Ο Ζαρατούστρα γύρισε πάλι πίσω στο βουνό και στη μοναξιά της σπηλιάς του και αποτραβήχτηκε από τους ανθρώπους: περιμένοντας, σα σπορέας, που έχει ρίξει το σπόρο του.
Μα η ψυχή του γιόμισε από ανυπομονησία και επιθυμία γι' αυτούς που αγαπούσε: γιατί είχε να τους δώσει. Πολλά ακόμη.
Αυτό ακριβώς είναι το πιο δύσκολο: να κλείσεις το ανοιχτό χέρι σου από αγάπη και σαν δωρητής να σώσεις τη ντροπαλοσύνη σου.
Έτσι περάσανε μήνες και χρόνια για τον ερημίτη, μα η σοφία του μεγάλωσε κ' η αφθονία της του έφερνε πόνο.
Μα ένα πρωί ξύπνησε πριν από την αυγή κιόλας, συλλογίστηκε για ώρα και ώρα, στο γιατάκι του, και στο τέλος μίλησε στην καρδιά του:
«Γιατί τρόμαξα, άραγε, τόσο, στ' όνειρό μου, και ξύπνησα; Δεν ήρθε κοντά μου ένα παιδί που κρατούσε έναν καθρέφτη;
Ω Ζαρατούστρα – μου είπε το παιδί – κοιτάξου στον καθρέπτη!
Μα όταν κοίταξα στον καθρέπτη, φώναξα, ξαφνικά, κ' η καρδιά μου ταράχτηκε: γιατί δεν είδα μέσα μου το προσωπό μου, παρά το μορφασμό και το σαρκαστικό γέλιο ενός διαβόλου.
Αληθινά, καταλαβαίνω πολύ καλά το σημάδι και το προμήνυμα του ονείρου: Η διδασκαλία μου βρίσκεται σε κίνδυνο, η είρα θέλει να την πούνε στάρι.
Οι εχθροί μου έγιναν δυνατοί και παραμόρφωσαν τη διδασκαλία μου, έτσι που κ' οι πιο αγαπημένοι μου θα πρέπει να ντρέπονται για τα δώρα που τους έδωσα.
Έχασα τους φίλους μου, ήρθε η στιγμή ν' αναζητήσω τους Χαμένους μου!»
Με τα λόγια αυτά πετάχτηκε πάνω ο Ζαρατούστρα, μα όχι σαν άνθρωπος που αγωνιά και γυρεύει αέρα, παρά πιότερο σαν οραματιστής και σαν τραγουδιστής, που τον κέντρισε ο οίστρος. Ξαφνιασμένοι τον κοίταζαν ο αετός του κι ο όφις του, γιατί της χαραυγής όμοια, πάνω στη θωριά του είχε απλωθεί μια ερχόμενη ευτυχία.
Τι μου συνέβηκε, αλήθεια, ζώα μου; – είπε ο Ζαρατούστρα. Δεν άλλαξα; Δεν μου 'ρθε η ευδαιμονία σαν ανεμική;
Τρελή 'ναι η ευτυχία μου και τρέλες θα πει: είναι πολύ νέα ακόμα – γι' αυτό έχε υπομονή μαζί της!
Η ευτυχία μου με πλήγωσε: ας μου γίνουν γιατροί όσοι υποφέρουν!
Πρέπει να ξανακατεβώ στους φίλους μου, και στους εχθρούς μου επίσης! Ο Ζαρατούστρα πρέπει να μιλήσει πάλι και να χαρίσει και να κάμει το πιο αγαπημένο στους αγαπημένους.
Η ανυπόμονη αγάπη μου κυλά σε ποτάμια, παντού σ' ανατολή και δύση. Από σιωπηλό βουνό και από καταιγίδες του πόνου κελαρύζει η ψυχή μου κατά τις κοιλάδες.
Πάρα πολύν καιρό λαχτάρησα τον ευατό μου και κοίταζα μακρυά. Πάρα πολύ καιρό ανήκα στη μοναξιά: έτσι ξέμαθα τη σιωπή.
Ένα στόμα έγινα όλόκληρος, και κελάρυσμα έγινα ενός ρυακιού που πέφτει από ψηλά βράχια: χαμηλά, στις κοιλάδες, θέλω να ξαμολύσω τον λόγο μου.
Κι ας ξαμολυθεί το ποτάμι της αγάπης μου σ' αδιέξοδα! Πως είναι δυνατό να μη βρεί ένα ποτάμι, κάποτε, τον δρόμο του προς τη θάλασσα!
Κι ας ξαμολυθεί το ποτάμι της αγάπης μου σ' αδιέξοδα! Πως είναι δυνατό να μη βρεί ένα ποτάμι, κάποτε, τον δρόμο του προς τη θάλασσα!
Μέσα μου είναι μια λίμνη, μια μοναχική, αυτάρκης λίμνη, μα το ποτάμι της αγάπης μου κυλάει μαζί της προς τα κάτω – κατά τη θάλασσα!
Καινούργιους δρόμους θα πάρω, καινούργιοι λόγοι μου έρχονται, κουράστηκα, σαν όλους τους δημιουργούς, από τις παλιές γλώσσες. Το πνεύμα μου δε θέλει να περπατήσει πιά πάνω σε πατημένες σιόλες.
Kάθε λόγος πάει για μένα πολύ αργά: – στ' άρματα σου πηδώ, θύελλα! Και σένα ακόμα να μαστιγώσω, με την κακία μου!
Σαν κραυγή και σαν αλαλαγμός θέλω πλατειές θάλασσες να περάσω, ίσαμε να βρω τα μακάρια νησιά, όπου μένουν οι φίλοι μου:
Κι ανάμεσά τους οι εχθροί μου! Πόσο αγαπώ τώρα κάθε έναν που μπορώ να του μιλήσω μόνο! Ακόμη κ' οι εχθροί μου ανήκουνε στην ευδαιμονία μου.
Κι όταν θέλω ν' ανεβώ στο πιο άγριο άλογο μου, το σπαθί μου με βοηθά πάντα κατά τον καλύτερο τρόπο: αυτό "ναι όλο τον καιρό ο έτοιμος υπηρέτης του παιδιού μου"
Το σπαθί, που σφεντονίζω εναντίον των εχθρών μου! Πόσο ευγνωμονώ τους εχθρούς μου, που μπορώ να τους το σφεντονίσω, επιτέλους!
Πάρα πολύ μεγάλη ήταν η μετέωρη ανησυχία του σύννεφού μου: θέλω να ρίξει χαλάζι, ανάμεσα στα γέλια των κεραυνών του.
Τότε, το στήθος μου θα φουσκώσει με δύναμη, με δύναμη θα φυσήξει τη θύελλά του επάνω από τα βουνά: έτσι θ' αλαφρώσει.
Αληθινά, θύελλας μοιάζοντας έρχεται η ευτυχία μου κ" η ελευθερία μου! Μα οι εχθροί μου θα πιστέψουν, ότι το Κακό λυσσομανά πάνω από τα κεφάλια τους.
Ναι, και εσείς ακόμη θα τρομάξετε, φίλοι μου, με την άγρια σοφία μου, κ' ίσως φύγετε μακρυά της μαζί με τους εχθρούς μου.
Αχ, να 'ξερα να σας τραβήξω με τη φλογέρα του βοσκού. Αχ, να μάθαινε η λιόντισσα σοφία μου να μουγκρίζει τρυφερά. Πόσα δε μάθαμε ως τα τώρα μαζί!
Η άγρια σοφία μου γκαστρώθηκε πάνω στα ερημικά βουνά, πάνω σε τραχειές πέτρες γέννησε το μικρότερο από τα παιδιά της παιδί.
Τώρα τρέχει τρελά μέσα από την σκληρήν ερημιά να αναζητά, κι αναζητά τρυφερό χορτάρι – η άγρια γριά σοφία μου!
Πάνω στο μαλακό χορτάρι της καρδιάς σας, φίλοι μου! – πάνω στην αγάπη σας λαχταρά να βάλει να πλαγιάσει το πιο αγαπημένο παιδί της!
Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα.
Μα η ψυχή του γιόμισε από ανυπομονησία και επιθυμία γι' αυτούς που αγαπούσε: γιατί είχε να τους δώσει. Πολλά ακόμη.
Αυτό ακριβώς είναι το πιο δύσκολο: να κλείσεις το ανοιχτό χέρι σου από αγάπη και σαν δωρητής να σώσεις τη ντροπαλοσύνη σου.
Έτσι περάσανε μήνες και χρόνια για τον ερημίτη, μα η σοφία του μεγάλωσε κ' η αφθονία της του έφερνε πόνο.
Μα ένα πρωί ξύπνησε πριν από την αυγή κιόλας, συλλογίστηκε για ώρα και ώρα, στο γιατάκι του, και στο τέλος μίλησε στην καρδιά του:
«Γιατί τρόμαξα, άραγε, τόσο, στ' όνειρό μου, και ξύπνησα; Δεν ήρθε κοντά μου ένα παιδί που κρατούσε έναν καθρέφτη;
Ω Ζαρατούστρα – μου είπε το παιδί – κοιτάξου στον καθρέπτη!
Μα όταν κοίταξα στον καθρέπτη, φώναξα, ξαφνικά, κ' η καρδιά μου ταράχτηκε: γιατί δεν είδα μέσα μου το προσωπό μου, παρά το μορφασμό και το σαρκαστικό γέλιο ενός διαβόλου.
Αληθινά, καταλαβαίνω πολύ καλά το σημάδι και το προμήνυμα του ονείρου: Η διδασκαλία μου βρίσκεται σε κίνδυνο, η είρα θέλει να την πούνε στάρι.
Οι εχθροί μου έγιναν δυνατοί και παραμόρφωσαν τη διδασκαλία μου, έτσι που κ' οι πιο αγαπημένοι μου θα πρέπει να ντρέπονται για τα δώρα που τους έδωσα.
Έχασα τους φίλους μου, ήρθε η στιγμή ν' αναζητήσω τους Χαμένους μου!»
Με τα λόγια αυτά πετάχτηκε πάνω ο Ζαρατούστρα, μα όχι σαν άνθρωπος που αγωνιά και γυρεύει αέρα, παρά πιότερο σαν οραματιστής και σαν τραγουδιστής, που τον κέντρισε ο οίστρος. Ξαφνιασμένοι τον κοίταζαν ο αετός του κι ο όφις του, γιατί της χαραυγής όμοια, πάνω στη θωριά του είχε απλωθεί μια ερχόμενη ευτυχία.
Τι μου συνέβηκε, αλήθεια, ζώα μου; – είπε ο Ζαρατούστρα. Δεν άλλαξα; Δεν μου 'ρθε η ευδαιμονία σαν ανεμική;
Τρελή 'ναι η ευτυχία μου και τρέλες θα πει: είναι πολύ νέα ακόμα – γι' αυτό έχε υπομονή μαζί της!
Η ευτυχία μου με πλήγωσε: ας μου γίνουν γιατροί όσοι υποφέρουν!
Πρέπει να ξανακατεβώ στους φίλους μου, και στους εχθρούς μου επίσης! Ο Ζαρατούστρα πρέπει να μιλήσει πάλι και να χαρίσει και να κάμει το πιο αγαπημένο στους αγαπημένους.
Η ανυπόμονη αγάπη μου κυλά σε ποτάμια, παντού σ' ανατολή και δύση. Από σιωπηλό βουνό και από καταιγίδες του πόνου κελαρύζει η ψυχή μου κατά τις κοιλάδες.
Πάρα πολύν καιρό λαχτάρησα τον ευατό μου και κοίταζα μακρυά. Πάρα πολύ καιρό ανήκα στη μοναξιά: έτσι ξέμαθα τη σιωπή.
Ένα στόμα έγινα όλόκληρος, και κελάρυσμα έγινα ενός ρυακιού που πέφτει από ψηλά βράχια: χαμηλά, στις κοιλάδες, θέλω να ξαμολύσω τον λόγο μου.
Κι ας ξαμολυθεί το ποτάμι της αγάπης μου σ' αδιέξοδα! Πως είναι δυνατό να μη βρεί ένα ποτάμι, κάποτε, τον δρόμο του προς τη θάλασσα!
Κι ας ξαμολυθεί το ποτάμι της αγάπης μου σ' αδιέξοδα! Πως είναι δυνατό να μη βρεί ένα ποτάμι, κάποτε, τον δρόμο του προς τη θάλασσα!
Μέσα μου είναι μια λίμνη, μια μοναχική, αυτάρκης λίμνη, μα το ποτάμι της αγάπης μου κυλάει μαζί της προς τα κάτω – κατά τη θάλασσα!
Καινούργιους δρόμους θα πάρω, καινούργιοι λόγοι μου έρχονται, κουράστηκα, σαν όλους τους δημιουργούς, από τις παλιές γλώσσες. Το πνεύμα μου δε θέλει να περπατήσει πιά πάνω σε πατημένες σιόλες.
Kάθε λόγος πάει για μένα πολύ αργά: – στ' άρματα σου πηδώ, θύελλα! Και σένα ακόμα να μαστιγώσω, με την κακία μου!
Σαν κραυγή και σαν αλαλαγμός θέλω πλατειές θάλασσες να περάσω, ίσαμε να βρω τα μακάρια νησιά, όπου μένουν οι φίλοι μου:
Κι ανάμεσά τους οι εχθροί μου! Πόσο αγαπώ τώρα κάθε έναν που μπορώ να του μιλήσω μόνο! Ακόμη κ' οι εχθροί μου ανήκουνε στην ευδαιμονία μου.
Κι όταν θέλω ν' ανεβώ στο πιο άγριο άλογο μου, το σπαθί μου με βοηθά πάντα κατά τον καλύτερο τρόπο: αυτό "ναι όλο τον καιρό ο έτοιμος υπηρέτης του παιδιού μου"
Το σπαθί, που σφεντονίζω εναντίον των εχθρών μου! Πόσο ευγνωμονώ τους εχθρούς μου, που μπορώ να τους το σφεντονίσω, επιτέλους!
Πάρα πολύ μεγάλη ήταν η μετέωρη ανησυχία του σύννεφού μου: θέλω να ρίξει χαλάζι, ανάμεσα στα γέλια των κεραυνών του.
Τότε, το στήθος μου θα φουσκώσει με δύναμη, με δύναμη θα φυσήξει τη θύελλά του επάνω από τα βουνά: έτσι θ' αλαφρώσει.
Αληθινά, θύελλας μοιάζοντας έρχεται η ευτυχία μου κ" η ελευθερία μου! Μα οι εχθροί μου θα πιστέψουν, ότι το Κακό λυσσομανά πάνω από τα κεφάλια τους.
Ναι, και εσείς ακόμη θα τρομάξετε, φίλοι μου, με την άγρια σοφία μου, κ' ίσως φύγετε μακρυά της μαζί με τους εχθρούς μου.
Αχ, να 'ξερα να σας τραβήξω με τη φλογέρα του βοσκού. Αχ, να μάθαινε η λιόντισσα σοφία μου να μουγκρίζει τρυφερά. Πόσα δε μάθαμε ως τα τώρα μαζί!
Η άγρια σοφία μου γκαστρώθηκε πάνω στα ερημικά βουνά, πάνω σε τραχειές πέτρες γέννησε το μικρότερο από τα παιδιά της παιδί.
Τώρα τρέχει τρελά μέσα από την σκληρήν ερημιά να αναζητά, κι αναζητά τρυφερό χορτάρι – η άγρια γριά σοφία μου!
Πάνω στο μαλακό χορτάρι της καρδιάς σας, φίλοι μου! – πάνω στην αγάπη σας λαχταρά να βάλει να πλαγιάσει το πιο αγαπημένο παιδί της!
Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου