ΠΑ. ἄπαγ᾽ ἐς μακαρίαν ἐκποδών. ΑΛ. σύ γ᾽, ὦ φθόρε.
ΠΑ. ὦ Δῆμ᾽, ἐγὼ μέντοι παρεσκευασμένος
τρίπαλαι κάθημαι βουλόμενός σ᾽ εὐεργετεῖν.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ δεκάπαλαι γε καὶ δωδεκάπαλαι
1155 καὶ χιλιόπαλαι καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι.
ΔΗ. ἐγὼ δὲ προσδοκῶν γε τρισμυριόπαλαι
βδελύττομαί σφω καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι.
ΑΛ. οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον; ΔΗ. εἴσομ᾽, ἢν φράσῃς γε σύ.
ΑΛ. ἔφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ τε καὶ τουτονί,
1160 ἵνα σ᾽ εὖ ποιῶμεν ἐξ ἴσου. ΔΗ. δρᾶν ταῦτα χρή.
ἄπιτον. ΑΛ. & ΠΑ. ἰδού. ΔΗ. θέοιτ᾽ ἄν. ΑΛ. ὑποθεῖν οὐκ ἐῶ.
ΔΗ. ἀλλ᾽ ἢ μεγάλως εὐδαιμονήσω τήμερον
ὑπὸ τῶν ἐραστῶν, νὴ Δί᾽, ἢ ᾽γὼ θρύψομαι.
ΠΑ. ὁρᾷς, ἐγώ σοι πρότερος ἐκφέρω δίφρον.
1165 ΑΛ. ἀλλ᾽ οὐ τράπεζαν· ἀλλ᾽ ἐγὼ προτεραίτερος.
ΠΑ. ἰδοὺ φέρω σοι τήνδε μαζίσκην ἐγὼ
ἐκ τῶν ὀλῶν τῶν ἐκ Πύλου μεμαγμένην.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ μυστίλας μεμυστιλημένας
ὑπὸ τῆς θεοῦ τῇ χειρὶ τἠλεφαντίνῃ.
1170 ΔΗ. ὡς μέγαν ἄρ᾽ εἶχες, ὦ πότνια, τὸν δάκτυλον.
ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν·
ἐτόρυνε δ᾽ αὐτὴ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος.
ΑΛ. ὦ Δῆμ᾽, ἐναργῶς ἡ θεός σ᾽ ἐπισκοπεῖ.
καὶ νῦν ὑπερέχει σου χύτραν ζωμοῦ πλέαν.
1175 ΔΗ. οἴει γὰρ οἰκεῖσθ᾽ ἂν ἔτι τήνδε τὴν πόλιν,
εἰ μὴ φανερῶς ἡμῶν ὑπερεῖχε τὴν χύτραν;
ΠΑ. τουτὶ τέμαχός σοὔδωκεν ἡ Φοβεσιστράτη.
ΑΛ. ἡ δ᾽ Ὀβριμοπάτρα γ᾽ ἑφθὸν ἐκ ζωμοῦ κρέας
καὶ χόλικος ἠνύστρου τε καὶ γαστρὸς τόμον.
1180 ΔΗ. καλῶς γ᾽ ἐπόησε τοῦ πέπλου μεμνημένη.
ΠΑ. ἡ Γοργολόφα σ᾽ ἐκέλευε τουτουὶ φαγεῖν
ἐλατῆρος, ἵνα τὰς ναῦς ἐλαύνωμεν καλῶς.
ΑΛ. λαβὲ καὶ ταδί νυν. ΔΗ. καὶ τί τούτοις χρήσομαι
τοῖς ἐντέροις; ΑΛ. ἐπίτηδες αὔτ᾽ ἔπεμψέ σοι
1185 εἰς τὰς τριήρεις ἐντερόνειαν ἡ θεός·
ἐπισκοπεῖ γὰρ περιφανῶς τὸ ναυτικόν.
ἔχε καὶ πιεῖν κεκραμένον τρία καὶ δύο.
ΔΗ. ὡς ἡδύς, ὦ Ζεῦ, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς.
ΑΛ. ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν ἐνετριτώνισεν.
1190 ΠΑ. λαβέ νυν πλακοῦντος πίονος παρ᾽ ἐμοῦ τόμον.
ΑΛ. παρ᾽ ἐμοῦ δ᾽ ὅλον γε τὸν πλακοῦντα τουτονί.
ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐ λαγῷ᾽ ἕξεις ὁπόθεν δῷς· ἀλλ᾽ ἐγώ.
***
ΠΑΦ. (Σπρώχνοντας τον Αλλαντοπώλη:) Άι στα κομμάτια κι άσε μας ήσυχους!
ΑΛΛ. (Σπρώχνοντας τον Παφλαγόνα:) Στα κομμάτια εσύ, ρεμάλι!
ΠΑΦ. Δήμε μου, εγώ τα ᾽χω όλα έτοιμα και κάθομαι, εδώ και τρίμηνα, πρόθυμος να σε περιποιηθώ.
ΑΛΛ. Κι εγώ εδώ και δεκάμηνα και δωδεκάμηνα και χιλιόμηνα και παμπαλαιοπαμπαλαιόμηνα.
ΔΗΜ. Κι εγώ —κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει— εδώ και τριανταχιλιαδόμηνα και παμπαλαιοπαμπαλαιόμηνα σας σιχάθηκα!
ΑΛΛ. (Στον Δήμο:) Ξέρεις λοιπόν τί να κάνεις;
ΔΗΜ. Θα το ξέρω, αν μου το πεις εσύ.
ΑΛΛ. Δώσε το σύνθημα εκκίνησης από την αφετηρία σ᾽ εμένα και σ᾽ ετούτον, για να σε περιποιηθούμε με ίσους όρους.
ΔΗΜ. [1160] Αυτό θα κάνω. Έτοιμοι; Εμπρός!
ΠΑΦ. & ΑΛΛ. (Στην αφετηρία, όπως οι δρομείς:) Έτοιμος!
ΔΗΜ. Αμοληθείτε!
ΑΛΛ. (Στον Παφλαγόνα:) Δεν σ᾽ αφήνω να μου κόψεις τον δρόμο!
ΔΗΜ. (Μονολογεί:) Σίγουρα ζωή και κότα θα περάσω σήμερα, ας είναι καλά οι αγαπητικοί μου, μά τον Δία — αλλιώς θα φανώ πολύ ναζιάρα.
ΠΑΦ. (Προσφέροντας στον Δήμο το σκαμνί που έφερε:) Βλέπεις, πρώτος εγώ σου φέρνω σκαμνί.
ΑΛΛ. (Τοποθετώντας τον πάγκο του κοντά στον Δήμο:) Όμως δεν του ᾽φερες τραπέζι· ολόπρωτος εγώ του το φέρνω.
ΠΑΦ. Νά, σου φέρνω εγώ τούτη την κουλούρα ζυμωμένη από κριθάρι της Πύλου.
ΑΛΛ. Κι εγώ κρούστα ψωμιού για κουτάλι — κουταλοποιήθηκε απ᾽ το φιλντισένιο χέρι της Αθηνάς.
ΔΗΜ. [1170] Δαχτυλάρα που την έχεις, Αθηνά μου!
ΠΑΦ. Κι εγώ χυλό από μπιζέλια — κοίτα χρώμα, κοίτα γεύση! Με τα χέρια της τον κοπάνισε στο γουδί η Πυλαίμαχη Παλλάδα.
ΑΛΛ. (Κουβαλώντας μια κατσαρόλα:) Φως φανάρι, Δήμε μου, πως η θεά έχει τα μάτια της επάνω σου. (Υψώνει την κατσαρόλα πάνω απ᾽ το κεφάλι του Δήμου:) Νά, τώρα κρατά πάνω απ᾽ το κεφάλι σου χύτρα ζουμό γεμάτη.
ΔΗΜ. Μα πιστεύεις ότι τούτη η πόλη θα μπορούσε να ζει ακόμα, αν η Αθηνά δεν κρατούσε τη χύτρα πάνω απ᾽ το κεφάλι μας;
ΠΑΦ. Αυτό το παλαμιδοκόμματο σου το ᾽δωσε η Καστροκαταλύτρα.
ΑΛΛ. Κι η θυγατέρα του Παντοδύναμου κρέας που έβρασε μες στο ζουμί του και μεζέ από σπληνάντερο, πλεξίδες και πατσά.
ΔΗΜ. [1180] Μπράβο που θυμήθηκε τον πέπλο των Παναθηναίων!
ΠΑΦ. Η θεά η Γοργολόφα σου παράγγειλε να φας απ᾽ αυτή τη λα...γάνα, για να λά...μνουμε όμορφα στα καράβια.
ΑΛΛ. (Του δίνει μια πλεξίδα άντερα:) Πάρε κι αυτά εδώ.
ΔΗΜ. Και τί να τα κάνω ετούτα τ᾽ άντερα;
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες σου τα ᾽στειλε η θεά, για ν᾽ αντροδέσουν τα σκαριά των καραβιών μας. Γιατί ο κόσμος το ᾽χει τούμπανο ότι έγνοια της μεγάλη είναι το ναυτικό. (Του δίνει μια κούπα κρασί). Πιάσε και πιες, το βάλαμε δυο μέτρα κρασί και τρία νερό.
ΔΗΜ. (Πίνει το κρασί μονορούφι:) Γλυκό το κρασάκι, μά τον Δία, τα σήκωσε μια χαρά τα τρία νερό.
ΑΛΛ. Μα ήταν η Αθηνά η Τριτογένεια που ανακάτεψε τα τρία νερό με δυο κρασί.
ΠΑΦ. [1190] Πάρε τώρα μια φέτα πίτα ολόπαχη από μένα.
ΑΛΛ. Κι από μένα ολόκληρη αυτή την πίτα.
ΠΑΦ. Λαγό όμως να του προσφέρεις πού θα βρεις; Αλλά εγώ έχω!
ΠΑ. ὦ Δῆμ᾽, ἐγὼ μέντοι παρεσκευασμένος
τρίπαλαι κάθημαι βουλόμενός σ᾽ εὐεργετεῖν.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ δεκάπαλαι γε καὶ δωδεκάπαλαι
1155 καὶ χιλιόπαλαι καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι.
ΔΗ. ἐγὼ δὲ προσδοκῶν γε τρισμυριόπαλαι
βδελύττομαί σφω καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι.
ΑΛ. οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον; ΔΗ. εἴσομ᾽, ἢν φράσῃς γε σύ.
ΑΛ. ἔφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ τε καὶ τουτονί,
1160 ἵνα σ᾽ εὖ ποιῶμεν ἐξ ἴσου. ΔΗ. δρᾶν ταῦτα χρή.
ἄπιτον. ΑΛ. & ΠΑ. ἰδού. ΔΗ. θέοιτ᾽ ἄν. ΑΛ. ὑποθεῖν οὐκ ἐῶ.
ΔΗ. ἀλλ᾽ ἢ μεγάλως εὐδαιμονήσω τήμερον
ὑπὸ τῶν ἐραστῶν, νὴ Δί᾽, ἢ ᾽γὼ θρύψομαι.
ΠΑ. ὁρᾷς, ἐγώ σοι πρότερος ἐκφέρω δίφρον.
1165 ΑΛ. ἀλλ᾽ οὐ τράπεζαν· ἀλλ᾽ ἐγὼ προτεραίτερος.
ΠΑ. ἰδοὺ φέρω σοι τήνδε μαζίσκην ἐγὼ
ἐκ τῶν ὀλῶν τῶν ἐκ Πύλου μεμαγμένην.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ μυστίλας μεμυστιλημένας
ὑπὸ τῆς θεοῦ τῇ χειρὶ τἠλεφαντίνῃ.
1170 ΔΗ. ὡς μέγαν ἄρ᾽ εἶχες, ὦ πότνια, τὸν δάκτυλον.
ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν·
ἐτόρυνε δ᾽ αὐτὴ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος.
ΑΛ. ὦ Δῆμ᾽, ἐναργῶς ἡ θεός σ᾽ ἐπισκοπεῖ.
καὶ νῦν ὑπερέχει σου χύτραν ζωμοῦ πλέαν.
1175 ΔΗ. οἴει γὰρ οἰκεῖσθ᾽ ἂν ἔτι τήνδε τὴν πόλιν,
εἰ μὴ φανερῶς ἡμῶν ὑπερεῖχε τὴν χύτραν;
ΠΑ. τουτὶ τέμαχός σοὔδωκεν ἡ Φοβεσιστράτη.
ΑΛ. ἡ δ᾽ Ὀβριμοπάτρα γ᾽ ἑφθὸν ἐκ ζωμοῦ κρέας
καὶ χόλικος ἠνύστρου τε καὶ γαστρὸς τόμον.
1180 ΔΗ. καλῶς γ᾽ ἐπόησε τοῦ πέπλου μεμνημένη.
ΠΑ. ἡ Γοργολόφα σ᾽ ἐκέλευε τουτουὶ φαγεῖν
ἐλατῆρος, ἵνα τὰς ναῦς ἐλαύνωμεν καλῶς.
ΑΛ. λαβὲ καὶ ταδί νυν. ΔΗ. καὶ τί τούτοις χρήσομαι
τοῖς ἐντέροις; ΑΛ. ἐπίτηδες αὔτ᾽ ἔπεμψέ σοι
1185 εἰς τὰς τριήρεις ἐντερόνειαν ἡ θεός·
ἐπισκοπεῖ γὰρ περιφανῶς τὸ ναυτικόν.
ἔχε καὶ πιεῖν κεκραμένον τρία καὶ δύο.
ΔΗ. ὡς ἡδύς, ὦ Ζεῦ, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς.
ΑΛ. ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν ἐνετριτώνισεν.
1190 ΠΑ. λαβέ νυν πλακοῦντος πίονος παρ᾽ ἐμοῦ τόμον.
ΑΛ. παρ᾽ ἐμοῦ δ᾽ ὅλον γε τὸν πλακοῦντα τουτονί.
ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐ λαγῷ᾽ ἕξεις ὁπόθεν δῷς· ἀλλ᾽ ἐγώ.
***
ΠΑΦ. (Σπρώχνοντας τον Αλλαντοπώλη:) Άι στα κομμάτια κι άσε μας ήσυχους!
ΑΛΛ. (Σπρώχνοντας τον Παφλαγόνα:) Στα κομμάτια εσύ, ρεμάλι!
ΠΑΦ. Δήμε μου, εγώ τα ᾽χω όλα έτοιμα και κάθομαι, εδώ και τρίμηνα, πρόθυμος να σε περιποιηθώ.
ΑΛΛ. Κι εγώ εδώ και δεκάμηνα και δωδεκάμηνα και χιλιόμηνα και παμπαλαιοπαμπαλαιόμηνα.
ΔΗΜ. Κι εγώ —κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει— εδώ και τριανταχιλιαδόμηνα και παμπαλαιοπαμπαλαιόμηνα σας σιχάθηκα!
ΑΛΛ. (Στον Δήμο:) Ξέρεις λοιπόν τί να κάνεις;
ΔΗΜ. Θα το ξέρω, αν μου το πεις εσύ.
ΑΛΛ. Δώσε το σύνθημα εκκίνησης από την αφετηρία σ᾽ εμένα και σ᾽ ετούτον, για να σε περιποιηθούμε με ίσους όρους.
ΔΗΜ. [1160] Αυτό θα κάνω. Έτοιμοι; Εμπρός!
ΠΑΦ. & ΑΛΛ. (Στην αφετηρία, όπως οι δρομείς:) Έτοιμος!
ΔΗΜ. Αμοληθείτε!
ΑΛΛ. (Στον Παφλαγόνα:) Δεν σ᾽ αφήνω να μου κόψεις τον δρόμο!
ΔΗΜ. (Μονολογεί:) Σίγουρα ζωή και κότα θα περάσω σήμερα, ας είναι καλά οι αγαπητικοί μου, μά τον Δία — αλλιώς θα φανώ πολύ ναζιάρα.
ΠΑΦ. (Προσφέροντας στον Δήμο το σκαμνί που έφερε:) Βλέπεις, πρώτος εγώ σου φέρνω σκαμνί.
ΑΛΛ. (Τοποθετώντας τον πάγκο του κοντά στον Δήμο:) Όμως δεν του ᾽φερες τραπέζι· ολόπρωτος εγώ του το φέρνω.
ΠΑΦ. Νά, σου φέρνω εγώ τούτη την κουλούρα ζυμωμένη από κριθάρι της Πύλου.
ΑΛΛ. Κι εγώ κρούστα ψωμιού για κουτάλι — κουταλοποιήθηκε απ᾽ το φιλντισένιο χέρι της Αθηνάς.
ΔΗΜ. [1170] Δαχτυλάρα που την έχεις, Αθηνά μου!
ΠΑΦ. Κι εγώ χυλό από μπιζέλια — κοίτα χρώμα, κοίτα γεύση! Με τα χέρια της τον κοπάνισε στο γουδί η Πυλαίμαχη Παλλάδα.
ΑΛΛ. (Κουβαλώντας μια κατσαρόλα:) Φως φανάρι, Δήμε μου, πως η θεά έχει τα μάτια της επάνω σου. (Υψώνει την κατσαρόλα πάνω απ᾽ το κεφάλι του Δήμου:) Νά, τώρα κρατά πάνω απ᾽ το κεφάλι σου χύτρα ζουμό γεμάτη.
ΔΗΜ. Μα πιστεύεις ότι τούτη η πόλη θα μπορούσε να ζει ακόμα, αν η Αθηνά δεν κρατούσε τη χύτρα πάνω απ᾽ το κεφάλι μας;
ΠΑΦ. Αυτό το παλαμιδοκόμματο σου το ᾽δωσε η Καστροκαταλύτρα.
ΑΛΛ. Κι η θυγατέρα του Παντοδύναμου κρέας που έβρασε μες στο ζουμί του και μεζέ από σπληνάντερο, πλεξίδες και πατσά.
ΔΗΜ. [1180] Μπράβο που θυμήθηκε τον πέπλο των Παναθηναίων!
ΠΑΦ. Η θεά η Γοργολόφα σου παράγγειλε να φας απ᾽ αυτή τη λα...γάνα, για να λά...μνουμε όμορφα στα καράβια.
ΑΛΛ. (Του δίνει μια πλεξίδα άντερα:) Πάρε κι αυτά εδώ.
ΔΗΜ. Και τί να τα κάνω ετούτα τ᾽ άντερα;
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες σου τα ᾽στειλε η θεά, για ν᾽ αντροδέσουν τα σκαριά των καραβιών μας. Γιατί ο κόσμος το ᾽χει τούμπανο ότι έγνοια της μεγάλη είναι το ναυτικό. (Του δίνει μια κούπα κρασί). Πιάσε και πιες, το βάλαμε δυο μέτρα κρασί και τρία νερό.
ΔΗΜ. (Πίνει το κρασί μονορούφι:) Γλυκό το κρασάκι, μά τον Δία, τα σήκωσε μια χαρά τα τρία νερό.
ΑΛΛ. Μα ήταν η Αθηνά η Τριτογένεια που ανακάτεψε τα τρία νερό με δυο κρασί.
ΠΑΦ. [1190] Πάρε τώρα μια φέτα πίτα ολόπαχη από μένα.
ΑΛΛ. Κι από μένα ολόκληρη αυτή την πίτα.
ΠΑΦ. Λαγό όμως να του προσφέρεις πού θα βρεις; Αλλά εγώ έχω!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου