ΧΟ. ὦ Δῆμε, καλήν γ᾽ ἔχεις [στρ.]
ἀρχήν, ὅτε πάντες ἄν-
θρωποι δεδίασί σ᾽ ὥσ-
περ ἄνδρα τύραννον.
1115 ἀλλ᾽ εὐπαράγωγος εἶ,
θωπευόμενός τε χαί-
ρεις κἀξαπατώμενος,
πρὸς τόν τε λέγοντ᾽ ἀεὶ
κέχηνας· ὁ νοῦς δέ σου
1120 παρὼν ἀποδημεῖ.
ΔΗ. νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις
ὑμῶν, ὅτε μ᾽ οὐ φρονεῖν
νομίζετ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἑκὼν
ταῦτ᾽ ἠλιθιάζω.
1125 αὐτός τε γὰρ ἥδομαι
βρύλλων τὸ καθ᾽ ἡμέραν,
κλέπτοντά τε βούλομαι
τρέφειν ἕνα προστάτην·
τοῦτον δ᾽, ὅταν ᾖ πλέως,
1130 ἄρας ἐπάταξα.
ΧΟ. οὕτω μὲν ἂν εὖ ποιοῖς, [ἀντ.]
εἴ σοι πυκνότης ἔνεστ᾽
ἐν τῷ τρόπῳ, ὡς λέγεις,
τούτῳ πάνυ πολλή,
1135 εἰ τούσδ᾽ ἐπίτηδες ὥσ-
περ δημοσίους τρέφεις
ἐν τῇ πυκνί, κᾆθ᾽ ὅταν
μή σοι τύχῃ ὄψον ὄν,
τούτων ὃς ἂν ᾖ παχύς,
1140 θύσας ἐπιδειπνεῖς.
ΔΗ. σκέψασθε δέ μ᾽, εἰ σοφῶς
αὐτοὺς περιέρχομαι
τοὺς οἰομένους φρονεῖν
κἄμ᾽ ἐξαπατύλλειν.
1145 τηρῶ γὰρ ἑκάστοτ᾽ αὐ-
τοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν
κλέπτοντας· ἔπειτ᾽ ἀναγ-
κάζω πάλιν ἐξεμεῖν
ἅττ᾽ ἂν κεκλόφωσί μου,
1150 κημὸν καταμηλῶν.
***
ΧΟΡ. Όμορφη εξουσία που ᾽χεις, Δήμε, αφού όλοι οι άνθρωποι σε τρέμουν σαν δικτάτορα! Όμως εύκολα πιάνεσαι κορόιδο και χαίρεσαι να σε κολακεύουν και να σ᾽ εξαπατούν κι ανοίγεις πάντα το στόμα δυο πήχες, όταν ρητορεύει πολιτικός·
[1120] την ώρα που είσαι παρών, το μυαλό σου απουσιάζει.
ΔΗΜ. Αν πιστεύετε ότι δεν τα ᾽χω τετρακόσια, τότε δεν υπάρχει μυαλό κάτω απ᾽ τις μαλλούρες σας· όμως εγώ θέλω και παρασταίνω τον ηλίθιο. Γιατί γλέντι είναι για μένα να γκρινιάζω σα μωρό για τον επιούσιο και μ᾽ αρέσει να ταΐζω έναν κλέφτη δημαγωγό· κι όταν από τη μάσα η κοιλιά του γίνει μπαλόνι,
[1130] τον σηκώνω ψηλά κι ύστερα τον βροντάω στο χώμα.
ΧΟΡ. Τότε θα πάνε καλά οι δουλειές σου, αν το φέρσιμό σου αυτό, όπως λες, βγαίνει από περισσή γνώση· αν εξεπίτηδες ετούτους τους ταΐζεις στην Πνύκα σα μοσχάρια για κουρμπάνι· κι ύστερα, αν τύχει απ᾽ το τραπέζι σου να λείπει φαγητό,
[1140] σφάζεις στον βωμό τον παχύτερο απ᾽ αυτούς και περιδρομιάζεις.
ΔΗΜ. Τώρα δέστε αν τους δουλεύω όμορφα αυτούς που φαντάζονται ότι έχουν μυαλό και με ξεγελούν. Νά, συχνά, την ώρα που κάνω πως δεν βλέπω τίποτα καθώς ετούτοι κλέβουν, τους την έχω στημένη· έπειτα τους αναγκάζω να ξεράσουν όσα μ᾽ έχουν κλέψει,
[1150] χώνοντας στον λαιμό τους, χουνί, την ψηφοδόχο.
ἀρχήν, ὅτε πάντες ἄν-
θρωποι δεδίασί σ᾽ ὥσ-
περ ἄνδρα τύραννον.
1115 ἀλλ᾽ εὐπαράγωγος εἶ,
θωπευόμενός τε χαί-
ρεις κἀξαπατώμενος,
πρὸς τόν τε λέγοντ᾽ ἀεὶ
κέχηνας· ὁ νοῦς δέ σου
1120 παρὼν ἀποδημεῖ.
ΔΗ. νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις
ὑμῶν, ὅτε μ᾽ οὐ φρονεῖν
νομίζετ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἑκὼν
ταῦτ᾽ ἠλιθιάζω.
1125 αὐτός τε γὰρ ἥδομαι
βρύλλων τὸ καθ᾽ ἡμέραν,
κλέπτοντά τε βούλομαι
τρέφειν ἕνα προστάτην·
τοῦτον δ᾽, ὅταν ᾖ πλέως,
1130 ἄρας ἐπάταξα.
ΧΟ. οὕτω μὲν ἂν εὖ ποιοῖς, [ἀντ.]
εἴ σοι πυκνότης ἔνεστ᾽
ἐν τῷ τρόπῳ, ὡς λέγεις,
τούτῳ πάνυ πολλή,
1135 εἰ τούσδ᾽ ἐπίτηδες ὥσ-
περ δημοσίους τρέφεις
ἐν τῇ πυκνί, κᾆθ᾽ ὅταν
μή σοι τύχῃ ὄψον ὄν,
τούτων ὃς ἂν ᾖ παχύς,
1140 θύσας ἐπιδειπνεῖς.
ΔΗ. σκέψασθε δέ μ᾽, εἰ σοφῶς
αὐτοὺς περιέρχομαι
τοὺς οἰομένους φρονεῖν
κἄμ᾽ ἐξαπατύλλειν.
1145 τηρῶ γὰρ ἑκάστοτ᾽ αὐ-
τοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν
κλέπτοντας· ἔπειτ᾽ ἀναγ-
κάζω πάλιν ἐξεμεῖν
ἅττ᾽ ἂν κεκλόφωσί μου,
1150 κημὸν καταμηλῶν.
***
ΧΟΡ. Όμορφη εξουσία που ᾽χεις, Δήμε, αφού όλοι οι άνθρωποι σε τρέμουν σαν δικτάτορα! Όμως εύκολα πιάνεσαι κορόιδο και χαίρεσαι να σε κολακεύουν και να σ᾽ εξαπατούν κι ανοίγεις πάντα το στόμα δυο πήχες, όταν ρητορεύει πολιτικός·
[1120] την ώρα που είσαι παρών, το μυαλό σου απουσιάζει.
ΔΗΜ. Αν πιστεύετε ότι δεν τα ᾽χω τετρακόσια, τότε δεν υπάρχει μυαλό κάτω απ᾽ τις μαλλούρες σας· όμως εγώ θέλω και παρασταίνω τον ηλίθιο. Γιατί γλέντι είναι για μένα να γκρινιάζω σα μωρό για τον επιούσιο και μ᾽ αρέσει να ταΐζω έναν κλέφτη δημαγωγό· κι όταν από τη μάσα η κοιλιά του γίνει μπαλόνι,
[1130] τον σηκώνω ψηλά κι ύστερα τον βροντάω στο χώμα.
ΧΟΡ. Τότε θα πάνε καλά οι δουλειές σου, αν το φέρσιμό σου αυτό, όπως λες, βγαίνει από περισσή γνώση· αν εξεπίτηδες ετούτους τους ταΐζεις στην Πνύκα σα μοσχάρια για κουρμπάνι· κι ύστερα, αν τύχει απ᾽ το τραπέζι σου να λείπει φαγητό,
[1140] σφάζεις στον βωμό τον παχύτερο απ᾽ αυτούς και περιδρομιάζεις.
ΔΗΜ. Τώρα δέστε αν τους δουλεύω όμορφα αυτούς που φαντάζονται ότι έχουν μυαλό και με ξεγελούν. Νά, συχνά, την ώρα που κάνω πως δεν βλέπω τίποτα καθώς ετούτοι κλέβουν, τους την έχω στημένη· έπειτα τους αναγκάζω να ξεράσουν όσα μ᾽ έχουν κλέψει,
[1150] χώνοντας στον λαιμό τους, χουνί, την ψηφοδόχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου