ΠΡ. ἔχετε δὲ τοὺς πώγωνας, οὓς εἴρητ᾽ ἔχειν
πάσαισιν ὑμῖν, ὁπότε συλλεγοίμεθα;
70 ΓΥ. Α’ νὴ τὴν Ἑκάτην, καλόν γ᾽ ἔγωγε τουτονί.
ΓΥ. Β’ κἄγωγ᾽ Ἐπικράτους οὐκ ὀλίγῳ καλλίονα.
ΠΡ. ὑμεῖς δὲ τί φατε; ΓΥ. Α’ φασί· κατανεύουσι γάρ.
ΠΡ. καὶ μὴν τά γ᾽ ἄλλ᾽ ὑμῖν ὁρῶ πεπραγμένα.
Λακωνικὰς γὰρ ἔχετε καὶ βακτηρίας
75 καὶ θαἰμάτια τἀνδρεῖα, καθάπερ εἴπομεν.
ΓΥ. Α’ ἔγωγέ τοι τὸ σκύταλον ἐξηνεγκάμην
τὸ τοῦ Λαμίου τουτὶ καθεύδοντος λάθρᾳ.
ΠΡ. τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνων ὧν ‹περιφέρων› πέρδεται.
ΓΥ. Β’ νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρ᾽ ἐπιτήδειός γ᾽ ἂν ἦν
80 τὴν τοῦ Πανόπτου διφθέραν ἐνημμένος
εἴπερ τις ἄλλος βουκολεῖν τὸν δήμιον.
ΠΡ. ‹ἀλλ᾽› ἄγεθ᾽ ὅπως καὶ τἀπὶ τούτοις δράσομεν,
ἕως ἔτ᾽ ἐστὶν ἄστρα κατὰ τὸν οὐρανόν·
ἡκκλησία δ᾽, εἰς ἣν παρεσκευάσμεθα
85 ἡμεῖς βαδίζειν, ἐξ ἕω γενήσεται.
ΓΥ. Α’ νὴ τὸν Δί᾽, ὥστε δεῖ σε καταλαβεῖν ἕδρας
ὑπὸ τῷ λίθῳ τῶν πρυτάνεων καταντικρύ.
ΓΥ. Β’ ταυτί γέ τοι νὴ τὸν Δί᾽ ἐφερόμην, ἵνα
πληρουμένης ξαίνοιμι τῆς ἐκκλησίας.
90 ΠΡ. πληρουμένης τάλαινα; ΓΥ. Β’ νὴ τὴν Ἄρτεμιν
ἔγωγε. τί γὰρ ἂν χεῖρον ἀκροῴμην ἅμα
ξαίνουσα; γυμνὰ δ᾽ ἐστί μου τὰ παιδία.
ΠΡ. ἰδού γε, σὲ ξαίνουσαν, ἣν τοῦ σώματος
οὐδὲν παραφῆναι τοῖς καθημένοις ἔδει.
95 οὐκοῦν καλά γ᾽ ἂν πάθοιμεν, εἰ πλήρης τύχοι
ὁ δῆμος ὢν κἄπειθ᾽ ὑπερβαίνουσά τις
ἀναβαλλομένη δείξειε τὸν Φορμίσιον.
ἢν δ᾽ ἐγκαθεζώμεσθα πρότεραι, λήσομεν
ξυστειλάμεναι θαἰμάτια· τὸν πώγωνά τε
100 ὅταν καθῶμεν ὃν περιδησόμεσθ᾽, ἐκεῖ
τίς οὐκ ἂν ἡμᾶς ἄνδρας ἡγήσαιθ᾽ ὁρῶν;
Ἀγύρριος γοῦν τὸν Προνόμου πώγων᾽ ἔχων
λέληθε. καίτοι πρότερον ἦν οὗτος γυνή·
νυνὶ δ᾽, ὁρᾷς, πράττει τὰ μέγιστ᾽ ἐν τῇ πόλει.
105 τούτου γέ τοι, νὴ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν,
τόλμημα τολμῶμεν τοσοῦτον οὕνεκα,
ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα
δυνώμεθ᾽, ὥστ᾽ ἀγαθόν τι πρᾶξαι τὴν πόλιν.
νῦν μὲν γὰρ οὔτε θέομεν οὔτ᾽ ἐλαύνομεν.
***
ΠΡΑ. Έχετε όλες τα ψεύτικα τα γένια,
να τα φοράμε, όπως είπαμε, στη σύναξη;
Α’ ΓΥΝ. δείχνει τα γένια που κρατάει
70 Μά την Εκάτη, ναι. Γιά κοίτα πράμα!
Β’ ΓΥΝ. Κι εγώ πολύ μεγάλα, παπαδίστικα.
ΠΡΑ. Κι εσείς; Α’ ΓΥΝ. Κι αυτές! Κουνάνε το κεφάλι τους.
ΠΡΑ. Καλά. Μα οικονομήσατε μαγκούρες
σπαρτιάτικες και φορεσιές αντρίκιες
καθώς είπαμε; Α’ ΓΥΝ. Νά με γω, που σούφρωσα
του Λάμπη τη ματσούκα, όταν κοιμόταν.
ΠΡΑ. Τον ξέρουν όλοι, πάει μ᾽ αυτήνε κλάνοντας.
Β’ ΓΥΝ. Ναι, μά το Δία το Σώστη, κι άξιος είναι,
80 φορώντας του Άργου την προβιά, να βόσκει
το δήμο μας το δήμιο, εκατομάτης.
ΠΡΑ. Πάμε τώρα να βάλουμε μπροστά
τη δουλειά, κι όσο ακόμα φέγγουν τ᾽ άστρα
στον ουρανό, τι σύναυγα θ᾽ αρχίσει
η συνεδρίαση και γι᾽ αυτό βιαζόμαστε.
Α’ ΓΥΝ. Τρέχα να πιάσεις, μά το Δία,
μια πρώτη θέση κάτου από το βήμα
κι αντίκρα στους πρυτάνηδες.
Β’ ΓΥΝ. παρουσιάζει ένα πανέρι με μαλλιά
Κι εγώ
πήρα μαζί μου ευτούνα τα μαλλιά
να ξαίνω, όσο ο λαός να μαζευτεί.
90 ΠΡΑ. Κι όταν θα μαζευτεί; Β’ ΓΥΝ. Θα συνεχίσω.
Μήπως θ᾽ ακούω λιγότερο, άμα ξαίνω;
Τα παιδιά μου δεν έχουνε βρακί.
ΠΡΑ. Καλά, να ξαίνεις. Πρόσεχε μονάχα
μην παρακουνηθείς και σου φανεί
τίποτα το κρυφό κάτου απ᾽ τα σκέλια σου.
Ζημιά πολλή μπορεί να πάθουμε όλες,
όταν γεμίσ᾽ η Πνύκα από λαό
και θελήσει καμιά να δρασκελίσει
σηκώνοντας την ούγια της και δείξει
το μούσι του Φορμίσιου. Αλλ᾽ άμα πιάσουμε
θέση νωρίς και καλοσυμμαζέψουμε
100 τους μαντύες και κοτσάρουμε τα γένια
όλοι θα γελαστούν πως είμαστε άντρες.
Έτσι κι ο στρατηγός Αγύρριος έχοντας
μια πήχη γένια κρύβει το κουσούρι του,
πως είναι γυναικούλα από μικρός,
μα τώρα κυβερνάει την πολιτεία.
Γι᾽ αυτόν, μά την ημέρα που χαράζει,
τολμούμε τώρα εμείς το μεγάλο τόλμημα:
να πάρουμε απ᾽ τα χέρια του το δοιάκι
της εξουσίας για να σωθεί η πατρίδα.
Γιατί πολύν καιρό δεν πάει μπροστά
το πλοίο και με πανιά και με κουπιά.
πάσαισιν ὑμῖν, ὁπότε συλλεγοίμεθα;
70 ΓΥ. Α’ νὴ τὴν Ἑκάτην, καλόν γ᾽ ἔγωγε τουτονί.
ΓΥ. Β’ κἄγωγ᾽ Ἐπικράτους οὐκ ὀλίγῳ καλλίονα.
ΠΡ. ὑμεῖς δὲ τί φατε; ΓΥ. Α’ φασί· κατανεύουσι γάρ.
ΠΡ. καὶ μὴν τά γ᾽ ἄλλ᾽ ὑμῖν ὁρῶ πεπραγμένα.
Λακωνικὰς γὰρ ἔχετε καὶ βακτηρίας
75 καὶ θαἰμάτια τἀνδρεῖα, καθάπερ εἴπομεν.
ΓΥ. Α’ ἔγωγέ τοι τὸ σκύταλον ἐξηνεγκάμην
τὸ τοῦ Λαμίου τουτὶ καθεύδοντος λάθρᾳ.
ΠΡ. τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνων ὧν ‹περιφέρων› πέρδεται.
ΓΥ. Β’ νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρ᾽ ἐπιτήδειός γ᾽ ἂν ἦν
80 τὴν τοῦ Πανόπτου διφθέραν ἐνημμένος
εἴπερ τις ἄλλος βουκολεῖν τὸν δήμιον.
ΠΡ. ‹ἀλλ᾽› ἄγεθ᾽ ὅπως καὶ τἀπὶ τούτοις δράσομεν,
ἕως ἔτ᾽ ἐστὶν ἄστρα κατὰ τὸν οὐρανόν·
ἡκκλησία δ᾽, εἰς ἣν παρεσκευάσμεθα
85 ἡμεῖς βαδίζειν, ἐξ ἕω γενήσεται.
ΓΥ. Α’ νὴ τὸν Δί᾽, ὥστε δεῖ σε καταλαβεῖν ἕδρας
ὑπὸ τῷ λίθῳ τῶν πρυτάνεων καταντικρύ.
ΓΥ. Β’ ταυτί γέ τοι νὴ τὸν Δί᾽ ἐφερόμην, ἵνα
πληρουμένης ξαίνοιμι τῆς ἐκκλησίας.
90 ΠΡ. πληρουμένης τάλαινα; ΓΥ. Β’ νὴ τὴν Ἄρτεμιν
ἔγωγε. τί γὰρ ἂν χεῖρον ἀκροῴμην ἅμα
ξαίνουσα; γυμνὰ δ᾽ ἐστί μου τὰ παιδία.
ΠΡ. ἰδού γε, σὲ ξαίνουσαν, ἣν τοῦ σώματος
οὐδὲν παραφῆναι τοῖς καθημένοις ἔδει.
95 οὐκοῦν καλά γ᾽ ἂν πάθοιμεν, εἰ πλήρης τύχοι
ὁ δῆμος ὢν κἄπειθ᾽ ὑπερβαίνουσά τις
ἀναβαλλομένη δείξειε τὸν Φορμίσιον.
ἢν δ᾽ ἐγκαθεζώμεσθα πρότεραι, λήσομεν
ξυστειλάμεναι θαἰμάτια· τὸν πώγωνά τε
100 ὅταν καθῶμεν ὃν περιδησόμεσθ᾽, ἐκεῖ
τίς οὐκ ἂν ἡμᾶς ἄνδρας ἡγήσαιθ᾽ ὁρῶν;
Ἀγύρριος γοῦν τὸν Προνόμου πώγων᾽ ἔχων
λέληθε. καίτοι πρότερον ἦν οὗτος γυνή·
νυνὶ δ᾽, ὁρᾷς, πράττει τὰ μέγιστ᾽ ἐν τῇ πόλει.
105 τούτου γέ τοι, νὴ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν,
τόλμημα τολμῶμεν τοσοῦτον οὕνεκα,
ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα
δυνώμεθ᾽, ὥστ᾽ ἀγαθόν τι πρᾶξαι τὴν πόλιν.
νῦν μὲν γὰρ οὔτε θέομεν οὔτ᾽ ἐλαύνομεν.
***
ΠΡΑ. Έχετε όλες τα ψεύτικα τα γένια,
να τα φοράμε, όπως είπαμε, στη σύναξη;
Α’ ΓΥΝ. δείχνει τα γένια που κρατάει
70 Μά την Εκάτη, ναι. Γιά κοίτα πράμα!
Β’ ΓΥΝ. Κι εγώ πολύ μεγάλα, παπαδίστικα.
ΠΡΑ. Κι εσείς; Α’ ΓΥΝ. Κι αυτές! Κουνάνε το κεφάλι τους.
ΠΡΑ. Καλά. Μα οικονομήσατε μαγκούρες
σπαρτιάτικες και φορεσιές αντρίκιες
καθώς είπαμε; Α’ ΓΥΝ. Νά με γω, που σούφρωσα
του Λάμπη τη ματσούκα, όταν κοιμόταν.
ΠΡΑ. Τον ξέρουν όλοι, πάει μ᾽ αυτήνε κλάνοντας.
Β’ ΓΥΝ. Ναι, μά το Δία το Σώστη, κι άξιος είναι,
80 φορώντας του Άργου την προβιά, να βόσκει
το δήμο μας το δήμιο, εκατομάτης.
ΠΡΑ. Πάμε τώρα να βάλουμε μπροστά
τη δουλειά, κι όσο ακόμα φέγγουν τ᾽ άστρα
στον ουρανό, τι σύναυγα θ᾽ αρχίσει
η συνεδρίαση και γι᾽ αυτό βιαζόμαστε.
Α’ ΓΥΝ. Τρέχα να πιάσεις, μά το Δία,
μια πρώτη θέση κάτου από το βήμα
κι αντίκρα στους πρυτάνηδες.
Β’ ΓΥΝ. παρουσιάζει ένα πανέρι με μαλλιά
Κι εγώ
πήρα μαζί μου ευτούνα τα μαλλιά
να ξαίνω, όσο ο λαός να μαζευτεί.
90 ΠΡΑ. Κι όταν θα μαζευτεί; Β’ ΓΥΝ. Θα συνεχίσω.
Μήπως θ᾽ ακούω λιγότερο, άμα ξαίνω;
Τα παιδιά μου δεν έχουνε βρακί.
ΠΡΑ. Καλά, να ξαίνεις. Πρόσεχε μονάχα
μην παρακουνηθείς και σου φανεί
τίποτα το κρυφό κάτου απ᾽ τα σκέλια σου.
Ζημιά πολλή μπορεί να πάθουμε όλες,
όταν γεμίσ᾽ η Πνύκα από λαό
και θελήσει καμιά να δρασκελίσει
σηκώνοντας την ούγια της και δείξει
το μούσι του Φορμίσιου. Αλλ᾽ άμα πιάσουμε
θέση νωρίς και καλοσυμμαζέψουμε
100 τους μαντύες και κοτσάρουμε τα γένια
όλοι θα γελαστούν πως είμαστε άντρες.
Έτσι κι ο στρατηγός Αγύρριος έχοντας
μια πήχη γένια κρύβει το κουσούρι του,
πως είναι γυναικούλα από μικρός,
μα τώρα κυβερνάει την πολιτεία.
Γι᾽ αυτόν, μά την ημέρα που χαράζει,
τολμούμε τώρα εμείς το μεγάλο τόλμημα:
να πάρουμε απ᾽ τα χέρια του το δοιάκι
της εξουσίας για να σωθεί η πατρίδα.
Γιατί πολύν καιρό δεν πάει μπροστά
το πλοίο και με πανιά και με κουπιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου