή όχι ο «Χριστιανός», αλλά ο «ανυπάκουος». Όταν γράφει αλλού ανησυχώντας για την απώλεια κρατικών εσόδων και τον αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες από το άδειασμα των ναών και τη μείωση πωλήσεων ζώων για προσφορά θυσίας λέει: «η επιδημία αυτής της δεισιδαιμονίας έχει εξαπλωθεί όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και στα χωριά και στις φάρμες.» Το ότι αποκαλεί τον Χριστιανισμό «δεισιδαιμονία» μας δείχνει ότι δεν τον θεωρούσε καν θρησκεία, δεν ενδιαφερόταν μάλιστα καθόλου για το περιεχόμενο του δόγματός του, κάτι που φαίνεται στις επιστολές του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι οικονομικές και διοικητικές επιπτώσεις, και η υποταγή στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
4) Για τους «διωγμούς» του Μάρκου Αυρήλιου και του Σεπτίμιου Σεβήρου, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία, και όποια βιαιότητα έλαβε χώρα, θεωρείται ότι υπεύθυνοι ήταν τοπικοί κυβερνήτες και όχι κάποιο αυτοκρατορικό διάταγμα. Το πρόβλημα παραμένει ότι η μοναδική πηγή που υποστηρίζει ότι υπήρξε διωγμός είναι ο εκκλησιαστικός Ευσέβιος, ο οποίος είδαμε ότι θεωρείται αναξιόπιστος ως ιστορικός.
5) Τον Ιανουάριο του 250 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Δέκιος δημοσίευσε ένα διάταγμα που πρόσταζε όλους τους κατοίκους της επικράτειας να θυσιάσουν στο όνομά του. Αυτοί που υπάκουαν θα λάβαιναν ένα πιστοποιητικό (libelus), σαν απόδειξη της θυσίας που είχαν κάνει. Το διάταγμα του Δέκιου δεν απευθυνόταν συγκεκριμένα στους Χριστιανούς, αλλά σε όλους τους υπηκόους του. Το αίτιο έκδοσης του διατάγματος ήταν η προάσπιση της κοινωνικής συνοχής. Όταν ο Δέκιος ανέλαβε την εξουσία, έπρεπε να αντιμετωπίσει πολιτικούς αντιπάλους καθώς και μια διχασμένη αυτοκρατορία. Το γεγονός ότι δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή (γεννήθηκε στη σημερινή Σερβία) έκανε δυσκολότερη την εγκαθίδρυσή του στη Ρώμη. Ξεκίνησε λοιπόν μια εκστρατεία επαναφοράς των παραδοσιακών ρωμαϊκών αξιών και συντήρησης του οράματος της Pax Romana. Το ενδιαφέρον του για την αυτοκρατορική θρησκεία ήταν μέρος αυτής της προσπάθειας. Με το να επιβάλει τη συμμετοχή των υπηκόων του σε αυτήν τη θρησκεία, ήθελε να επαναφέρει τη Ρώμη στις ένδοξες μέρες της και να εστιάσει την προσοχή και την αφοσίωση των Ρωμαίων σε αυτόν. Το πιστοποιητικό αφορούσε κοινωνικό κομφορμισμό και πολιτική υπακοή και δεν ανέφερε συγκεκριμένα ότι αυτός που το κατείχε δεν είναι Χριστιανός ή ότι απαρνιέται τον Χριστό. Το διάταγμα αφορούσε ποινική δίωξη, όχι θρησκευτική. Επίσης, δεν είναι σαφές κατά πόσο γίνονταν έλεγχοι από τις αρχές για την παρουσίαση του πιστοποιητικού, ούτε πώς τιμωρούνταν όσοι δεν το κατείχαν, καθώς και πόσα ήταν τα θύματα αυτών που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το διάταγμα, που έμεινε σε ισχύ επί μόλις 18 μήνες.
6) Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός, το 258 μ.Χ. με διάταγμά του, διέταξε το θάνατο των Χριστιανών ιερέων και επισκόπων, και των Χριστιανών συγκλητικών και υψηλόβαθμων διοικητικών σε περίπτωση που δεν αποστατούσαν. Κατ’ αρχάς, πρέπει να μας κάνει εντύπωση ότι ούτε μία δεκαετία μετά το «διωγμό» του Δέκιου οι Χριστιανοί φέρονται να ανήλθαν τόσο εύκολα στην εξουσία ώστε να υπάρχουν ακόμα και υψηλόβαθμοι και συγκλητικοί Χριστιανοί! Πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο αν συστηματικά η ίδια αυτή κυβέρνηση τους δίωκε; Όσον αφορά το διάταγμα του Βαλεριανού, είναι η πρώτη νομοθεσία συγκεκριμένα κατά Χριστιανών. Όχι όμως όλων των Χριστιανών. Το ενδιαφέρον του περιοριζόταν σε επισήμους, όχι σε όλο τον κλήρο. Σκοπός του ήταν η ακεραιότητα της ρωμαϊκής κυβέρνησης και ο περιορισμός της επιρροής μιας ομάδας εν δυνάμει καταστροφικής (στα δικά του μάτια). Μπορεί το μέτρο να μας φαίνεται ακραίο και βάναυσο (και φυσικά ήταν), αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα και σήμερα σε πολλές πολιτείες της Αμερικής δεν μπορούν άθεοι να εκλεγούν δήμαρχοι ή κυβερνήτες (βάση νόμου), στη Βρετανία η βασίλισσα απαγορευόταν μέχρι το 2011 να παντρευτεί ρωμαιοκαθολικό και στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει ακόμα η ανάγκη θρησκευτικού όρκου κάθε νέας κυβέρνησης. Ελάχιστοι φαίνεται να είναι αυτοί που πέθαναν σαν αποτέλεσμα του διατάγματος του Βαλεριανού, το οποίο ακυρώθηκε το 260, με το θάνατό του.
7) Ο διωγμός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού προσομοιάζει περισσότερο από κάθε άλλον την εικόνα που παρουσιάζεται για τους διωγμούς κατά Χριστιανών. Με διάταγμα, ο Διοκλητιανός το 303, έκανε παράνομες τις συναντήσεις Χριστιανών, δήμευσε τις περιουσίες τους, κατάσχεσε ιερά κείμενα, μετέτρεψε ελεύθερους Χριστιανούς σε σκλάβους. Ο βαθμός της θηριωδίας και η έκταση του διωγμού διέφερε ανά περιοχή. Στη Δύση μόνο σποραδικά επιβλήθηκε το διάταγμα και όχι στο σύνολο των λεπτομερειών του. Εξασθένησε η επιβολή του μέχρι το 304 και τερματίστηκε επίσημα το 306 από τον Κωνσταντίνο που μάλιστα όχι μόνο απελευθέρωσε σκλαβωμένους Χριστιανούς αλλά τους επέστρεψε και τις κατασχεμένες περιουσίες τους. Πιο βίαια επιβλήθηκε η δίωξη στη Βόρεια Αφρική, όπου το 304 με νέο διάταγμα υποχρεώνονταν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, να μαζεύονται σε πλατείες και να προσφέρουν θυσίες. Σε περίπτωση άρνησης θανατώνονταν. Το παράξενο είναι ότι ακόμα και ο εκκλησιαστικός Ευσέβιος δε δίνει βαρύτητα σε επεισόδια στη Βόρια Αφρική. Ακόμα και στην ιστορία των Μαρτύρων της Παλαιστίνης μόνο οι 16 από τους 99 Χριστιανούς μάρτυρες φαίνεται να αναζητήθηκαν από τις αρχές, κάτι που μας αφήνει να υποθέσουμε ότι οι υπόλοιποι ενδεχομένως να παρουσιάστηκαν από μόνοι τους για να μαρτυρήσουν, συμπεριφορά που εκείνα τα χρόνια συνέβαινε περιστασιακά και μόνο αργότερα καταδικάστηκε από την Εκκλησία σαν πράξη παρόμοια με την αυτοκτονία. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε πόσο άσχημη ακριβώς ήταν η δίωξη, αλλά ξέρουμε ότι τα διατάγματα δεν επιβάλλονταν ομοιόμορφα και ότι ακόμα και στην Ανατολή, όπου οι Χριστιανοί λένε ότι οι διώξεις ήταν χειρότερες, οι πιστοί σπάνια αναζητούνταν από τις αρχές. Όπως και να ‘χει, φαίνεται η δίωξη να τερματίστηκε το 305 με την απόσυρση του Διοκλητιανού και να συνεχίστηκε από τον Μαξιμίνο Β’ από το 311 μέχρι το 313. Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 3.000 με 3.500 Χριστιανοί και όχι εκατοντάδες χιλιάδες (μέχρι και 20.000.000!!!) όπως αναφέρεται αυθαίρετα σε κατηχητικά και σε site. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι ο Διοκλητιανός δεν είχε στόχο αποκλειστικά τους Χριστιανούς. Ήδη από το 296 ζητούσε το θάνατο των Μανιχαϊστών και το κάψιμο των κειμένων τους, και ακόμα και οι Χριστιανοί, όταν απέκτησαν δύναμη, ζήτησαν την κατάργηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους (381 μ.Χ.).
Όλες αυτές τις φρικαλεότητες πρέπει να τις δούμε υπό το πρίσμα της εποχής που συνέβησαν. Η Ρώμη δεν ήταν μια δημοκρατική, ανοιχτή κοινωνία όπως θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους οι σημερινές δυτικές. Κάποιος μπορούσε να εκτελεστεί με βάναυσο και ευφάνταστο τρόπο για σχετικά ασήμαντα αδικήματα όπως το κάψιμο σοδειάς ή η διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας. Η βία που εξαπέλυσε ο Νέρωνας εναντίον των Χριστιανών μετά την πυρκαγιά δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη δεδομένης της βίαιης ιδιοσυγκρασίας του ίδιου και των γενικών κανόνων της ρωμαϊκής τιμωρίας.
Με εξαίρεση λοιπόν, ίσως, την κλιμάκωση της αγριότητας της Μεγάλης Δίωξης (303-305), τίποτα στην αντιμετώπιση των Χριστιανών από τους Ρωμαίους δεν δικαιολογεί τον γενικευμένο μύθο που διδάσκεται στα σχολεία και στα κατηχητικά. Η εικόνα που έχουμε για τους διωγμούς κατά Χριστιανών που επί 3 αιώνες οδήγησαν στον φρικιαστικό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες Χριστιανούς πολίτες δεν μπορεί να είναι ρεαλιστική, δεδομένου του ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, βλέπουμε ότι οι Χριστιανοί δεν ήταν θύματα συνεχούς δίωξης από τους Ρωμαίους ούτε σε αυτοκρατορικό ούτε σε τοπικό επίπεδο, αλλά και του ότι οι Ρωμαίοι ήταν σχετικά ανεκτικοί όσον αφορά τη θρησκεία (συγκριτικά μόνο με άλλους αρχαίους λαούς όπως οι Σελευκίδες).
Υπήρχε ανεκτικότητα και προσαρμογή των ξένων θρησκειών στον ρωμαϊκό πολυθεϊσμό (όπως του Δωδεκάθεου). Όταν η Ρώμη κατακτούσε μια πόλη ή περιοχή, ενσωμάτωνε στοιχεία της θρησκείας της στη ρωμαϊκή θρησκεία και άφηνε τους ντόπιους να την εξασκούν σχετικά ανενόχλητοι, αρκεί να μην ερχόταν σε αντίθεση με τους νόμους της αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι δεν είχαν πρόβλημα με ακίνδυνες πρακτικές όπως οι βαπτίσεις και οι ύμνοι. Είχαν πρόβλημα με εκείνες τις πλευρές του Χριστιανισμού που έμοιαζαν με προδοσία, επανάσταση ή καταπάτηση των νόμων και των ηθικών αρχών της αυτοκρατορίας. Η απειλητική για το ιμπεριαλιστικό κράτος ιδέα του αντιρρησία συνείδησης για παράδειγμα, ήταν ανήκουστη στη Ρώμη πριν τους Χριστιανούς. Όταν ένας δικαστής διέταζε έναν Χριστιανό να υπακούσει το νόμο του κράτους και αυτός απαντούσε ότι υπακούει μόνο το νόμο του Θεού, αυτό στα αυτιά του δικαστή ακουγόταν σαν στασιασμός και υπονόμευση του πολιτικού, όχι του θρησκευτικού, καθεστώτος. Το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι παρεξηγούσαν πρακτικές όπως η «πόση του αίματος του Χριστού» και η «βρώση του σώματός του» για κανιβαλισμό καθώς και τις αναφορές στη «αδελφική αγάπη» για σεξουαλικές παρεκκλίσεις, δε βοηθούσε την ομιχλώδη οπτική τους για τη μυστηριακή αυτή θρησκεία. Ακόμα και σκλάβοι Χριστιανών (ναι, Χριστιανοί είχαν σκλάβους) κατηγορούσαν τους αφέντες τους για κανιβαλισμό και αιμομιξία.
Οι Χριστιανοί που έζησαν επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και αργότερα, δεν χάρισαν στους παγανιστές την θρησκευτική ανεκτικότητα που αυτοί ζητούσαν επί γενεές. Εξιστορήσεις με Χριστιανούς να καταστρέφουν παγανιστικούς ναούς και να επιτίθενται σε παγανιστικά θρησκευτικά κέντρα είναι εξαιρετικά συνήθεις. Με τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού, οι πιστοί μετατράπηκαν «από αμνούς σε λέοντες» (H. A. Drake). Δεν έβλεπαν διαφορά μεταξύ αυτών και των μαρτύρων των διωγμών του Δέκιου ή του Διοκλητιανού. «Δεν υπάρχει έγκλημα για αυτούς που είναι με τον Χριστό.» (μοναχός Σενούθιος, 5ος αιώνας)
Σήμερα βλέπουμε τη φαινομενική μαρτυρική καταγωγή του Χριστιανισμού και το αίσθημα αδικίας των διωγμών να κατακλύζει τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία των πιστών και να τους οδηγεί σε εκδικητικές ενέργειες. Αυτός που αισθάνεται ότι διώκεται έχει και την αίσθηση δικαίου όταν επιτίθεται. Έτσι, ο κάθε «παστίτσιος» αξίζει να μπει στη φυλακή, γιατί βεβηλώνει τα όσια μιας θρησκείας και ενός ολόκληρου λαού, κι ας μην έβλαψε κανέναν. Και όταν ο Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας καλεί τους Χριστιανούς να είναι έτοιμοι «μέχρι αίματος και φυλακίσεων» να αντισταθούνε στους συντελεστές του Corpus Christi, το κάνει γιατί αυτοί είναι που πρόσβαλαν την πίστη και απείλησαν την ελεύθερη πατρίδα μας, κι ας μην υποχρέωσαν κανέναν να πάρει μέρος στο «βλάσφημο» θέαμα που προσέφεραν. Είναι η πίστη ότι διώκεσαι που σε ωθεί να επιτεθείς σε άλλους. Η γλώσσα της δίωξης και των μαρτύρων είναι η γλώσσα του πολέμου.
Σε Χριστιανικούς όρους, αν διώκεσαι, μάλλον κάτι κάνεις καλά. Και αν η ζωή σου κινδυνεύει, τα λόγια σου έχουν μεγαλύτερη αξία. Οι πράξεις σου, μεγαλύτερη νομιμότητα. Η ρητορεία της δίωξης νομιμοποιεί και επιβάλει την ανταποδοτική βία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου