Κατά καιρούς πλανάται εντός αλλά και εκτός της επικράτειας του Ελληνικού κράτους το ερώτημα:
οι σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας και οι πάσης φύσεως λεγόμενοι ομογενείς τους είναι φυλετικά απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;
Λέω φυλετικά διότι πολιτισμικά δεν είναι ολοφάνερα, αφού όποιος έχει μελετήσει τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων αμέσως θα διαπιστώσει ότι οι Νεοέλληνες είναι ποτισμένοι από τον ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό, ο οποίος όχι μόνον τίποτε το ελληνικό δεν διαθέτει αλλά και πολέμησε με λύσσα οτιδήποτε το ελληνικό (κυρίως τις έννοιες των λέξεων της ελληνικής γλώσσας). Εδώ στον ερεβοκτόνο έχει αναρτηθεί ικανός αριθμός άρθρων τα οποία περιέχουν τα σχετικά ντοκουμέντα.
Και μόνο το γεγονός ότι ο χριστιανικός πληθυσμός που ενδιαιτεί στην ελληνική επικράτεια, αλλά και ολόκληρη η ομογένεια δίχως ίχνος ντροπής ανέχεται να ψάλουν οι ιερείς του το κατάπτυστο «Των αγίων προπατόρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ», αρκεί για να βγάλει κανείς τα σχετικά του συμπεράσματα. Έπειτα δεν γίνεται να σχετίζεται κανείς με Έλληνες και να πιστεύει σε θρησκεία που ο ίδιος ο θεός της δίδαξε το άθλιο και ελεεινό «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».
Το τι έχει γραφεί και ειπωθεί, όσον αφορά στην απάντηση του ως άνω λοιπόν ερωτήματος, δύσκολα περιγράφεται και λόγω του όγκου που διαθέτει και λόγω των αυθαιρεσιών που περιέχει. Απ’ όσο μπορώ να υπολογίσω, άκρη της προκοπής δεν πρόκειται να βρεθεί ώστε το ερώτημα να απαντηθεί ικανώς.
Θέτω τώρα το εξής ερώτημα, ποια η αξία της απάντησης, όποια και να είναι αυτή, στο ερώτημα «οι σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας και οι πάσης φύσεως λεγόμενοι ομογενείς είναι φυλετικά απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;»;
Η γνώμη μου είναι ότι η οποιαδήποτε απάντηση δεν διαθέτει απολύτως καμμιά αξία.
Ας δούμε τι μπορεί να προκύψει από την απάντηση ότι οι Νεοέλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Λέτε να ξινίσει κανένας τραχανάς εξ αιτίας της; Να αλλάξει κάτι στην χώρα της Ελλάδος ή στην οικουμένη των ανθρώπων; Να προκύψουν ομαδικές αυτοκτονίες από την πλευρά των Νεοελλήνων;
Από την άλλη, ας υποθέσουμε ότι αποδεικνύεται απόλυτα κι από κάθε οπτική γωνία ότι οι Νεοέλληνες είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Τι θα πούμε τότε; Εγώ λέω ότι θα πω: χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι ή σιγά τα λάχανα. Κι αν κάποιος νομίζει ότι μπορεί να πει κάτι το σπουδαιότερο, απ’ αυτά που είπα, να μας το γράψει για να το διαβάσουμε. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν θα βρεθεί κανείς ο οποίος όταν θα συναντά στον δρόμο του κάποιον Νεοέλληνα να κάθεται και να τον θαυμάζει, για τον λόγο ότι είναι γνήσιος απόγονος των αρχαίων Ελλήνων.
Επομένως, και σίγουρα τουλάχιστον κατά την γνώμη μου, το ερώτημα εάν «οι σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας και οι πάσης φύσεως λεγόμενοι ομογενείς είναι φυλετικά απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;» είναι μια σαπουνόφουσκα η οποία περιέχει κοπανιστό αέρα. Ένα ερώτημα το οποίο μόνο ανερμάτιστους ανθρώπους μπορεί να ενδιαφέρει, του τύπου του επαγγελματία απόγονου. Τι είσαι ρε συ; Απόγονος των αρχαίων Ελλήνων. Ξέρεις κάτι για τους αρχαίους Έλληνες; Έχω μαύρα μεσάνυχτα. Φτου σου ρε μαλάκα.
Μια ικανή απόδειξη:
Πρόκειται για γεγονός το οποίο μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε σχολείο της ρωμιοσύνης. Ας το διαβάσουμε λοιπόν:
Χριστιανικό εορτολόγιο. Ο διαχρονικός εξευτελισμός των Νεοελλήνων
****************************************
1821: ΠΩΣ ΟΙ ΡΩΜΙΟΙ ΜΕΤΑΛΛΑΧΤΗΚΑΝ ΣΕ “ΕΛΛΗΝΕΣ”
Από το «νεοελληνικό διαφωτισμό» βλάστησαν ελληνοχριστιανισμός, εθνικισμός και μεγαλοϊδεατισμός
Αδ. Κοραής: Ο πραγματικός πατέρας τής ιδεολογικής μας σχιζοφρένειας
Μερικές δεκαετίες πριν από το ‘21, ο Αδαμάντιος Κοραής ξέθαψε αυθαίρετα και επέβαλε σιγά-σιγά την ξεχασμένη για αιώνες λέξη «έλληνας» χωρίς να απορρίψει βέβαια, το χριστιανισμό. Είχε την πεποίθηση, ότι έτσι θα μας έφερνε πιό γρήγορα κοντά στα κείμενα των αρχαίων ελλήνων και θα γινόταν μιά ταύτιση, συγκλονιστική για τον μέσο κάτοικο τού ελλαδικού χώρου (αρβανίτη, βλάχο, βορειοαφρικανό, ανατολίτη κ.λπ.), ότι είναι δήθεν απόγονος αυτού, που έφτιαξε τον Παρθενώνα και όλα τα λαμπρά μνημεία.
Η ιδέα έπιασε γρήγορα. Από τότε, όλο και περισσότεροι ρωμιοί άρχισαν να συνδέουν τους εαυτούς τους με κάποιο φανταστικό παρελθόν και να ανακαλύπτουν τους «αρχαίους προγόνους». Κολακεύονταν να έχουν την ψευδαίσθηση, πως ήταν τάχα απόγονοι των αρχαίων ελλήνων.
Η περίοδος τού΄21 επομένως, αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο. Όχι βέβαια, επειδή έγινε κάποια δήθεν «ελληνική επανάσταση» -πλιάτσικο χριστιανικών συμμοριών, αρβανιτών στην πλειοψηφία τους, ήταν στην πραγματικότητα εξ άλλου, όπως έχουμε δείξει σε παληότερα άρθρα μας, αλλά γιατί κατά τη σύντομη εκείνη περίοδο, οι ρωμιοί υπήκοοι τής οθωμανικής αυτοκρατορίας με την καθοδήγηση τού Κοραή και των άλλων εκπροσώπων τού λεγόμενου «νεοελληνικού διαφωτισμού» μεταλλάχτηκαν σε «έλληνες».
Ο Αδ. Κοραής ήταν ο πραγματικός πατέρας τής νεορωμέικης σχιζοφρένειάς μας κι όχι ο Σπ. Ζαμπέλιος ή ο Κων. Παπαρρηγόπουλος. Ο Κοραής έριξε το σπόρο κι εκείνα τα χρόνια ριζοβόλησε ο ελληνοχριστιανισμός κι ο ρωμέικος εθνικισμός μαζί με τα μεγαλοϊδεάτικα ουτοπικά οράματα, που ήταν φυσικό επακόλουθό τους.
Οι συνέπειες όλων αυτών των υπερφίαλων ιδεοληψιών ήταν ολέθριες κι έκτοτε ταλανίζουν διαχρονικά το -πολλάκις χρεωκοπημένο, προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων- κρατίδιο τής Ρωμιοσύνης.
Διαφωτισμός:
Ένα εξουσιαστικό τέχνασμα
Δέν είναι τυχαίο, πως οι εξουσιαστές σε διάφορες «ειδικές» χρονικές περιόδους επαναφέρουν το θέμα τού «διαφωτισμού» στο επίκεντρο τής προσοχής τού κόσμου, προκειμένου να τον εγκλωβίσουν μέσα στους εκάστοτε ιδεολογικούς αποπροσανατολισμούς τους. Αυτή η αναθέρμανση είναι πάντοτε σχεδόν ταυτισμένη με την προσπάθεια, που καταβάλλεται από την εξουσία -σε κρίσιμες περιόδους της- να «φρεσκάρει» το πρόσωπο τής ιδεολογίας της.
Ο διαφωτισμός -και κάθε είδους παραλλαγή του- περιέχει τη λογική και την αντίληψη τής πρωτοπορίας διακατεχόμενος και διαχέοντας ένα πνεύμα επιβολής πάνω στους ανθρώπους. Αυτή καθ’ εαυτή η λέξη, αλλά και το περιεχόμενο, που τής δίνεται, περιέχει τη λογική τής πρωτοπορίας και τής καθοδήγησης κάποιων «μή φωτισμένων» από κάποιους «φωτισμένους».
Εκτός των άλλων, ο όρος διαφωτισμός παραπέμπει σε μιά εποχή και μιά κίνηση καταστάσεων και ιδεών, που εξετάστηκαν και καθορίστηκαν -με την μία ή την άλλη μορφή και ονομασία- εκ των υστέρων. Αποτελεί προϊόν ερμηνείας γεγονότων, όπως τα είδαν και τα προσδιόρισαν κάποιοι μετανενέστεροι, που ερμήνευσαν τα φαινόμενα και τις εξελίξεις απομονώνοντας χαρακτηριστικά, που οι ίδιοι θεώρησαν σημαντικά, πρωτεύοντα και πάνω απ΄όλα εξυπηρετικά των επιδιώξεών τους, τα οποία οι άνθρωποι τής εποχής, όπου αναφέρονταν, είτε δέν γνώριζαν ή δέν έβλεπαν τους εαυτούς τους να περιέχονται και να εκφράζονται από αυτά.
«Ευρωπαϊκός διαφωτισμός»
Σύμφωνα με τις απόψεις των εκπροσώπων τής κυριαρχίας, ο «ευρωπαϊκός διαφωτισμός» εκτείνεται από το 1688 (επανάσταση στην Αγγλία) ως το 1789 (κοινωνική επανάσταση στη Γαλλία) και προβάλλεται συνήθως ως μιά ευρύτερη επιστημονική, κοινωνική, οικονομική, πολιτική και γενικότερη ιδεολογική κίνηση αμφισβήτησης, η οποία διεκδικούσε ελευθερία στοχασμού και έκφρασης, ανεξιθρησκία, οικονομική ελευθερία, κατάργηση προνομίων, ισότητα, επαναπροσδιορισμό τής σχέσης τού ανθρώπου προς τη φύση εκφράζοντας την πίστη της προς την ανθρώπινη λογική.
Δέν χρειάζεται ωστόσο, ούτε ιδιαίτερη προσπάθεια ούτε απαιτούνται ιδιαίτερες μελέτες και γνώσεις, γιά να αντιληφθεί ο καθένας, ότι ο εκ των υστέρων αποκληθείς «ευρωπαϊκός διαφωτισμός» αποτέλεσε μιά κίνηση «κορυφών», που πρόβαλε τα βασικά αιτήματα τής ανασυγκροτούμενης κυριαρχίας -με την αστική της μορφή- στη σύγκρουσή της με το παληό καθεστώς αποτελώντας μιά προσπάθεια θεωρητικής επένδυσης και δικαίωσης των νέων προβαλλόμενων δομών εξουσίας απέναντι σ’ ένα σύστημα, που με τις παληές δομές ήδη κατέρρεε.
Όμως, η κίνηση τού «διαφωτισμού», που αναπτύχθηκε εκτός από την Αγγλία και τη Γαλλία και σε άλλες χώρες (Γερμανία, Ιταλία κ.α.) καλύπτοντας ολόκληρη την Ευρώπη, δέν αποτελεί ένα ομοιογενές και συγκεκριμένο ρεύμα με ενιαία φιλοσοφία και μέθοδο. Στο σύνολό της εκφράζει και προβάλλει μιά εμμονή στη λογική ικανότητα των ανθρώπων, τον κριτικό έλεγχο, την άρνηση των παραδόσεων και τής αυθεντίας, την αντίληψη περί φυσικής ισότητας των ανθρώπων και την πίστη στις δυνατότητες ανάπλασης τής κοινωνίας.
Τα παραπάνω βέβαια, αποτελούν στοιχεία, που, μέσα στη συνολικότερη λογική τής εξουσίας, συγκροτούν τη βάση, από την οποία ξεπηδούν οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους «-ισμούς», κοινωνιολογικές σχολές κ.λπ., που παρόλες τις διαφορές τους, έχουν ως κοινό τόπο την αντίθεση στην ειλικρινή και άμεση δράση και στάση των απλών ανθρώπων, στην εμπιστοσύνη προς τη δημιουργική τους ικανότητα και την πηγαία δυνατότητα γιά την απελευθέρωση τής κοινωνίας.
Γιατί όλα τα στοιχεία, που προέβαλε ο «ευρωπαϊκός διαφωτισμός» δέν ήταν παρά μιά προσπάθεια των κυρίαρχων να οικειοποιηθούν τις ελπίδες και τις επιθυμίες των απλών ανθρώπων. Βάλθηκαν όμως, με τέτοιο τρόπο και τέτοιες λογικές, ώστε να προσανατολίσουν τη δράση των ηγετικών ομάδων στον προσεταιρισμό των διάφορων κοινωνικών ομάδων, που θα διαμόρφωναν το μοντέλο τού «νέου» υπήκοου-πολίτη στα υπό συγκρότηση εθνικά κράτη.
«Η θεϊκή απάτη», θα γράψει ο Μ. Μπακούνιν αναφερόμενος στη γαλλική εκδοχή τού «διαφωτισμού», «με την οποία ανατράφηκε η ανθρωπότητα -για να μιλήσουμε μόνο γιά το χριστιανικό κοσμο- εδώ και 18 αιώνες, αποδείχθηκε γιά μιά φορά ακόμα πιό ισχυρή από την ανθρώπινη αλήθεια.
»Επειδή δέν μπορούσε πιά να μεταχειρισθεί τους ρασοφορεμένους, τα άγια κοράκια τής Εκκλησίας, τους καθολικούς και διαμαρτυρόμενους παπάδες, που είχαν χάσει κάθε εμπιστοσύνη, χρησιμοποίησε λαϊκούς, παπάδες, ψεύτες και σοφιστές δίχως ράσα, ανάμεσα στους οποίους ο κύριος ρολος δόθηκε σε δύο μοιραίους ανθρώπους. Ο ένας ήταν το πνεύμα το πιό πλάνο, ο άλλος η θέληση η πιό δογματικά δεσποτική τού περασμένου αιώνα (σ.σ. τού 18ου). Ήταν ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και ο Ροβεσπιέρος [...].
»Ο φαινομενικά πιό δημοκρατικός συγγραφέας τού 18ου αιώνα επωάζει τον αλύπητο δεσποτισμό τού πολιτικού άνδρα. Υπήρξε ο προφήτης τού δογματικού κράτους, ενώ ο Ροβεσπιέρος, ο άξιος και πιστός του οπαδός, δοκίμασε να τού γίνει αρχιερέας…».
Αυτή ακριβώς, η αντίθεση των ιδεολογικών πρωτοποριών απέναντι στην πηγαία κοινωνική δράση εκφράζεται και πιστοποιείται με το ξέσπασμα τής κοινωνικής επανάστασης στη Γαλλία και την καταλυτική δράση των ξεσηκωμένων, που ορθώνεται ενάντια σε ευγενείς, κλήρο και αστούς μέχρι τη στιγμή, που η έντρομη αστική τάξη συμμαχώντας με τους μέχρι πρότινος αντιπάλους της θα καλέσει το Βοναπάρτη, για να τού αναθέσει την αναδόμηση τής εξουσίας και τη συγκρότηση τού νέου κράτους.
«Νεοελληνικός διαφωτισμός»
Απέναντι σ’ αυτή την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ο αναδρομικά αποκληθείς «νεοελληνικός διαφωτισμός» αποτέλεσε μιά ετερόφωτη και καθυστερημένη απόπειρα κάποιων διανοούμενων να διαμορφώσουν τα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια, στα οποία θα έπρεπε να περιχαρακωθούν οι πόθοι και τα οράματα των ανθρώπων τού ελλαδικού χώρου, που ζούσαν σε συνθήκες προχωρημένης παρακμής τής οθωμανικής κυριαρχίας.
Αυτό δηλαδή, που ονομάστηκε «νεοελληνικός διαφωτισμός», δέν υπήρξε παρά η απόπειρα ιδεολογικής κυρίως δικαίωσης των νέων δομών εξουσίας, που σχεδιάζονταν να ορθωθούν στη θέση των δομών τού οθωμανικού απολυταρχισμού, που κατέρρεαν.
Πολύ περισσότερο, όταν σαν κέντρα εκπόρευσης, μέντορες και χορηγούς, συναντάμε την Εκκλησία και τους φαναριώτες λογίους και εντολοδόχους ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, που οραματίζονται την ανασύσταση τής «βυζαντινής αυτοκρατορίας» μέσω μιάς ειρηνικής και σταδιακής μεταλλαγής τής οθωμανικής σε ρωμέικη, και τους εμπόρους, των παροικιών κυρίως, αλλά και τού ελλαδικού χώρου, που τα συγκεχυμένα και αντιφατικά (εξαιτίας των κατά καιρούς συμμαχιών ή ρήξεων με τις «ελληνικές» ηγετικές ομάδες) κυριαρχικά τους σχέδια άλλοτε προκρίνουν ένα πολυεθνικό ελληνορθόδοξο βασίλειο (Ρήγας, Φιλική Εταιρεία) με δημοκρατικές ή μή δομές και άλλοτε την αναβίωση τής ελληνικής αρχαιότητας (Κοραής κ.ά.), μέσω τής συγκρότησης ενός εθνικού κράτους κατά τα ευρωπαϊκά απολυταρχικά ή αστικοδημοκρατικά πρότυπα.
Σε κάθε περίπτωση γιά «νεοελληνικό διαφωτισμό» σαν κίνηση, έστω και με τις διαστάσεις, που προαναφέρθηκαν, μπορούμε να μιλάμε γιά μετά τα μέσα τού 18ου αιώνα και ιδιαίτερα γιά μετά το 1775, μετά δηλαδή, τη συνθήκη τού Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και τις προϋποθέσεις, που δημιουργήθηκαν.
Ήδη από τις αρχές τού 18ου αιώνα σχολές ιδρύονται και λειτουργούν σε διάφορα κέντρα τού ελλαδικού χώρου (Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Σιάτιστα, Μοσχόπολη, Χίος, Πάτμος κ.α.), καθώς και σε παροικίες στην κεντρική, δυτική και ανατολική Ευρώπη. Αυτή όμως η παιδεία παραμένει μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα είτε στα χέρια των κληρικών, που δέν θέλουν και δέν μπορούν να ξεφύγουν από τον καλογερίστικο σχολαστικισμό και το πνεύμα των κατοπινών «πατρικών διδασκαλιών» τού Πατριαρχείου είτε στη διάθεση κάποιων ηγεμόνων, που ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα τής «φωτισμένης δεσποτείας», αναλαμβάνουν την υποστήριξη των γραμμάτων και τής παιδείας στο βαθμό βέβαια, που αυτό δέν έρχεται σε σύγκρουση με τη δική τους απολυταρχική εξουσία.
Τα όρια τής φιλοσοφικής αναζήτησης τού εν λόγω παιδευτικού μοντέλου θα προσδιορίσει ο Ευγένιος Βούλγαρης, όταν γράφει, πως «εις τα θεία και μυστηριώδη τής πίστεως δόγματα, η ελευθερία τού συλλογίζεσθαι είναι θρασύτης, διότι το να ζητείς τον λόγον εις τα λόγου επέκεινα, είναι άνοια».
Μικρή εγγράμματη ελίτ
Οι πρόσφατες εκφράσεις τής κυριαρχίας (αστισμός, μαρξισμός κ.λπ.), δέν έχασαν καμμία ευκαιρία, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, να προβάλουν, σχετικά με το χαρακτήρα τού ΄21, τον ιδιαίτερο ρόλο τής διανόησης, που με τον λεγόμενο «νεοελληνικό διαφωτισμό», «μετακένωσε», κατά τον Κοραή, στο «υπόδουλο ελληνικό γένος» τα μηνύματα τής φωτισμένης Ευρώπης και «ανύψωσε» το «εθνικό» φρόνημα και τον «πατριωτισμό των ελλήνων» προετοιμάζοντας και πνευματικά την «εθνεγερσία».
Φυσικά, οι απόψεις αυτές κάθε άλλο παρά αντανακλούν την ιστορική πραγματικότητα, γιατί απλούστατα σκόπιμα παραβλέπουν, ότι η εντελώς αναλφάβητη και πολυιδιωματική γλωσσικά «ελλαδική» κοινωνική πλειοψηφία ήταν αδύνατο (ακόμη κι αν απευθυνόταν σ’ αυτή) να κατανοήσει και να ενστερνιστεί τον λόγο των «διαφωτιστών». Άλλωστε, είναι γνωστό, ότι τα γεγονότα τού ’21 αιφνιδίασαν τους κύριους εκπροσώπους τού «νεοελληνικού διαφωτισμού», όπως τον Κοραή, που υποστήριζε γύρω στα 1800, ότι«…χρειάζεται πεντήκοντα ακόμη ετών παιδεία το γένος, διά να έλθη εις κατάστασιν να κατορθώσει τίποτε αυτοκινήτως και αυτουργώς».
Αν κάπου απευθύνονταν οι απόψεις των «ελλήνων διαφωτιστών» ήταν προς τις διάφορες μερίδες τής ανασυγκροτούμενης εξουσίας ενόψει τής διάλυσης τής οθωμανικής αυτοκρατορίας και αν γιγαντώνονταν οι μεταξύ τους έριδες ήταν, γιατί φούντωνε και η λυσσαλέα διαμάχη γιά το ποιά φατρία θα επικρατήσει απέναντι στις υπόλοιπες και θα επιβάλει τις απόψεις της.
Στην κίνηση αυτή, που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε σα «νεοελληνικός διαφωτισμός» (μέσα τού 18ου αιώνα μέχρι το ’21) βρίσκονται οι ρίζες αυτού, που ονομάστηκε λίγα χρόνια αργότερα «Μεγάλη Ιδέα». Γιατί μέσα απ’ το «διαφωτισμό» ξεδιπλώνεται, και στον «ελλαδικό χώρο», η ίδια η φύση τής κυριαρχίας με τις ανανεωμένες μορφές της.
Μυημένοι στη νέα ανθρωπιστική παιδεία τής κεντρικής Ευρώπης και πρόθυμοι να τη συνδυάσουν με την Ορθοδοξία, οι διανοούμενοι τού λεγόμενου νεοελληνικού διαφωτισμού κήρυτταν τις αρετές τής επιστημονικής γνώσης, τής κλασικής παιδείας και φιλοσοφίας και στιγμάτιζαν την οπισθοδρομικότητα και τη βαρβαρότητα τής δικής τους κουλτούρας. Με την εξάπλωση των έντυπων μέσων τα συγγράμματά τους πλήθαιναν. Στα τέλη τού 18ου αιώνα τυπώνονταν στα ελληνικά επτά φορές περισσότερα βιβλία απ’ ότι στις αρχές του.
Η μικρή αυτή εγγράμματη ελίτ ήταν εκείνη, που άρχισε να επεξεργάζεται μιά νέα ορολογία, η οποία μιλούσε για έθνη και πατρίδες και άνοιξε το δρόμο τού σύγχρονου εθνικισμού. Η αρχαία Ελλάδα (τον 18ο αιώνα) και το Βυζάντιο (τον 19ο) έγιναν όψεις τού παρελθόντος, που έπρεπε πρώτα να ξεθαφτούν κι ύστερα να αναγεννηθούν μέσω τής πολιτικής δράσης.
Η ανατροπή τής γαλλικής μοναρχίας, η άνοδος τού Βοναπάρτη και, πάνω απ’ όλα, η εισβολή του στην οθωμανική Αίγυπτο το 1798 ριζοσπαστικοποίησαν την πολιτική σκέψη των χριστιανών διανοούμενων όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Στις αρχές τού 19ου αιώνα, βούλγαροι, σέρβοι και ρουμάνοι διανοούμενοι άρχισαν για πρώτη φορά να αυτοπροσδιορίζονται.
Από επαγγελματικό συμφέρον
Είναι χαρακτηριστικό, πως μόνο στις παροικίες τής δυτικής Ευρώπηςπαρέχεται η ουσιαστική δυνατότητα γνωριμίας με τον «ευρωπαϊκό διαφωτισμό» και οι εγκατεστημένοι εκεί έμποροι εξελίσσονται στους βασικούς μέντορες και υποστηρικτές μιάς παιδευτικής διαδικασίας, η οποία συνδυάζει γι’ αυτούς το άμεσο επαγγελματικό ενδιαφέρον (εκδοτική δραστηριότητα) με το γενικότερο συμφέρον τους ως διεκδικητών στη μερίδα διανομής τής τεράστιας οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Είναι μάλιστα γεγονός, πως είχαν αναπτύξει στενές συναλλαγές με τους οθωμανούς εξουσιαστές πολύ πριν από την «άλωση» τής Κωνσταντινούπολης, όπως αναφέρουν οθωμανικά επίσημα έγγραφα. Από την ίδια περίπου χρονική περίοδο άρχισε η επέκτασή τους και στην Ευρώπη. Ακόμα και όσοι απ’ αυτούς μετανάστευσαν μετά την «άλωση» (γιατί πολλοί ήταν αυτοί, που παρέμειναν ή επέστρεψαν συνεχίζοντας τη δραστηριότητα τους ανενόχλητοι), το έκαναν, γιά να μπορούν να επεκτείνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες κι όχι γιατί διώχτηκαν από τους οθωμανούς, όπως συνηθίζεται να παρουσιάζεται από τη ρωμέικη μυθοπλασία.
Επιδόθηκαν κατά κύριο λόγο στην τοκογλυφία απομυζώντας βιοτέχνες, μικρεμπόρους και μικροκαλλιεργητές, των οποίων άρπαξαν στη συνέχεια τις μικροπεριουσίες αυξάνοντας τη δύναμή τους. Έφτασαν μάλιστα με τον καιρό να έχουν ισχυρή επιρροή σε όλες τις αυλές κι όχι μόνο σ’ αυτή τού σουλτάνου.
Μέσω τής συνθήκης τού Κιουτσουκ-Καϊναρτζή, που έδωσε νέα ώθηση στην επιχειρηματική δραστηριότητα των χαρακτηριζόμενων ως ελλήνων στο εμπόριο και τη ναυτιλία, δημιουργήθηκαν νέες ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και διάδοση των ιδεών τής υπό ανασυγκρότηση κυριαρχίας από τις παροικίες προς τον ελλαδικό χώρο.
Μομφές στον κλήρο,
όχι στο χριστιανισμό
Η στροφή προς τα παιδευτικά ενδιαφέροντα γίνεται πιό έντονη, η παιδεία προσανατολίζεται περισσότερο προς τα δυτικά πρότυπα και ο κύκλος των ανθρώπων, που συμμετέχουν στην όλη διαδικασία διευρύνεται, ενώ παράλληλα περιορίζεται ο ρόλος των ηγεμόνων και τής Εκκλησίας, που αναδιπλώνεται σε ακόμα πιό συντηρητικά σχήματα, παρά το γεγονός, ότι και οι πιό ριζοσπαστικές τάσεις τού αναφυόμενου «ελληνικού» εθνισμού δέν προχωρούν σε μιά ριζική – ανατρεπτική κριτική τού μεταφυσικού οικοδομήματος τής χριστιανικής θρησκείας, αλλά περιορίζονται μόνο στην καυστική, καταγγελία τού ληστρικού και δυναστικού ρόλου των εκπροσώπων της στα πλαίσιο τού προσεταιρισμού των καταπιεσμένων.
Είναι χαρακτηριστικό, πως ο θεωρούμενος, απο την αριστερή ιστοριογραφία, σαν γιακωβίνος (παρά την επιφυλακτική έως εχθρική στάση του απέναντι στην επανάσταση στη Γαλλία και τον ανυπόκριτο θαυμασμό του για τον Ναπολέοντα), Αδαμάντιος Κοραής, παρά τις μομφές του για τον κλήρο και την κριτική του για τον επιβοηθητικό στην οθωμανική κατοχή ρόλο του, θα γράψει: «Ακούω, ότι νομίζουν (σ.σ. τη φιλοσοφία στην Ελλαδα) εχθράν τής θρησκείας [...] ουδαμού η φιλοσοφία εκήρυξε τον πόλεμον κατά τής θρησκείας».
Οι μόνοι απ’ τους εκπροσώπους τού «νεοελληνικού διαφωτισμού», που προσέγγιζαν κατά κάποιο τρόπο τις πιο ορθολογικές απόψεις των ευρωπαίων ομολόγων τους, όπως αυτές εκφράστηκαν με τη «λατρεία τού υπέρτατου όντος και τής φύσεως» κατά την επανάσταση στη Γαλλία, ήταν οΧριστόδουλος Παμπλέκης, που διακήρυττε, πως «τούτους και τους αγγέλους και τους διαβόλους εγώ δέν έχω χρέος να τους πιστεύω, αλλά μόνον μίαν και άπειρον και αναγκαίαν ουσία» και αργότερα ο Θεόφιλος Καΐρης με το δικής του παραλλαγής φιλοσοφικο-θρησκευτικό σύστημα («Θεοσέβεια»), και οι οποίοι, βέβαια, θα διωχθούν και θα αφοριστούν από την Εκκλησία.
Ωστόσο, παρά το συντηρητισμό της και την αποδοχή ουσιαστικά μόνο τής εθνικής ιδέας απ’ τον «ευρωπαϊκό διαφωτισμό», η αστική πτέρυγα τού «νεοελληνικού διαφωτισμού» θα επιχειρήσει με κάθε μέσο να δρομολογήσει μιά, προς όφελός της, μεταβολή τού πολιτικοοικονομικού συστήματος τής οθωμανικής αυτοκρατορίας γενικότερα και τού ελλαδικού χώρου ειδικότερα.
Προκειμένου όμως, ν’ αντικατασταθούν οι δομές τής κυριαρχίας, δέν αρκεί η οικονομική δύναμη ή η βία των όπλων ή και τα δύο. Χρειάζεται πολύ περισσότερο και η ανάπτυξη αυτού τού ιδεολογικού περιεχομένου, που θα έρθει σε σύγκρουση με τις φθαρμένες πτυχές τής ήδη υπάρχουσας ιδεολογίας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι ικανές προϋποθέσεις γιά την εδραίωση ενός διαφορετικού από το προηγούμενο καθεστώς κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης.
Έτσι, νέα σχολεία ιδρύονται και πνευματικά κέντρα αναπτύσσονται στον ελλαδικό χώρο, που οι «ελληνικές» κοινότητες τού εξωτερικού συντηρούν με χορηγίες, ενώ οι επανεκδόσεις έργων, οι μεταφράσεις και οι περιοδικές εκδόσεις και εφημερίδες πολλαπλασιάζονται.
«Εθνικό» μοντέλο παιδείας
Ο λόγος, γιά τον οποίο γίνονται όλα αυτά δέν σχετίζεται, βέβαια, με κανενός είδους καλοπροαίρετη αναθοεργία. Προσανατολιζόμενοι σε έναν αστικό μετασχηματισμό τού κυριαρχικού κι εκμεταλλευτικού συστήματος, θα προκρίνουν ένα εκπαιδευτικό μοντέλο, που θα επιβάλλει σταδιακά την εθνική τους ιδεολογία στην πολυφυλετική ελλαδική κοινωνία.
Στα πλαίσια αυτής τής προσπάθειας ο δάσκαλος Α. Καβαλιώτης κυκλοφόρησε στη Μοσχόπολη στα 1770 ένα τρίγλωσσο λεξικό (ελληνικά – βλάχικα – αρβανίτικα) και ο Δανιήλ επίσης στη Μοσχόπολη στα 1802 ένα τετράγλωσσο (ελληνικά – βλάχικα – αρβανίτικα – βουλγάρικα), στον πρόλογο τού οποίου υπάρχει ένα ποίημα χαρακτηριστικό τής αστικής πρόθεσης για τη γλωσσική ομογενοποίηση των ετερόκλητων πληθυσμών τού ελλαδικοὐ χώρου.
Αλβανοί, βλάχοι, βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε
κι ετοιμασθήτε όλοι σας ρωμαιοι να γενήται
βαρβαρικήν αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη.
Γένη σας να τιμήσετε ομού και τας πατρίδας
τής αλβανοβουλγαρικής κάμνοντας ελληνίδας [...].
Λαοί οι πριν αλλόγνωσσοι, αλλ’ ευσεβείς τα θεία
ξυπνήσατε απ’ τον βαθύν ύπνον τής αμαθείας
ρωμαϊκή γλώσσα μάθετε, μητέρα τής σοφίας.
Γ. Κορδάτου, Ιστορία τού γλωσσικού μας ζητήματος, σ. 49-50
Μέσω τού νέου αυτού εκπαιδευτικού μοντέλου, κατά τον Κούμα, «…οι μαθηταί πρέπει να διδάσκονται, διά να γίνουν χρήσιμοι εις την πολιτικήν κοινωνίαν, αλλά δέν πρέπει να τους διδάσκουν ειμή ό,τι μέλλει να τους χρησιμεύσει εις το μέλλον επάγγελμά τους».
Στα πλαίσια τής αναζήτησης ενός γλωσσικού οργάνου, κατάλληλου γιά τον προπαρασκευαστικό ρόλο αυτής τής παιδευτικής διαδικασίας, αλλά και γιά την επιβολή μετά τη συγκρότηση τού ελληνικού κράτους τής εθνικής ιδέας στους ετερογενείς πληθυσμούς τού ελλαδικού χώρου, θα αναδειχτούν δυό ουσιαστικά γλωσσικές απόψεις, επιτείνοντας τον ιδεολογικό κατακερματισμό τού κάθε άλλο παρά ενιαίου χώρου τού «νεοελληνικού διαφωτισμού».
Το γλωσσικό ζήτημα
Συμφωνώντας μόνο ως προς την ακαταλληλότητα (για ευνόητους λόγους) τής αρχαΐζουσας, που χρησιμοποιούσε η ηγεσία τού κλήρου, οι μεν αστοί και συγκεκριμένα ο πυρήνας των διανοουμένων τής λεγόμενης αυλής τού Αλή Πασά (Ψαλίδας, Βηλαράς, Οικονόμου, Κονομάτης κ.ά.), όντας πιό κοντά στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα, θα προτείνουν σα γλωσσικό όργανο τής παιδευτικής διαδικασίας τη γραπτή εκδοχή τής ομιλουμένης από μιά μεγάλη μερίδα τού «ελλαδικού» πληθυσμού, ρωμέικης γλώσσας (δημοτική), χωρίς ιδιαίτερη γραμματική και ορθογραφία (άποψη, που ενστερνιζόταν γιά ένα χρονικό διάστημα και ο φαναριώτικος κύκλος τού Καταρτζή), ενώ οι πάροικοι έμποροι και λόγιοι θ’ ακολουθήσουν την κοραϊκή«μέση οδό».
Ωστόσο, η φιλολογική αυτή διαμάχη, σηματοδοτώντας την αρχή τού λεγόμενου «γλωσσικού ζητήματος», που αργότερα θ’ αποτελέσει το πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αστική (καθαρευουσιάνοι) καιμαρξιστική (μαλλιαροί) παράμετρο τής κυριαρχίας, αν και αντανακλά τις διαφορετικές προσεγγίσεις των ηγετικών ομάδων τής εποχής τού «διαφωτισμού» ως προς τη μορφή των εξουσιαστικών δομών, που επεξεργάζονταν για ν’ αντικαταστήσουν αυτές τής καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας, δέν μπορεί να κρύψει την κοινή και βαθειά περιφρόνηση όλων των τάσεών του γιά τον πολυφυλετικό – πολυιδιωματικό «ελλαδικό» πληθυσμό, επί τού οποίου ανταγωνίζονται να επικαθίσουν αντικαθιστώντας τον οθωμανό κατακτητή.
Η εφεύρεση τής καθαρεύουσας γιά επιβεβαίωση
τής δήθεν συνέχειας με την αρχαία Ελλάδα
Μέχρι το ’21 και τη δημιουργία τού νεορωμέικου κράτους, δέν υπήρχε μιά κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Ο Κοραής δέν ξέγραψε την ομιλούμενη γλώσσα, όπως έκαναν οι οπαδοί τής αρχαΐζουσας, αλλά πρότεινε τη «διόρθωσή» της, τον «καθαρισμό» της από τις πάμπολλες σλάβικες, αλβανικές, βλάχικες, τούρκικες κ.ά. λέξεις. Έτσι, προέκυψε μιά «αμόλυντη» γλώσσα, ηκαθαρεύουσα, που ήταν περισσότερο κοντά στην «ένδοξη» αρχαία ελληνική.
Για το νεαρό κράτος, η καθαρεύουσα είχε έναν πρόσθετο ρόλο να παίξει. Πολλοί ευρωπαίοι, λάτρεις και θαυμαστές τής αρχαίας Ελλάδας αμφισβητούσαν, ότι οι ρωμιοί και η γλώσσα τους είχαν σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Μπροστά στις αμφισβητήσεις αυτές, η καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε, γιά να δείξει στους αμφισβητίες ευρωπαίους, ότι πέρα από τη «χαλασμένη» ομιλούμενη γλώσσα, υπήρχε μια «καθαρή» μορφή ελληνικής, η καθαρεύουσα, που δήθεν έδειχνε και βεβαίωνε τη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα και τη γλώσσα της.
Έτσι, συμπεριελήφθηκαν στην υπό κατασκευή γλώσσα, πλήθος λέξεων είτε καινούριων είτε με δανεισμό από τα αρχαία ελληνικά είτε μεταφράζοντας στα ελληνικά όρους από άλλες γλώσσες (κυρίως από τα γαλλικά).
Παρόλη την ανάπτυξή του κατά την τελευταία προ τού ’21 περίοδο, ο «νεοελληνικός διαφωτισμός» παρέμεινε ουσιαστικά μιά κίνηση, που ελάχιστα επηρέασε εκείνη την εποχή άμεσα τους ρωμιούς, οι οποίοι, αδιαφορώντας για τις διαμάχες «δυτικόφιλων» και «ελληνοκεντρικών», Πατριαρχείου και εκσυγχρονιστών κι αγνοώντας «πατρικές» ή «αδελφικές» διδασκαλίες, «συντάγματα και χάρτες», ξεσηκώθηκαν κι άρχισαν τις σφαγές και τις δηώσεις των περιουσιών των ανυπεράσπιστων οθωμανών στην Πελοπόννησο.
Η αντίδραση τού «Πατριάρχη των ρωμαίων»
Βλέποντας το εκκλησίασμά του να διαβρώνεται από τον εθνικισμό, το Πατριαρχείο πάσχισε να αντιδράσει. Η παραδοσιακή του θέση, που αποδεχόταν την ιδιαιτερότητα των διαφόρων χριστιανικών ομάδων, αλλά επέμενε στην κοινή θρησκευτική αναφορά τους, εκφράστηκε ως εξής από τον Ιγνάτιο,μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας:
«Οι έλληνες, οι βούλγαροι, οι βλάχοι, οι σέρβοι και οι αλβανοί σχηματίζουσι την σήμερον έθνη εξ ων έκαστον έχει την γλώσσαν του. Όλοι όμως ούτοι οι λαοί και όσοι άλλοι κατοικούν την Ανατολήν, ενούμενοι διά τής πίστεως και τής Εκκλησίας σχηματίζουσιν εν σώμα και έθνος εν υπό το όνομα των γραικών ή ρωμαίων. Ούτως, η οθωμανική διοίκησις, όταν κοινώς αποτείνεται προς τους υπηκόους της, χριστιανούς ορθοδόξους, τους καλεί γενικώς ρωμαίους, και τον Πατριάρχην, Πατριάρχην των ρωμαίων ονομάζει πάντοτε».
Η θέση όμως τού «Πατριάρχη των ρωμαίων» υπονομευόταν από πολλές μεριές. Οι ρωμιοί διανοούμενοι τον απέρριπταν ως δωσίλογο, που είτε ήταν ανόητος είτε είχε μετατραπεί σε «λύκο με ένδυμα προβάτου». Οι σλάβοι διανοούμενοι τον έβλεπαν όλο και περισσότερο ως ρωμιό. Η εμφάνιση των βαλκανικών εθνών-κρατών από το 1830 και μετά, περιόρισε κι άλλο τη δύναμη τού Πατριαρχείου. Οι αυτόνομοι λαοί τής νοτιοανατολικής Ευρώπης δέν μπορούσαν να ανεχτούν (όπως και οι ρώσοι τον 17ο αιώνα) να παραμένει η ανώτατη θρησκευτική ηγεία στα χέρια ενός αξιωματούχου τής οθωμανικής μηχανής.
Ο ισχυρότερος, πλουσιότερος και πιό επιτυχής χριστιανικός θεσμός τής οθωμανικής αυτοκρατορίας σχεδόν εκμηδενίστηκε από την άνοδο των εθνών-κρατών. Όμως, ούτε ο βαλκανικός διαφωτισμός επιβλήθηκε ολοκληρωτικά. Μπορεί οι φιλελεύθεροι και ολοένα πιό εθνικιστές διανοούμενοί του να επιτέθηκαν εναντίον τής Εκκλησίας στο πλαίσιο τού αγώνα τους για την ανάδειξη των εθνικών κοινοτήτων, αλλά εκείνοι, που πράγματι δημιούργησαν τα νέα έθνη-κράτη ήταν ο απλός απαίδευτος λαός, που παρέμεινε προσηλωμένος στην Εκκλησία του.
Η χριστιανική Ορθοδοξία (και η θρησκεία γενικότερα) παρέμεινε σημαντικός πολιτικός παράγοντας στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο χαρακτήρας της όμως, άλλαξε. Η θρησκεία έγινε σημάδι εθνικής ταυτότητας κατά τρόπο άγνωστο μέχρι τότε και κατέληξε επομένως να αντιδιαστέλλεται από τις γειτονικές θρησκείες εντονότερα.
Μεταβλήθηκε σε «εθνική θρησκεία», που δέν άφηνε χώρο για την ανάπτυξη τού αντιεκκλησιαστικού κοσμικού εκείνου φρονήματος, το οποίο καλλιεργήθηκε στη δυτική Ευρώπη και στην Ιταλία την περίοδο τού αγώνα εναντίον τού καθολικισμού.
Η προέλευση τού Γραικός
και οι πονηρές παγίδες τής δισημίας
Γιά τους ευρωπαίους συγγραφείς το λατινικό «Graecus» δήλωνε δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, πρώτο τους αρχαίους έλληνες και δεύτερο τους χριστιανούς τού ανατολικού δόγματος.
Η δισημία προέκυψε κατά τους μέσους χρόνους, όταν οι δυτικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς ήθελαν να αναφερθούν στους ανατολικούς, αλλά συνάμα να μην τους αποκαλέσουν ρωμαίους, εφόσον διεκδικούσαν κι οι ίδιοι την αυτοκρατορική κληρονομιά: έτσι, το graeci ερχόταν πιό πρόσφορο, καθώς μάλιστα οι αρχαίοι έλληνες δέν υπήρχαν και πολύ ως έννοια και ως πολιτισμός στη σκέψη τής εποχής.
Όταν όμως αργότερα, με την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, οι ευρωπαίοι άρχισαν να αναφέρονται συχνά στους αρχαίους, η δισημία οριστικοποιήθηκε: δέν περιέπλεκε, ως φαίνεται, τα πράγματα, μιας και τα διέκρινε επαρκώς η χρονική, η πολιτική και η πολιτισμική τους διαφορά.
Στα τέλη τού 18ου αιώνα οι όροι έλληνας κι Ελλάδα δέν είχαν προσλάβει ακόμα το σημερινό τους περιεχόμενο. Κυρίως παρέπεμπαν στην αρχαία Ελλάδα, το ενδιαφέρον για την οποία άρχισε να αναζωογονείται χάρη στα ευρωπαϊκά κινήματα τού κλασικισμού και τού ρομαντισμού. Ήδη από τον 17ο αιώνα, πολλοί ευρωπαίοι περιηγητές επισκέπτονταν την ελλαδική χερσόνησο, την οποία θεωρούν κοιτίδα τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Το ριψοκίνδυνο αυτό ταξίδι αποτελούσε ζωτικό τμήμα τής μόρφωσης των νέων τής ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Κάπως έτσι ενισχύθηκε η πεποίθηση, ότι οι αρχαίοι έλληνες είναι πρόγονοι των σύγχρονων ρωμιών. Ο Κοραής παράλληλα, επέβαλε σιγά-σιγά τη λέξη έλληνας.
Από τα μέσα τού 19ου αιώνα και με οδηγούς τον Ζαμπέλιο και τονΠαπαρρηγόπουλο, οι ρωμιοί άρχισαν να προβάλλουν επίμονα την φαντασίωσή τους περί τής δήθεν ευγενούς αρχαιοελληνικής καταγωγής και τής διαχρονικής τους συνέχειας.
Η σύγχυση ανάμεσα στις δύο έννοιες ήταν τώρα εξαιρετικά επιθυμητή: οι ευρωπαίοι συγγραφείς εμφανίζονται επίκουροι τής ιδεολογίας, που επικρατεί, μιλώντας για ορθόδοξους χριστιανούς, ενίοτε μάλιστα αρνητικά: γιά σχισματικούς χριστιανούς. Τα αντίστοιχα χωρία μεταφράζονται στη γλώσσα μας με τη λέξη «έλληνες». Αυτό κάνει, λόγου χάρη, ο νεότερος μεταφραστής των Σκέψεων τού Μοντεσκιέ στα 1925. («Ακμή και παρακμή των ρωμαίων», μετάφραση: Στ. Καραβίας, Αθήνα, 1925, 204 κ.ε.).
Επίλογος
Το προϊόν τής «ελληνικής» εθνικής κίνησης, το νεορωμέικο κράτος, δέν ικανοποίησε εν τέλει ούτε τους ανακαινιστές τού έθνους ούτε τους υποστηρικτές τής ορθόδοξης οικουμένης.
οι σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας και οι πάσης φύσεως λεγόμενοι ομογενείς τους είναι φυλετικά απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;
Λέω φυλετικά διότι πολιτισμικά δεν είναι ολοφάνερα, αφού όποιος έχει μελετήσει τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων αμέσως θα διαπιστώσει ότι οι Νεοέλληνες είναι ποτισμένοι από τον ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό, ο οποίος όχι μόνον τίποτε το ελληνικό δεν διαθέτει αλλά και πολέμησε με λύσσα οτιδήποτε το ελληνικό (κυρίως τις έννοιες των λέξεων της ελληνικής γλώσσας). Εδώ στον ερεβοκτόνο έχει αναρτηθεί ικανός αριθμός άρθρων τα οποία περιέχουν τα σχετικά ντοκουμέντα.
Και μόνο το γεγονός ότι ο χριστιανικός πληθυσμός που ενδιαιτεί στην ελληνική επικράτεια, αλλά και ολόκληρη η ομογένεια δίχως ίχνος ντροπής ανέχεται να ψάλουν οι ιερείς του το κατάπτυστο «Των αγίων προπατόρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ», αρκεί για να βγάλει κανείς τα σχετικά του συμπεράσματα. Έπειτα δεν γίνεται να σχετίζεται κανείς με Έλληνες και να πιστεύει σε θρησκεία που ο ίδιος ο θεός της δίδαξε το άθλιο και ελεεινό «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».
Το τι έχει γραφεί και ειπωθεί, όσον αφορά στην απάντηση του ως άνω λοιπόν ερωτήματος, δύσκολα περιγράφεται και λόγω του όγκου που διαθέτει και λόγω των αυθαιρεσιών που περιέχει. Απ’ όσο μπορώ να υπολογίσω, άκρη της προκοπής δεν πρόκειται να βρεθεί ώστε το ερώτημα να απαντηθεί ικανώς.
Θέτω τώρα το εξής ερώτημα, ποια η αξία της απάντησης, όποια και να είναι αυτή, στο ερώτημα «οι σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας και οι πάσης φύσεως λεγόμενοι ομογενείς είναι φυλετικά απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;»;
Η γνώμη μου είναι ότι η οποιαδήποτε απάντηση δεν διαθέτει απολύτως καμμιά αξία.
Ας δούμε τι μπορεί να προκύψει από την απάντηση ότι οι Νεοέλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Λέτε να ξινίσει κανένας τραχανάς εξ αιτίας της; Να αλλάξει κάτι στην χώρα της Ελλάδος ή στην οικουμένη των ανθρώπων; Να προκύψουν ομαδικές αυτοκτονίες από την πλευρά των Νεοελλήνων;
Από την άλλη, ας υποθέσουμε ότι αποδεικνύεται απόλυτα κι από κάθε οπτική γωνία ότι οι Νεοέλληνες είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Τι θα πούμε τότε; Εγώ λέω ότι θα πω: χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι ή σιγά τα λάχανα. Κι αν κάποιος νομίζει ότι μπορεί να πει κάτι το σπουδαιότερο, απ’ αυτά που είπα, να μας το γράψει για να το διαβάσουμε. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν θα βρεθεί κανείς ο οποίος όταν θα συναντά στον δρόμο του κάποιον Νεοέλληνα να κάθεται και να τον θαυμάζει, για τον λόγο ότι είναι γνήσιος απόγονος των αρχαίων Ελλήνων.
Επομένως, και σίγουρα τουλάχιστον κατά την γνώμη μου, το ερώτημα εάν «οι σημερινοί κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας και οι πάσης φύσεως λεγόμενοι ομογενείς είναι φυλετικά απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;» είναι μια σαπουνόφουσκα η οποία περιέχει κοπανιστό αέρα. Ένα ερώτημα το οποίο μόνο ανερμάτιστους ανθρώπους μπορεί να ενδιαφέρει, του τύπου του επαγγελματία απόγονου. Τι είσαι ρε συ; Απόγονος των αρχαίων Ελλήνων. Ξέρεις κάτι για τους αρχαίους Έλληνες; Έχω μαύρα μεσάνυχτα. Φτου σου ρε μαλάκα.
Μια ικανή απόδειξη:
Πρόκειται για γεγονός το οποίο μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε σχολείο της ρωμιοσύνης. Ας το διαβάσουμε λοιπόν:
Χριστιανικό εορτολόγιο. Ο διαχρονικός εξευτελισμός των Νεοελλήνων
Σε κάποιο γυμνάσιο της επαρχίας, παρουσιάστηκε ένας περίεργος δάσκαλος. Ποια ήταν η λόξα του; Ο περίεργος αυτός εκπαιδευτικός κάθε τρεις και τριάντα κουβαλούσε κεράσματα στο σχολείο του. Πότε για τα γενέθλια του Θαλή, πότε για την επέτειο της μάχης στις Θερμοπύλες, άλλοτε για το μνημόσυνο του Ανδρούτσου, και κοντολογίς για κάθε Έλληνα που θυσιάστηκε ή δόξασε την Ελλάδα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Οι συνάδελφοί του, έπαιρναν κανονικά το κερασματάκι τους κάθε φορά, ανάμεσα στα πειράγματα και τον συγκρατημένο χλευασμό τους, προς τις ακατανόητες γι’ αυτούς χειρονομίες του αλλόκοτου συναδέλφου τους. Κάποιος, ευγενικότερος φαίνεται από τους υπόλοιπους, είπε με καλλιτεχνική, νομίζοντας, ειρωνεία ότι είχε δει στη ζωή του και χειρότερα πράγματα.
Όταν οι συνάδελφοι του ιδιόρρυθμου αυτού καθηγητή είχαν την ονομαστική τους εορτή και φέρνανε κεράσματα, αυτός αρνούνταν να κεραστεί, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των υπολοίπων. Είχε μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, εξηγήσεις γι’ αυτή του την συμπεριφορά. Όταν, παραδείγματος χάριν, γιόρταζε κάποιος Κωνσταντίνος, απολογούνταν ότι δεν ήταν δυνατόν γι’ αυτόν να γιορτάζει κάποιον στυγερό δολοφόνο, ο οποίος είχε σφάξει το μισό του σόι. Όταν γιόρταζε πάλι η αγία Βαρβάρα, έλεγε ότι δεν ήταν δυνατόν να γιορτάζει μια κατίνα της γειτονιάς.
Ήτανε ο άνθρωπος διαβασμένος και γνώριζε τον βίο και την πολιτεία του κάθε άπλυτου και βρομιάρη άγιου ή αγίας, με τους οποίους οι Ιουδαίοι πατέρες της εκκλησίας φόρτωσαν το χριστιανικό εορτολόγιο, για να εξευτελίσουν, στον αιώνα τον άπαντα το, υπόδουλο τότε, γένος των Ελλήνων.
Μια μέρα, που λέτε, ο παλαβός αυτό καθηγητές έφερε στο σχολείο μια μεγάλη κούτα με εξαιρετικά γλυκά. Την τοποθέτησε πάνω σ’ έναν πάγκο, απέναντι από τα γραφεία, σήκωσε όρθιο το καπάκι της και αφού έγραψε στην εσωτερική του πλευρά, με μεγάλα κεφαλαία γράμματα, την λέξη ΒΟΥΔΟΥΓΕΝΝΑ, πήγε στο γραφείο του.
Όπως το περίμενε, σε λίγο άρχισαν ν’ ακούγονται ζωηρές ομιλίες από την περιοχή της κούτας. Κάποιος έσπευσε να καλέσει για εξηγήσεις τον αυτουργό του εγχειρήματος. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι κανενός η φαντασία δεν έφτασε μέχρι στο σημείο του να σχετίσει τη λέξη βουδούγεννα με την λέξη βους.
Ρε συ, Στράτο, τι είναι πάλι αυτό το νούμερο που μας παρουσιάζεις σήμερα, ρώτησε κάποιος.
Τι να κάνω μωρέ καλά μου παιδιά; Σας έφερα κεράσματα για όλους τους Έλληνες που πρόσφεραν μέχρι και την ζωή τους για την πατρίδα κι εσείς με ειρωνευτήκατε, σχεδόν φανερά. Να, τώρα είπα να φέρω και για κανέναν άλλον, όπως για τον Βούδα που έχει σήμερα τα γενέθλιά του. Δεν είναι και λίγος. Εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν σ’ αυτόν. Αλλά βλέπω ότι πρόκειται για μια από τα ίδια. Φαίνεται πως εσείς δεν μπορείτε ποτέ να γιορτάσετε τίποτε άλλο, εκτός από τους χριστιανούς ανθέλληνες και άπλυτους αγίους σας. Μωρέ τι σόι άνθρωποι είστ’ εσείς!
Κακόμοιρη πατρίδα, τι σου ’μελε να πάθεις, βόγκηξε κι έφυγε από κοντά τους ο κακόμοιρος.
Η ιστορία μας αυτή διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια του γράφοντος. Δεν έχει προστεθεί απολύτως τίποτα που να μην έχει σχέση με την πάσα αλήθεια. Μια άλλη αλήθεια είναι ότι η ιστορία αυτή δεν θα είχε να δείξει τίποτε διαφορετικό, αν λάβαινε χώρα σ’ ένα άλλο οποιοδήποτε σχολείο της χώρας της Ελλάδος.
Κάτι μεγάλο όμως αποδεικνύει η μικρή αυτή περιπέτεια. Ότι η επανάσταση του εικοσιένα, μπορεί να απελευθέρωσε το έδαφος της χώρας της Ελλάδος, τα βουνά, τα βόδια της και τα δένδρα της, αλλά δεν απελευθέρωσε καθόλου την ψυχή του ραγιά από το χριστιανικό χτικιό. Η πλοκή της αποτελεί ικανή απόδειξη των διαπιστώσεών μας.
Μέσα στην παρούσα ιστοσελίδα υπάρχουν πάμπολλες αποδείξεις και ντοκουμέντα για την υπόδουλη ακόμα ψυχή του Νεοέλληνα. Νομίζουμε όμως ότι η ιστορία που περιγράψαμε ζυγίζει το ίδιο βάρος μ’ όλα αυτά. Όταν η διαίρεση απαιτεί την επαλήθευσή της, τότε πολύ περισσότερο θα πρέπει ν’ απαιτούνται επαληθεύσεις για την πνευματική και πατριωτική κατάσταση ενός λαού.
1821: ΠΩΣ ΟΙ ΡΩΜΙΟΙ ΜΕΤΑΛΛΑΧΤΗΚΑΝ ΣΕ “ΕΛΛΗΝΕΣ”
Από το «νεοελληνικό διαφωτισμό» βλάστησαν ελληνοχριστιανισμός, εθνικισμός και μεγαλοϊδεατισμός
Αδ. Κοραής: Ο πραγματικός πατέρας τής ιδεολογικής μας σχιζοφρένειας
Μερικές δεκαετίες πριν από το ‘21, ο Αδαμάντιος Κοραής ξέθαψε αυθαίρετα και επέβαλε σιγά-σιγά την ξεχασμένη για αιώνες λέξη «έλληνας» χωρίς να απορρίψει βέβαια, το χριστιανισμό. Είχε την πεποίθηση, ότι έτσι θα μας έφερνε πιό γρήγορα κοντά στα κείμενα των αρχαίων ελλήνων και θα γινόταν μιά ταύτιση, συγκλονιστική για τον μέσο κάτοικο τού ελλαδικού χώρου (αρβανίτη, βλάχο, βορειοαφρικανό, ανατολίτη κ.λπ.), ότι είναι δήθεν απόγονος αυτού, που έφτιαξε τον Παρθενώνα και όλα τα λαμπρά μνημεία.
Η ιδέα έπιασε γρήγορα. Από τότε, όλο και περισσότεροι ρωμιοί άρχισαν να συνδέουν τους εαυτούς τους με κάποιο φανταστικό παρελθόν και να ανακαλύπτουν τους «αρχαίους προγόνους». Κολακεύονταν να έχουν την ψευδαίσθηση, πως ήταν τάχα απόγονοι των αρχαίων ελλήνων.
Η περίοδος τού΄21 επομένως, αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο. Όχι βέβαια, επειδή έγινε κάποια δήθεν «ελληνική επανάσταση» -πλιάτσικο χριστιανικών συμμοριών, αρβανιτών στην πλειοψηφία τους, ήταν στην πραγματικότητα εξ άλλου, όπως έχουμε δείξει σε παληότερα άρθρα μας, αλλά γιατί κατά τη σύντομη εκείνη περίοδο, οι ρωμιοί υπήκοοι τής οθωμανικής αυτοκρατορίας με την καθοδήγηση τού Κοραή και των άλλων εκπροσώπων τού λεγόμενου «νεοελληνικού διαφωτισμού» μεταλλάχτηκαν σε «έλληνες».
Ο Αδ. Κοραής ήταν ο πραγματικός πατέρας τής νεορωμέικης σχιζοφρένειάς μας κι όχι ο Σπ. Ζαμπέλιος ή ο Κων. Παπαρρηγόπουλος. Ο Κοραής έριξε το σπόρο κι εκείνα τα χρόνια ριζοβόλησε ο ελληνοχριστιανισμός κι ο ρωμέικος εθνικισμός μαζί με τα μεγαλοϊδεάτικα ουτοπικά οράματα, που ήταν φυσικό επακόλουθό τους.
Οι συνέπειες όλων αυτών των υπερφίαλων ιδεοληψιών ήταν ολέθριες κι έκτοτε ταλανίζουν διαχρονικά το -πολλάκις χρεωκοπημένο, προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων- κρατίδιο τής Ρωμιοσύνης.
Διαφωτισμός:
Ένα εξουσιαστικό τέχνασμα
Δέν είναι τυχαίο, πως οι εξουσιαστές σε διάφορες «ειδικές» χρονικές περιόδους επαναφέρουν το θέμα τού «διαφωτισμού» στο επίκεντρο τής προσοχής τού κόσμου, προκειμένου να τον εγκλωβίσουν μέσα στους εκάστοτε ιδεολογικούς αποπροσανατολισμούς τους. Αυτή η αναθέρμανση είναι πάντοτε σχεδόν ταυτισμένη με την προσπάθεια, που καταβάλλεται από την εξουσία -σε κρίσιμες περιόδους της- να «φρεσκάρει» το πρόσωπο τής ιδεολογίας της.
Ο διαφωτισμός -και κάθε είδους παραλλαγή του- περιέχει τη λογική και την αντίληψη τής πρωτοπορίας διακατεχόμενος και διαχέοντας ένα πνεύμα επιβολής πάνω στους ανθρώπους. Αυτή καθ’ εαυτή η λέξη, αλλά και το περιεχόμενο, που τής δίνεται, περιέχει τη λογική τής πρωτοπορίας και τής καθοδήγησης κάποιων «μή φωτισμένων» από κάποιους «φωτισμένους».
Εκτός των άλλων, ο όρος διαφωτισμός παραπέμπει σε μιά εποχή και μιά κίνηση καταστάσεων και ιδεών, που εξετάστηκαν και καθορίστηκαν -με την μία ή την άλλη μορφή και ονομασία- εκ των υστέρων. Αποτελεί προϊόν ερμηνείας γεγονότων, όπως τα είδαν και τα προσδιόρισαν κάποιοι μετανενέστεροι, που ερμήνευσαν τα φαινόμενα και τις εξελίξεις απομονώνοντας χαρακτηριστικά, που οι ίδιοι θεώρησαν σημαντικά, πρωτεύοντα και πάνω απ΄όλα εξυπηρετικά των επιδιώξεών τους, τα οποία οι άνθρωποι τής εποχής, όπου αναφέρονταν, είτε δέν γνώριζαν ή δέν έβλεπαν τους εαυτούς τους να περιέχονται και να εκφράζονται από αυτά.
Στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπως και στην Αυστροουγγαρία και στην τσαρική ρωσία, η έλευση τής χρηματικής οικονομίας και τού μοντέρνου κράτους διατάραξε τους παληότερους τύπους κοινωνικών σχέσεων και άνοιξε το δρόμο και σε πολιτικές αλλαγές. Στο φως αυτής τής δραματικής οικονομικής και κοινωνικής αναστάτωσης μπορεί να κατανοηθεί η εμφάνιση τού μαζικού εθνικισμού στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα. Στον εθνικισμό, ως μαζικό κίνημα, αναπότρεπτα στρατεύτηκαν και οι αγρότες, μόνο που γι’ αυτούς εκείνο, που μετρούσε, δέν ήταν το έθνος ή άλλες αφηρημένες πολιτικές έννοιες, αλλά τα δικαιώματά τους όσον αφορά τη γη, το βιοπορισμό και τη φορολογική δικαιοσύνη. Ο ταξικός ανταγωνισμός και ο εθνικισμός ξεπήδησαν μαζί.Λαοί, που επί πολλούς αιώνες ζούσαν ειρηνικά, με τη γέννηση των εθνών-κρατών, όταν μπήκε το σαράκι τού έθνους στα μυαλά τους, οδηγήθηκαν σε μίση, αλυτρωτικά οράματα, μεγαλοϊδεατισμούς κι έτσι άρχισαν τους πολέμους με αποτέλεσμα λουτρά αίματος, εθνοκαθάρσεις, προσφυγιές κ.λπ. κ.λπ.. |
«Ευρωπαϊκός διαφωτισμός»
Σύμφωνα με τις απόψεις των εκπροσώπων τής κυριαρχίας, ο «ευρωπαϊκός διαφωτισμός» εκτείνεται από το 1688 (επανάσταση στην Αγγλία) ως το 1789 (κοινωνική επανάσταση στη Γαλλία) και προβάλλεται συνήθως ως μιά ευρύτερη επιστημονική, κοινωνική, οικονομική, πολιτική και γενικότερη ιδεολογική κίνηση αμφισβήτησης, η οποία διεκδικούσε ελευθερία στοχασμού και έκφρασης, ανεξιθρησκία, οικονομική ελευθερία, κατάργηση προνομίων, ισότητα, επαναπροσδιορισμό τής σχέσης τού ανθρώπου προς τη φύση εκφράζοντας την πίστη της προς την ανθρώπινη λογική.
Δέν χρειάζεται ωστόσο, ούτε ιδιαίτερη προσπάθεια ούτε απαιτούνται ιδιαίτερες μελέτες και γνώσεις, γιά να αντιληφθεί ο καθένας, ότι ο εκ των υστέρων αποκληθείς «ευρωπαϊκός διαφωτισμός» αποτέλεσε μιά κίνηση «κορυφών», που πρόβαλε τα βασικά αιτήματα τής ανασυγκροτούμενης κυριαρχίας -με την αστική της μορφή- στη σύγκρουσή της με το παληό καθεστώς αποτελώντας μιά προσπάθεια θεωρητικής επένδυσης και δικαίωσης των νέων προβαλλόμενων δομών εξουσίας απέναντι σ’ ένα σύστημα, που με τις παληές δομές ήδη κατέρρεε.
Όμως, η κίνηση τού «διαφωτισμού», που αναπτύχθηκε εκτός από την Αγγλία και τη Γαλλία και σε άλλες χώρες (Γερμανία, Ιταλία κ.α.) καλύπτοντας ολόκληρη την Ευρώπη, δέν αποτελεί ένα ομοιογενές και συγκεκριμένο ρεύμα με ενιαία φιλοσοφία και μέθοδο. Στο σύνολό της εκφράζει και προβάλλει μιά εμμονή στη λογική ικανότητα των ανθρώπων, τον κριτικό έλεγχο, την άρνηση των παραδόσεων και τής αυθεντίας, την αντίληψη περί φυσικής ισότητας των ανθρώπων και την πίστη στις δυνατότητες ανάπλασης τής κοινωνίας.
Τα παραπάνω βέβαια, αποτελούν στοιχεία, που, μέσα στη συνολικότερη λογική τής εξουσίας, συγκροτούν τη βάση, από την οποία ξεπηδούν οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους «-ισμούς», κοινωνιολογικές σχολές κ.λπ., που παρόλες τις διαφορές τους, έχουν ως κοινό τόπο την αντίθεση στην ειλικρινή και άμεση δράση και στάση των απλών ανθρώπων, στην εμπιστοσύνη προς τη δημιουργική τους ικανότητα και την πηγαία δυνατότητα γιά την απελευθέρωση τής κοινωνίας.
Γιατί όλα τα στοιχεία, που προέβαλε ο «ευρωπαϊκός διαφωτισμός» δέν ήταν παρά μιά προσπάθεια των κυρίαρχων να οικειοποιηθούν τις ελπίδες και τις επιθυμίες των απλών ανθρώπων. Βάλθηκαν όμως, με τέτοιο τρόπο και τέτοιες λογικές, ώστε να προσανατολίσουν τη δράση των ηγετικών ομάδων στον προσεταιρισμό των διάφορων κοινωνικών ομάδων, που θα διαμόρφωναν το μοντέλο τού «νέου» υπήκοου-πολίτη στα υπό συγκρότηση εθνικά κράτη.
«Η θεϊκή απάτη», θα γράψει ο Μ. Μπακούνιν αναφερόμενος στη γαλλική εκδοχή τού «διαφωτισμού», «με την οποία ανατράφηκε η ανθρωπότητα -για να μιλήσουμε μόνο γιά το χριστιανικό κοσμο- εδώ και 18 αιώνες, αποδείχθηκε γιά μιά φορά ακόμα πιό ισχυρή από την ανθρώπινη αλήθεια.
»Επειδή δέν μπορούσε πιά να μεταχειρισθεί τους ρασοφορεμένους, τα άγια κοράκια τής Εκκλησίας, τους καθολικούς και διαμαρτυρόμενους παπάδες, που είχαν χάσει κάθε εμπιστοσύνη, χρησιμοποίησε λαϊκούς, παπάδες, ψεύτες και σοφιστές δίχως ράσα, ανάμεσα στους οποίους ο κύριος ρολος δόθηκε σε δύο μοιραίους ανθρώπους. Ο ένας ήταν το πνεύμα το πιό πλάνο, ο άλλος η θέληση η πιό δογματικά δεσποτική τού περασμένου αιώνα (σ.σ. τού 18ου). Ήταν ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και ο Ροβεσπιέρος [...].
»Ο φαινομενικά πιό δημοκρατικός συγγραφέας τού 18ου αιώνα επωάζει τον αλύπητο δεσποτισμό τού πολιτικού άνδρα. Υπήρξε ο προφήτης τού δογματικού κράτους, ενώ ο Ροβεσπιέρος, ο άξιος και πιστός του οπαδός, δοκίμασε να τού γίνει αρχιερέας…».
Αυτή ακριβώς, η αντίθεση των ιδεολογικών πρωτοποριών απέναντι στην πηγαία κοινωνική δράση εκφράζεται και πιστοποιείται με το ξέσπασμα τής κοινωνικής επανάστασης στη Γαλλία και την καταλυτική δράση των ξεσηκωμένων, που ορθώνεται ενάντια σε ευγενείς, κλήρο και αστούς μέχρι τη στιγμή, που η έντρομη αστική τάξη συμμαχώντας με τους μέχρι πρότινος αντιπάλους της θα καλέσει το Βοναπάρτη, για να τού αναθέσει την αναδόμηση τής εξουσίας και τη συγκρότηση τού νέου κράτους.
«Νεοελληνικός διαφωτισμός»
Απέναντι σ’ αυτή την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ο αναδρομικά αποκληθείς «νεοελληνικός διαφωτισμός» αποτέλεσε μιά ετερόφωτη και καθυστερημένη απόπειρα κάποιων διανοούμενων να διαμορφώσουν τα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια, στα οποία θα έπρεπε να περιχαρακωθούν οι πόθοι και τα οράματα των ανθρώπων τού ελλαδικού χώρου, που ζούσαν σε συνθήκες προχωρημένης παρακμής τής οθωμανικής κυριαρχίας.
Αυτό δηλαδή, που ονομάστηκε «νεοελληνικός διαφωτισμός», δέν υπήρξε παρά η απόπειρα ιδεολογικής κυρίως δικαίωσης των νέων δομών εξουσίας, που σχεδιάζονταν να ορθωθούν στη θέση των δομών τού οθωμανικού απολυταρχισμού, που κατέρρεαν.
Πολύ περισσότερο, όταν σαν κέντρα εκπόρευσης, μέντορες και χορηγούς, συναντάμε την Εκκλησία και τους φαναριώτες λογίους και εντολοδόχους ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, που οραματίζονται την ανασύσταση τής «βυζαντινής αυτοκρατορίας» μέσω μιάς ειρηνικής και σταδιακής μεταλλαγής τής οθωμανικής σε ρωμέικη, και τους εμπόρους, των παροικιών κυρίως, αλλά και τού ελλαδικού χώρου, που τα συγκεχυμένα και αντιφατικά (εξαιτίας των κατά καιρούς συμμαχιών ή ρήξεων με τις «ελληνικές» ηγετικές ομάδες) κυριαρχικά τους σχέδια άλλοτε προκρίνουν ένα πολυεθνικό ελληνορθόδοξο βασίλειο (Ρήγας, Φιλική Εταιρεία) με δημοκρατικές ή μή δομές και άλλοτε την αναβίωση τής ελληνικής αρχαιότητας (Κοραής κ.ά.), μέσω τής συγκρότησης ενός εθνικού κράτους κατά τα ευρωπαϊκά απολυταρχικά ή αστικοδημοκρατικά πρότυπα.
Σε κάθε περίπτωση γιά «νεοελληνικό διαφωτισμό» σαν κίνηση, έστω και με τις διαστάσεις, που προαναφέρθηκαν, μπορούμε να μιλάμε γιά μετά τα μέσα τού 18ου αιώνα και ιδιαίτερα γιά μετά το 1775, μετά δηλαδή, τη συνθήκη τού Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και τις προϋποθέσεις, που δημιουργήθηκαν.
Ήδη από τις αρχές τού 18ου αιώνα σχολές ιδρύονται και λειτουργούν σε διάφορα κέντρα τού ελλαδικού χώρου (Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Σιάτιστα, Μοσχόπολη, Χίος, Πάτμος κ.α.), καθώς και σε παροικίες στην κεντρική, δυτική και ανατολική Ευρώπη. Αυτή όμως η παιδεία παραμένει μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα είτε στα χέρια των κληρικών, που δέν θέλουν και δέν μπορούν να ξεφύγουν από τον καλογερίστικο σχολαστικισμό και το πνεύμα των κατοπινών «πατρικών διδασκαλιών» τού Πατριαρχείου είτε στη διάθεση κάποιων ηγεμόνων, που ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα τής «φωτισμένης δεσποτείας», αναλαμβάνουν την υποστήριξη των γραμμάτων και τής παιδείας στο βαθμό βέβαια, που αυτό δέν έρχεται σε σύγκρουση με τη δική τους απολυταρχική εξουσία.
Τα όρια τής φιλοσοφικής αναζήτησης τού εν λόγω παιδευτικού μοντέλου θα προσδιορίσει ο Ευγένιος Βούλγαρης, όταν γράφει, πως «εις τα θεία και μυστηριώδη τής πίστεως δόγματα, η ελευθερία τού συλλογίζεσθαι είναι θρασύτης, διότι το να ζητείς τον λόγον εις τα λόγου επέκεινα, είναι άνοια».
Μικρή εγγράμματη ελίτ
Οι πρόσφατες εκφράσεις τής κυριαρχίας (αστισμός, μαρξισμός κ.λπ.), δέν έχασαν καμμία ευκαιρία, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, να προβάλουν, σχετικά με το χαρακτήρα τού ΄21, τον ιδιαίτερο ρόλο τής διανόησης, που με τον λεγόμενο «νεοελληνικό διαφωτισμό», «μετακένωσε», κατά τον Κοραή, στο «υπόδουλο ελληνικό γένος» τα μηνύματα τής φωτισμένης Ευρώπης και «ανύψωσε» το «εθνικό» φρόνημα και τον «πατριωτισμό των ελλήνων» προετοιμάζοντας και πνευματικά την «εθνεγερσία».
Φυσικά, οι απόψεις αυτές κάθε άλλο παρά αντανακλούν την ιστορική πραγματικότητα, γιατί απλούστατα σκόπιμα παραβλέπουν, ότι η εντελώς αναλφάβητη και πολυιδιωματική γλωσσικά «ελλαδική» κοινωνική πλειοψηφία ήταν αδύνατο (ακόμη κι αν απευθυνόταν σ’ αυτή) να κατανοήσει και να ενστερνιστεί τον λόγο των «διαφωτιστών». Άλλωστε, είναι γνωστό, ότι τα γεγονότα τού ’21 αιφνιδίασαν τους κύριους εκπροσώπους τού «νεοελληνικού διαφωτισμού», όπως τον Κοραή, που υποστήριζε γύρω στα 1800, ότι«…χρειάζεται πεντήκοντα ακόμη ετών παιδεία το γένος, διά να έλθη εις κατάστασιν να κατορθώσει τίποτε αυτοκινήτως και αυτουργώς».
Αν κάπου απευθύνονταν οι απόψεις των «ελλήνων διαφωτιστών» ήταν προς τις διάφορες μερίδες τής ανασυγκροτούμενης εξουσίας ενόψει τής διάλυσης τής οθωμανικής αυτοκρατορίας και αν γιγαντώνονταν οι μεταξύ τους έριδες ήταν, γιατί φούντωνε και η λυσσαλέα διαμάχη γιά το ποιά φατρία θα επικρατήσει απέναντι στις υπόλοιπες και θα επιβάλει τις απόψεις της.
Στην κίνηση αυτή, που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε σα «νεοελληνικός διαφωτισμός» (μέσα τού 18ου αιώνα μέχρι το ’21) βρίσκονται οι ρίζες αυτού, που ονομάστηκε λίγα χρόνια αργότερα «Μεγάλη Ιδέα». Γιατί μέσα απ’ το «διαφωτισμό» ξεδιπλώνεται, και στον «ελλαδικό χώρο», η ίδια η φύση τής κυριαρχίας με τις ανανεωμένες μορφές της.
|
Η μικρή αυτή εγγράμματη ελίτ ήταν εκείνη, που άρχισε να επεξεργάζεται μιά νέα ορολογία, η οποία μιλούσε για έθνη και πατρίδες και άνοιξε το δρόμο τού σύγχρονου εθνικισμού. Η αρχαία Ελλάδα (τον 18ο αιώνα) και το Βυζάντιο (τον 19ο) έγιναν όψεις τού παρελθόντος, που έπρεπε πρώτα να ξεθαφτούν κι ύστερα να αναγεννηθούν μέσω τής πολιτικής δράσης.
Η ανατροπή τής γαλλικής μοναρχίας, η άνοδος τού Βοναπάρτη και, πάνω απ’ όλα, η εισβολή του στην οθωμανική Αίγυπτο το 1798 ριζοσπαστικοποίησαν την πολιτική σκέψη των χριστιανών διανοούμενων όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Στις αρχές τού 19ου αιώνα, βούλγαροι, σέρβοι και ρουμάνοι διανοούμενοι άρχισαν για πρώτη φορά να αυτοπροσδιορίζονται.
Από επαγγελματικό συμφέρον
Είναι χαρακτηριστικό, πως μόνο στις παροικίες τής δυτικής Ευρώπηςπαρέχεται η ουσιαστική δυνατότητα γνωριμίας με τον «ευρωπαϊκό διαφωτισμό» και οι εγκατεστημένοι εκεί έμποροι εξελίσσονται στους βασικούς μέντορες και υποστηρικτές μιάς παιδευτικής διαδικασίας, η οποία συνδυάζει γι’ αυτούς το άμεσο επαγγελματικό ενδιαφέρον (εκδοτική δραστηριότητα) με το γενικότερο συμφέρον τους ως διεκδικητών στη μερίδα διανομής τής τεράστιας οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Είναι μάλιστα γεγονός, πως είχαν αναπτύξει στενές συναλλαγές με τους οθωμανούς εξουσιαστές πολύ πριν από την «άλωση» τής Κωνσταντινούπολης, όπως αναφέρουν οθωμανικά επίσημα έγγραφα. Από την ίδια περίπου χρονική περίοδο άρχισε η επέκτασή τους και στην Ευρώπη. Ακόμα και όσοι απ’ αυτούς μετανάστευσαν μετά την «άλωση» (γιατί πολλοί ήταν αυτοί, που παρέμειναν ή επέστρεψαν συνεχίζοντας τη δραστηριότητα τους ανενόχλητοι), το έκαναν, γιά να μπορούν να επεκτείνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες κι όχι γιατί διώχτηκαν από τους οθωμανούς, όπως συνηθίζεται να παρουσιάζεται από τη ρωμέικη μυθοπλασία.
Επιδόθηκαν κατά κύριο λόγο στην τοκογλυφία απομυζώντας βιοτέχνες, μικρεμπόρους και μικροκαλλιεργητές, των οποίων άρπαξαν στη συνέχεια τις μικροπεριουσίες αυξάνοντας τη δύναμή τους. Έφτασαν μάλιστα με τον καιρό να έχουν ισχυρή επιρροή σε όλες τις αυλές κι όχι μόνο σ’ αυτή τού σουλτάνου.
Μέσω τής συνθήκης τού Κιουτσουκ-Καϊναρτζή, που έδωσε νέα ώθηση στην επιχειρηματική δραστηριότητα των χαρακτηριζόμενων ως ελλήνων στο εμπόριο και τη ναυτιλία, δημιουργήθηκαν νέες ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και διάδοση των ιδεών τής υπό ανασυγκρότηση κυριαρχίας από τις παροικίες προς τον ελλαδικό χώρο.
Μομφές στον κλήρο,
όχι στο χριστιανισμό
Η στροφή προς τα παιδευτικά ενδιαφέροντα γίνεται πιό έντονη, η παιδεία προσανατολίζεται περισσότερο προς τα δυτικά πρότυπα και ο κύκλος των ανθρώπων, που συμμετέχουν στην όλη διαδικασία διευρύνεται, ενώ παράλληλα περιορίζεται ο ρόλος των ηγεμόνων και τής Εκκλησίας, που αναδιπλώνεται σε ακόμα πιό συντηρητικά σχήματα, παρά το γεγονός, ότι και οι πιό ριζοσπαστικές τάσεις τού αναφυόμενου «ελληνικού» εθνισμού δέν προχωρούν σε μιά ριζική – ανατρεπτική κριτική τού μεταφυσικού οικοδομήματος τής χριστιανικής θρησκείας, αλλά περιορίζονται μόνο στην καυστική, καταγγελία τού ληστρικού και δυναστικού ρόλου των εκπροσώπων της στα πλαίσιο τού προσεταιρισμού των καταπιεσμένων.
Είναι χαρακτηριστικό, πως ο θεωρούμενος, απο την αριστερή ιστοριογραφία, σαν γιακωβίνος (παρά την επιφυλακτική έως εχθρική στάση του απέναντι στην επανάσταση στη Γαλλία και τον ανυπόκριτο θαυμασμό του για τον Ναπολέοντα), Αδαμάντιος Κοραής, παρά τις μομφές του για τον κλήρο και την κριτική του για τον επιβοηθητικό στην οθωμανική κατοχή ρόλο του, θα γράψει: «Ακούω, ότι νομίζουν (σ.σ. τη φιλοσοφία στην Ελλαδα) εχθράν τής θρησκείας [...] ουδαμού η φιλοσοφία εκήρυξε τον πόλεμον κατά τής θρησκείας».
|
Ωστόσο, παρά το συντηρητισμό της και την αποδοχή ουσιαστικά μόνο τής εθνικής ιδέας απ’ τον «ευρωπαϊκό διαφωτισμό», η αστική πτέρυγα τού «νεοελληνικού διαφωτισμού» θα επιχειρήσει με κάθε μέσο να δρομολογήσει μιά, προς όφελός της, μεταβολή τού πολιτικοοικονομικού συστήματος τής οθωμανικής αυτοκρατορίας γενικότερα και τού ελλαδικού χώρου ειδικότερα.
Προκειμένου όμως, ν’ αντικατασταθούν οι δομές τής κυριαρχίας, δέν αρκεί η οικονομική δύναμη ή η βία των όπλων ή και τα δύο. Χρειάζεται πολύ περισσότερο και η ανάπτυξη αυτού τού ιδεολογικού περιεχομένου, που θα έρθει σε σύγκρουση με τις φθαρμένες πτυχές τής ήδη υπάρχουσας ιδεολογίας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι ικανές προϋποθέσεις γιά την εδραίωση ενός διαφορετικού από το προηγούμενο καθεστώς κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης.
Έτσι, νέα σχολεία ιδρύονται και πνευματικά κέντρα αναπτύσσονται στον ελλαδικό χώρο, που οι «ελληνικές» κοινότητες τού εξωτερικού συντηρούν με χορηγίες, ενώ οι επανεκδόσεις έργων, οι μεταφράσεις και οι περιοδικές εκδόσεις και εφημερίδες πολλαπλασιάζονται.
«Εθνικό» μοντέλο παιδείας
Ο λόγος, γιά τον οποίο γίνονται όλα αυτά δέν σχετίζεται, βέβαια, με κανενός είδους καλοπροαίρετη αναθοεργία. Προσανατολιζόμενοι σε έναν αστικό μετασχηματισμό τού κυριαρχικού κι εκμεταλλευτικού συστήματος, θα προκρίνουν ένα εκπαιδευτικό μοντέλο, που θα επιβάλλει σταδιακά την εθνική τους ιδεολογία στην πολυφυλετική ελλαδική κοινωνία.
Στα πλαίσια αυτής τής προσπάθειας ο δάσκαλος Α. Καβαλιώτης κυκλοφόρησε στη Μοσχόπολη στα 1770 ένα τρίγλωσσο λεξικό (ελληνικά – βλάχικα – αρβανίτικα) και ο Δανιήλ επίσης στη Μοσχόπολη στα 1802 ένα τετράγλωσσο (ελληνικά – βλάχικα – αρβανίτικα – βουλγάρικα), στον πρόλογο τού οποίου υπάρχει ένα ποίημα χαρακτηριστικό τής αστικής πρόθεσης για τη γλωσσική ομογενοποίηση των ετερόκλητων πληθυσμών τού ελλαδικοὐ χώρου.
Αλβανοί, βλάχοι, βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε
κι ετοιμασθήτε όλοι σας ρωμαιοι να γενήται
βαρβαρικήν αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη.
Γένη σας να τιμήσετε ομού και τας πατρίδας
τής αλβανοβουλγαρικής κάμνοντας ελληνίδας [...].
Λαοί οι πριν αλλόγνωσσοι, αλλ’ ευσεβείς τα θεία
ξυπνήσατε απ’ τον βαθύν ύπνον τής αμαθείας
ρωμαϊκή γλώσσα μάθετε, μητέρα τής σοφίας.
Γ. Κορδάτου, Ιστορία τού γλωσσικού μας ζητήματος, σ. 49-50
Μέσω τού νέου αυτού εκπαιδευτικού μοντέλου, κατά τον Κούμα, «…οι μαθηταί πρέπει να διδάσκονται, διά να γίνουν χρήσιμοι εις την πολιτικήν κοινωνίαν, αλλά δέν πρέπει να τους διδάσκουν ειμή ό,τι μέλλει να τους χρησιμεύσει εις το μέλλον επάγγελμά τους».
Στα πλαίσια τής αναζήτησης ενός γλωσσικού οργάνου, κατάλληλου γιά τον προπαρασκευαστικό ρόλο αυτής τής παιδευτικής διαδικασίας, αλλά και γιά την επιβολή μετά τη συγκρότηση τού ελληνικού κράτους τής εθνικής ιδέας στους ετερογενείς πληθυσμούς τού ελλαδικού χώρου, θα αναδειχτούν δυό ουσιαστικά γλωσσικές απόψεις, επιτείνοντας τον ιδεολογικό κατακερματισμό τού κάθε άλλο παρά ενιαίου χώρου τού «νεοελληνικού διαφωτισμού».
Όταν ο Σάθας ήταν στην εφηβεία, είχε ενοχληθεί ιδιαίτερα από τις θεωρίες τού Φαλμεράγιερ. Στο δοκίμιό του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» περιγράφει τους ρωμιούς από το 1453 ως το 1821, να προσπαθούν με συνεχείς επαναστάσεις να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό. Γιά τον Σάθα υπάρχουν μόνο τούρκοι κατακτητές και καταπιεστές και έλληνες καταπιεζόμενοι. Το βιβλίο αυτό είναι μνημείο εθνοκεντρικής ιστορίας και διαστροφής των εννοιών «κατάκτηση», «σκλαβιά», «ελευθερία» και «επανάσταση». Η ορολογία, που χρησιμοποιεί, επηρεάζει ακόμα ως τα σήμερα τη σύγχρονη ιστοριογραφία και τα σχολικά βιβλία τής Ιστορίας. |
Συμφωνώντας μόνο ως προς την ακαταλληλότητα (για ευνόητους λόγους) τής αρχαΐζουσας, που χρησιμοποιούσε η ηγεσία τού κλήρου, οι μεν αστοί και συγκεκριμένα ο πυρήνας των διανοουμένων τής λεγόμενης αυλής τού Αλή Πασά (Ψαλίδας, Βηλαράς, Οικονόμου, Κονομάτης κ.ά.), όντας πιό κοντά στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα, θα προτείνουν σα γλωσσικό όργανο τής παιδευτικής διαδικασίας τη γραπτή εκδοχή τής ομιλουμένης από μιά μεγάλη μερίδα τού «ελλαδικού» πληθυσμού, ρωμέικης γλώσσας (δημοτική), χωρίς ιδιαίτερη γραμματική και ορθογραφία (άποψη, που ενστερνιζόταν γιά ένα χρονικό διάστημα και ο φαναριώτικος κύκλος τού Καταρτζή), ενώ οι πάροικοι έμποροι και λόγιοι θ’ ακολουθήσουν την κοραϊκή«μέση οδό».
Ωστόσο, η φιλολογική αυτή διαμάχη, σηματοδοτώντας την αρχή τού λεγόμενου «γλωσσικού ζητήματος», που αργότερα θ’ αποτελέσει το πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αστική (καθαρευουσιάνοι) καιμαρξιστική (μαλλιαροί) παράμετρο τής κυριαρχίας, αν και αντανακλά τις διαφορετικές προσεγγίσεις των ηγετικών ομάδων τής εποχής τού «διαφωτισμού» ως προς τη μορφή των εξουσιαστικών δομών, που επεξεργάζονταν για ν’ αντικαταστήσουν αυτές τής καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας, δέν μπορεί να κρύψει την κοινή και βαθειά περιφρόνηση όλων των τάσεών του γιά τον πολυφυλετικό – πολυιδιωματικό «ελλαδικό» πληθυσμό, επί τού οποίου ανταγωνίζονται να επικαθίσουν αντικαθιστώντας τον οθωμανό κατακτητή.
|
τής δήθεν συνέχειας με την αρχαία Ελλάδα
Μέχρι το ’21 και τη δημιουργία τού νεορωμέικου κράτους, δέν υπήρχε μιά κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Ο Κοραής δέν ξέγραψε την ομιλούμενη γλώσσα, όπως έκαναν οι οπαδοί τής αρχαΐζουσας, αλλά πρότεινε τη «διόρθωσή» της, τον «καθαρισμό» της από τις πάμπολλες σλάβικες, αλβανικές, βλάχικες, τούρκικες κ.ά. λέξεις. Έτσι, προέκυψε μιά «αμόλυντη» γλώσσα, ηκαθαρεύουσα, που ήταν περισσότερο κοντά στην «ένδοξη» αρχαία ελληνική.
Για το νεαρό κράτος, η καθαρεύουσα είχε έναν πρόσθετο ρόλο να παίξει. Πολλοί ευρωπαίοι, λάτρεις και θαυμαστές τής αρχαίας Ελλάδας αμφισβητούσαν, ότι οι ρωμιοί και η γλώσσα τους είχαν σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Μπροστά στις αμφισβητήσεις αυτές, η καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε, γιά να δείξει στους αμφισβητίες ευρωπαίους, ότι πέρα από τη «χαλασμένη» ομιλούμενη γλώσσα, υπήρχε μια «καθαρή» μορφή ελληνικής, η καθαρεύουσα, που δήθεν έδειχνε και βεβαίωνε τη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα και τη γλώσσα της.
Έτσι, συμπεριελήφθηκαν στην υπό κατασκευή γλώσσα, πλήθος λέξεων είτε καινούριων είτε με δανεισμό από τα αρχαία ελληνικά είτε μεταφράζοντας στα ελληνικά όρους από άλλες γλώσσες (κυρίως από τα γαλλικά).
- Γιά παράδειγμα, η λέξη διαμέρισμα είναι ακριβής μετάφραση τού γαλλικού appartement και «φτιάχτηκε» τον 19ο αιώνα.
- Τις λέξεις νόμος, διοίκηση, εξουσία, εφετείο, βουλή, βουλευτής,πρόεδρος και πολλές άλλες τις δανείστηκαν από τα αρχαία ελληνικά προς αντικατάσταση των έως τότε χρησιμοποιούμενων: ντοβλέτι,φιρμάνι, αγάς, πασάς, μπέης κ.λπ..
- Ακόμα και ολόκληρες εκφράσεις, όπως: ανοίγω πυρ, κερδίζω έδαφος,έλαμψε διά τής απουσίας του κ.ά. είναι ελληνικές αποδόσεις από άλλες γλώσσες.
Η καθαρεύουσα δέν ήταν ζωντανό
γλωσσικό όργανο, δέν μιλιόταν κι έτσι δέν μπόρεσε ποτέ να γίνει η κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Οι λόγιες λέξεις, ακριβώς επειδή δέν ανήκουν στο καθημερινό οικείο λεξιλόγιο, δέν μπορούν να αντικαταστήσουν λέξεις, που έχουν τη «θέρμη», την αμεσότητα τής καθημερινής χρήσης. Έτσι, ακόμα και σήμερα, οι ρωμιοί προτιμούν να λένε καβγάς (τουρκ.) αντί διαμάχη ή φιλονικία, να λένε λουλούδι (αλβ.) αντί άνθος κ.λπ. κ.λπ.. |
|
Βλέποντας το εκκλησίασμά του να διαβρώνεται από τον εθνικισμό, το Πατριαρχείο πάσχισε να αντιδράσει. Η παραδοσιακή του θέση, που αποδεχόταν την ιδιαιτερότητα των διαφόρων χριστιανικών ομάδων, αλλά επέμενε στην κοινή θρησκευτική αναφορά τους, εκφράστηκε ως εξής από τον Ιγνάτιο,μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας:
«Οι έλληνες, οι βούλγαροι, οι βλάχοι, οι σέρβοι και οι αλβανοί σχηματίζουσι την σήμερον έθνη εξ ων έκαστον έχει την γλώσσαν του. Όλοι όμως ούτοι οι λαοί και όσοι άλλοι κατοικούν την Ανατολήν, ενούμενοι διά τής πίστεως και τής Εκκλησίας σχηματίζουσιν εν σώμα και έθνος εν υπό το όνομα των γραικών ή ρωμαίων. Ούτως, η οθωμανική διοίκησις, όταν κοινώς αποτείνεται προς τους υπηκόους της, χριστιανούς ορθοδόξους, τους καλεί γενικώς ρωμαίους, και τον Πατριάρχην, Πατριάρχην των ρωμαίων ονομάζει πάντοτε».
Η θέση όμως τού «Πατριάρχη των ρωμαίων» υπονομευόταν από πολλές μεριές. Οι ρωμιοί διανοούμενοι τον απέρριπταν ως δωσίλογο, που είτε ήταν ανόητος είτε είχε μετατραπεί σε «λύκο με ένδυμα προβάτου». Οι σλάβοι διανοούμενοι τον έβλεπαν όλο και περισσότερο ως ρωμιό. Η εμφάνιση των βαλκανικών εθνών-κρατών από το 1830 και μετά, περιόρισε κι άλλο τη δύναμη τού Πατριαρχείου. Οι αυτόνομοι λαοί τής νοτιοανατολικής Ευρώπης δέν μπορούσαν να ανεχτούν (όπως και οι ρώσοι τον 17ο αιώνα) να παραμένει η ανώτατη θρησκευτική ηγεία στα χέρια ενός αξιωματούχου τής οθωμανικής μηχανής.
Ο ισχυρότερος, πλουσιότερος και πιό επιτυχής χριστιανικός θεσμός τής οθωμανικής αυτοκρατορίας σχεδόν εκμηδενίστηκε από την άνοδο των εθνών-κρατών. Όμως, ούτε ο βαλκανικός διαφωτισμός επιβλήθηκε ολοκληρωτικά. Μπορεί οι φιλελεύθεροι και ολοένα πιό εθνικιστές διανοούμενοί του να επιτέθηκαν εναντίον τής Εκκλησίας στο πλαίσιο τού αγώνα τους για την ανάδειξη των εθνικών κοινοτήτων, αλλά εκείνοι, που πράγματι δημιούργησαν τα νέα έθνη-κράτη ήταν ο απλός απαίδευτος λαός, που παρέμεινε προσηλωμένος στην Εκκλησία του.
Η χριστιανική Ορθοδοξία (και η θρησκεία γενικότερα) παρέμεινε σημαντικός πολιτικός παράγοντας στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο χαρακτήρας της όμως, άλλαξε. Η θρησκεία έγινε σημάδι εθνικής ταυτότητας κατά τρόπο άγνωστο μέχρι τότε και κατέληξε επομένως να αντιδιαστέλλεται από τις γειτονικές θρησκείες εντονότερα.
Μεταβλήθηκε σε «εθνική θρησκεία», που δέν άφηνε χώρο για την ανάπτυξη τού αντιεκκλησιαστικού κοσμικού εκείνου φρονήματος, το οποίο καλλιεργήθηκε στη δυτική Ευρώπη και στην Ιταλία την περίοδο τού αγώνα εναντίον τού καθολικισμού.
Η έννοια τού έθνους είναι σύγχρονη. Έρχεται μαζί με τη γαλλική επανάσταση, η οποία εφηύρε το έθνος ως αντίρροπο τής Εκκλησίας.
Τί ήταν αυτό, που νομιμοποιούσε την εξουσία πριν τη γαλλική επανάσταση, αυτό, που έκανε ένα βασιλιά νόμιμο; Δέν τον είχε εκλέξει ο λαός, αλλά ήταν βασιλιάς, γιατί τον ήθελε ο θεός. Και πώς το ξέρουμε, ότι τον ήθελε ο θεός; Γιατί γεννήθηκε γιος τού πατέρα του, που ήταν επίσης βασιλιάς. Η γαλλική επανάσταση τα ανέτρεψε όλα αυτά. Έκτοτε, νομιμοποιούταν κάποιος μόνο με τη βούληση τού έθνους. Διά τής υποχρεωτικής παιδείας τα έθνη-κράτη προπαγάνδισαν τα εθνικά φαντασιακά ομογενοποιώντας ομάδες ανθρώπων, όμως παράλληλα επέφεραν διχόνοιες, έριδες, διεκδικήσεις, πολέμους κ.λπ. με τα άλλα έθνη-κράτη. |
Η προέλευση τού Γραικός
και οι πονηρές παγίδες τής δισημίας
Γιά τους ευρωπαίους συγγραφείς το λατινικό «Graecus» δήλωνε δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, πρώτο τους αρχαίους έλληνες και δεύτερο τους χριστιανούς τού ανατολικού δόγματος.
Η δισημία προέκυψε κατά τους μέσους χρόνους, όταν οι δυτικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς ήθελαν να αναφερθούν στους ανατολικούς, αλλά συνάμα να μην τους αποκαλέσουν ρωμαίους, εφόσον διεκδικούσαν κι οι ίδιοι την αυτοκρατορική κληρονομιά: έτσι, το graeci ερχόταν πιό πρόσφορο, καθώς μάλιστα οι αρχαίοι έλληνες δέν υπήρχαν και πολύ ως έννοια και ως πολιτισμός στη σκέψη τής εποχής.
Όταν όμως αργότερα, με την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, οι ευρωπαίοι άρχισαν να αναφέρονται συχνά στους αρχαίους, η δισημία οριστικοποιήθηκε: δέν περιέπλεκε, ως φαίνεται, τα πράγματα, μιας και τα διέκρινε επαρκώς η χρονική, η πολιτική και η πολιτισμική τους διαφορά.
Αδ. Κοραής: Ο πατέρας τής σημερινής ιδεολογικής μας σχιζοφρένειας. |
Στα τέλη τού 18ου αιώνα οι όροι έλληνας κι Ελλάδα δέν είχαν προσλάβει ακόμα το σημερινό τους περιεχόμενο. Κυρίως παρέπεμπαν στην αρχαία Ελλάδα, το ενδιαφέρον για την οποία άρχισε να αναζωογονείται χάρη στα ευρωπαϊκά κινήματα τού κλασικισμού και τού ρομαντισμού. Ήδη από τον 17ο αιώνα, πολλοί ευρωπαίοι περιηγητές επισκέπτονταν την ελλαδική χερσόνησο, την οποία θεωρούν κοιτίδα τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Το ριψοκίνδυνο αυτό ταξίδι αποτελούσε ζωτικό τμήμα τής μόρφωσης των νέων τής ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Κάπως έτσι ενισχύθηκε η πεποίθηση, ότι οι αρχαίοι έλληνες είναι πρόγονοι των σύγχρονων ρωμιών. Ο Κοραής παράλληλα, επέβαλε σιγά-σιγά τη λέξη έλληνας.
Από τα μέσα τού 19ου αιώνα και με οδηγούς τον Ζαμπέλιο και τονΠαπαρρηγόπουλο, οι ρωμιοί άρχισαν να προβάλλουν επίμονα την φαντασίωσή τους περί τής δήθεν ευγενούς αρχαιοελληνικής καταγωγής και τής διαχρονικής τους συνέχειας.
Η Μεγάλη Ιδέα, ως έννοια με εθνικό περιεχόμενο, απαντάται για πρώτη φορά στην αγόρευση τού Ιωάννη Κωλέττη, αρχηγού τού γαλλικού κόμματος στην εθνοσυνέλευση τού 1844.
Ο πονηρός βλάχος πολιτικάντης χρησιμοποίησε έντεχνα τη Μεγάλη Ιδέα, για την πολιτική του καριέρα. Από τότε μέχρι και σήμερα, τον έχουν μιμηθεί πλήθος όμοιοί του και ο μεγαλοϊδεατισμός διαχρονικά ταλαιπωρεί τα μυαλά και τις ζωές των ρωμιών.
|
Η σύγχυση ανάμεσα στις δύο έννοιες ήταν τώρα εξαιρετικά επιθυμητή: οι ευρωπαίοι συγγραφείς εμφανίζονται επίκουροι τής ιδεολογίας, που επικρατεί, μιλώντας για ορθόδοξους χριστιανούς, ενίοτε μάλιστα αρνητικά: γιά σχισματικούς χριστιανούς. Τα αντίστοιχα χωρία μεταφράζονται στη γλώσσα μας με τη λέξη «έλληνες». Αυτό κάνει, λόγου χάρη, ο νεότερος μεταφραστής των Σκέψεων τού Μοντεσκιέ στα 1925. («Ακμή και παρακμή των ρωμαίων», μετάφραση: Στ. Καραβίας, Αθήνα, 1925, 204 κ.ε.).
Μεγάλο και αυθαίρετο χρονικό άλμα χιλιάδων χρόνων έκαναν οι σύγχρονοι υπήκοοι τού κράτους τής Ρωμιοσύνης. Απεμπόλησαν το πρόσφατο αρβανιτοβλάχικο κ.λπ. κλέφτικο παρελθόν τους και φαντασιώθηκαν ευγενείς καταγωγές. |
Επίλογος
Το προϊόν τής «ελληνικής» εθνικής κίνησης, το νεορωμέικο κράτος, δέν ικανοποίησε εν τέλει ούτε τους ανακαινιστές τού έθνους ούτε τους υποστηρικτές τής ορθόδοξης οικουμένης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου