[VIII] Καὶ περὶ μὲν τοῦ χαρίζεσθαι καὶ ἀχαριστεῖν εἴρηται· ποῖα δ᾽ ἐλεεινὰ καὶ τίνας ἐλεοῦσι, καὶ πῶς αὐτοὶ ἔχοντες, λέγωμεν. ἔστω δὴ ἔλεος λύπη τις ἐπὶ φαινομένῳ κακῷ φθαρτικῷ ἢ λυπηρῷ τοῦ ἀναξίου τυγχάνειν, ὃ κἂν αὐτὸς προσδοκήσειεν ἂν παθεῖν ἢ τῶν αὑτοῦ τινα, καὶ τοῦτο ὅταν πλησίον φαίνηται· δῆλον γὰρ ὅτι ἀνάγκη τὸν μέλλοντα ἐλεήσειν ὑπάρχειν τοιοῦτον οἷον οἴεσθαι παθεῖν ἄν τι κακὸν ἢ αὐτὸν ἢ τῶν αὑτοῦ τινα, καὶ τοιοῦτο κακὸν οἷον εἴρηται ἐν τῷ ὅρῳ ἢ ὅμοιον ἢ παραπλήσιον· διὸ οὔτε οἱ παντελῶς ἀπολωλότες ἐλεοῦσιν (οὐδὲν γὰρ ἂν ἔτι παθεῖν οἴονται· πεπόνθασι γάρ), οὔτε οἱ ὑπερευδαιμονεῖν οἰόμενοι, ἀλλ᾽ ὑβρίζουσιν· εἰ γὰρ ἅπαντα οἴονται ὑπάρχειν τἀγαθά, δῆλον ὅτι καὶ τὸ μὴ ἐνδέχεσθαι παθεῖν μηδὲν κακόν· καὶ γὰρ τοῦτο τῶν ἀγαθῶν. εἰσὶ δὲ τοιοῦτοι οἷοι νομίζειν παθεῖν ἄν, οἵ τε πεπονθότες ἤδη καὶ διαπεφευγότες, καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ διὰ τὸ φρονεῖν καὶ δι᾽ ἐμπειρίαν, καὶ οἱ ἀσθενεῖς, καὶ οἱ δειλότεροι μᾶλλον, καὶ οἱ πεπαιδευμένοι· εὐλόγιστοι γάρ. καὶ οἷς ὑπάρχουσι γονεῖς ἢ τέκνα ἢ γυναῖκες· αὐτοῦ τε γὰρ ταῦτα, καὶ οἷα παθεῖν τὰ εἰρημένα. καὶ οἱ μήτε ἐν ἀνδρείας πάθει ὄντες, οἷον ἐν ὀργῇ ἢ θάρρει (ἀλόγιστα γὰρ τοῦ ἐσομένου ταῦτα), μήτε ἐν ὑβριστικῇ διαθέσει (καὶ γὰρ οὗτοι ἀλόγιστοι τοῦ πείσεσθαί τι), ἀλλ᾽ οἱ μεταξὺ τούτων, μήτ᾽ αὖ φοβούμενοι σφόδρα· οὐ γὰρ ἐλεοῦσιν οἱ ἐκπεπληγμένοι, διὰ τὸ εἶναι πρὸς τῷ οἰκείῳ πάθει. κἂν οἴωνταί τινας εἶναι τῶν ἐπιεικῶν· ὁ γὰρ μηδένα οἰόμενος
[1386a] πάντας οἰήσεται ἀξίους εἶναι κακοῦ. καὶ ὅλως δὴ ὅταν ἔχῃ οὕτως ὥστ᾽ ἀναμνησθῆναι τοιαῦτα συμβεβηκότα ἢ αὑτῷ ἢ τῶν αὑτοῦ, ἢ ἐλπίσαι γενέσθαι αὑτῷ ἢ τῶν αὑτοῦ.
Ὡς μὲν οὖν ἔχοντες ἐλεοῦσιν εἴρηται, ἃ δ᾽ ἐλεοῦσιν ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ δῆλον· ὅσα τε γὰρ τῶν λυπηρῶν καὶ ὀδυνηρῶν φθαρτικά, πάντα ἐλεεινά, καὶ ὅσα ἀναιρετικά, καὶ ὅσων ἡ τύχη αἰτία κακῶν μέγεθος ἐχόντων. ἔστι δὲ ὀδυνηρὰ μὲν καὶ φθαρτικὰ θάνατοι καὶ αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις καὶ γῆρας καὶ νόσοι καὶ τροφῆς ἔνδεια, ὧν δ᾽ ἡ τύχη αἰτία κακῶν ἀφιλία, ὀλιγοφιλία (διὸ καὶ τὸ διασπᾶσθαι ἀπὸ φίλων καὶ συνήθων ἐλεεινόν), αἶσχος, ἀσθένεια, ἀναπηρία, καὶ τὸ ὅθεν προσῆκεν ἀγαθόν τι ὑπάρξαι κακόν τι συμβῆναι, καὶ τὸ πολλάκις τοιοῦτον, καὶ τὸ πεπονθότος γενέσθαι τι ἀγαθόν, οἷον Διοπείθει τὰ παρὰ βασιλέως τεθνεῶτι κατεπέμφθη, καὶ τὸ ἢ μηδὲν γεγενῆσθαι ἀγαθὸν ἢ γενομένων μὴ εἶναι ἀπόλαυσιν.
Ἐφ᾽ οἷς μὲν οὖν ἐλεοῦσι, ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτά ἐστιν· ἐλεοῦσι δὲ τούς τε γνωρίμους, ἂν μὴ σφόδρα ἐγγὺς ὦσιν οἰκειότητι (περὶ δὲ τούτους ὥσπερ περὶ αὑτοὺς μέλλοντας ἔχουσιν· διὸ καὶ ὁ Ἀμάσιος ἐπὶ μὲν τῷ υἱεῖ ἀγομένῳ ἐπὶ τὸ ἀποθανεῖν οὐκ ἐδάκρυσεν, ὡς φασίν, ἐπὶ δὲ τῷ φίλῳ προσαιτοῦντι· τοῦτο μὲν γὰρ ἐλεεινόν, ἐκεῖνο δὲ δεινόν· τὸ γὰρ δεινὸν ἕτερον τοῦ ἐλεεινοῦ καὶ ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου καὶ πολλάκις τῷ ἐναντίῳ χρήσιμον· ‹οὐ γὰρ› ἔτι ἐλεοῦσιν ἐγγὺς αὐτοῖς τοῦ δεινοῦ ὄντος), καὶ τοὺς ὁμοίους ἐλεοῦσιν κατὰ ἡλικίαν, κατὰ ἤθη, κατὰ ἕξεις, κατὰ ἀξιώματα, κατὰ γένη· ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις μᾶλλον φαίνεται καὶ αὐτῷ ἂν ὑπάρξαι· ὅλως γὰρ καὶ ἐνταῦθα δεῖ λαβεῖν ὅτι ὅσα ἐφ᾽ αὑτῶν φοβοῦνται, ταῦτα ἐπ᾽ ἄλλων γιγνόμενα ἐλεοῦσιν. ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς φαινόμενα τὰ πάθη ἐλεεινά ἐστιν, τὰ δὲ μυριοστὸν ἔτος γενόμενα ἢ ἐσόμενα οὔτε ἐλπίζοντες οὔτε μεμνημένοι ἢ ὅλως οὐκ ἐλεοῦσιν ἢ οὐχ ὁμοίως, ἀνάγκη τοὺς συναπεργαζομένους σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆσι καὶ ὅλως ὑποκρίσει ἐλεεινοτέρους εἶναι (ἐγγὺς γὰρ ποιοῦσι φαίνεσθαι τὸ κακόν, πρὸ ὀμμάτων ποιοῦντες ἢ ὡς μέλλοντα ἢ ὡς γεγονότα· καὶ τὰ γεγονότα ἄρτι ἢ μέλλοντα
[1386b] διὰ ταχέων ἐλεεινότερα). διὰ τοῦτο καὶ τὰ σημεῖα, οἷον ἐσθῆτάς τε τῶν πεπονθότων καὶ ὅσα τοιαῦτα, καὶ τὰς πράξεις καὶ λόγους καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἐν τῷ πάθει ὄντων, οἷον ἤδη τελευτώντων. καὶ μάλιστα τὸ σπουδαίους εἶναι ἐν τοῖς τοιούτοις καιροῖς ὄντας ἐλεεινόν· ἅπαντα γὰρ ταῦτα διὰ τὸ ἐγγὺς φαίνεσθαι μᾶλλον ποιεῖ τὸν ἔλεον, καὶ ὡς ἀναξίου ὄντος καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς φαινομένου τοῦ πάθους.
***
[8] Είπαμε ό, τι είχαμε να πούμε για την καλοσυνάτη και φιλική διάθεση: για την παρουσία της και για την έλλειψή της. Ας μιλήσουμε τώρα για το τί λογής πράγματα προκαλούν τον οίκτο, σε ποιούς δείχνουν οι άνθρωποι οίκτο και σε ποιά γενικότερη κατάσταση βρίσκονται τότε οι ίδιοι. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι ο οίκτος είναι η λύπη για κάποιο φανερό κακό οδυνηρά καταστρεπτικό για ένα πρόσωπο που δεν αξίζει να το υποστεί, ένα κακό που ο καθένας θα μπορούσε να περιμένει ότι θα προσβάλει τον ίδιο ή κάποιον δικό του άνθρωπο, και μάλιστα όταν το κακό αυτό μοιάζει κοντινό. Είναι, πράγματι, φανερό ότι ο άνθρωπος που πρόκειται να νιώσει οίκτο πρέπει αναγκαστικά να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να πιστεύει ότι είναι δυνατό να πάθει κάποιο κακό —ο ίδιος ή κάποιος δικός του—, κακό σαν αυτό που είπαμε στον ορισμό μας, όμοιο ή παραπλήσιο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν αισθάνονται οίκτο ούτε οι ολότελα καταστραμμένοι άνθρωποι (γιατί πιστεύουν ότι δεν μένει πια τίποτε άλλο για να πάθουν, αφού τα έχουν πάθει όλα) ούτε αυτοί που πιστεύουν ότι έφτασαν στην ύψιστη ευτυχία· οι άνθρωποι αυτοί δείχνουν, ίσα ίσα, μια αυθάδη και αλαζονική αυτοπεποίθηση· γιατί αν πιστεύουν ότι έχουν όλα τα αγαθά, είναι φανερό ότι πιστεύουν επίσης πως δεν είναι δυνατό να πάθουν οποιοδήποτε κακό — δεν είναι και αυτό ένα από τα αγαθά; Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να πάθουν κάποιο κακό είναι α) αυτοί που έπαθαν ήδη κάποιο κακό και γλίτωσαν, β) οι ηλικιωμένοι άνθρωποι (επειδή διαθέτουν φρόνηση και πείρα), γ) οι άρρωστοι, δ) οι περισσότερο από το συνηθισμένο δειλοί, ε) οι μορφωμένοι άνθρωποι (γιατί αυτοί ξέρουν να μετρούν σωστότερα τα πράγματα). Επίσης αυτοί που έχουν γονείς ή παιδιά ή γυναίκες· γιατί αυτά είναι πρόσωπα που τους ανήκουν και μπορούν και αυτά να πάθουν τα κακά που μνημονεύσαμε. Επίσης αυτοί που δεν βρίσκονται σε καταστάσεις σαν αυτές που γεννάει το πάθος της ανδρείας, π.χ. σε κατάσταση οργής ή θάρρους (επειδή οι καταστάσεις αυτές δεν μετρούν καθόλου το μέλλον), αλλά ούτε και σε κατάσταση σαν αυτήν που γεννάει η αυθάδης και αλαζονική αυτοπεποίθηση (γιατί και αυτοί οι άνθρωποι δεν λογαριάζουν καθόλου ότι μπορεί να πάθουν κάτι), αλλά αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα στις δύο αυτές καταστάσεις· όπως επίσης αυτοί που δεν κατέχονται από υπερβολικό φόβο: οι τρομοκρατημένοι άνθρωποι δεν αισθάνονται οίκτο, γιατί δεν τους απασχολεί τίποτε άλλο πέρα από το δικό τους πάθος. Οι άνθρωποι αισθάνονται επίσης οίκτο αν πιστεύουν ότι υπάρχουν και κάποια άτομα που ανήκουν στην κατηγορία των καλών ανθρώπων· γιατί ένας που θεωρεί ότι δεν υπάρχει καλός άνθρωπος
[1386a] θα θεωρήσει στο τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι είναι άξιοι των συμφορών τους. Γενικά ένας άνθρωπος αισθάνεται οίκτο, όταν βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να θυμάται ότι τέτοιου και τέτοιου είδους πράγματα συνέβησαν στον ίδιο ή σε κάποιον δικό του άνθρωπο, ή να περιμένει ότι θα συμβούν στον ίδιο ή σε κάποιον δικό του άνθρωπο.
Είπαμε λοιπόν σε ποιά γενικότερη κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που αισθάνονται οίκτο. Απέναντι, τώρα, σε ποιά πράγματα οι άνθρωποι αισθάνονται οίκτο, αυτό είναι κάτι που γίνεται φανερό από τον ορισμό μας: Όσα από τα δυσάρεστα και οδυνηρά πράγματα φέρνουν καταστροφή, όλα τούς προκαλούν οίκτο· επίσης όσα οδηγούν σε αφανισμό, καθώς και όλα τα —σημαντικού μεγέθους— κακά που έχουν αιτία τους την τύχη. Οδυνηρά και καταστρεπτικά κακά είναι οι θάνατοι, οι σωματικές κακοποιήσεις και βλάβες, τα γηρατειά, οι αρρώστιες και η έλλειψη τροφής. Κακά που έχουν αιτία τους την τύχη είναι η έλλειψη ή ο μικρός αριθμός φίλων (γι᾽ αυτό και η βίαιη απόσπαση από τους φίλους και τους δικούς ανθρώπους είναι θλιβερό πράγμα και προκαλεί τον οίκτο), η ασχήμια, η σωματική αδυναμία, η αναπηρία, όπως και το να βγει κάτι κακό από εκεί από όπου το σωστό θα ήταν να βγει κάτι καλό· επίσης αν αυτό συμβαίνει συχνά. Επίσης αν το καλό έρχεται όταν κανείς έχει πια πάθει το κακό, όπως τότε που τα δώρα του βασιλιά της Περσίας στάλθηκαν στον Διοπείθη, όταν αυτός είχε πια πεθάνει. Προκαλεί επίσης τον οίκτο το να μην έχει συμβεί σε κάποιον κανένα καλό ή, όταν του συνέβησαν καλά πράγματα, το να μην είχε τη δυνατότητα να τα απολαύσει.
Αυτά λοιπόν —και τα όμοιά τους— είναι τα πράγματα που προκαλούν τον οίκτο των ανθρώπων. Τα πρόσωπα για τα οποία οι άνθρωποι αισθάνονται οίκτο είναι α) οι γνωστοί τους, φτάνει να μη συνδέονται με αυτούς με πολύ στενούς δεσμούς (για τους ανθρώπους αυτούς αισθάνονται ό,τι ακριβώς θα αισθάνονταν, αν επρόκειτο να πάθουν οι ίδιοι κάτι κακό)· γι᾽ αυτό και ο γιος του Άμαση δεν δάκρυσε, όπως λένε, όταν ο γιος του οδηγούνταν στον θάνατο, δάκρυσε όμως για τον φίλο του που έφτασε στο σημείο να ζητιανεύει: το δεύτερο προκαλεί οίκτο, ενώ το πρώτο τρόμο· το τρομερό πράγμα διαφέρει από το αξιολύπητο· έχει μάλιστα τη δύναμη να αποδιώχνει τον οίκτο, και πολλές φορές οδηγεί στο αντίθετο· παύουν, πράγματι, οι άνθρωποι να αισθάνονται οίκτο, όταν το τρομερό πράγμα βρίσκεται κοντά τους· β) οι όμοιοί τους ως προς την ηλικία, ως προς τον χαρακτήρα, ως προς τις ιδιότητες, ως προς την κοινωνική θέση, ως προς την καταγωγή: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται πιο πιθανό τα κακά που έπεσαν πάνω σ᾽ αυτούς να πέσουν και στον ίδιο· γιατί πρέπει, γενικά, και εδώ να δεχτούμε ότι για όσα κακά φοβούνται οι άνθρωποι ότι μπορεί να πέσουν πάνω τους αισθάνονται οίκτο, όταν αυτά πέφτουν πάνω σε άλλους. Με δεδομένο, τώρα, α) ότι τον οίκτο τον προκαλούν οι συμφορές που φαίνονται κοντινές, και β) ότι οι άνθρωποι ή δεν αισθάνονται καθόλου οίκτο ή τον αισθάνονται, αλλά σε μικρότερο βαθμό, για συμφορές που ούτε ότι θα συμβούν ύστερα από δέκα χιλιάδες χρόνια μπορούν να προβλέψουν ούτε και να θυμούνται ότι έγιναν πριν από άλλες τόσες χιλιάδες χρόνια, οδηγούμαστε στο υποχρεωτικό συμπέρασμα ότι αυτοί που την εντύπωση που δημιουργούν τα λόγια τους την υποβοηθούν με χειρονομίες, με ιδιαίτερους τόνους φωνής, με το ντύσιμό τους και, γενικά, με την ηθοποιία τους, προκαλούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον οίκτο (αφού κάνουν το κακό να φαίνεται κοντινό, καθώς το φέρνουν μπροστά στα μάτια του ακροατή ή σαν κάτι που όπου να ᾽ναι θα συμβεί ή σαν κάτι που μόλις συνέβη — τα πράγματα προκαλούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον
[1386b] οίκτο αν συνέβησαν μόλις πριν από λίγο ή πρόκειται να συμβούν σε λίγο). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να δεχτούμε υποχρεωτικά ότι προκαλούν μεγαλύτερο οίκτο και τα σημάδια, π.χ. τα ρούχα —μαζί και όλα τα παρόμοια πράγματα— αυτών που υπέστησαν πολλά, όπως επίσης και οι πράξεις και τα λόγια —μαζί και όλα τα άλλα— που σχετίζονται με αυτούς που υποφέρουν από κάποιο κακό, με αυτούς π.χ. που βρίσκονται πια στη στιγμή του θανάτου τους. Κυρίως όμως προκαλεί οίκτο όταν αυτοί που βρίσκονται σε τόσο κρίσιμες στιγμές συμπεριφέρονται ως σωστοί και αξιοπρεπείς άνθρωποι: Όλα αυτά, καθώς παρουσιάζονται τόσο κοντινά, προκαλούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον οίκτο μας, α) γιατί το άτομο που πάσχει δεν αξίζει μια τέτοια τύχη, β) γιατί τα βάσανά του παρουσιάζονται μπροστά στα ίδια μας τα μάτια.
[1386a] πάντας οἰήσεται ἀξίους εἶναι κακοῦ. καὶ ὅλως δὴ ὅταν ἔχῃ οὕτως ὥστ᾽ ἀναμνησθῆναι τοιαῦτα συμβεβηκότα ἢ αὑτῷ ἢ τῶν αὑτοῦ, ἢ ἐλπίσαι γενέσθαι αὑτῷ ἢ τῶν αὑτοῦ.
Ὡς μὲν οὖν ἔχοντες ἐλεοῦσιν εἴρηται, ἃ δ᾽ ἐλεοῦσιν ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ δῆλον· ὅσα τε γὰρ τῶν λυπηρῶν καὶ ὀδυνηρῶν φθαρτικά, πάντα ἐλεεινά, καὶ ὅσα ἀναιρετικά, καὶ ὅσων ἡ τύχη αἰτία κακῶν μέγεθος ἐχόντων. ἔστι δὲ ὀδυνηρὰ μὲν καὶ φθαρτικὰ θάνατοι καὶ αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις καὶ γῆρας καὶ νόσοι καὶ τροφῆς ἔνδεια, ὧν δ᾽ ἡ τύχη αἰτία κακῶν ἀφιλία, ὀλιγοφιλία (διὸ καὶ τὸ διασπᾶσθαι ἀπὸ φίλων καὶ συνήθων ἐλεεινόν), αἶσχος, ἀσθένεια, ἀναπηρία, καὶ τὸ ὅθεν προσῆκεν ἀγαθόν τι ὑπάρξαι κακόν τι συμβῆναι, καὶ τὸ πολλάκις τοιοῦτον, καὶ τὸ πεπονθότος γενέσθαι τι ἀγαθόν, οἷον Διοπείθει τὰ παρὰ βασιλέως τεθνεῶτι κατεπέμφθη, καὶ τὸ ἢ μηδὲν γεγενῆσθαι ἀγαθὸν ἢ γενομένων μὴ εἶναι ἀπόλαυσιν.
Ἐφ᾽ οἷς μὲν οὖν ἐλεοῦσι, ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτά ἐστιν· ἐλεοῦσι δὲ τούς τε γνωρίμους, ἂν μὴ σφόδρα ἐγγὺς ὦσιν οἰκειότητι (περὶ δὲ τούτους ὥσπερ περὶ αὑτοὺς μέλλοντας ἔχουσιν· διὸ καὶ ὁ Ἀμάσιος ἐπὶ μὲν τῷ υἱεῖ ἀγομένῳ ἐπὶ τὸ ἀποθανεῖν οὐκ ἐδάκρυσεν, ὡς φασίν, ἐπὶ δὲ τῷ φίλῳ προσαιτοῦντι· τοῦτο μὲν γὰρ ἐλεεινόν, ἐκεῖνο δὲ δεινόν· τὸ γὰρ δεινὸν ἕτερον τοῦ ἐλεεινοῦ καὶ ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου καὶ πολλάκις τῷ ἐναντίῳ χρήσιμον· ‹οὐ γὰρ› ἔτι ἐλεοῦσιν ἐγγὺς αὐτοῖς τοῦ δεινοῦ ὄντος), καὶ τοὺς ὁμοίους ἐλεοῦσιν κατὰ ἡλικίαν, κατὰ ἤθη, κατὰ ἕξεις, κατὰ ἀξιώματα, κατὰ γένη· ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις μᾶλλον φαίνεται καὶ αὐτῷ ἂν ὑπάρξαι· ὅλως γὰρ καὶ ἐνταῦθα δεῖ λαβεῖν ὅτι ὅσα ἐφ᾽ αὑτῶν φοβοῦνται, ταῦτα ἐπ᾽ ἄλλων γιγνόμενα ἐλεοῦσιν. ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς φαινόμενα τὰ πάθη ἐλεεινά ἐστιν, τὰ δὲ μυριοστὸν ἔτος γενόμενα ἢ ἐσόμενα οὔτε ἐλπίζοντες οὔτε μεμνημένοι ἢ ὅλως οὐκ ἐλεοῦσιν ἢ οὐχ ὁμοίως, ἀνάγκη τοὺς συναπεργαζομένους σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆσι καὶ ὅλως ὑποκρίσει ἐλεεινοτέρους εἶναι (ἐγγὺς γὰρ ποιοῦσι φαίνεσθαι τὸ κακόν, πρὸ ὀμμάτων ποιοῦντες ἢ ὡς μέλλοντα ἢ ὡς γεγονότα· καὶ τὰ γεγονότα ἄρτι ἢ μέλλοντα
[1386b] διὰ ταχέων ἐλεεινότερα). διὰ τοῦτο καὶ τὰ σημεῖα, οἷον ἐσθῆτάς τε τῶν πεπονθότων καὶ ὅσα τοιαῦτα, καὶ τὰς πράξεις καὶ λόγους καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἐν τῷ πάθει ὄντων, οἷον ἤδη τελευτώντων. καὶ μάλιστα τὸ σπουδαίους εἶναι ἐν τοῖς τοιούτοις καιροῖς ὄντας ἐλεεινόν· ἅπαντα γὰρ ταῦτα διὰ τὸ ἐγγὺς φαίνεσθαι μᾶλλον ποιεῖ τὸν ἔλεον, καὶ ὡς ἀναξίου ὄντος καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς φαινομένου τοῦ πάθους.
***
[8] Είπαμε ό, τι είχαμε να πούμε για την καλοσυνάτη και φιλική διάθεση: για την παρουσία της και για την έλλειψή της. Ας μιλήσουμε τώρα για το τί λογής πράγματα προκαλούν τον οίκτο, σε ποιούς δείχνουν οι άνθρωποι οίκτο και σε ποιά γενικότερη κατάσταση βρίσκονται τότε οι ίδιοι. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι ο οίκτος είναι η λύπη για κάποιο φανερό κακό οδυνηρά καταστρεπτικό για ένα πρόσωπο που δεν αξίζει να το υποστεί, ένα κακό που ο καθένας θα μπορούσε να περιμένει ότι θα προσβάλει τον ίδιο ή κάποιον δικό του άνθρωπο, και μάλιστα όταν το κακό αυτό μοιάζει κοντινό. Είναι, πράγματι, φανερό ότι ο άνθρωπος που πρόκειται να νιώσει οίκτο πρέπει αναγκαστικά να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να πιστεύει ότι είναι δυνατό να πάθει κάποιο κακό —ο ίδιος ή κάποιος δικός του—, κακό σαν αυτό που είπαμε στον ορισμό μας, όμοιο ή παραπλήσιο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν αισθάνονται οίκτο ούτε οι ολότελα καταστραμμένοι άνθρωποι (γιατί πιστεύουν ότι δεν μένει πια τίποτε άλλο για να πάθουν, αφού τα έχουν πάθει όλα) ούτε αυτοί που πιστεύουν ότι έφτασαν στην ύψιστη ευτυχία· οι άνθρωποι αυτοί δείχνουν, ίσα ίσα, μια αυθάδη και αλαζονική αυτοπεποίθηση· γιατί αν πιστεύουν ότι έχουν όλα τα αγαθά, είναι φανερό ότι πιστεύουν επίσης πως δεν είναι δυνατό να πάθουν οποιοδήποτε κακό — δεν είναι και αυτό ένα από τα αγαθά; Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να πάθουν κάποιο κακό είναι α) αυτοί που έπαθαν ήδη κάποιο κακό και γλίτωσαν, β) οι ηλικιωμένοι άνθρωποι (επειδή διαθέτουν φρόνηση και πείρα), γ) οι άρρωστοι, δ) οι περισσότερο από το συνηθισμένο δειλοί, ε) οι μορφωμένοι άνθρωποι (γιατί αυτοί ξέρουν να μετρούν σωστότερα τα πράγματα). Επίσης αυτοί που έχουν γονείς ή παιδιά ή γυναίκες· γιατί αυτά είναι πρόσωπα που τους ανήκουν και μπορούν και αυτά να πάθουν τα κακά που μνημονεύσαμε. Επίσης αυτοί που δεν βρίσκονται σε καταστάσεις σαν αυτές που γεννάει το πάθος της ανδρείας, π.χ. σε κατάσταση οργής ή θάρρους (επειδή οι καταστάσεις αυτές δεν μετρούν καθόλου το μέλλον), αλλά ούτε και σε κατάσταση σαν αυτήν που γεννάει η αυθάδης και αλαζονική αυτοπεποίθηση (γιατί και αυτοί οι άνθρωποι δεν λογαριάζουν καθόλου ότι μπορεί να πάθουν κάτι), αλλά αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα στις δύο αυτές καταστάσεις· όπως επίσης αυτοί που δεν κατέχονται από υπερβολικό φόβο: οι τρομοκρατημένοι άνθρωποι δεν αισθάνονται οίκτο, γιατί δεν τους απασχολεί τίποτε άλλο πέρα από το δικό τους πάθος. Οι άνθρωποι αισθάνονται επίσης οίκτο αν πιστεύουν ότι υπάρχουν και κάποια άτομα που ανήκουν στην κατηγορία των καλών ανθρώπων· γιατί ένας που θεωρεί ότι δεν υπάρχει καλός άνθρωπος
[1386a] θα θεωρήσει στο τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι είναι άξιοι των συμφορών τους. Γενικά ένας άνθρωπος αισθάνεται οίκτο, όταν βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να θυμάται ότι τέτοιου και τέτοιου είδους πράγματα συνέβησαν στον ίδιο ή σε κάποιον δικό του άνθρωπο, ή να περιμένει ότι θα συμβούν στον ίδιο ή σε κάποιον δικό του άνθρωπο.
Είπαμε λοιπόν σε ποιά γενικότερη κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που αισθάνονται οίκτο. Απέναντι, τώρα, σε ποιά πράγματα οι άνθρωποι αισθάνονται οίκτο, αυτό είναι κάτι που γίνεται φανερό από τον ορισμό μας: Όσα από τα δυσάρεστα και οδυνηρά πράγματα φέρνουν καταστροφή, όλα τούς προκαλούν οίκτο· επίσης όσα οδηγούν σε αφανισμό, καθώς και όλα τα —σημαντικού μεγέθους— κακά που έχουν αιτία τους την τύχη. Οδυνηρά και καταστρεπτικά κακά είναι οι θάνατοι, οι σωματικές κακοποιήσεις και βλάβες, τα γηρατειά, οι αρρώστιες και η έλλειψη τροφής. Κακά που έχουν αιτία τους την τύχη είναι η έλλειψη ή ο μικρός αριθμός φίλων (γι᾽ αυτό και η βίαιη απόσπαση από τους φίλους και τους δικούς ανθρώπους είναι θλιβερό πράγμα και προκαλεί τον οίκτο), η ασχήμια, η σωματική αδυναμία, η αναπηρία, όπως και το να βγει κάτι κακό από εκεί από όπου το σωστό θα ήταν να βγει κάτι καλό· επίσης αν αυτό συμβαίνει συχνά. Επίσης αν το καλό έρχεται όταν κανείς έχει πια πάθει το κακό, όπως τότε που τα δώρα του βασιλιά της Περσίας στάλθηκαν στον Διοπείθη, όταν αυτός είχε πια πεθάνει. Προκαλεί επίσης τον οίκτο το να μην έχει συμβεί σε κάποιον κανένα καλό ή, όταν του συνέβησαν καλά πράγματα, το να μην είχε τη δυνατότητα να τα απολαύσει.
Αυτά λοιπόν —και τα όμοιά τους— είναι τα πράγματα που προκαλούν τον οίκτο των ανθρώπων. Τα πρόσωπα για τα οποία οι άνθρωποι αισθάνονται οίκτο είναι α) οι γνωστοί τους, φτάνει να μη συνδέονται με αυτούς με πολύ στενούς δεσμούς (για τους ανθρώπους αυτούς αισθάνονται ό,τι ακριβώς θα αισθάνονταν, αν επρόκειτο να πάθουν οι ίδιοι κάτι κακό)· γι᾽ αυτό και ο γιος του Άμαση δεν δάκρυσε, όπως λένε, όταν ο γιος του οδηγούνταν στον θάνατο, δάκρυσε όμως για τον φίλο του που έφτασε στο σημείο να ζητιανεύει: το δεύτερο προκαλεί οίκτο, ενώ το πρώτο τρόμο· το τρομερό πράγμα διαφέρει από το αξιολύπητο· έχει μάλιστα τη δύναμη να αποδιώχνει τον οίκτο, και πολλές φορές οδηγεί στο αντίθετο· παύουν, πράγματι, οι άνθρωποι να αισθάνονται οίκτο, όταν το τρομερό πράγμα βρίσκεται κοντά τους· β) οι όμοιοί τους ως προς την ηλικία, ως προς τον χαρακτήρα, ως προς τις ιδιότητες, ως προς την κοινωνική θέση, ως προς την καταγωγή: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται πιο πιθανό τα κακά που έπεσαν πάνω σ᾽ αυτούς να πέσουν και στον ίδιο· γιατί πρέπει, γενικά, και εδώ να δεχτούμε ότι για όσα κακά φοβούνται οι άνθρωποι ότι μπορεί να πέσουν πάνω τους αισθάνονται οίκτο, όταν αυτά πέφτουν πάνω σε άλλους. Με δεδομένο, τώρα, α) ότι τον οίκτο τον προκαλούν οι συμφορές που φαίνονται κοντινές, και β) ότι οι άνθρωποι ή δεν αισθάνονται καθόλου οίκτο ή τον αισθάνονται, αλλά σε μικρότερο βαθμό, για συμφορές που ούτε ότι θα συμβούν ύστερα από δέκα χιλιάδες χρόνια μπορούν να προβλέψουν ούτε και να θυμούνται ότι έγιναν πριν από άλλες τόσες χιλιάδες χρόνια, οδηγούμαστε στο υποχρεωτικό συμπέρασμα ότι αυτοί που την εντύπωση που δημιουργούν τα λόγια τους την υποβοηθούν με χειρονομίες, με ιδιαίτερους τόνους φωνής, με το ντύσιμό τους και, γενικά, με την ηθοποιία τους, προκαλούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον οίκτο (αφού κάνουν το κακό να φαίνεται κοντινό, καθώς το φέρνουν μπροστά στα μάτια του ακροατή ή σαν κάτι που όπου να ᾽ναι θα συμβεί ή σαν κάτι που μόλις συνέβη — τα πράγματα προκαλούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον
[1386b] οίκτο αν συνέβησαν μόλις πριν από λίγο ή πρόκειται να συμβούν σε λίγο). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να δεχτούμε υποχρεωτικά ότι προκαλούν μεγαλύτερο οίκτο και τα σημάδια, π.χ. τα ρούχα —μαζί και όλα τα παρόμοια πράγματα— αυτών που υπέστησαν πολλά, όπως επίσης και οι πράξεις και τα λόγια —μαζί και όλα τα άλλα— που σχετίζονται με αυτούς που υποφέρουν από κάποιο κακό, με αυτούς π.χ. που βρίσκονται πια στη στιγμή του θανάτου τους. Κυρίως όμως προκαλεί οίκτο όταν αυτοί που βρίσκονται σε τόσο κρίσιμες στιγμές συμπεριφέρονται ως σωστοί και αξιοπρεπείς άνθρωποι: Όλα αυτά, καθώς παρουσιάζονται τόσο κοντινά, προκαλούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον οίκτο μας, α) γιατί το άτομο που πάσχει δεν αξίζει μια τέτοια τύχη, β) γιατί τα βάσανά του παρουσιάζονται μπροστά στα ίδια μας τα μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου