Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (17.541-17.606)

Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ μέγ᾽ ἔπταρεν, ἀμφὶ δὲ δῶμα
σμερδαλέον κονάβησε· γέλασσε δὲ Πηνελόπεια,
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἔρχεό μοι, τὸν ξεῖνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον.
545 οὐχ ὁράᾳς, ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσι;
τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο
πᾶσι μάλ᾽, οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
αἴ κ᾽ αὐτὸν γνώω νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποντα,
550 ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά.»
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ξεῖνε πάτερ, καλέει σε περίφρων Πηνελόπεια,
μήτηρ Τηλεμάχοιο· μεταλλῆσαί τί ἑ θυμὸς
555 ἀμφὶ πόσει κέλεται, καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ.
εἰ δέ κέ σε γνώῃ νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποντα,
ἕσσει σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, τῶν σὺ μάλιστα
χρηΐζεις· σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον
γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι.»
560 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«Εὔμαι᾽, αἶψά κ᾽ ἐγὼ νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποιμι
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ·
οἶδα γὰρ εὖ περὶ κείνου, ὁμὴν δ᾽ ἀνεδέγμεθ᾽ ὀϊζύν.
ἀλλὰ μνηστήρων χαλεπῶν ὑποδείδι᾽ ὅμιλον,
565 τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει.
καὶ γὰρ νῦν, ὅτε μ᾽ οὗτος ἀνὴρ κατὰ δῶμα κιόντα
οὔ τι κακὸν ῥέξαντα βαλὼν ὀδύνῃσιν ἔδωκεν,
οὔτε τι Τηλέμαχος τό γ᾽ ἐπήρκεσεν οὔτε τις ἄλλος.
τῷ νῦν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν ἄνωχθι
570 μεῖναι, ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα·
καὶ τότε μ᾽ εἰρέσθω πόσιος πέρι νόστιμον ἦμαρ,
ἀσσοτέρω καθίσασα παραὶ πυρί· εἵματα γάρ τοι
λύγρ᾽ ἔχω· οἶσθα καὶ αὐτός, ἐπεί σε πρῶθ᾽ ἱκέτευσα.»
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσε.
575 τὸν δ᾽ ὑπὲρ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια·
«οὐ σύ γ᾽ ἄγεις, Εὔμαιε; τί τοῦτ᾽ ἐνόησεν ἀλήτης;
ἦ τινά που δείσας ἐξαίσιον ἦε καὶ ἄλλως
αἰδεῖται κατὰ δῶμα; κακὸς δ᾽ αἰδοῖος ἀλήτης.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
580 «μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ἅ πέρ κ᾽ οἴοιτο καὶ ἄλλος,
ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων.
ἀλλά σε μεῖναι ἄνωγεν ἐς ἠέλιον καταδύντα.
καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾽ αὐτῇ πολὺ κάλλιον, ὦ βασίλεια,
οἴην πρὸς ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ᾽ ἐπακοῦσαι.»
585 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«οὐκ ἄφρων ὁ ξεῖνος ὀΐεται, ὥς περ ἂν εἴη·
οὐ γάρ πώ τινες ὧδε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ἀνέρες ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς ἀγόρευεν, ὁ δ᾽ οἴχετο δῖος ὑφορβὸς
590 μνηστήρων ἐς ὅμιλον, ἐπεὶ διεπέφραδε πάντα.
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα,
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾽ οἱ ἄλλοι·
«ὦ φίλ᾽, ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων,
σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον· σοὶ δ᾽ ἐνθάδε πάντα μελόντων.
595 αὐτὸν μὲν σὲ πρῶτα σάω, καὶ φράζεο θυμῷ
μή τι πάθῃς· πολλοὶ δὲ κακὰ φρονέουσιν Ἀχαιῶν,
τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε πρὶν ἡμῖν πῆμα γενέσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἔσσεται οὕτως, ἄττα· σὺ δ᾽ ἔρχεο δειελιήσας·
600 ἠῶθεν δ᾽ ἰέναι καὶ ἄγειν ἱερήϊα καλά·
αὐτὰρ ἐμοὶ τάδε πάντα καὶ ἀθανάτοισι μελήσει.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὖτις ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐϋξέστου ἐπὶ δίφρου,
πλησάμενος δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μεθ᾽ ὕας, λίπε δ᾽ ἕρκεά τε μέγαρόν τε
605 πλεῖον δαιτυμόνων· οἱ δ᾽ ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ
τέρποντ᾽· ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ.

***
Πάνω στον τελευταίο λόγο της φταρνίστηκε ο Τηλέμαχος με δύναμη
και βούιξε το σπίτι ολόκληρο από το βροντερό του φτάρνισμα.
Γέλασε τότε η Πηνελόπη, κι αμέσως γύρισε στον Εύμαιο μιλώντας,
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Εμπρός λοιπόν, τρέξε να τον φωνάξεις, εδώ να μου τον φέρεις·
δεν βλέπεις πως φταρνίστηκε στον λόγο μου κι ο γιος μου;
Δεν πρόκειται, όπως φαίνεται, ατέλεστος να μείνει
ο θάνατος για τους μνηστήρες — όλοι, κανένας τους
δεν θα γλιτώσει τη θανατική του μοίρα.
Αλλά και κάτι ακόμη θα σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
αν δω πως μόνο την αλήθεια αυτός ομολογεί,
550 μ᾽ ωραία ρούχα, χλαίνη και χιτώνα, θα τον ντύσω.»
Υπάκουος στον λόγο που άκουσε, τρέχει ο χοιροβοσκός, στάθηκε
πλάι του, κι όπως του μίλησε τα λόγια του
πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου γέρο, σε προσκαλεί η συνετή μας Πηνελόπη,
του Τηλεμάχου η μάνα· ποθεί η καρδιά της να ρωτήσει,
κάτι να μάθει για τον άντρα της, κι ας είναι βουτηγμένη
στη μαύρη πίκρα της.
Κι αν δει πως την αλήθεια μόνο εσύ ομολογείς,
με χλαίνη και χιτώνα θα σε ντύσει — ό,τι σου λείπει
πιο πολύ· γιατί ψωμί μπορείς να ζητιανέψεις,
για να βοσκήσεις την κοιλιά σου, και στη χώρα — όλο και κάτι
κάποιος θα καταδεχτεί και θα σου δώσει.»
560 Του αντιμίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Εύμαιε, πρόθυμος είμαι την κάθε αλήθεια να της πω κι εγώ
της συνετής της Πηνελόπης, της θυγατέρας του Ικαρίου·
ξέρω καλά την τύχη εκείνου, παρόμοια συμφορά σηκώσαμε.
Όμως με το σινάφι των κακόψυχων μνηστήρων τρέμω,
που φτάνει η ξιπασιά κι η βία τους τον χάλκινο ουρανό.
Να, τώρα μόλις, αυτός εμένα, γυρίζοντας εγώ σ᾽ αυτό το σπιτικό
δίχως να τον πειράξω, με βρήκε και χτυπώντας μέ πόνεσε πολύ —
μήτε ο Τηλέμαχος μήτε κανένας άλλος τόλμησε τότε να σταθεί στο πλάι μου.
Γι᾽ αυτό παράγγειλε στην Πηνελόπη να μη βιαστεί·
570 ας περιμένει, ωσότου δύσει ο ήλιος, στην κάμαρή της,
και τότε με ρωτά να μάθει για τον άντρα της,
το πότε θα νοστήσει. Πλάι στη φωτιά καλύτερα
μαζί μου να καθήσει, γιατί φορώ κουρέλια ξεφτισμένα —
ξέρεις εσύ, αφού εσένα πρώτο ικέτεψα.»
Έτσι του μίλησε, κι υπάκουος στα λόγια του ο χοιροβοσκός,
γύρισε μόνος πίσω. Μόλις τον είδε στο κατώφλι της η Πηνελόπη, τον ρωτά:
«Εύμαιε, δεν μου τον έφερες; Πώς να το σκέφτεται το πράγμα ο ξένος;
φοβάται μήπως και κάποιος τον τρομάξει; ή μάλλον ντρέπεται
στο σπίτι να κυκλοφορεί; Αλλά ζητιάνος και ντροπή
άσχημα πάνε μεταξύ τους.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
580 «Μίλησε μετρημένα, όπως και κάθε άλλος γνωστικός·
την ξιπασιά των αλαζονικών μνηστήρων γυρεύει ν᾽ αποφύγει,
και παραγγέλλει εσύ να περιμένεις ωσότου δύσει ο ήλιος.
Αλλά, βασίλισσά μου, αυτό συμφέρει και σ᾽ εσένα περισσότερο,
μόνη στον ξένο να μιλήσεις, και μόνη σου τον λόγο του ν᾽ ακούσεις.»
Πήρε τον λόγο πάλι η Πηνελόπη φρόνιμη:
«Κουτός δεν είναι ο ξένος, καλά το σκέφτηκε τι θα μπορούσε
να συμβεί· γιατί στον κόσμο των θνητών ανθρώπων άλλοι χειρότεροι
δεν βρέθηκαν ακόμη, όπως αυτοί οι υβριστές που μηχανεύονται
ανόσια έργα.»
Μετά τα λόγια της κι αφού τα πάντα τής εξήγησε,
590 την άφησε ο θείος χοιροβοσκός και βρέθηκε με την παρέα των μνηστήρων.
Όπου και μίλησε προς τον Τηλέμαχο, σκύβοντας όμως το κεφάλι,
να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου, εγώ θα φύγω, τους χοίρους κι εκείνα εκεί να τα φυλάξω — δικά σου
και δικά μου· όμως εδώ τα πάντα μέλημα δικό σου.
Κοίταξε πρώτα να σωθείς εσύ· σκέψου καλά
μην πάθεις τίποτε· γιατί γυρεύουν το κακό σου
πλήθος αυτοί οι Αχαιοί, που να τους αφανίσει ο Δίας,
προτού προφτάσουνε να γίνουν η δική μας συμφορά.»
Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος με τη δική του φρόνηση:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντά μου, όπως τα λες· πήγαινε τώρα εσύ
το δειλινό σου να φροντίσεις, κι αύριο, μόλις ξημερώσει,
600 έρχεσαι πάλι φέρνοντας καλά σφαχτά.
Όλα τα υπόλοιπα δικό μου μέλημα και των θεών.»
Έτσι του μίλησε, κι εκείνος κάθησε πάλι
σ᾽ ένα γυαλιστερό σκαμνί. Αφού η ψυχή του χόρτασε
με το φαΐ και το πιοτό, ξεκίνησε να πάει στο χοιροστάσι,
πίσω του αφήνοντας και την αυλή και το παλάτι, γεμάτο ακόμη
γλεντοκόπους, που ευφραίνονταν με τον χορό και το τραγούδι.
Στο μεταξύ πέφτει το σούρουπο, και πήρε να βραδιάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου