«Τι;» απόρησε ο Κόμπι με αληθινή κατάπληξη. «Δεν έχεις ούτε ένα σίκλο στο πουγκί σου και όμως κάθεσαι σαν άγαλμα πάνω στον τοίχο;
Γιατί δεν τελειώνεις εκείνο εκεί το άρμα;
Και πώς αλλιώς θα χορτάσεις την πείνα σου; Μου φαίνεται πολύ παράξενο αυτό για εσένα, φίλε μου.
Πού είναι η ανεξάντλητη ενέργειά σου;
Σε στενοχωρεί κάτι; Σου έδωσαν οι θεοί προβλήματα;»
«Ναι, πρέπει να είναι ένα μαρτύριο σταλμένο από τους θεούς», συμφώνησε ο Μπανσίρ. «Η αρχή έγινε με ένα όνειρο, ένα παράλογο όνειρο, που είδα ότι ήμουν πλούσιος. Από το ζωνάρι μου κρεμόταν ένα όμορφο πουγκί βαρύ από τα νομίσματα. Είχα τόσους σίκλους που τους πετούσα με αδιάφορη γενναιοδωρία στους ζητιάνους. Είχα ασημένια νομίσματα με τα οποία αγόραζα υπέροχα ρούχα για τη γυναίκα μου και ό,τι ποθούσα ο ίδιος. Είχα χρυσά νομίσματα που με έκαναν να νιώθω σίγουρος για το μέλλον και να μη φοβάμαι να ξοδεύω το ασήμι.
Ένιωθα μια υπέροχη αίσθηση ικανοποίησης. Δεν θα αναγνώριζες τον εργατικό φίλο σου. Ούτε και τη γυναίκα μου, γιατί το πρόσωπό της δεν είχε καμία ρυτίδα και έλαμπε από ευτυχία. Ήταν και πάλι η χαμογελαστή κόρη του πρώτου καιρού του γάμου μας».
«Στ’ αλήθεια ευχάριστο όνειρο», παρατήρησε ο Κόμπι, «γιατί όμως αυτά τα ευχάριστα συναισθήματα που σου προκάλεσε σε έκαναν να στέκεσαι τόσο σκυθρωπός στον τοίχο;»
«Μα είναι να το ρωτάς; Όταν ξύπνησα και θυμήθηκα πόσο άδειο είναι το πουγκί μου, ξύπνησε μέσα μου ένα συναίσθημα εξέγερσης. Ας το συζητήσουμε μαζί, γιατί, όπως λένε οι ναυτικοί, εμείς οι δυο είμαστε στην ίδια βάρκα. Όταν ήμαστε νεαρά παιδιά ακόμη, πήγαμε μαζί στους ιερείς για να μας διδάξουν τη σοφία τους. Όταν γίναμε νέοι άντρες, μοιραζόμασταν ο ένας τις χαρές του άλλου.
Και μεγάλοι τώρα πια, είμαστε πάντα στενοί φίλοι. Ήμαστε πάντα ικανοποιημένοι στη ζωή μας. Μας αρκούσε να δουλεύουμε πολλές ώρες και να ξοδεύουμε ασυλλόγιστα ό,τι κερδίζαμε. Έχουμε βγάλει πολλά νομίσματα στα χρόνια που πέρασαν, αλλά δεν μπορούμε να γευτούμε τις χαρές του πλούτου, παρά μόνο αν τις ονειρευτούμε.
Ω θεοί! Μήπως δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από κουτά πρόβατα; Ζούμε στην πλουσιότερη πόλη του κόσμου.
Οι ταξιδιώτες λένε ότι καμία άλλη δεν τη φτάνει στον πλούτο. Γύρω μας βλέπουμε μεγάλη επίδειξη αυτού του πλούτου, αλλά εμείς δεν έχουμε τίποτα. Μετά από μισή ζωή σκληρής δουλειάς, εσύ, ο καλύτερος από τους φίλους μου, έχεις άδειο πουγκί και μου λες “Μπορείς να μου δανείσεις ένα ασήμαντο ποσό, δύο σίκλους, για τη γιορτή των ευγενών απόψε;”
Και εγώ τι σου απαντώ; Μήπως σου λέω “Να το πουγκί μου, και ευχαρίστως να μοιραστώ το περιεχόμενό του μαζί σου”;
Όχι.
Παραδέχομαι ότι το πουγκί μου είναι άδειο, όπως και το δικό σου. Τι σημαίνει αυτό; Γιατί να μην μπορούμε να αποκτήσου - με ασήμι και χρυσάφι – αρκετό για φαγητό και ρούχα;»
«Και σκέψου επίσης τους γιους μας», συνέχισε ο Μπανσίρ. «Δεν ακολουθούν και αυτοί τα βήματα των πατεράδων τους; Γιατί να πρέπει να ζήσουν όλη τους τη ζωή αυτοί και οι οικογένειές τους, και οι γιοι τους, και οι οικογένειες των γιων τους, με τόσους πλούσιους θησαυρούς ολόγυρά τους, και παρ’ όλα αυτά, όπως και εμείς, να αρκούνται στο ξινό κατσικίσιο γάλα και το χυλό;»
«Μπανσίρ, δεν σε έχω ξανακούσει ποτέ άλλοτε να μιλάς έτσι σε όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας μας», είπε ο Κόμπι, απορημένος.
«Ποτέ σε όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας μας δεν είχα σκεφτεί τούτα τα πράγματα. Από τα χαράματα μέχρι τη στιγμή που με σταματούσε το σκοτάδι, δούλευα για να φτιάξω τα καλύτερα άρματα που μπορεί να βγάλει ανθρώπου χέρι, ελπίζοντας σπλαχνικά ότι μια μέρα οι θεοί θα αναγνωρίσουν τις άξιες πράξεις μου και θα μου δώσουν τη μεγαλύτερη ευημερία. Αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Και τώρα πια αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα το κάνουν ποτέ.
Γι’ αυτό η καρδιά μου είναι θλιμμένη. Θέλω να είμαι πλούσιος. Λαχταρώ να έχω δικά μου κτήματα και ζώα, να έχω ωραία ρούχα και πολλά νομίσματα στο πουγκί μου. Είμαι πρόθυμος να δουλέψω γι’ αυτά τα πράγματα με όλη μου τη δύναμη, με όλη την ικανότητα των χεριών μου, με όλη την εξυπνάδα του μυαλού μου, αλλά θέλω οι κόποι μου να ανταμείβονται δίκαια.
Τι συμβαίνει με εμάς; Σε ρωτώ και πάλι. Γιατί δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε το δίκαιο μερτικό που μας αναλογεί από τα αγαθά που έχουν τόσο άφθονα εκείνοι που διαθέτουν το χρυσάφι για να τα αγοράσουν;»
«Μακάρι να ήξερα την απάντηση», μουρμούρισε ο Κόμπι. «Δεν είμαι πιο ευχαριστημένος από εσένα. Τα έσοδά μου από τη λύρα τελειώνουν γρήγορα. Συχνά, πρέπει να προγραμματίζω και να φροντίζω ώστε να μην πεινάσει η οικογένειά μου. Και βέβαια, έχω στην καρδιά μου μια βαθιά λαχτάρα για μια λύρα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να τραγουδήσει τη μουσική που ξεχύνεται μέσα στο νου μου.
Με ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσα να παίξω μια μουσική που ούτε ο βασιλιάς δεν θα έχει ακούσει όμοιά της».
«Μια τέτοια λύρα πρέπει να την έχεις. Κανένας άνθρωπος σε όλη τη Βαβυλώνα δεν θα μπορούσε να τη χειριστεί πιο καλά από εσένα.
Γιατί εσύ θα μπορούσες να την κάνεις να τραγουδά τόσο γλυκά ώστε να ευφρανθεί όχι μόνο ο βασιλιάς αλλά και οι ίδιοι οι θεοί. Πώς όμως θα μπορέσεις να την πάρεις αφού είμαστε και οι δύο τόσο φτωχοί όσο και οι σκλάβοι του βασιλιά;
Να, άκου την καμπάνα! Έρχονται οι σκλάβοι».
Έδειξε τη μεγάλη σειρά με τους μισόγυμνους ιδρωμένους νεροκουβαλητές που περπατούσαν βαριά ανεβαίνοντας τον στενό δρόμο από το ποτάμι. Περπατούσαν πέντε άτομα σε κάθε σειρά, σκυμμένοι από το βαρύ ασκί με το νερό που σήκωναν.
«Πρώτο μπόι αυτός που τους οδηγεί!» Ο Κόμπι έδειξε αυτόν που κουβαλούσε την καμπάνα και περπατούσε μπροστά από τους σκλάβους, χωρίς να έχει φορτίο.
«Εύκολα καταλαβαίνεις ότι πρέπει να είναι διακεκριμένος άνθρωπος στη χώρα του».
«Υπάρχουν πολλοί με τέτοιο παράστημα στην ουρά», σχολίασε ο Μπανσίρ, «εξίσου καλοί άντρες με εμάς. Ψηλοί ξανθοί άντρες από το Βορρά, γελαστοί μαύροι από το Νότο, μικρόσωμοι σκουρόχρωμοι άντρες από τις κοντινές χώρες. Και περπατούν όλοι μαζί από το ποτάμι στους κήπους, μπρος- πίσω, κάθε μέρα, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο. Δεν έχουν να περιμένουν καμία ευτυχία. Κοιμούνται σε αχυρόστρωμα και τρώνε χυλό από σκληρό σιτάρι. Τους λυπάμαι τους καημένους, Κόμπι».
«Και εγώ τους λυπάμαι. Όμως, στ’ αλήθεια με κάνεις να καταλαβαίνω πόσο ελάχιστα καλύτερη είναι η δική μας κατάσταση, κι ας λέμε πως είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι».
«Αυτή είναι η αλήθεια, Κόμπι, έστω κι αν είναι δυσάρεστη. Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε σαν σκλάβοι μέχρι να πεθάνουμε. Δουλειά, δουλειά, δουλειά! Και δεν καταφέρνουμε τίποτα».
«Δεν θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε πώς οι άλλοι αποκτούν χρυσάφι και να κάνουμε κι εμείς το ίδιο;» ρώτησε ο Κόμπι.
«Ίσως υπάρχει κάποιο μυστικό, που θα μπορούσαμε να μάθουμε, φτάνει να βρίσκαμε εκείνους που το γνωρίζουν», απάντησε ο Μπανσίρ, συλλογισμένος.
«Μόλις σήμερα», είπε ο Κόμπι,«συνάντησα τον παλιό μας φίλο, τον Αρκάντ, πάνω στο χρυσό του άρμα. Και ξέρεις κάτι;
Δεν κοίταξε εμένα, τον ταπεινό μουσικό, με τον υπεροπτικό τρόπο που θα χρησιμοποιούσαν σαν δικαίωμά τους πολλοί στη θέση του. Απεναντίας, μου κούνησε το χέρι ζωηρά για να τον δουν όλοι οι περαστικοί να χαιρετά και να χαρίζει το χαμόγελο της φιλίας του στον Κόμπι, τον μουσικό».
«Λένε πως είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος σε όλη τη Βαβυλώνα», είπε ο Μπανσίρ.
«Είναι τόσο πλούσιος που λένε ότι ο βασιλιάς ζητά τη βοήθειά του στα οικονομικά θέματα», απάντησε ο Κόμπι.
«Είναι τόσο πλούσιος», συνέχισε ο Μπανσίρ,«ώστε φοβάμαι ότι έτσι και τον συναντούσα μες στη σκοτεινιά της νύχτας, μπορεί να άπλωνα τα χέρια μου στο χοντρό πουγκί του».
«Ανοησίες!» τον μάλωσε ο Κόμπι. «Ο πλούτος του ανθρώπου δεν βρίσκεται στο πουγκί που κουβαλά. Ένα γεμάτο πουγκί γρήγορα αδειάζει, αν δεν υπάρχει μια χρυσή ροή που πάντα το ξαναγεμίζει. Ο Αρκάντ έχει ένα εισόδημα που κρατά διαρκώς το πουγκί του γεμάτο, όσο γενναιόδωρα και αν ξοδεύει».
«Εισόδημα. αυτό είναι!» φώναξε ο Μπανσίρ. «Μακάρι να υπήρχε ένα εισόδημα που να γέμιζε ασταμάτητα το πουγκί μου, είτε καθόμουν καβάλα στον τοίχο είτε ταξίδευα σε μέρη μακρινά. Ο Αρκάντ πρέπει να ξέρει πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει εισόδημα. Πιστεύεις πως είναι κάτι που θα δεχόταν να εξηγήσει σε ένα αργόστροφο μυαλό σαν το
δικό μου;»
GEORGE S. CLASON, Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Βαβυλώνας
Γιατί δεν τελειώνεις εκείνο εκεί το άρμα;
Και πώς αλλιώς θα χορτάσεις την πείνα σου; Μου φαίνεται πολύ παράξενο αυτό για εσένα, φίλε μου.
Πού είναι η ανεξάντλητη ενέργειά σου;
Σε στενοχωρεί κάτι; Σου έδωσαν οι θεοί προβλήματα;»
«Ναι, πρέπει να είναι ένα μαρτύριο σταλμένο από τους θεούς», συμφώνησε ο Μπανσίρ. «Η αρχή έγινε με ένα όνειρο, ένα παράλογο όνειρο, που είδα ότι ήμουν πλούσιος. Από το ζωνάρι μου κρεμόταν ένα όμορφο πουγκί βαρύ από τα νομίσματα. Είχα τόσους σίκλους που τους πετούσα με αδιάφορη γενναιοδωρία στους ζητιάνους. Είχα ασημένια νομίσματα με τα οποία αγόραζα υπέροχα ρούχα για τη γυναίκα μου και ό,τι ποθούσα ο ίδιος. Είχα χρυσά νομίσματα που με έκαναν να νιώθω σίγουρος για το μέλλον και να μη φοβάμαι να ξοδεύω το ασήμι.
Ένιωθα μια υπέροχη αίσθηση ικανοποίησης. Δεν θα αναγνώριζες τον εργατικό φίλο σου. Ούτε και τη γυναίκα μου, γιατί το πρόσωπό της δεν είχε καμία ρυτίδα και έλαμπε από ευτυχία. Ήταν και πάλι η χαμογελαστή κόρη του πρώτου καιρού του γάμου μας».
«Στ’ αλήθεια ευχάριστο όνειρο», παρατήρησε ο Κόμπι, «γιατί όμως αυτά τα ευχάριστα συναισθήματα που σου προκάλεσε σε έκαναν να στέκεσαι τόσο σκυθρωπός στον τοίχο;»
«Μα είναι να το ρωτάς; Όταν ξύπνησα και θυμήθηκα πόσο άδειο είναι το πουγκί μου, ξύπνησε μέσα μου ένα συναίσθημα εξέγερσης. Ας το συζητήσουμε μαζί, γιατί, όπως λένε οι ναυτικοί, εμείς οι δυο είμαστε στην ίδια βάρκα. Όταν ήμαστε νεαρά παιδιά ακόμη, πήγαμε μαζί στους ιερείς για να μας διδάξουν τη σοφία τους. Όταν γίναμε νέοι άντρες, μοιραζόμασταν ο ένας τις χαρές του άλλου.
Και μεγάλοι τώρα πια, είμαστε πάντα στενοί φίλοι. Ήμαστε πάντα ικανοποιημένοι στη ζωή μας. Μας αρκούσε να δουλεύουμε πολλές ώρες και να ξοδεύουμε ασυλλόγιστα ό,τι κερδίζαμε. Έχουμε βγάλει πολλά νομίσματα στα χρόνια που πέρασαν, αλλά δεν μπορούμε να γευτούμε τις χαρές του πλούτου, παρά μόνο αν τις ονειρευτούμε.
Ω θεοί! Μήπως δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από κουτά πρόβατα; Ζούμε στην πλουσιότερη πόλη του κόσμου.
Οι ταξιδιώτες λένε ότι καμία άλλη δεν τη φτάνει στον πλούτο. Γύρω μας βλέπουμε μεγάλη επίδειξη αυτού του πλούτου, αλλά εμείς δεν έχουμε τίποτα. Μετά από μισή ζωή σκληρής δουλειάς, εσύ, ο καλύτερος από τους φίλους μου, έχεις άδειο πουγκί και μου λες “Μπορείς να μου δανείσεις ένα ασήμαντο ποσό, δύο σίκλους, για τη γιορτή των ευγενών απόψε;”
Και εγώ τι σου απαντώ; Μήπως σου λέω “Να το πουγκί μου, και ευχαρίστως να μοιραστώ το περιεχόμενό του μαζί σου”;
Όχι.
Παραδέχομαι ότι το πουγκί μου είναι άδειο, όπως και το δικό σου. Τι σημαίνει αυτό; Γιατί να μην μπορούμε να αποκτήσου - με ασήμι και χρυσάφι – αρκετό για φαγητό και ρούχα;»
«Και σκέψου επίσης τους γιους μας», συνέχισε ο Μπανσίρ. «Δεν ακολουθούν και αυτοί τα βήματα των πατεράδων τους; Γιατί να πρέπει να ζήσουν όλη τους τη ζωή αυτοί και οι οικογένειές τους, και οι γιοι τους, και οι οικογένειες των γιων τους, με τόσους πλούσιους θησαυρούς ολόγυρά τους, και παρ’ όλα αυτά, όπως και εμείς, να αρκούνται στο ξινό κατσικίσιο γάλα και το χυλό;»
«Μπανσίρ, δεν σε έχω ξανακούσει ποτέ άλλοτε να μιλάς έτσι σε όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας μας», είπε ο Κόμπι, απορημένος.
«Ποτέ σε όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας μας δεν είχα σκεφτεί τούτα τα πράγματα. Από τα χαράματα μέχρι τη στιγμή που με σταματούσε το σκοτάδι, δούλευα για να φτιάξω τα καλύτερα άρματα που μπορεί να βγάλει ανθρώπου χέρι, ελπίζοντας σπλαχνικά ότι μια μέρα οι θεοί θα αναγνωρίσουν τις άξιες πράξεις μου και θα μου δώσουν τη μεγαλύτερη ευημερία. Αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Και τώρα πια αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα το κάνουν ποτέ.
Γι’ αυτό η καρδιά μου είναι θλιμμένη. Θέλω να είμαι πλούσιος. Λαχταρώ να έχω δικά μου κτήματα και ζώα, να έχω ωραία ρούχα και πολλά νομίσματα στο πουγκί μου. Είμαι πρόθυμος να δουλέψω γι’ αυτά τα πράγματα με όλη μου τη δύναμη, με όλη την ικανότητα των χεριών μου, με όλη την εξυπνάδα του μυαλού μου, αλλά θέλω οι κόποι μου να ανταμείβονται δίκαια.
Τι συμβαίνει με εμάς; Σε ρωτώ και πάλι. Γιατί δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε το δίκαιο μερτικό που μας αναλογεί από τα αγαθά που έχουν τόσο άφθονα εκείνοι που διαθέτουν το χρυσάφι για να τα αγοράσουν;»
«Μακάρι να ήξερα την απάντηση», μουρμούρισε ο Κόμπι. «Δεν είμαι πιο ευχαριστημένος από εσένα. Τα έσοδά μου από τη λύρα τελειώνουν γρήγορα. Συχνά, πρέπει να προγραμματίζω και να φροντίζω ώστε να μην πεινάσει η οικογένειά μου. Και βέβαια, έχω στην καρδιά μου μια βαθιά λαχτάρα για μια λύρα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να τραγουδήσει τη μουσική που ξεχύνεται μέσα στο νου μου.
Με ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσα να παίξω μια μουσική που ούτε ο βασιλιάς δεν θα έχει ακούσει όμοιά της».
«Μια τέτοια λύρα πρέπει να την έχεις. Κανένας άνθρωπος σε όλη τη Βαβυλώνα δεν θα μπορούσε να τη χειριστεί πιο καλά από εσένα.
Γιατί εσύ θα μπορούσες να την κάνεις να τραγουδά τόσο γλυκά ώστε να ευφρανθεί όχι μόνο ο βασιλιάς αλλά και οι ίδιοι οι θεοί. Πώς όμως θα μπορέσεις να την πάρεις αφού είμαστε και οι δύο τόσο φτωχοί όσο και οι σκλάβοι του βασιλιά;
Να, άκου την καμπάνα! Έρχονται οι σκλάβοι».
Έδειξε τη μεγάλη σειρά με τους μισόγυμνους ιδρωμένους νεροκουβαλητές που περπατούσαν βαριά ανεβαίνοντας τον στενό δρόμο από το ποτάμι. Περπατούσαν πέντε άτομα σε κάθε σειρά, σκυμμένοι από το βαρύ ασκί με το νερό που σήκωναν.
«Πρώτο μπόι αυτός που τους οδηγεί!» Ο Κόμπι έδειξε αυτόν που κουβαλούσε την καμπάνα και περπατούσε μπροστά από τους σκλάβους, χωρίς να έχει φορτίο.
«Εύκολα καταλαβαίνεις ότι πρέπει να είναι διακεκριμένος άνθρωπος στη χώρα του».
«Υπάρχουν πολλοί με τέτοιο παράστημα στην ουρά», σχολίασε ο Μπανσίρ, «εξίσου καλοί άντρες με εμάς. Ψηλοί ξανθοί άντρες από το Βορρά, γελαστοί μαύροι από το Νότο, μικρόσωμοι σκουρόχρωμοι άντρες από τις κοντινές χώρες. Και περπατούν όλοι μαζί από το ποτάμι στους κήπους, μπρος- πίσω, κάθε μέρα, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο. Δεν έχουν να περιμένουν καμία ευτυχία. Κοιμούνται σε αχυρόστρωμα και τρώνε χυλό από σκληρό σιτάρι. Τους λυπάμαι τους καημένους, Κόμπι».
«Και εγώ τους λυπάμαι. Όμως, στ’ αλήθεια με κάνεις να καταλαβαίνω πόσο ελάχιστα καλύτερη είναι η δική μας κατάσταση, κι ας λέμε πως είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι».
«Αυτή είναι η αλήθεια, Κόμπι, έστω κι αν είναι δυσάρεστη. Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε σαν σκλάβοι μέχρι να πεθάνουμε. Δουλειά, δουλειά, δουλειά! Και δεν καταφέρνουμε τίποτα».
«Δεν θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε πώς οι άλλοι αποκτούν χρυσάφι και να κάνουμε κι εμείς το ίδιο;» ρώτησε ο Κόμπι.
«Ίσως υπάρχει κάποιο μυστικό, που θα μπορούσαμε να μάθουμε, φτάνει να βρίσκαμε εκείνους που το γνωρίζουν», απάντησε ο Μπανσίρ, συλλογισμένος.
«Μόλις σήμερα», είπε ο Κόμπι,«συνάντησα τον παλιό μας φίλο, τον Αρκάντ, πάνω στο χρυσό του άρμα. Και ξέρεις κάτι;
Δεν κοίταξε εμένα, τον ταπεινό μουσικό, με τον υπεροπτικό τρόπο που θα χρησιμοποιούσαν σαν δικαίωμά τους πολλοί στη θέση του. Απεναντίας, μου κούνησε το χέρι ζωηρά για να τον δουν όλοι οι περαστικοί να χαιρετά και να χαρίζει το χαμόγελο της φιλίας του στον Κόμπι, τον μουσικό».
«Λένε πως είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος σε όλη τη Βαβυλώνα», είπε ο Μπανσίρ.
«Είναι τόσο πλούσιος που λένε ότι ο βασιλιάς ζητά τη βοήθειά του στα οικονομικά θέματα», απάντησε ο Κόμπι.
«Είναι τόσο πλούσιος», συνέχισε ο Μπανσίρ,«ώστε φοβάμαι ότι έτσι και τον συναντούσα μες στη σκοτεινιά της νύχτας, μπορεί να άπλωνα τα χέρια μου στο χοντρό πουγκί του».
«Ανοησίες!» τον μάλωσε ο Κόμπι. «Ο πλούτος του ανθρώπου δεν βρίσκεται στο πουγκί που κουβαλά. Ένα γεμάτο πουγκί γρήγορα αδειάζει, αν δεν υπάρχει μια χρυσή ροή που πάντα το ξαναγεμίζει. Ο Αρκάντ έχει ένα εισόδημα που κρατά διαρκώς το πουγκί του γεμάτο, όσο γενναιόδωρα και αν ξοδεύει».
«Εισόδημα. αυτό είναι!» φώναξε ο Μπανσίρ. «Μακάρι να υπήρχε ένα εισόδημα που να γέμιζε ασταμάτητα το πουγκί μου, είτε καθόμουν καβάλα στον τοίχο είτε ταξίδευα σε μέρη μακρινά. Ο Αρκάντ πρέπει να ξέρει πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει εισόδημα. Πιστεύεις πως είναι κάτι που θα δεχόταν να εξηγήσει σε ένα αργόστροφο μυαλό σαν το
δικό μου;»
GEORGE S. CLASON, Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Βαβυλώνας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου