Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Αριστοτέλης: περί του Βίου και του Έργου του

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: 384–322/21 π.Χ.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ

Ι. ΒΙΟΣ

§1. Ένα από τα πιο θεμελιώδη έργα του Αριστοτέλη, τα Μετά τα Φυσικά, αρχίζει ως εξής:

«Πάντες ἄν­θρω­ποι τοῦ εἰ­δέ­ναι ὀ­ρέ­γον­ται φύ­σει. ση­μεῖ­ον δ' ἡ τῶν αἰ­σθή­σε­ων ἀ­γά­πη­σις· καὶ γὰρ χω­ρὶς τῆς χρε­ί­ας ἀ­γα­πῶν­ται δι' αὑ­τάς, καὶ μά­λι­στα τῶν ἄλ­λων ἡ διὰ τῶν ὀμ­μά­των= Όλοι οι άνθρωποι, εκκινώντας από τη φύση της ουσίας τους, επιθυμούν να γνωρίζουν· απόδειξη γι’ αυτό είναι η χαρακτηριστική αγάπη που έχουμε για τις αισθήσεις· για­τί, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τη χρη­σι­μό­τη­τά τους, μας εί­ναι αγαπητές οι ί­δι­ες οι αι­σθή­σεις, και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­π’ ό­λες η αί­σθη­ση της ό­ρα­σης».

Οι άνθρωποι επιθυμούν να γνωρίζουν με τη σημασία ότι έχουν έναν έμφυτο πόθο να θεώνται το είδος, την ιδέα/ουσία των πραγμάτων· να διάγουν τη ζωή τους μέσα ακριβώς στη θέα αυτού του είδους, αυτής της ιδέας/ουσίας των πραγμάτων. Είναι ακριβώς αυτή η οπτική αίσθηση, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα πράγματα μεταξύ τους, να εισχωρούμε στις διαφορές, στις ιδιότητές τους, να γνωρίζουμε και να μαθαίνουμε.

Το πιο πάνω απόσπασμα του Αριστοτέλη, με προεξάρχουσα την πρώτη πρόταση, απελευθερώνει πολλές σημασίες: πρώτα-πρώτα περιέχει μερικά καίρια σημεία της θεωρίας της γνώσης του Σταγιρίτη. Παράλληλα και κυρίως αποτελεί μια αναντικατάστατη συστατική θέση για το ποιος είναι ο Αριστοτέλης. Ποιος είναι τελικά ο Αριστοτέλης; Είναι ο άνθρωπος που συνδυάζει όλες τις αρετές του αληθινού στοχαστή: επιθυμεί διακαώς και μοχθεί ακούραστα να γνωρίσει και να μάθει· έτσι συλλέγει και ταξινομεί, με πολύ μεθοδικό κι ερευνητικό τρόπο, όλα τα εκάστοτε δεδομένα, συνδυάζει τις αισθήσεις και δη την όραση, αποκτώντας έτσι εμπειρία των προς έρευνα πραγμάτων, με την οξύνοια του νου του· ένας συνδυασμός που του επιτρέπει βαθιά και ακριβή θεώρηση του κόσμου και των πραγμάτων. Πράγματι, η αριστοτελική σκέψη είναι ένα συμπαγές σύστημα που εννοιολογικά περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας και το οποίο έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια. Καμιά άλλη φιλοσοφία, πλην της Πλατωνικής, δεν είχε τόσο βαθιά και διαρκή επιρροή. Κατέχει μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στο εύρος της ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά ακόμη και στον στενό κύκλο των κορυφαίων στοχαστών. Η ύστερη αρχαιότητα μιλάει για τον «θείο Αριστοτέλη» (Πρόκλος). Για τον Μεσαίωνα ήταν ο Φιλόσοφος. Ο Λάιμπνιτς λέει επίσης σχετικά με τις βασικές έννοιες της φυσικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ότι είναι «ως επί το πλείστον απολύτως αληθείς».

§2. Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγιρα το 384 π.Χ. Σε ηλικία 17 ετών περίπου μετοίκησε στην Αθήνα και το 367/6, έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Πλάτωνος, όπου φοίτησε για είκοσι χρόνια μέχρι τον θάνατο του Πλάτωνα (347/348 π.Χ.). Στην Αθήνα δεν έζησε ως γόνος της αθηναϊκής υψηλής αριστοκρατίας, όπως ο Πλάτων· επίσης δεν ήταν ούτε καν πολίτης, όπως οι άλλοι γηγενείς Αθηναίοι, αλλά μέτοικος: ένας ξένος με «άδεια παραμονής» αλλά χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Φυσικά, δεν είναι οποιοσδήποτε τυχαίος κάτοικος της Αθήνας. Ο Αριστοτέλης καταγόταν από ιατρική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν διακεκριμένος γιατρός, πιθανόν και θεωρητικός της ιατρικής με τη συγγραφή σχετικών συγγραμμάτων, και χρημάτισε αυλικός γιατρός του Βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα. Έτσι, ο Αριστοτέλης μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον εξοικειωμένο με τη μελέτη της σωματικής φύσης του ανθρώπου και είχε όλες τις στοχαστικές προϋποθέσεις για να επισκεφτεί το κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, την Αθήνα, και να σπουδάσει κοντά στον Πλάτωνα. Γρήγορα ξεχώρισε, ανάμεσα στους σπουδαστές της Ακαδημίας, για τα σπάνια πνευματικά του χαρίσματα και για την τεράστια πολυμάθειά του. Κι αυτή η ποιοτική του διαφορά από τος άλλους συσπουδαστές του προδίκαζε τη μετέπειτα εξέλιξή του ως φιλοσόφου, δεδομένου και του γεγονότος ότι η Ακαδημία δεν ήταν απλώς ένα δημόσιο ή ιδιωτικό «Γυμνάσιο», αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Αποτελούσε το πνευματικό κέντρο για τους επιστήμονες και τους φιλοσόφους εκείνης της εποχής, ένας διεθνής τόπος συνάντησης και ένα πρότυπο για την ενότητα της διδασκαλίας και της έρευνας που σπάνια έχει επιτευχθεί ξανά μέχρι σήμερα.

§3. Κατά τη διάρκεια των είκοσι ετών (367–347) της μαθητείας του στην Ακαδημία, ο Αριστοτέλης δεν έμεινε απλός μαθητής του Πλάτωνα και συμμαθητής με άλλα μέλη της Ακαδημίας, αλλά ανέπτυξε και δικές του θέσεις. Για τη σχέση Πλατωνισμού και Αριστοτελισμού, που άρχισε να διαμορφώνεται ήδη κατ’ αυτή την περίοδο στην Πλατωνική Ακαδημία, δεν είναι σαφώς καθορισμένο ιστορικά, αν ήταν αρμονική ή ανταγωνιστική, γιατί δεν υπάρχουν αποδεδειγμένα τεκμήρια παρά μόνο γνώμες και εικασίες. Το σίγουρο είναι ότι ο Πλάτων αναγνώριζε το μεγαλείο της σκέψης του μαθητή του, καθώς και τις ξεχωριστές του ικανότητες. Τo 347 π.Χ. ανέλαβε τη διεύθυνση τής πλατωνικής Ακαδημίας ο Σπεύσιππος και ο Αριστοτέλης αποχώρησε από την Ακαδημία. Για δυο χρόνια (347-345) μετοικεί στον Αταρνέα. Με τον ηγεμόνα/τύραννο του Αταρνέα και της Άσσου, τον Ερμία, είχε φιλικές σχέσεις από τον καιρό της Ακαδημίας. Εκεί παντρεύτηκε την Πυθιάδα και απέκτησε μαζί της μια κόρη. Ως προκύπτει, η γυναίκα του θα πρέπει να πέθανε αργότερα στην Αθήνα. Μετά απ’ αυτή την απώλεια συνήψε δεσμό με την Ερπυλλίδα, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Νικόμαχο. Εξου και η ονομασία του μεγάλου έργου του Αριστοτέλη: Ηθικά Νικομάχεια. Το 345-343/2 βρίσκεται στη Μυτιλήνη, στη Λέσβο, όπου συνάντησε τον Θεόφραστο, που καταγόταν από τη Λέσβο, γνώριμό του από την Ακαδημία και διάδοχό του στο Λύκειο. Το 343/342 δέχεται πρόσκληση από τον Φίλιππο, βασιλιά της Μακεδονίας, να γίνει δάσκαλος και παιδαγωγός του Αλέξανδρου, ο οποίος αυτή την περίοδο ήταν 13 ετών. Αν και δεν είναι οριστικά γνωστό τι δίδαξε ο Αριστοτέλης τον Αλέξανδρο και ποιες κατευθύνσεις αγωγής εφάρμοσε, θεωρείται ορισμένως βάσιμο από τους διάφορους ερμηνευτές ότι ξεκίνησε με Όμηρο και ότι προσπαθούσε μέσα από κάθε αντικείμενο διδασκαλίας να τον μάθει να σκέπτεται. Σ’ αυτό εδώ βρίσκεται όλη η πεμπτουσία της Αριστοτελικής εκπαίδευσης και αγωγής του Αλεξάνδρου. Γενικώς αποτιμάται πως η επίδραση αυτής της εκπαίδευσης και αγωγής απέδωσε σημαντικούς καρπούς για τον Αλέξανδρο. Το 335/4, με τον θάνατο του Φιλίππου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Αλέξανδρο, ο Αριστοτέλης γυρίζει στην Αθήνα, από την οποία απουσίαζε για δώδεκα συναπτά έτη. Τώρα είναι πενήντα ετών και στην Αθήνα ιδρύει το Λύκειο.

§4. Μέσα στον πλούτο των αναζητήσεων και ενασχολήσεων του Λυκείου ήταν και η συστηματική προσπάθεια να συλλέγεται και να ταξινομείται υλικό από όλες τις γνωστές περιοχές της γνώσης. Αυτό εξάλλου φαίνεται και από τη θεματική ποικιλία των Αριστοτελικών έργων. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι τα πιο σημαντικά από τα επιστημονικά του έργα τα έγραψε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Επίσης, όταν ανέλαβε την εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου, δεν είχε τη φήμη που απέκτησε αργότερα. Στο Λύκειο ο Αριστοτέλης δίδασκε περπατώντας ανάμεσα στις δενδροστοιχίες του κήπου, κάτι που έδωσε αφορμή να αποκαλούνται αργότερα οι μαθητές του «περιπατητικοί». Η μορφή της εκπαίδευσης ήταν διττής υφής: η εξωτερική, δηλαδή η διδασκαλία της ρητορικής, την μπορούσαν να παρακολουθήσουν όλοι, και η εσωτερική ή ακροαματική, την οποία μπορούσαν να παρακολουθήσουν μόνο όσοι διέθεταν μια σχετική προκαταρκτική εκπαίδευση/παιδεία. Στην εσωτερική διδασκόταν η φυσική, η μεταφυσική και η διαλεκτική. Στο Λύκειο, ακριβώς όπως και στην Πλατωνική Ακαδημία, τα μέλη δεν ήταν απλώς μαθητές, αλλά και στενοί φίλοι μεταξύ τους. Το 323/2, αμέσως δηλαδή μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης έφυγε από την Αθήνα και πήγε στη Χαλκίδα, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του. Εκεί πέθανε το 322/1 σε ηλικία 63 ετών. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, γιατί οι Αθηναίοι τον θεωρούσαν ευνοούμενο του Αλέξανδρου, χωρίς να γνωρίζουν ή να λαμβάνουν υπόψη ότι οι σχέσεις του φιλοσόφου με τον Αλέξανδρο είχαν διαταραχθεί τα τελευταία χρόνια. Τον είχαν κατηγορήσει για ασέβεια εκεί στην Αθήνα και κινδύνευε να καταδικαστεί σαν τον Σωκράτη αλλά και τον Αναξαγόρα.

ΙΙ. ΤΟ ΕΡΓΟ

§1. Τα έργα του Αριστοτέλη τα ταξινόμησε και τα εξέδωσε εκ νέου ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος, περίπου το 30 π.Χ., στη Ρώμη ή στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα μνημειώδες επίτευγμα, με οδηγό το οποίο ακολούθησαν κι όλες οι μεταγενέστερες εκδόσεις του συνολικού έργου του Αριστοτέλη, φιλολογικά άρτια προσεγμένες ως προς τον ακριβέστερο καθορισμό των ορίων της γνησιότητας των κειμένων και των μεταγενέστερων επεμβάσεων. Τα έργα του Αριστοτέλη μπορούν να χωριστούν σε δυο κατηγορίες: εξωτερικά έργα, που προορίζονται για δημοσίευση, και εσωτερικά ή ακροαματικά έργα, που προορίζονται αποκλειστικά για τους σπουδαστές της σχολής. Από τα πρώτα, ελάχιστα σώζονται, μερικοί τίτλοι διαλόγων και μερικά αποσπάσματα ενός προτρεπτικού λόγου για τη φιλοσοφία (Προτρεπτικός) και των διαλόγων Εύδημος ή Περί Ψυχής και Περί Φιλοσοφίας. Στην ουσία αυτά τα γραπτά γενικά ανήκουν σε μια πρώιμη φάση της αριστοτελικής σκέψης, στην περίοδο της παραμονής του στη σχολή του Πλάτωνα ή της πρώτης του διδασκαλίας στην Άσσο και τη Μυτιλήνη. Αντίθετα, το σύνολο των γραπτών του που προοριζόταν για τη σχολή έχει διασωθεί σχεδόν ολόκληρο.

Περιλαμβάνει: μια ομάδα έξι γραπτών για τη Λογική: Κατηγορίες, Περί Ερμηνείας, Αναλυτικά Πρότερα, σε δυο βιβλία, Αναλυτικά Ύστερα, σε δυο βιβλία, Τοπικά, σε οκτώ βιβλία, Σοφιστικοί Έλεγχοι. Ο γενικός τίτλος τους είναι: Όργανον. Αυτός ο τίτλος δεν δόθηκε από τον Αριστοτέλη, αλλά μεταγενέστερα. Βασικά ξεκίνησε αυτή η συλλογή των εν λόγω έργων υπό τον τίτλο Όργανον τον 6ο αιώνα. μ.Χ. Σημειωτέο, στη συνάφεια τούτη, πως ό,τι ονομάζουμε εμείς σήμερα Λογική ο Αριστοτέλης το ονόμαζε Αναλυτική. Αυτή δεν τη θεωρούσε ως έναν κλάδο της θεωρητικής φιλοσοφίας, αλλά ως μια προπαιδευτική, σχετική με την περιγραφή ή την παρουσίαση των οργάνων (Ὄργανον) της διαλεκτικής συζήτησης. Ο παραδοσιακός χαρακτηρισμός για τη Λογική ως Ὄργανον είναι παραπλανητικός, γιατί η Λογική ασχολείται με έννοιες, κρίσεις, συλλογισμούς, αποδείξεις κ.λπ., τα οποία δεν είναι όργανα της σκέψης αλλά δομικά στοιχεία της μεθοδικής της εκδίπλωσης.

§2. Άλλα έργα που έχουν σωθεί είναι τα Μετά τα Φυσικά, το σπουδαιότερο από τα φιλοσοφικά έργα, σε δεκατέσσερα βιβλία· έργα για τις φυσικές επιστήμες: Φυσική σε οκτώ βιβλία, Περί Ουρανού σε τέσσερα βιβλία, Περί Γενέσεως και Φθοράς σε δυο βιβλία, Μετεωρολογικά σε τέσσερα βιβλία· μια ομάδα γραπτών για τα ζώα: Περί τα Ζώα Ιστορίαι σε δέκα βιβλία, Περί Ζώων Μορίων σε τέσσερα βιβλία, Περί Ζώων Γενέσεως σε πέντε βιβλία, Περί Ζώων Πορείας, Περί Ζώων Κινήσεως. Επίσης, το έργο Περί ψυχής σε τρία βιβλία, αλλά και ηθικά και πολιτικά έργα. Ηθικά: [Μεγάλα Ηθικά] σε δυο βιβλία, Ηθικά Ευδήμεια σε επτά βιβλία, Ηθικά Νικομάχεια σε δέκα βιβλία. Πολιτικά: Πολιτικά σε οκτώ βιβλία, Αθηναίων Πολιτεία. Ρητορική και Ποιητική: Ρητορική Τέχνη σε τρία βιβλία, Περί Ποιητικής (ημιτελής). Ως προκύπτει από το σύνολο του έργου του αλλά και από ιστορικές μαρτυρίες, ο Αριστοτέλης ανέπτυξε μια πολυσχιδή δραστηριότητα ανεκτίμητης φιλοσοφικής αξίας: με το έργο του καλλιέργησε σχεδόν όλους τους τομείς της γνώσης και τα γραπτά του αποτέλεσαν την εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης γνώσης από τότε μέχρι σήμερα. Δεν νοείται στοχαστής στη διαχρονία του φιλοσοφικού Λόγου, που να μην έχει περάσει από την Αριστοτελική σκέψη. Ο κορυφαίος Έλληνας φιλόσοφος όχι μόνο μας μετέδωσε τη θετική επιστήμη της εποχής του, χάρη στην έρευνα των προκατόχων και των συγχρόνων του και στις δικές του πρωτότυπες παρατηρήσεις και έρευνες που πραγματοποίησε προσωπικά ή με τη βοήθεια των μαθητών του, αλλά στόχευε να κατασκευάσει κι ένα σύστημα γνώσης βασισμένο σε ένα οργανικό όραμα του σύμπαντος και θεμελιωμένο στην ευρύτερη δυνατή γνώση των γεγονότων που αντλούνται από την εμπειρία. Ο Αριστοτέλης θεωρείται ο θεμελιωτής των επιστημονικών μελετών στον τομέα της συγκριτικής ανατομίας και φυσιολογίας, της λογικής, της ιστορίας της φιλοσοφίας κ.λπ. Ξεκινώντας από την αντίληψη του δασκάλου του Πλάτωνα για τις Ιδέες, ο οποίος τόνισε τον διαχωρισμό μεταξύ του νοητού και του αισθητού κόσμου, ο Αριστοτέλης, ασκώντας κριτική στον ίδιο, επεξεργάζεται μια εντελώς νέα θεωρία της γνώσης και μια θεωρία της έννοιας που δεν είναι πλέον μεταφυσική, αλλά λογική. Ενώ για τον Πλάτωνα οι ιδέες υπάρχουν καθαυτές, αιώνια, σε έναν «νοητό κόσμο» του οποίου ο αισθητός κόσμος είναι μόνο μια ατελής αντανάκλαση, ο Αριστοτέλης αρνείται τον διαχωρισμό μεταξύ του κόσμου των καθολικών ιδεών και του κόσμου των εμπειρικών δεδομένων. Επιχειρεί να πλησιάσει τα πράγματα με πιο συγκεκριμένο τρόπο κι αυτή η συγκεκριμένη πραγμάτευση του αντικειμενικού κόσμου είναι το σήμα κατατεθέν της φιλοσοφικής του σκέψης.

§3. Απέναντι στον τρόπο, με τον οποίο ο Πλάτων συνέλαβε τη θεωρία των ιδεών, ο Αριστοτέλης διαφοροποιήθηκε αισθητά. Θεωρούσε πως η Πλατωνική θεωρία των ιδεών παραπέμπει σε έναν ανώφελο αναδιπλασιασμό της πραγματικότητας και δεν συμβάλλει στον δυνατό βαθμό για την κατανόηση της πραγματικότητας ούτε μπορεί να εξηγήσει τη σχέση ή καλύτερα τη δράση αυτών των ιδεών στον κόσμο των πραγμάτων. Επίσης δεν ρίχνει πολύ φως στη γέννηση και την κίνηση των τελευταίων. Το να λέμε ότι οι ιδέες είναι τα αρχέτυπα και ότι όλα τα άλλα πράγματα είναι έκτυπά τους, ισοδυναμεί με το να εκστομίζουμε κενές φράσεις και να χρησιμοποιούμε ποιητικές μεταφορές. Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα στην αρχή ότι η επιστήμη, η φιλοσοφική Γνώση, έχει ως αντικείμενο το καθολικό. Το τελευταίο δεν νοείται ως ένα ποσοτικό Όλο ούτε εκφράζει ένα συγκεκριμένο, καθορισμένο ον, αλλά μάλλον μια ορισμένη φύση του όντος. Το συγκεκριμένα καθορισμένο ον, η αληθινή και μόνη πραγματικότητα είναι το άτομο. Ωστόσο, αυτό που του δίνει πραγματικότητα, αυτό που το καθιστά ουσία, είναι το καθολικό, που νοείται όχι ως έχον αυτόνομη ύπαρξη, αλλά ως μορφή εμμενής στην πραγματική και συγκεκριμένη ύπαρξη. Αν οι καθολικές ιδέες είναι οι ίδιες οι ουσίες των αισθητών πραγμάτων, η επιστήμη είναι η επιστήμη του συγκεκριμένου καθολικού. Είναι ταυτόχρονα η επιστήμη του πραγματικού και η επιστήμη του καθόλου. Τρία καίρια μεθοδικά βήματα χαρακτηρίζουν τη θεωρία και την πρακτική της φιλοσοφίας σύμφωνα με τον Αριστοτέλη: πρώτα – πρώτα διεξοδική έρευνα και περιγραφή των απόψεων, που έχουν εκτυλιχθεί κατά το παρελθόν ή εκτυλίσσονται στο παρόν για ένα αντικείμενο. Στο δεύτερο βήμα, αυτές οι απόψεις αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα προς λύση και στο τρίτο βήμα εξετάζονται ή αναζητούνται οι λύσεις του προβλήματος. Πάντοτε, ο Αριστοτέλης ασκεί μια καλοπροαίρετη, σε γενικές γραμμές, κριτική σε θέσεις και απόψεις προγενέστερων στοχαστών, δεδομένου, όπως αναφέρει κι ο ίδιος στα Μετά τα Φυσικά 993a30 η προσέγγιση της αλήθειας είναι δύσκολη, δεν είναι εύκολη, αλλά όχι και ακατόρθωτη:

«Η θεώρηση της αλήθειας από μια άποψη είναι δύσκολη, ενώ από άλλη εύκολη. Ένδειξη δε γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι μήτε κανείς μπορεί να την προσεγγίσει ικανοποιητικά μήτε όλοι είναι δυνατό να αποτυγχάνουν πλήρως, αλλά όλοι κάτι μπορούν να λένε περί της φύσεως και κάθε ερευνητής ασφαλώς ξεχωριστά μπορεί να μη συνεισφέρει καθόλου στην έρευνα ή να συνεισφέρει ελάχιστα· από όλα όμως συγκεντρωμένα μπορεί να προκύψει κάποιο μέγεθος από γνώσεις».

§4. Με αυτή του τη θέση ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι, πέραν ολίγων ακραίων εξηγήσεων ή αναλύσεων (π.χ. σοφιστικές απόψεις, ελεατικές αντιλήψεις περί κίνησης κ.λπ.), όλοι οι φιλόσοφοι έχουν κάτι να συνεισφέρουν στην αναζήτηση της φιλοσοφικής αλήθειας. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, όταν ξέρουμε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ότι από τη φύση τους τα πράγματα είναι «φανερότατα από όλα» 993b11 και ότι εξαρτάται κατά πολύ από το νου της ψυχής μας να τα αποτυπώνει σωστά (ό.π.). Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως η κάθε άποψη, όσο διαφορετική κι αν είναι από μια άλλη, έχει λόγο στην αναζήτηση της αλήθειας. Παρατηρεί σχετικά ο Αριστοτέλης:

«Δίκαιο είναι μάλιστα να χρωστάμε χάρη όχι μόνο σε εκείνους, των οποίων συμμεριζόμαστε τις απόψεις, αλλά και σε εκείνους που διατύπωσαν πιο επιπόλαιες απόψεις· γιατί κι αυτοί κάτι έχουν προσφέρει· δηλαδή άσκησαν την ικανότητα της σκέψης πριν από εμάς» (ό.π. 11-14).

Τούτο ισχύει αντικειμενικά, έτι περισσότερο, για όλους τους ανθρώπους, γιατί ο άνθρωπος, ως τέτοιος, είναι από τη φύση του εξοπλισμένος με τρόπους, μέσα ή δυνάμεις για την παραγωγή γνώσης, όπως είναι ο νους της ψυχής, η νοητική λειτουργία δηλαδή, οι αισθητηριακές αντιλήψεις, η αισθητηριακή ικανότητα πρόσληψης κ.λπ.. Στη συνάφεια τούτη, ο άνθρωπος έχει προδιάθεση από τη φύση του να θέλει να ανακαλύπτει την αλήθεια κάθε πράγματος, γι’ αυτό και όσοι έχουν αναπτύξει πλήρως τις νοητικές τους ικανότητες –και τούτο υπό συγκεκριμένες συνθήκες και όχι εντελώς απροϋπόθετα– αφοσιώνονται στη φιλοσοφική αλήθεια των πραγμάτων, έχουν δηλαδή ως υπέρτατο προορισμό τους να φιλοσοφούν βαθιά και δίκαια. Από εδώ συνάγεται ακόμη ότι η φιλοσοφία δικαίως ονομάζεται επιστήμη της αλήθειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου