ΑΓΓΕΛΟΣ
δέσποιν᾽, ὁρᾶις μὲν ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται·
Εὐρυσθέα σοι τόνδ᾽ ἄγοντες ἥκομεν,
930 ἄελπτον ὄψιν τῶιδέ τ᾽ οὐχ ἧσσον τύχην·
οὐ γάρ ποτ᾽ ηὔχει χεῖρας ἵξεσθαι σέθεν,
ὅτ᾽ ἐκ Μυκηνῶν πολυπόνωι σὺν ἀσπίδι
ἔστειχε μείζω τῆς δίκης φρονῶν, πόλιν
πέρσων Ἀθάνας. ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν
935 δαίμων ἔθηκε καὶ μετέστησεν τύχην.
Ὕλλος μὲν οὖν ὅ τ᾽ ἐσθλὸς Ἰόλεως βρέτας
Διὸς τροπαίου καλλίνικον ἵστασαν·
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ᾽ ἐπιστέλλουσ᾽ ἄγειν,
τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν᾽· ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς
940 ἥδιστον ἐχθρὸν ἄνδρα δυστυχοῦνθ᾽ ὁρᾶν.
ΑΛ. ὦ μῖσος, ἥκεις; εἶλέ σ᾽ ἡ Δίκη χρόνωι;
πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ᾽ ἐπίστρεψον κάρα
καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον
ἐχθρούς· κρατῆι γὰρ νῦν γε κοὐ κρατεῖς ἔτι.
945 ἐκεῖνος εἶ σύ, βούλομαι γὰρ εἰδέναι,
ὃς πολλὰ μὲν τὸν ὄνθ᾽ ὅπου ᾽στὶ νῦν ἐμὸν
παῖδ᾽ ἀξιώσας, ὦ πανοῦργ᾽, ἐφυβρίσαι;
[τί γὰρ σὺ κεῖνον οὐκ ἔτλης καθυβρίσαι;]
ὃς καὶ παρ᾽ Ἅιδην ζῶντά νιν κατήγαγες,
950 ὕδρας λέοντάς τ᾽ ἐξαπολλύναι λέγων
ἔπεμπες. ἄλλα δ᾽ οἷ᾽ ἐμηχανῶ κακὰ
σιγῶ· μακρὸς γὰρ μῦθος ἂν γένοιτό μοι.
κοὐκ ἤρκεσέν σοι ταῦτα τολμῆσαι μόνον,
ἀλλ᾽ ἐξ ἁπάσης κἀμὲ καὶ τέκν᾽ Ἑλλάδος
955 ἤλαυνες ἱκέτας δαιμόνων καθημένους,
τοὺς μὲν γέροντας, τοὺς δὲ νηπίους ἔτι.
ἀλλ᾽ ηὗρες ἄνδρας καὶ πόλισμ᾽ ἐλεύθερον,
οἵ σ᾽ οὐκ ἔδεισαν. δεῖ σε κατθανεῖν κακῶς,
καὶ κερδανεῖς ἅπαντα· χρῆν γὰρ οὐχ ἅπαξ
960 θνήισκειν σε πολλὰ πήματ᾽ ἐξειργασμένον.
ΑΓ. οὐκ ἔστ᾽ ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν.
ΑΛ. ἄλλως ἄρ᾽ αὐτὸν αἰχμάλωτον εἵλομεν.
εἴργει δὲ δὴ τίς τόνδε μὴ θνήισκειν νόμος;
ΑΓ. τοῖς τῆσδε χώρας προστάταισιν οὐ δοκεῖ.
965 ΑΛ. τί δὴ τόδ᾽; ἐχθροὺς τοισίδ᾽ οὐ καλὸν κτανεῖν;
ΑΓ. οὐχ ὅντιν᾽ ἄν γε ζῶνθ᾽ ἕλωσιν ἐν μάχηι.
ΑΛ. καὶ ταῦτα δόξανθ᾽ Ὕλλος ἐξηνέσχετο;
ΑΓ. χρῆν αὐτόν, οἶμαι, τῆιδ᾽ ἀπιστῆσαι χθονί.
ΑΛ. χρῆν τόνδε μὴ ζῆν μηδ᾽ †ὁρᾶν φάος ἔτι†.
970 ΑΓ. τότ᾽ ἠδικήθη πρῶτον οὐ θανὼν ὅδε.
ΑΛ. οὔκουν ἔτ᾽ ἐστὶν ἐν καλῶι δοῦναι δίκην;
ΑΓ. οὐκ ἔστι τοῦτον ὅστις ἂν κατακτάνοι.
ΑΛ. ἔγωγε· καίτοι φημὶ κἄμ᾽ εἶναί τινα.
ΑΓ. πολλὴν ἄρ᾽ ἕξεις μέμψιν, εἰ δράσεις τόδε.
975 ΑΛ. φιλῶ πόλιν τήνδ᾽· οὐδὲν ἀντιλεκτέον.
τοῦτον δ᾽, ἐπείπερ χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς,
οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξαιρήσεται.
πρὸς ταῦτα τὴν θρασεῖαν ὅστις ἂν θέληι
καὶ τὴν φρονοῦσαν μεῖζον ἢ γυναῖκα χρὴ
980 λέξει· τὸ δ᾽ ἔργον τοῦτ᾽ ἐμοὶ πεπράξεται.
ΧΟ. δεινόν τι καὶ συγγνωστόν, ὦ γύναι, σ᾽ ἔχει
νεῖκος πρὸς ἄνδρα τόνδε, γιγνώσκω καλῶς.
***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Κυρά μου, αν και μονάχη σου το βλέπεις, όμως
θα σου το πω· νά! φέραμε τον Ευρυσθέα
930 με απελπισμένην όψη και τύχην όμοια.
Ποτές δεν το ᾽λεγε πως στα δικά σου χέρια
θα ᾽πεφτε, όταν ερχότανε με ασπίδες πλήθος
απ᾽ τις Μυκήνες με πολύ μεγάλ᾽ ιδέα
πως θα κυρίευε την Αθήνα, ο θεός όμως
την τύχη του τη γύρισε στο ενάντιον όλην!
Τώρα λοιπόν ο Ύλλος κι ο γενναίος Ιόλαος
άγαλμα στήνουνε στον νικηφόρο Δία
κι εμένα μου ᾽στειλαν να σου τον φέρω ετούτον,
για να χαρεί η ψυχή σου· είναι γλυκό να βλέπεις
940 να δυστυχαίνει ο οχτρός σου ο πριν ευτυχισμένος!
ΑΛΚ. Ω μισημένε, εδώ εισαι; τ᾽ άδικο σε βρήκε;
Εδώθες γύρισε την κεφαλή σου πρώτα
και βάσταξε να ιδείς στα μάτια τους οχτρούς σου·
γιατί ᾽σαι συ τώρα στο χέρι το δικό μας!
Λοιπόν εσύ ᾽σαι εκείνος, θέλω να το ξέρω,
που τόλμησες τον γιο μου, όπου και να ᾽ναι τώρα,
να του φερθείς υβριστικά πολύ, ω πανούργε;
Εσύ στον Άδη ζωντανόν κατέβασές τον
950 κι όλο τον έστελνες για να χαλάει λιοντάρια
και δράκους· κι όσ᾽ άλλα κακά μηχανευόσουν
θα τα σιωπήσω, γιατί ο λόγος παίρνει μάκρος.
Όμως δεν σου ᾽φτανε αυτή σου η τόλμη μόνο,
μα εμένα και τα τέκν᾽ αυτά μάς κυνηγούσες
απ᾽ όλην την Ελλάδα, των θεών ικέτες,
άλλους μας γέροντες κι άλλους μας βρέφη ακόμα.
Μα βρήκες άντρες λεύτερους και πόλην όπου
δεν σε φοβήθηκαν· και πρέπει να πεθάνεις
κακά, αν και πάλι θα κερδίσεις· τι ταιριάζουν
960 πολλοί θάνατοι στον που κάμνει κακά πλήθος.
ΑΓΓ. Δεν σου είναι βολετό ναν τονε θανατώσεις!
ΑΛΚ. Μάταια λοιπόν τον πιάσαμεν αιχμάλωτό μας;
Και ποιός νόμος μποδίζει μας τον θάνατό του;
ΑΓΓ. Έχουν ενάντια γνώμη οι άρχοντες του τόπου!
ΑΛΚ. Γιατί; σωστός ο θάνατος του οχτρού δεν είναι;
ΑΓΓ. Όχι και του πιασμένου ζωντανού στη μάχη.
ΑΛΚ. Και τηνε δέχτηκε μιαν τέτοια γνώμη ο Ύλλος;
ΑΓΓ. Αλλιώς θενα δειχνόταν άπιστος στη χώρα.
ΑΛΚ. Έπρεπ᾽ ετούτος να μη ζει στο φως της μέρας!
970 ΑΓΓ. Το πρώτο λάθος, ότι ευθύς δεν τον σκοτώσαν!
ΑΛΚ. Δεν είναι πια καιρός εκδίκηση να δώσει;
ΑΓΓ. Δεν είναι ποιος θα τόλμαε να τον θανατώσει!
ΑΛΚ. Εγώ! και το φωνάζω πως είμ᾽ ένας κάποιος!
ΑΓΓ. Πολλήν καταλαλιά θέλει εύρεις, αν το κάμεις.
ΑΛΚ. Την αγαπώ την πόλη αυτή· δεν αντιλέγω.
Μα αυτόν, μια κι έπεσε στα χέρια μου, κανένας
θνητός δεν θα μπορούσε να μου τονε πάρει.
Τώρα είναι λεύτερος καθείς να με ονομάσει
αλόγιστην κι ότι έχω θάρρος πιο μεγάλο
980 απ᾽ ό,τι σε γυναίκα πάει· μα θαν το κάνω!
ΧΟΡ. Φοβερό μίσος και συχωρεμένο, ξέρω,
πως για τον άντρ᾽ αυτόν κατέχει σε, ω γυναίκα!
δέσποιν᾽, ὁρᾶις μὲν ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται·
Εὐρυσθέα σοι τόνδ᾽ ἄγοντες ἥκομεν,
930 ἄελπτον ὄψιν τῶιδέ τ᾽ οὐχ ἧσσον τύχην·
οὐ γάρ ποτ᾽ ηὔχει χεῖρας ἵξεσθαι σέθεν,
ὅτ᾽ ἐκ Μυκηνῶν πολυπόνωι σὺν ἀσπίδι
ἔστειχε μείζω τῆς δίκης φρονῶν, πόλιν
πέρσων Ἀθάνας. ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν
935 δαίμων ἔθηκε καὶ μετέστησεν τύχην.
Ὕλλος μὲν οὖν ὅ τ᾽ ἐσθλὸς Ἰόλεως βρέτας
Διὸς τροπαίου καλλίνικον ἵστασαν·
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ᾽ ἐπιστέλλουσ᾽ ἄγειν,
τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν᾽· ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς
940 ἥδιστον ἐχθρὸν ἄνδρα δυστυχοῦνθ᾽ ὁρᾶν.
ΑΛ. ὦ μῖσος, ἥκεις; εἶλέ σ᾽ ἡ Δίκη χρόνωι;
πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ᾽ ἐπίστρεψον κάρα
καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον
ἐχθρούς· κρατῆι γὰρ νῦν γε κοὐ κρατεῖς ἔτι.
945 ἐκεῖνος εἶ σύ, βούλομαι γὰρ εἰδέναι,
ὃς πολλὰ μὲν τὸν ὄνθ᾽ ὅπου ᾽στὶ νῦν ἐμὸν
παῖδ᾽ ἀξιώσας, ὦ πανοῦργ᾽, ἐφυβρίσαι;
[τί γὰρ σὺ κεῖνον οὐκ ἔτλης καθυβρίσαι;]
ὃς καὶ παρ᾽ Ἅιδην ζῶντά νιν κατήγαγες,
950 ὕδρας λέοντάς τ᾽ ἐξαπολλύναι λέγων
ἔπεμπες. ἄλλα δ᾽ οἷ᾽ ἐμηχανῶ κακὰ
σιγῶ· μακρὸς γὰρ μῦθος ἂν γένοιτό μοι.
κοὐκ ἤρκεσέν σοι ταῦτα τολμῆσαι μόνον,
ἀλλ᾽ ἐξ ἁπάσης κἀμὲ καὶ τέκν᾽ Ἑλλάδος
955 ἤλαυνες ἱκέτας δαιμόνων καθημένους,
τοὺς μὲν γέροντας, τοὺς δὲ νηπίους ἔτι.
ἀλλ᾽ ηὗρες ἄνδρας καὶ πόλισμ᾽ ἐλεύθερον,
οἵ σ᾽ οὐκ ἔδεισαν. δεῖ σε κατθανεῖν κακῶς,
καὶ κερδανεῖς ἅπαντα· χρῆν γὰρ οὐχ ἅπαξ
960 θνήισκειν σε πολλὰ πήματ᾽ ἐξειργασμένον.
ΑΓ. οὐκ ἔστ᾽ ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν.
ΑΛ. ἄλλως ἄρ᾽ αὐτὸν αἰχμάλωτον εἵλομεν.
εἴργει δὲ δὴ τίς τόνδε μὴ θνήισκειν νόμος;
ΑΓ. τοῖς τῆσδε χώρας προστάταισιν οὐ δοκεῖ.
965 ΑΛ. τί δὴ τόδ᾽; ἐχθροὺς τοισίδ᾽ οὐ καλὸν κτανεῖν;
ΑΓ. οὐχ ὅντιν᾽ ἄν γε ζῶνθ᾽ ἕλωσιν ἐν μάχηι.
ΑΛ. καὶ ταῦτα δόξανθ᾽ Ὕλλος ἐξηνέσχετο;
ΑΓ. χρῆν αὐτόν, οἶμαι, τῆιδ᾽ ἀπιστῆσαι χθονί.
ΑΛ. χρῆν τόνδε μὴ ζῆν μηδ᾽ †ὁρᾶν φάος ἔτι†.
970 ΑΓ. τότ᾽ ἠδικήθη πρῶτον οὐ θανὼν ὅδε.
ΑΛ. οὔκουν ἔτ᾽ ἐστὶν ἐν καλῶι δοῦναι δίκην;
ΑΓ. οὐκ ἔστι τοῦτον ὅστις ἂν κατακτάνοι.
ΑΛ. ἔγωγε· καίτοι φημὶ κἄμ᾽ εἶναί τινα.
ΑΓ. πολλὴν ἄρ᾽ ἕξεις μέμψιν, εἰ δράσεις τόδε.
975 ΑΛ. φιλῶ πόλιν τήνδ᾽· οὐδὲν ἀντιλεκτέον.
τοῦτον δ᾽, ἐπείπερ χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς,
οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξαιρήσεται.
πρὸς ταῦτα τὴν θρασεῖαν ὅστις ἂν θέληι
καὶ τὴν φρονοῦσαν μεῖζον ἢ γυναῖκα χρὴ
980 λέξει· τὸ δ᾽ ἔργον τοῦτ᾽ ἐμοὶ πεπράξεται.
ΧΟ. δεινόν τι καὶ συγγνωστόν, ὦ γύναι, σ᾽ ἔχει
νεῖκος πρὸς ἄνδρα τόνδε, γιγνώσκω καλῶς.
***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Κυρά μου, αν και μονάχη σου το βλέπεις, όμως
θα σου το πω· νά! φέραμε τον Ευρυσθέα
930 με απελπισμένην όψη και τύχην όμοια.
Ποτές δεν το ᾽λεγε πως στα δικά σου χέρια
θα ᾽πεφτε, όταν ερχότανε με ασπίδες πλήθος
απ᾽ τις Μυκήνες με πολύ μεγάλ᾽ ιδέα
πως θα κυρίευε την Αθήνα, ο θεός όμως
την τύχη του τη γύρισε στο ενάντιον όλην!
Τώρα λοιπόν ο Ύλλος κι ο γενναίος Ιόλαος
άγαλμα στήνουνε στον νικηφόρο Δία
κι εμένα μου ᾽στειλαν να σου τον φέρω ετούτον,
για να χαρεί η ψυχή σου· είναι γλυκό να βλέπεις
940 να δυστυχαίνει ο οχτρός σου ο πριν ευτυχισμένος!
ΑΛΚ. Ω μισημένε, εδώ εισαι; τ᾽ άδικο σε βρήκε;
Εδώθες γύρισε την κεφαλή σου πρώτα
και βάσταξε να ιδείς στα μάτια τους οχτρούς σου·
γιατί ᾽σαι συ τώρα στο χέρι το δικό μας!
Λοιπόν εσύ ᾽σαι εκείνος, θέλω να το ξέρω,
που τόλμησες τον γιο μου, όπου και να ᾽ναι τώρα,
να του φερθείς υβριστικά πολύ, ω πανούργε;
Εσύ στον Άδη ζωντανόν κατέβασές τον
950 κι όλο τον έστελνες για να χαλάει λιοντάρια
και δράκους· κι όσ᾽ άλλα κακά μηχανευόσουν
θα τα σιωπήσω, γιατί ο λόγος παίρνει μάκρος.
Όμως δεν σου ᾽φτανε αυτή σου η τόλμη μόνο,
μα εμένα και τα τέκν᾽ αυτά μάς κυνηγούσες
απ᾽ όλην την Ελλάδα, των θεών ικέτες,
άλλους μας γέροντες κι άλλους μας βρέφη ακόμα.
Μα βρήκες άντρες λεύτερους και πόλην όπου
δεν σε φοβήθηκαν· και πρέπει να πεθάνεις
κακά, αν και πάλι θα κερδίσεις· τι ταιριάζουν
960 πολλοί θάνατοι στον που κάμνει κακά πλήθος.
ΑΓΓ. Δεν σου είναι βολετό ναν τονε θανατώσεις!
ΑΛΚ. Μάταια λοιπόν τον πιάσαμεν αιχμάλωτό μας;
Και ποιός νόμος μποδίζει μας τον θάνατό του;
ΑΓΓ. Έχουν ενάντια γνώμη οι άρχοντες του τόπου!
ΑΛΚ. Γιατί; σωστός ο θάνατος του οχτρού δεν είναι;
ΑΓΓ. Όχι και του πιασμένου ζωντανού στη μάχη.
ΑΛΚ. Και τηνε δέχτηκε μιαν τέτοια γνώμη ο Ύλλος;
ΑΓΓ. Αλλιώς θενα δειχνόταν άπιστος στη χώρα.
ΑΛΚ. Έπρεπ᾽ ετούτος να μη ζει στο φως της μέρας!
970 ΑΓΓ. Το πρώτο λάθος, ότι ευθύς δεν τον σκοτώσαν!
ΑΛΚ. Δεν είναι πια καιρός εκδίκηση να δώσει;
ΑΓΓ. Δεν είναι ποιος θα τόλμαε να τον θανατώσει!
ΑΛΚ. Εγώ! και το φωνάζω πως είμ᾽ ένας κάποιος!
ΑΓΓ. Πολλήν καταλαλιά θέλει εύρεις, αν το κάμεις.
ΑΛΚ. Την αγαπώ την πόλη αυτή· δεν αντιλέγω.
Μα αυτόν, μια κι έπεσε στα χέρια μου, κανένας
θνητός δεν θα μπορούσε να μου τονε πάρει.
Τώρα είναι λεύτερος καθείς να με ονομάσει
αλόγιστην κι ότι έχω θάρρος πιο μεγάλο
980 απ᾽ ό,τι σε γυναίκα πάει· μα θαν το κάνω!
ΧΟΡ. Φοβερό μίσος και συχωρεμένο, ξέρω,
πως για τον άντρ᾽ αυτόν κατέχει σε, ω γυναίκα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου