Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

ΛΑΕΡΤΗΣ - ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιος σου ΄κανε άσκημη και σου ΄βγαλε το μάτι,να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης
γιος του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το ΄βρει στην Ιθάκη

Ομήρου Οδύσσεια, ι 503/505

Ο Πολύφημος γνώριζε πολύ καλά ότι αυτός που την "άσχημη δουλειά" του έκανε δεν ήταν κάποιος τυχαίος, κανένας χωρίς όνομα, αλλά ο Οδυσσέας, ο γιός του Λαέρτη από την Ιθάκη.
Αν βρίσκαμε σήμερα την επιτύμβια στήλη του Οδυσσέα, είναι βέβαιο ότι θαέγρα­φε, όπως και τόσων άλλων Ελλήνων:

ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ ΙΘΑΚΕΥΣ
Το όνομα του, το όνομα του πατέρα του και της τοπικής καταγωγής του. Όλα τα λοιπά (τίτλοι: στρατηγός, πολιτικός, πολυμήχανος κτλ.) είναι απλές συνέπειες της προσωπικότητας του.
Είναι γενικά γνωστό ότι η Οδύσσεια γράφτηκε μετά την Ιλιάδα και αυτός είναι ένας βασικός λόγος που υπάρχουν διαφορές στο ύφος του έπους.

Ο Λαέρτης είναι ομηρικός ήρωας και βασιλιάς της Ιθάκης, γνωστότερος ως ο πατέρας του Οδυσσέα. Ονομαζόταν επίσης και Λαέρτιος. Από τον τύπο αυτό, τον οποίο βρίσκουμε στους επικούς ποιητές, δημιουργήθηκε και το πατρωνυμικό "Λαερτιάδης". Οι περισσότερες αναφορές του Λαέρτη γίνονται στην Οδύσσεια. Θεωρείται γιος του Αρκεισίου, σύζυγος της Αντίκλειας και πατέρας πολλών θυγατέρων. Ο Οδυσσέας ήταν το μόνο αρσενικό του παιδί. Ως μητέρα του Λαέρτη μνημονεύεται η Χαλκομέδουσα και ως πατέρας του ο Κέφαλος, επώνυμος ήρωας της Κεφαλλονιάς. Ο Λαέρτης ήταν ισχυρός βασιλιάς, και σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Κατά τον Διόδωρο πληγώθηκε στη μάχη που έγινε μεταξύ Ελλήνων και Κόλχων. Θεραπεύθηκε όμως από τη Μήδεια.

O Όμηρος έμπειρος μετά την Ιλιάδα και έχοντας σοβαρούς λόγους αναφέρθηκε επανειλημμένα στο Λαέρτη (α 208-13/<188-93>, λ 208-18/<187-96>, π <137-45>), και δεν θα μπορούσε να κλείσει το έπος χωρίς να τον παρουσιάσει σε πρώτο πλάνο. Αφιερώνει λοιπόν ένα εκτενές επεισόδιο στον πονεμένο αυτόν γέροντα, με ιδιαίτερη μάλιστα φροντίδα:

" ορίζει το κτήμα του ως χώρο άμυνας του Οδυσσέα, όπου θα βρει και τη λύση του το έπος·
" τον δείχνει να καταπονείται εργαζόμενος στο περιβόλι και να υποφέρει από την απουσία του γιου του·
" «παίζει» μαζί του το παιχνίδι του αναγνωρισμού (με συζήτηση, πλαστή ιστορία, πειστικά σημάδια, όπως και με την Πηνελόπη) εφαρμόζοντας όλη τη γνωστή αναγνωριστική διαδικασία·
" εξομοιώνει τη σκέψη του με τη σκέψη του γιου του: αποδίδει κι αυτός την τιμωρία των μνηστήρων στη θεία δίκη αλλά και φοβάται αντεκδικήσεις (ω 373-7/<351-5>Hχ 441/<413> και ψ 136/<117> κ.ε.)· Βλ. και στο τέλος του άρθρου*

" τον ξανανιώνει με το λουτρό και τον εμψυχώνει με την επέμβαση της Αθηνάς, ώστε να «αριστεύσει» κι αυτός σκοτώνοντας τον επικεφαλής της επίθεσης, τον Eυπείθη.
O Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος όρμησαν, αλλά δεν πρόλαβαν να επιτεθούν, γιατί η Αθηνά κήρυξε κατάπαυση του φοβερού πολέμου, που κινδύνευε να εξελιχθεί σε εμφύλια σύρραξη· η φωνή της κατατρόμαξε και έτρεψε σε φυγή τους οπαδούς του νεκρού πια Eυπείθη (557/<526> κ.ε.). O Οδυσσέας «χύμηξε πίσω τους», ο Δίας όμως με τον κεραυνό και η Αθηνά με νέα επέμβαση τον ανέκοψαν και επέβαλαν ανάμεσα στους αντιπάλους ένορκη συμφιλίωση «και για το μέλλον» (568-80/<537-48>). Έτσι, O Οδυσσέας ξανακέρδισε και την εξουσία, όπως είχε οραματιστεί ο Τηλέμαχος στο α 129-32/<115-7>.

Τα ομηρικά ονόματα δεν είναι τυχαία. Το όνομα του Ευπείθη έχει να κάνει με την πειθώ διότι ο όρος πειθώ περιγράφει τη λογική ικανότητα να θεμελιώνουμε τις απόψεις μας, ώστε να επηρεάζουμε τη συμπεριφορά των άλλων σύμφωνα με τις επιδιώξεις μας.
Είναι η προσπάθεια να διαμορφώσουμε, να ενισχύσουμε ή να αλλάξουμε τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας σχετικά με ένα θέμα, ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο ή μια δραστηριότητα.
Εύκολα μπορεί τώρα να καταλάβει κανείς ότι ο κίνδυνος να πέσει σε χέρια "αετονύχηδων" η Ιθάκη δεν είχε τελειώσει με την μνηστηροφονία του Οδυσσέα. Ο Λαέρτης είναι αυτός που τελικά εξουδετερώνει τον κίνδυνο και μάλιστα σε αντίθεση με την Ιλιάδα όπου Θεοί και Θεές μάχονται και τραυματίζονται, στην Οδύσσεια δεν σκοτώνει τον Ευπείθη η Αθηνά, αλλά ο ίδιος ο Λαέρτης.

«Πατέρα μου, θα δεις και μόνος σου, φτάνει να το θελήσεις, πως πάνω
στην ορμή μου δεν θα ντροπιάσω τη γενιά σου εγώ,
όπως το λες και το παινεύεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, ένιωσε μέσα του χαρά ο Λαέρτης κι ομολόγησε:
545 «Τι μέρα αυτή, αθάνατοι θεοί, για μένα! Χαρά με πλημμυρίζει·
γιος κι εγγονός για την παλικαριά τους συνερίζονται.» και όμως, ο Λαέρτης δεν έμεινε αμέτοχος: «αριστεύει» κι αυτός σκοτώνοντας, τον Eυπείθη.
Ας πάρουμε όλοι μας παράδειγμα...

*ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ Οδύσσεια

Ωστόσο τις ψυχές των πέρφανων μνηστήρων ο κυλλήνιος
Ερμής απ΄ το παλάτι εφώναζε, και το ραβδί του εκράτει
στα χέρια το χρυσό, το πάγκαλο, που των θνητών τα μάτια
γητεύει, σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ΄ τον ύπνο.
μ΄ αυτό τις λάλησε, κι ακλούθηξαν τσιρίζοντας εκείνες.
Οι νυχτερίδες πως σε απέραντη, βαθιά σπηλιά πετώντας
τσιρίζουν, όταν συναλλήλως τους σε μια αρμαθιά κρατιόνταν
όλες μαζί απ΄ το βράχο κι έτυχε να πέσει κάτω η μια τους·
όμοια τσιρίζοντας κατέβαιναν κι αυτές· μπροστά τραβούσε
ο πονηρός Ερμής, να φτάσουνε στις μούχλιες στράτες κάτω.
Μπροστά απ΄ του Ωκεανού τα ρέματα κι από τον Άσπρο Βράχο
κι από τις πόρτες του Ήλιου διάβηκαν, μετά κι απ΄ των ονείρων
τη γη, και φτάσαν δίχως άργητα στο ασφοδελό λιβάδι,
κει πέρα που οι ψυχές πορεύουνται, των πεθαμένων οι ίσκιοι.
Εκεί με την ψυχή ανταμώθηκαν του ξακουστού Αχιλλέα,
κι ήταν μαζί οι ψυχές του Πάτροκλου και του άψεγου Αντιλόχου,
και του Αίαντα, που όλους και στο ανάριμμα νικούσε και στο διώμα
τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα.
Την ώρα που οι νεκροί μαζώνουνταν στον Αχιλλέα τρογύρα,
είδαν τoν ίσκιο του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, να φτάνει,
βαριά θλιμμένο· τον τριγύριζαν κι όσες ψυχές μαζί του
στο σπίτι του Αίγιστου χαλάστηκαν και το χαμό τους βρήκαν.
Πρώτη η ψυχή γυρνώντας μίλησε του αρχοντικού Αχιλλέα:
«Υγιέ του Ατρέα, και μεις θαρρούσαμε πως σένα πιο αγαπούσε
πάντα του ο Δίας ο κεραυνόχαρος στους πολεμάρχους μέσα·
τι και πολλοι ήταν οι που αφέντευες και περισσά αντρειωμένοι
στων Τρωών τη χώρα, εκεί που σέρναμε καημούς οι Αργίτες πλήθος.
Ωστόσο πριν της ώρας έμελλε και σένα να χτυπήσει
η άραχλη μοιρα· ποιος την ξέφυγε θνητός ποτέ στον κόσμο;
Να σ΄ είχε βρει μακάρι ο θάνατος στων Τρωών τη χώρα μέσα
στα χρόνια ακόμα που ρηγάδευες και τις τιμές χαιρόσουν.
Οι Αργίτες όλοι θα σου σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,
κι ακόμα η δόξα σου θ΄ απόμενε κληρονομιά στο γιο σου
μα τώρα με τρισάθλιο θάνατο να σβήσεις σου μελλόταν!»
Κι απηλογήθη του Αγαμέμνονα τότε η ψυχή και του ΄πε:
«Εσύ, τρανέ Αχιλλέα, θεόμορφε, καλότυχος εστάθης,
μακριά από τ΄ Άργος που σκοτώθηκες στην Τροία, κι ολόγυρά σου
άλλοι αντρειανοί νεκροί σωριάζουνταν Αργίτες, Τρώες για σένα
παλεύοντας· και συ, κοιταμένος μακρύς φαρδύς στη σκόνη
τη στροβιλούσα, πια κι αλόγατα ξεχνούσες και πολέμους.
Κι εμείς ολημερίς παλεύαμε, κι ουδέ που θα σκολνούσε
ο πόλεμος, αν δε μας σκόλαζεν ο Δίας με ανεμοζάλη.
Κι ως πια στα πλοια, μακριά απ΄ τον τάραχο σε φέραμε της μάχης
και τ΄ όομορφο κορμί σου πλύναμε με χλιο νερό και μύρο,
σε στρώμα πάνω σε ξαπλώσαμε, κι οι Δαναοί ποτάμι
καφτά τα δάκρυα χύναν γύρα σου και τα μαλλιά τους κόβαν.
Βγήκε κι η μάνα σου απ΄ τη θάλασσα, το μήνυμα ως επήρε,
με τις Νεράιδες τις αθάνατες, κι ακουστή απ΄ τα πελάγη
θρήνος βαρύς, κι οι Αργίτες όλοι τους χίλια ριγιά ρίγησαν.
Στα βαθουλά καράβια θα ΄τρεχαν γοργά να μπουν, αν κάποιος
δεν τους αντίσκοφτε, που κάτεχε πολλά και περασμένα,
ο Νέστορας, που πάντα η γνώμη του ξεχώριζε απ΄ των άλλων.
Αυτός τους μίλησε καλόγνωμος κι ανάμεσά τους είπε:
"Σταθείτε, Αργίτες, γιατί φεύγετε, των Αχαιών βλαστάρια;
Αυτή είναι η μάνα του, απ΄ τη θάλασσα που φτάνει, το νεκρό της
υγιό να ιδεί, με τις αθάνατες μαζί θαλασσοκόρες."
Είπε, κι οι Αργίτες οι τρανόκαρδοι πια τη φευγάλα αφήκαν.
Γύρα σου τότε οι κόρες στάθηκαν του θαλασσογερόντου
και σ΄ έντυσαν με ρούχα αθάνατα με σύθρηνο μεγάλο.
Κι οι Μούσες όλες, συναλλάζοντας, το μοιρολόι κινούσαν
γλυκόφωνα κι οι εννιά· πια αδάκρυτο κανένα απ΄ τους Αργίτες
δε θώρειες· τόσο τους ξεσήκωνεν ο θλιβερός σκοπός τους.
Ακέρια δεκαεφτά μερόνυχτα διάβηκαν, που κι άνθρωποι
θνητοι σε κλαίγαμε κι αθάνατοι μαζί θεοι, κι απάνω
στις δεκοχτώ σε παραδώκαμε στις φλόγες, και τρογύρα
βόδια στριφτόκερα σου σφάζαμε κι αρνιά παχιά περίσσια·
κι όση ώρα εσύ σε ρούχα εκαίγουσουν θεϊκά, σε μέλι πλήθιο
γλυκό και λίπος, γοργοσάλευαν πολλοί αντρειωμένοι Αργίτες
τρογύρα απ΄ την πυρά που σ΄ έκαιγε, φορώντας τ΄ άρματά τους,
πεζοί κι αμαξολάτες, κι έφτανε τ΄ αψηλού ο τάραχός τους.
Μα σύντας τέλος σε κατάφαγε του Ηφαίστου η φλόγα, τ΄ άσπρα
τα κόκαλα σου, ξημερώνοντας, μαζέψαμε σε άκρατο
μέσα κρασί, Αχιλλέα, και σε άλειμμα· κι η μάνα σου μια στάμνα
χρυσή μας είχε δώκει, κι έλεγε του Διόνυσου πως είναι
δώρο φτιαγμένο από τον Ήφαιστο, τον ξακουστό τεχνίτη.
Τρανέ Αχιλλέα, κει μέσα κοίτουνται τα κόκαλα σου τ΄ άσπρα,
με του Πατρόκλου που σκοτώθηκε σμιγμένα, κι είναι χώρια
του Αντίλοχου, που τον ξεχώριζες τιμώντας τον πιο απ΄ όλους,
απ΄ τον καιρό που εχάθη ο Πάτροκλος, τους άλλους σου συντρόφους.
Κι υστέρα ολόγυρα αψεγάδιαστο, περίτρανο μνημούρι
σου ασκώσαμε ο στρατός, οι ατρόμητοι κονταρομάχοι Αργίτες,
αντίκρα στον πλατύν Ελλήσποντο, στου ακρόγιαλου τον κάβο,
μακριά να φαίνεται απ΄ τη θάλασσα κι ο κόσμος να το βλέπει,
και οι τωρινοί και αυτοί που αργότερα θα σκίζουν τα πελάγη.
απ΄ τους θεούς μετά η μητέρα σου βραβεία πανώρια πήρε
και μες στους πιο αντρειανούς τ΄ απίθωσεν Αργίτες, να παλέψουν.
θα ΄δες πολλών ηρώων αντρόκαρδων, χρόνια παλιά, το ξόδι·
κάθε που τύχει να ΄βρει ο θάνατος μεγάλο ρήγα, βλέπεις
τους νιους να ζώνουνται, να σιάζουνται, ποιος τα βραβεία θα πάρει.
Μα τούτα, αν τα ΄βλεπες, θα θάμαζες πολύ την ομορφιά τους·
τέτοια βραβεία μαθές απίθωνε για σένα τότε η θετή
η χιοναστράγαλη· τι οι αθάνατοι περίσσια αγάπη σου ΄χαν.
Και τ΄ όνομά σου, και που πέθανες, δε χάθηκε, Αχιλλέα·
τρανή στον κόσμον όλο η δόξα σου θα κρατηθεί για πάντα!
Μα εγώ, κι αν τέλεψα τον πόλεμο, ποιαν είδα αλήθεια χάρη;
που ο Δίας, ως διάγερνα, μελέτησε τον άγριο χαλασμό μου
κάτω απ΄ της άνομης γυναίκας μου και του Αίγιστου τα χέρια!»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
κι ο Ερμής ο ψυχολάτης έφτασε κοντά, και των μνηστήρων
στον Άδη τις ψυχές κατέβαζε, που ΄χε ο Οδυσσέας σκοτώσει.
Οι δυο τους, ως τους είδαν, σάστισαν κι ευτύς κοντά τους τρέξαν·
και τότε ο γίσκιος του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, θωρώντας
τον Αμφιμέδοντα ξεχώρισε, το γιο του Μελανέα·
παλιός λογιόταν τούτος φίλος του και ζούσε στην Ιθάκη.
Πρώτος ο γίσκιος του Αγαμέμνονα του μίλησε έτσι κι είπε:
«Γιατί βουλιάξατε, Αμφιμέδοντα, στη μαύρη γης, κι είστε όλοι
ξεδιαλεχτοί και συνομήλικοι; τί πάθατε; πιο κάλλιους
θα ΄ταν σα δύσκολο στο κάστρο σας να ξεδιαλέγαν άλλους.
Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη
και μες στο πέλαγο σας έπνιξε μαζί με τ΄ άρμενά σας;
Για μήπως στη στεριά σας σκότωσαν αντίμαχοι, την ώρα
που εσείς ξεκόβατε τα βόδια τους και τ΄ αρνοκόπαδά τους;
για κι ως διαφέντευαν το κάστρο τους και τα πιστά τους ταίρια;
Στο ρώτημα μου δώσε απόκριση, τι φίλος σου λογιούμαι.
Για δε θυμάσαι τότε που ΄φτασα στο σπίτι το δικό σας
με το Μενέλαο το θεόμορφο, τον Οδυσσέα να σπρώξω
πάνω στα πλοια τα καλοκούβερτα στην Τροία μαζί μας να ΄ρθει;
Κι ως του Οδυσσέα με κόπο αλλάξαμε του καστροπολεμίτη
τη γνώμη, μήνα ακέριο κάναμε το πέλαο να διαβούμε.»
Και του αποκρίθη του Αμφιμέδοντα τότε η ψυχή και του ΄πε:
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
κρατώ τα πάντα, αρχοντογέννητε, καθώς τα λες, στο νου μου.
Τώρα, τα πάντα εγώ απαράλλαχτα να σου ιστορήσω θέλω,
στου χαλασμού μας πως εφτάσαμε μαθές την άγριαν ώρα:
Το ταίρι του Οδυσσέα, που χρόνιζε στα ξένα, για γυναίκα
γυρεύαμε· μα αυτή, που οχτρεύουνταν το γάμο, μήτε, αρνιόταν
μηδέ τον τέλευε, τι θάνατο κακό μας μελετούσε.
Κι αυτός ο δόλος ο άλλος που ΄βαλε στα φρένα της μια μέρα!
Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει
πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μας είπε τότε:
"Εσείς οι νιοί που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα·
να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
τάχα πως κείτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ΄ αποδέχτη.
Κι εκείνη όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που άναβαν.
Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντας μας όλους·
όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
τότε μια σκλάβα της που τα ΄ξερε μας τα μολόγησε όλα,
και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της·
κι έτσι άθελά της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ΄ την ανάγκη.
Μα μόλις ύφανε και ξέπλυνε τ΄ ολόμακρο πανί της
και το ΄δειξε, έτσι που στραφτάλιζε σαν ήλιος, σα φεγγάρι,
τον Οδυσσέα θεός οδήγησε κακός ποιος ξέρει πούθε!
στα ξώμερα, μακριά απ΄ το κάστρο μας, στου Ευμαίου το σπίτι πέρα.
Εκεί ο Οδυσσέας ο θείος αντάμωσε τι γιο του, που απ΄ την Πύλο
την αμμουδάτη πίσω διάγερνε στο μαύρο του καράβι.
Κι ως των μνηστήρων αποφάσισαν εκείνοι οι δυο τον άγριο
το χαλασμό, κίνησαν κι έφτασαν στο ξακουσμένο κάστρο,
πίσω ο Οδυσσέας, μπροστά ο Τηλέμαχος, ανοίγοντας το δρόμο.
Με το χοιροβοσκό επορεύουνταν εκείνος, κουρελιάρης,
με την ειδή ζητιάνου, γέροντα και λεροφορεμένου,
και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
Κι ουδέ κανείς μας το κατάλαβε πως ήταν ο Οδυσσέας,
έτσι ακαρτέρευτα που πρόβαλε, μηδέ κι οι πιο μεγάλοι,
μον΄ τον χτυπούσαμε, τον βρίζαμε με λόγια αγκιδωμένα.
Κι εκείνος πρώτα υπομονεύουνταν μες στο δικό του σπίτι
να τον χτυπούμε, να τον βρίζουμε, και τα δεχόταν όλα·
ως πια η βουλή του Δία τον στύλωσε του βροντοσκουταράτου,
και τ΄ άρματα με τον Τηλέμαχο τα λιόκαλα σηκώνει,
στην πίσω να τα κλείσει κάμαρα, τραβώντας την αμπάρα.
Σπρώχνει απ΄ την άλλη τη γυναίκα του με πονηριά, να δώσει
το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες,
δοκίμι λέει για μας τους άμοιρους κι αρχή του χαλασμού μας.
Όμως η ανάκαρα μας έλειψε, κι απ΄ το γερό δοξάρι
την κόρδα να τανύσει απ΄ όλους μας δε βρέθηκε κανένας.
Μα το τρανό δοξάρι ως έφτασε στα χέρια του Οδυσσέα,
τότε όλοι τις φωνές εβάλαμε, μην τύχει το δοξάρι
και του το δώσουν, κι ας ξεσήκωνε τον κόσμο απ΄ τις φωνές του.
Μόνο ο Τηλέμαχος τον γκάρδιωνε και να το πάρει αφήκε.
Στα χέρια ο αρχοντικός, πολύπαθος το δέχτηκε Οδυσσέας
και διάβη τα πελέκια, ακόπιαστα τανυώντας το δοξάρι·
κι ως στο κατώφλι εστάθη, ρίχνοντας άγριες ματιές τρογύρα
τις γρήγορες σαγίτες άδειασε. Το ρήγα Αντίνοο πρώτα
χτυπάει, μετά, σημάδι βάνοντας τους άλλους, να σκορπίζει
ριξιές φαρμακωμένες άρχισε, κι αυτοί σωρός έπεφταν.
Όλοι το νιώσαν πως τους σύντρεχε κάποιος θεός· τι επήραν,
με άγριαν ορμή χιμώντας πάνω μας, να σφάζουν ένα γύρο
μες στο παλάτι· κι ως μας άνοιγαν, χτυπώντας, τα κεφάλια,
βαρύς γρικιόταν βόγγος, κι άχνιζε το πάτωμα απ΄ το γαίμα.
Να πως χαθήκαμε, Αγαμέμνονα! Μες στου Οδυσσέα το σπίτι
και τώρα αποριγμένα, άκοιταχτα κοιτώνται τα κορμιά μας·
στα σπίτια μας μαθές δεν το ΄μαθαν ακόμα, απ΄ τις πληγές μας
να ΄ρθούν το λύθρο να ξεπλύνουνε και μοιρολόι να στήσουν
στο στρώμα μας· τι άλλη δεν έλαχαν οι σκοτωμένοι χάρη.»
Κι απηλογήθη του Αγαμέμνονα τότε η ψυχή και του ΄πε:
«Τρισεύτυχε Οδυσσέα, πολύτεχνε γιε του Λαέρτη, αλήθεια
γυναίκα πήρες αξετίμητη και με περίσσιες χάρες!
Πόσο άδολη η καρδιά της γνωστικιάς του Ικάριου θυγατέρας,
της Πηνελόπης! πως δεν ξέχασε τον Οδυσσέα ποτέ της,
τον άντρα της! Της καλοσύνης της η δόξα δε θα σβήσει·
πεντάμορφο τραγούδι οι αθάνατοι θα πλέξουν, να το λένε
πάνω στη γη οι θνητοί, τη φρόνιμη τιμώντας Πηνελόπη.
Της κόρης του Τυνδάρεου, που άνομα μελέτησε, δε μοιάζει,
αυτής που σκότωσε τον άντρα της, και θα της βγει τραγούδι
στο στόμα των θνητών κατάρατο· κακό και στις γυναίκες
όνομα χάρισε, καλόπραγες κι ας είναι μερικές τους.»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
στον μαύρον Άδη κάτω ως βρίσκουνταν, στης γης βαθιά τα σκότη.
Κι οι άλλοι, απ΄ το κάστρο σαν κατέβηκαν, στο χτήμα του Λαέρτη
το καλοδουλεμένο φτάσανε, που κάποτε ο Λαέρτης
ατός του το ΄χε με τον πλήθιο του τον ίδρωτα αποχτήσει.
Εκεί κι η κατοικία του, ολόγυρα ζωσμένη από καλύβες,
να ΄χουν να τρώνε και να κάθουνται και να κοιμούνται οι δούλοι,
που είχαν πιαστεί παλιά στον πόλεμο και τώρα του δουλεύαν.
Και μια απ΄ τη Σικελία γερόντισσα τον γνοιάζουνταν με αγάπη
το γέροντα, στο χτήμα ως έμενε, μακριά απ΄ το κάστρο, πάντα.
Τότε ο Οδυσσέας γυρνώντας μίλησε στο γιο του και στους δούλους:
«Εσείς τραβάτε στο καλόχτιστο να μπείτε μέσα σπίτι,
και σφάχτε για το γιόμα γρήγορα τον πιο παχύ απ΄ τους χοίρους·
κι εγώ θα πάω να βρω τον κύρη μου, να τόνε δοκιμάσω:
θα καταλάβει και θωρώντας με θα με γνωρίσει τάχα,
για δε θα βρει ποιος είμαι, που ΄λειπα στα ξένα τόσα χρόνια;»
Είπε, και τ΄ άρματα τους έδωκε που εφόρειε του πολέμου·
κι ως τούτοι για το σπίτι εκίνησαν, τραβούσε κι ο Οδυσσέας
κατά το χτήμα το πολύκαρπο, να τόνε δοκιμάσει.
Μηδέ κι αντάμωσε, ως κατέβαινε, στον κήπο το Δόλιο
για από τους δούλους τους επίλοιπους κανέναν για απ΄ τους γιους του·
είχε μαθές κινήσει ο γέροντας, και του ακλουθούσαν οι άλλοι,
πέτρες να μάσουν, ξεροτρόχαλο να φτιάσουν για το χτήμα.
Μονάχο πέτυχε τον κύρη του στον όμορφο τους κήπο,
κάποιο δεντράκι εκεί που σκάλιζε, λερός, κακοραμμένος,
κουρελιασμένος ο χιτώνας του· κακοραμμένα έζωναν
πετσιά βοδίσια τ΄ αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ΄ αγκάθια·
και για τα βάτα είχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο
σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει ο γήλιος.
Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας,
να τυραννιέται απ΄ τα γεράματα κι απ΄ το βαρύ καημό του,
τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω·
κι ο νους του δούλευε διχόγνωμος κι αναρωτιόταν, τάχα
να σφιχταγκαλιαστεί τον κύρη του, να τον φιλήσει, κι όλα
να του τα πει, πως ήρθε κι έφτασε στη γη την πατρική του,
για αρχή να κάνει ανερωτώντας τον και δοκιμάζοντάς τον;
Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζονταν, το πιο καλό πως είναι,
να τον αγγίξει με τα λόγια του και να τον δοκιμάσει.
Με τέτοιους λογισμούς προχώρησε στον κύρη του ο Οδυσσέας,
κι ως τούτος το δεντράκι εσκάλιζε με κεφαλή σκυμμένη,
ήρθε κοντά του ο γιος του ο ασύγκριτος κι αυτά τα λόγια του ΄πε:
«Δε δείχνεις, γέροντα μου, αμάθητος να καλουργάς περβόλι·
όλα τα γνοιάζεσαι περίκαλα, κι απ΄ τις βραγιές, τα φύτρα,
απ΄ τις συκιές, από τα λιόδεντρα, τις αχλαδιές, το αμπέλι
η έγνοια η δικιά σου δεν απόλειψε στο χτήμα τούτο μέσα.
Όμως κάτι άλλο εγώ θα σου ΄λεγα και μην κακοκαρδίσεις:
Τον ίδιο εσένα ποιος τον γνοιάζεται; τα γερατιά σε δέρνουν
βαριά, και τριγυρίζεις άλουστος και κακοφορεμένος!
Απρόκοπος δεν είσαι, ο αφέντης σου να μη σε λογαριάζει·
μα ουδέ και σκλάβος απ΄ τα ανάριμμα κι από την όψη δείχνεις,
όταν σε δει κανένας· πιότερο μαθές με ρήγα μοιάζεις
με ρήγα μοιάζεις, που σα λούστηκε κι απόφαγε, σε στρώμα
να κοιμηθεί γλυκά θα ταίριαζε· τι αυτά στο γέρο πρέπουν.
μόν΄ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
Ποιος είναι ο αφέντης πού το χτήμα του δουλεύεις; πώς τον λένε;
Σε τούτο ακόμα δώσ΄ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω,
αν είναι η Ιθάκη αυτή που φτάσαμε, καθώς πιο κει, πριν λίγο,
μου το πε κάποιος που ανταμώθηκα μαζί του, εδώ ως ερχόμουν.
Ξύπνος περίσσια δε μου φάνηκε, τι υπομονή δεν είχε
να μου μιλήσει και τα λόγια μου ν΄ ακούσει· τον ρωτούσα
αν είναι ζωντανός ο φίλος μου και, βρίσκεται στον κόσμο,
για έχει πεθάνει πια και βρίσκεται στον άραχλο τον Άδη·
το αυτό σου λέω, κι εσύ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσέ μου:
Κάποτε κάποιον φιλοκόνεψα στη γη την πατρική μου,
στο αρχοντικό μας· λέω δε βρέθηκε ξενομερίτης άλλος
να μπει στο σπίτι μου και πιότερην αγάπη να του δείξω.
απ΄ την Ιθάκη εκείνος πέτουνταν πως η γενιά του σέρνει,
και τον υγιό του Αρκείσιου κύρη του πως έχει, το Λαέρτη.
Εγώ στο σπίτι μου τον έφερα να τον καλοσκαμνίσω,
κι απ΄ τα πολλά κει μέσα που ΄κρυβα τον φίλεψα με αγάπη,
και δώρα της φιλίας του χάρισα, σε ξένους ως ταιριάζει΄
τάλαντα εφτά χρυσάφι του ΄δωκα με τέχνη δουλεμένο,
κι ένα καθάριο ασήμι ανθόπλουμο του χάρισα κροντήρι,
κάπες μονές ακόμα δώδεκα, σκεπάσματα άλλα τόσα,
και δώδεκα φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους΄
και χώρια σκλάβες, σε αψεγάδιαστες δουλειές τρανές τεχνίτρες,
όμορφες, τέσσερεις, μονάχος του να τις διαλέξει, ως θέλει.»
Και του αποκρίθη τότε ο κύρης του με βουρκωμένα μάτια:
«Ξένε, στη χώρα που με ρώτησες αλήθεια φτάνεις τώρα,
μα αυτοί που την ορίζουν άνομοι κι αδικοπράχτες είναι.
Του ανέμου πήγαν όσα χάρισες, αρίφνητα κι ας ήταν!
Αν ζούσε εκείνος και τον έσμιγες στο κάστρο της Ιθάκης,
δώρα κι αυτός πολλά θα σου ΄δινε, και πριν σε προβοδώσει,
θα καλοπέρναες έτσι γίνεται με αυτόν που πρωταρχίζει.
μον΄ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
Πόσα που λες τον φιλοκόνεψες έχουν περάσει χρόνια,
τον έρμο ξένο σου, το τέκνο μου ποτές μου αν είχα τέκνο!
το δύστυχο μακριά απ΄ τον τόπο του κι απ΄ τους δικούς του εχάθη
τροφή στα ψάρια λέω της θάλασσας, για στη στεριά σπαράχτη
από θεριά κι απ΄ όρνια η σάρκα του κι ουδέ οι γονιοί του, η μάνα
κι εγώ ο πατέρας του, τον κλάψαμε νεκροστολίζοντάς τον.
Κι η μυαλωμένη, ακριβαγόραστη γυναίκα του, κι εκείνη τα μάτια,
ως ειν' πρεπό, δεν έκλεισε του αντρός της, να τον κλάψει
δεν μπόρεσε τι άλλη δεν έλαχαν οι πεθαμένοι χάρη.
Κι ακόμα τούτο εδώ μολόγα μου, καλά να το κατέχω:
Ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοι σου εσένα;
και που έχει αράξει το πλεούμενο που σ΄ έχει εδώ φερμένο
με τους ισόθεους τους συντρόφους σου; για κι είχες σε καράβι
ξένο ανεβεί, κι εκείνοι σ΄ έβγαλαν εδώ και φύγαν πάλε;»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια΄
τρανό έχω σπίτι στον Αλύβαντα κι είμαι από κει λογιέμαι
του Αφείδα γιος, του Πολυπήμονα του βασιλιά είμαι αγγόνι
Επήριτο με λεν με ξέσυρε κάποιος θεός να φτάσω
αθέλητα μου εδώ στα μέρη σας από τη Σικανία,
κι έχω το πλοίο μακριά απ΄ το κάστρο σας σ΄ έρμο γιαλό αραγμένο.
Ως τώρα πέντε χρόνια διάβηκαν, αφόντας ο Οδυσσέας
έφυγε εκείθε, πίσω αφήνοντας τη γη την πατρική μου,
ο έρμος! Δεξιά και καλοσήμαδα στο μισεμό του ωστόσο
πετούσαν τα πουλιάΏ χαρούμενος κι εγώ τον προβοδούσα,
κι εκείνος χαίρουνταν μισεύοντας, κι είχαμε ελπίδα, ως φίλοι
να σμίξουμε ξανά, ν΄ αλλάξουμε πανώρια δώρα πάλε.»
Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος,
και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει πα
στο ψαρύ μεμιάς κεφάλι του με βόγγους και με θρήνους.
Μα κι η καρδιά του γιου σπαρτάρησε, τον κύρη του ως εθώρειε,
και τα ρουθούνια του μερμίδιζαν αψιά, για να ξεσπάσει.
Χιμώντας τότε τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ΄πε:
«Ατός μου εγώ είμαι εκείνος, κύρη μου, που χρόνια αποζητούσες΄
Στα είκοσι χρόνια απάνω εδιάγειρα στη γη την πατρική μου.
Μα το πολύδακρό σου σύθρηνο και το δαρμό σταμάτα,
για να σου πω καιρός να χάνουμε πολύς δε μένει αλήθεια
πως τους μνηστήρες όλους σκότωσα στο αρχοντικό μας μέσα,
να γδικιωθώ τις κακοσύνες τους και τ΄ άνομά τους έργα.
Τότε ο Λαέρτης του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του ΄πε:
«Αν ο Οδυσσέας ο γιος μου πέτεσαι πως είσαι, εδώ που φτάνεις,
σημάδι φανερό μολόγα μου, και τότες να πιστέψω.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Για κοίτα πρώτα το σημάδι μου στο πόδι εδώ, που ο κάπρος
στον Παρνασό μια μέρα μου άνοιξε με τ ΄άσπρο του το δόντι.
Εσύ στα μέρη εκείνα μ΄ έστελνες κι η σεβαστή μου η μάνα,
να πάρω δώρα απ΄ τον Αυτόλυκο, της μάνας μου τον κύρη΄
μου τα ΄χε τάξει ατός του κάποτε, φτασμένος εδώ πέρα.
Κι ακόμα να σου πω τα δέντρα μου στο πάγκαλο μας χτήμα΄
ήμουν παιδί και μου τα χάρισες μια μέρα σε ακλουθούσα
μέσα στον κήπο και σου γύρευα δικό μου κάθε δέντρο.
Και συ ένα ένα τα λογάριαζες ποια θα γενούν δικά μου΄
απ΄ τις μηλιές σου δέκα, δεκατρείς απ΄ τις αχλαδιές σου
κι απ΄ τις συκιές σαράντα μου ΄δωκες, και μου ΄ταζες κι αμπέλι
πενήντα αράδες κι ούτε που ΄πεφτε μαζί της κάθε αράδας
ο τρύγος, τι είχες μες στο αμπέλι σου λογής λογής σταφύλι,
κάθε χρονιά που ο Δίας θα χάριζε καλή σοδιά ψηλάθε.»
Αυτά είπε, κι εκείνου τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
τ΄ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα,
και στο λαιμό του γιου του ερίχτηκε, κι ως λίγωσε η ψυχή του,
ο θείος, πολύπαθος απάνω του τον έσφιγγε Οδυσσέας.
Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
ξαναδευτέρωσε τα λόγια του κι αυτά μιλώντας είπε:
«Αλήθεια, αν οι μνηστήρες πλέρωσαν για τ΄ άνομά τους έργα,
πατέρα Δία, στον μέγαν Όλυμπο θα πει οι θεοι πως ζείτε!
Μα τώρα φοβέρα στα φρένα μου τρομάζω, μήπως όλοι
κινήσουν οι Θιακοί, στο χτήμα μας να ΄ρθούν εδώ, και στείλουν
ολούθε τα Κεφαλωνίτικα να ξεσηκώσουν κάστρα.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Κάνε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα!
Στην κατοικία μας τώρα ας στρέψουμε, που ΄ναι στο χτήμα δίπλα΄
μπροστά έχω στείλει τον Τηλέμαχο με τον χοιροβοσκό μας
και τον βουκόλο, να συντάξουνε στα πεταχτά το γιόμα.»
Τέτοια αναθίβαναν, και κίνησαν να παν στην κατοικία τους΄
κι ως μπήκαν μέσα στο αρχοντόσπιτο, πέτυχαν το βουκόλο
να ΄χει βαλθεί με τον Τηλέμαχο και το χοιροβοσκό τους
να κόβουν κρέατα και φλογόμαυρο κρασί να συγκερνούνε.
Ωστόσο η βάγια η Σικελιώτισσα τον αντρειανό Λαέρτη
στο σπίτι μέσα πήρε κι έλουσε, τον άλειψε με μύρο
κι ώριο μαντί μετά του φόρεσε κι ήρθε η Αθηνά κοντά του
και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη,
σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος απ΄ ό,τι πριν να δείχνει.
Κι ως βγήκε απ΄ το λουτρό, τον κοίταζεν ο γιος του με καμάρι,
θωρώντας τον με τους αθάνατους θεούς να μοιάζει τόσο,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια κι είπε:
«απ΄ τους θεούς, πατέρα, σίγουρα τους ανοαώνιους κάποιος
να δείχνεις σ΄ έκανε ομορφότερος στην ελικιά, στην όψη!»
Κι ο μυαλωμένος του αποκρίθηκε Λαέρτης μ΄ έτοια λόγια:
«Να μα-τον πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, σαν τότε
που πήρα το καστρί τ΄ ωριόχτιστο του Νήρικου απαντίκρυ,
στη γλώσσα της στεριάς, κι αφέντευα Κεφαλωνίτες τέτοιος
να μουν μαθές και χτες στο σπίτι μας, και να φορώ στους ώμους
τ΄ άρματα ορθός στο πλάι σου, πόλεμο κι εγώ με τους μνηστήρες
ν΄ ανοίξω σε περίσσιους θα ΄λυνα στο αρχοντικό μας μέσα
τα γόνατα και θ΄ αναγάλλιαζες και συ βαθιά στα φρένα!»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
κι ως τις δουλειές τους οι άλλοι τέλεψαν και σύνταξαν το γιόμα,
αράδα σε θρονιά καθόντουσαν και σε σκαμνιά να φάνε.
Μα εκεί στα φαγητά που λέγανε ν΄ απλώσουν, ο Δόλιος
ο γέροντας κι οι γιοι του γέροντα ζύγωσαν, κουρασμένοι
απ΄ της δουλειάς το μόχτο η μάνα τους προβέλνοντας τους είχε
καλέσει, η βάγια η Σικελιώτισσα, πού τους γνοιαζόταν πάντα,
μα πιότερο το γέρο κύρη τους, τι είχε πολύ βαρύνει.
Τούτοι σαν είδαν και κατάλαβαν τον Οδυσσέα μπροστά τους,
τα χάσαν και στη μέση εστάθηκαν της κάμαρας, μα εκείνος
με λόγια μαλακά τους μίλησε, να τους ψευτομαλώσει:
« Γέροντα, κάτσε τρώγε, κι όλοι σας τη σαστισμάρα αφήστε΄
ώρα πολλή ψωμί να βάλουμε στο στόμα λαχταρούμε,
κι όμως δεν τρώμε περιμένοντας κάθε στιγμή να ΄ρθείτε.»
Αυτά είπε, κι ο Δόλιος, απλώνοντας τα χέρια, πήρε δρόμο
γραμμή στον Οδυσσέα, κι αρπώντας του τα χέρια τον φιλούσε,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα μιλούσε λόγια κι είπε:
«Φίλε ακριβέ, σε αποζητούσαμε χωρίς καμιάν ελπίδα!
Μα αφού διαγέρνεις κι ειν' οι αθάνατοι που σ΄ έχουν φέρει πίσω,
γεια και χαρά, κι απ΄ τους αθάνατους καλό να βλέπεις μόνο!
Σε τούτο τώρα δωσ' μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω:
η Πηνελόπη τάχα το ΄μαθε πως έχεις πια διαγείρει,
η μυαλωμένη, γιά να στείλουμε κανένα αποκρισάρη;»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Το ξέρει, γέροντα να γνοιάζεσαι καμιά δεν είναι ανάγκη!»
Είπε, κι εκείνος ξανακάθισε στο μαγλινό σκαμνί του.
Όμοια κι οι γιοι του τριγυρίζοντας τον ξακουστό Οδυσσέα
του λέγαν τα καλωσορίσματα και του ΄σφιγγαν τα χέρια΄
πλάι στο Δόλιο μετά, τον κύρη τους, με τη σειρά κάθισαν.
Έτσι στρώθηκαν τούτοι κι έτρωγαν στην κατοικία μα η Φήμη
το κάστρο βιαστικά γυρόφερνε και διαλαλούσε σ΄ όλους
τον άγριο των μνηστήρων θάνατο, τη μοίρα που τους βρήκε.
Κι εκείνοι, ως τ΄ άκουσαν, συνάζουνταν, καθένας απ΄ ολλούθε,
μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο με γόσματα και θρήνους΄
και τους νεκρούς έβγαζαν κι έθαβαν καθένας τον δικό το΄
κι όσους απ΄ άλλους τόπους ήξεραν τους δίναν σε ψαράδες,
για να τους παν γοργά με τ΄ άρμενα στο σπίτι του καθέναν
μετά στην αγορά μαζώνανταν με πικραμένα σπλάχνα.
Μόλις εκεί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
πεταχτή ορθός ο Ευπείθης κι άρχισε να λέγει αναμεσά τους΄
του γιου του ο θάνατος αβάσταχτος του πλάκωνε τα στήθη,
του Αντίνοου, που ο Οδυσσέας ολόπρωτο τον είχε κονταρέψει.
Για τούτον τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσά τους:
«Ο άντρας αυτός για μας μελέτησε δουλειές μεγάλες, φίλοι!
Άλλους μαθές, πολλούς κι αντρόκαρδους, με τα καράβια επήρε,
και τα βαθιά καράβια αφάνισε, κι αφάνισε κι εκείνους΄
κι άλλους, ως ήρθε τώρα, σκότωσε, τους πιο αντρειανούς Αργίτες.
Μα ελάτε, πριν εκείνος γρήγορα στους Επειούς ξεφύγει,
που κυβερνούν τη θεία την Ήλιδα, για και στην Πύλο,
πάμε να του ριχτούμε αλλιώς μας έπνιξε για πάντα η καταφρόνια.
Θα ΄ταν μαθές ντροπή οι μελλούμενες γενιές και να τ΄ ακούσουν,
απ΄ τους φονιάδες πως δεν πήραμε των γιων, των αδερφιών μας
το γαίμα πίσω. Δε θα το ΄θελα να ζω στον κόσμο κάλλιο
νεκρός κι εγώ μιαν ώρα αρχύτερα με τους νεκρούς τους άλλους!
Πάμε, μην τύχει και προφταίνοντας διαβούν εκείνοι αντίκρυ!»
Αυτά είπε, κι όλοι τον συμπόνεσαν οι Αργίτες, που θρηνούσε.
Κοντά τους ήρθε τότε ο Μέδοντας απ΄ του Οδυσσέα το σπίτι
κι ο θείος τραγουδιστής, και στάθηκαν στη μέση απ΄ τους Αργίτες,
πριν λίγο ξυπνημένοι, κι όλοι τους σάστισαν που τους είδαν.
Το λόγο πήρε τότε ο Μέδοντας, που ΄χε περίσσια γνώση:
«Θιακοί, για ακουστέ μου! Δε θα ΄βαζε μπροστά ποτέ ο Οδυσσέας
τέτοιες δουλειές, χωρίς οι αθάνατοι θεοί να το θελήσουν.
Κάποιο αναιώνιο ατός μου αντίκρισα θεό να στέκει δίπλα
στον Οδυσσέα, και με το Μέντορα στο κάθε τι να μοιάζει.
Μια πρόβελνε ο θεός ο αθάνατος μπροστά απ΄ τον Οδυσσέα
γκαρδιώνοντάς τον, μια ξεχύνουνταν στο αρχονταρίκι μέσα
και τους μνηστήρες αναστάτωνε, κι αυτοί σωρός έπεφταν.»
Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα.
Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
ο γιος, ο μόνος που μελλούμενα και περασμένα εθώρα,
κι έτσι τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσά τους είπε:
«Θιακοί, το λόγο τώρα ακούστε μου κι ό,τι σας πω γρικάτε΄
από δικιά σας δειλία, φίλοι μου, γίνηκαν όλα τούτα,
που ουδέ σε μένα ουδέ στου Μέντορα του βασιλιά τα λόγια
βάζατε αφτί, να σταματήσετε τις αμυαλιές των γιων σας,
που φοβερές δουλειές εσκάρωσαν με τις παρανομίες τους,
το βιος ρημάζοντας, ντροπιάζοντας το ταίρι ενού αντρειωμένου,
πρώτου στον πόλεμο, τι ελόγιαζαν πως πίσω δε γυρίζει.
Μην του ριχτούμε τώρα, ακουστέ μου, κι ό,τι σας λέω να γένει,
αλλιώς μην πάει κανείς γυρεύοντας κι άλλο κακό να πάθει.»
Είπε, κι εκείνοι ξεπετάχτηκαν με αλαλητό μεγάλο,
πιο πάνω απ΄ τους μισούς, μα απόμειναν οι επίλοιποι εκεί πέρα,
τι ο λόγος τούτος δεν τους άρεσε, μόνο του Ευπείθη άκουγαν.
Οι αντιδράσεις των συγγενών, κυρίως, των μνηστήρων ήταν
αναμενόμενες σε μια κοινωνία όπου ίσχυε ο άγραφος νόμος
της αυτοδικίας. Έτσι, μετά την ταφή των νεκρών, σε μια αυθόρμητη
συνέλευση των πολιτών, τίθεται το θέμα των αντιποίνων.
απαρηγόρητος ο Eυπείθης κατηγόρησε τον Oδυσσέα για τη
διπλή συμφορά που προκάλεσε στον τόπο, έθεσε θέμα τιμής
και πρότεινε εκδίκηση·

Τρέξαν λοιπόν με βιάση, τ΄ άρματα να βάλουν του πολέμου΄
κι ως το χαλκό ζώστηκαν, που άστραφτε τρογύρα στα κορμιά τους,
μπροστά απ΄ το κάστρο το πλατύχωρο μαζί βρέθηκαν όλοι,
κι ο Ευπείθης αρχηγός τους έμπαινε στην τόση ανεμυαλιά του
του σκοτωμένου γιου του λόγιαζε να πάρει το αίμα πίσω,
μα να διαγείρει δεν του μέλλουνταν, τι εκεί τον βρήκε ο Χάρος.
Τότε η Αθηνά γυρνώντας μίλησε στο Δία, το γιό του Κρόνου:
«Υιέ του Κρόνου και πατέρα μας,, μες στους θεούς ο πρώτος,
στο ρώτημα μου δώσε απόκριση τι κρύβει ο νους σου τάχα;
Ξανά κακό θ΄ ανοίξεις πόλεμο και μανιασμένο απάλε,
για αγάπη και φιλιά αποφάσισες να γένει αναμεσά τους;»
Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοφάχτης:
«Γ' αυτά ποιος λόγος που με ρώτησες, παιδί μου; τι γυρεύεις;
Δικιά σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
να πάρει απ΄ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω;
Κάμε όπως θέλει όμως άκουσε και μένα, τι ταιριάζει:
Μια κι ο Οδυσσέας ο θείος εγδίκηση πια πήρε απ΄ τους μνηστήρες,
φιλίας ας κάνουν όρκους, ρήγας τους να μείνει εκείνος πάντα΄
και για τ΄ αδέρφια που σκοτώθηκαν και για τους γιους να πούμε
να πέσει λησμονιά, κι ως άλλοτε να βασιλέψει αγάπη,
κι όλοι και πλούτη πια να χαίρουνται κι ειρήνη αναμεσά τους.»
Αυτά είπε, κι η Αθηνά, που το ΄θελε κι από τα πριν, πεταχτή
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω.
Ωστόσο του γλυκού θαράπευαν φαγιού τον πόθο εκείνοι΄
τελειώνοντας ο θείος, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας:
«Κάποιος να βγει να ιδεί μην έρχουντοα κι εδώ κοντά βρίσκονται.»
Σάν είπε αυτά, ένας γιος σηκώθηκε του Δόλιου κι όξω βγήκε,
μα ως στάθη στο κατώφλι τρέχοντας, τους είδε που σίμωναν,
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στον Οδυσσέα με βιάση:
«Να τοι, σίμωσαν! Δίχως άργητα κι εμείς ν΄ αρματωθούμε!»
Είπε, κι εκείνοι ευτύς πετάχτηκαν και τ΄ άρματα ζώστηκαν,
έξι του Δόλιου οι γιοι, και τέσσερεις στον Οδυσσέα τρογύρα.
Ακόμα κι ο Λαέρτης έβλεπες με το Δολίο, κι ας είχαν
ψαρά μαλλιά, ν΄ αρματοζώνουνται, στρατιώτες της ανάγκης.
Κι αφού τα λιόφωτα χαλκάρματα ζώστηκαν στο κορμί τους,
τις πόρτες άνοιξαν, κι ως έβγαιναν, μπροστά ο Οδυσσέας τραβούσε.
Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη,
το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο.
Κι ως την αντίκρισε ο πολύπαθος, θείος Οδυσσέας, εχάρη,
κι είπε με βιάση στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο του:
«Δουλειά δική σου πια, Τηλέμαχε, την ώρα που θα μπαίνεις
εκεί που στήνουν οι άντρες πόλεμο κι οι πρώτοι ξεχωρίζουν,
να μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου, τι από καιρούς η αντρεία μας
έχει ακουστεί και το κουράγιο μας στην οικουμένη πάσα.»
Κι ο μυαλωμένος ο Τηλέμαχος γυρνώντας του αποκρίθη:
«Αν θέλεις, θα με δεις, πατέρα μου, με τόση ορμή που νιώθω,
να μην ντροπιάζω εγώ στον πόλεμο την εδικολογιά σου!»
Αυτά είπε, κι ο Λαέρτης φώναξε μες στη χαρά του κι είπε:
«Τι μέρα αυτή για μένα, αθάνατοι! Χαρά μεγάλη ετούτη,
γιος κι εγγονός να συνερίζουνται στην παλικαροσύνη!»
Τότε η Άθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμώνοντας τον είπε:
«Του Αρκείσιου γιε, που απ΄ τους συντρόφους μου πιο
αγάπη σου ΄χω πάντα,
στην Κόρη ευκήσου τη γλαυκόματη και στον πατέρα Δία,
και ρίξε ευτύς το μακρογίσκιωτο κοντάρι σου με φόρα.»
Είπε η Παλλάδα, και του φύσηξε στα στήθη ορμή μεγάλη΄
κι αυτός, πριν ρίξει το μακρόισκιωτο κοντάρι του με φόρα,
απ΄ όλους πρώτη ανακαλέστηκε του τρανού Δία την κόρη,
και πέτυχε στο χαλκό μάγουλο του Ευπείθη κράνος πάνω΄
κι αυτό δεν άντεξε, μον΄ διάβηκε μέσα ο χαλκός, κι εκείνος
βαρύς σωριαστή, κι από πάνω του βρόντηξαν τ΄ άρματά του.

1 σχόλιο :

  1. Υπάρχει όμως και άλλη μία εκδοχή ,ο Σοφοκλής στο έργο του , Φιλοκτήτης και ο Ευριπίδης στο έργο του , Κύκλωπας , αναγνωρίζουν τον Σίσυφο σαν πατέρα του Οδυσσέα και όχι τον Λαέρτη .

    ΑπάντησηΔιαγραφή