Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας


ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΣΟΦ Αντ 883–943

Τέταρτο επεισόδιο, δεύτερη σκηνή: Η Αντιγόνη θρηνεί, καθώς οδηγείται στον υπόγειο τάφο

Στο τρίτο επεισόδιο ο αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης και γιος του Κρέοντα, ο Αίμονας, προσπάθησε μάταια να πείσει τον πατέρα του να απαλλάξει τη μνηστή του. Μετά την έξοδο του νέου από τη σκηνή και την παρέμβαση του χορού, ο Κρέοντας αθώωσε την Ισμήνη και μετέτρεψε την ποινή της Αντιγόνης, που πλέον θα φυλακιζόταν σε έναν υπόγειο θολωτό τάφο, για να πεθάνει από ασιτία. Αποδίδοντας τη στάση του Αίμονα στον έρωτά του για την Αντιγόνη, στο τρίτο στάσιμο ο χορός ύμνησε τον Έρωτα, ενώ στην πρώτη σκηνή του τέταρτου επεισοδίο , που είναι ένας κομμός , η ηρωίδα αποχαιρέτησε τους συμπολίτες της, θρηνώντας για την κακή της μοίρα.

ΚΡ. Ἆρ’ ἴστ’ ἀοιδὰς καὶ γόους πρὸ τοῦ θανεῖν
ὡς οὐδ’ ἂν εἷς παύσαιτ’ ἄν, εἰ χρείη, λέγειν;
(885) Οὐκ ἄξεθ’ ὡς τάχιστα, καὶ κατηρεφεῖ
τύμβῳ περιπτύξαντες, ὡς εἴρηκ’ ἐγώ,
ἄφετε μόνην ἔρημον, εἴτε χρῇ θανεῖν,
εἴτ’ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ.
Ἡμεῖς γὰρ ἁγνοὶ τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην·
(890) μετοικίας δ’ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται.
ΑΝ. Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς
οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι
πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς
πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ’ ὀλωλότων·
(895) ὧν λοισθία ’γὼ καὶ κάκιστα δὴ μακρῷ
κάτειμι, πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου.
Ἐλθοῦσα μέντοι κάρτ’ ἐν ἐλπίσιν τρέφω
φίλη μὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴς δὲ σοί,
μῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα·
(900) ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ
ἔλουσα κἀκόσμησα κἀπιτυμβίους
χοὰς ἔδωκα· νῦν δέ, Πολύνεικες, τὸ σὸν
δέμας περιστέλλουσα τοιάδ’ ἄρνυμαι.
Καίτοι σ’ ἐγὼ ’τίμησα τοῖς φρονοῦσιν εὖ.
(905) Οὐ γάρ ποτ’ οὔτ’ ἂν εἰ τέκνων μήτηρ ἔφυν,
οὔτ’ εἰ πόσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο,
βίᾳ πολιτῶν τόνδ’ ἂν ᾐρόμην πόνον.
Τίνος νόμου δὴ ταῦτα πρὸς χάριν λέγω;
πόσις μὲν ἄν μοι κατθανόντος ἄλλος ἦν,
(910) καὶ παῖς ἀπ’ ἄλλου φωτός, εἰ τοῦδ’ ἤμπλακον·
μητρὸς δ’ ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν
οὐκ ἔστ’ ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ.
Τοιῷδε μέντοι σ’ ἐκπροτιμήσασ’ ἐγὼ
νόμῳ, Κρέοντι ταῦτ’ ἔδοξ’ ἁμαρτάνειν
(915) καὶ δεινὰ τολμᾶν, ὦ κασίγνητον κάρα.
Καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν
ἄλεκτρον, ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου
μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς,
ἀλλ’ ὧδ’ ἔρημος πρὸς φίλων ἡ δύσμορος
(920) ζῶσ’ εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς·
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην;
Τί χρή με τὴν δύστηνον ἐς θεοὺς ἔτι
βλέπειν; τίν’ αὐδᾶν ξυμμάχων; ἐπεί γε δὴ
τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ’ ἐκτησάμην.
(925) Ἀλλ’ εἰ μὲν οὖν τάδ’ ἐστὶν ἐν θεοῖς καλά,
παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες·
εἰ δ’ οἵδ’ ἁμαρτάνουσι, μὴ πλείω κακὰ
πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐκδίκως ἐμέ.
ΧΟ. Ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέμων αὐταὶ
(930) ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ’ ἔχουσιν.
ΚΡ. Τοιγὰρ τούτων τοῖσιν ἄγουσιν
κλαύμαθ’ ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕπερ.
ΑΝ. Οἴμοι, θανάτου τοῦτ’ ἐγγυτάτω
τοὔπος ἀφῖκται.
(935) ΚΡ. Θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι
μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι.
ΑΝ. Ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον
καὶ θεοὶ προγενεῖς,
ἄγομαι δὴ ’γὼ κοὐκέτι μέλλω.
(940) Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι,
τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν,
οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω,
τὴν εὐσεβίαν σεβίσασα.

***
ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (απόσπασμα)

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ξέρετε τάχα, πως τα μοιρολόγια
και τους θρήνους δε θα' παυε κανένας
πριν του θανάτου, αν ήταν να ωφελούσαν;
Δε θα την πάρετε απ' εδώ κι αμέσως;
αμέτε την και κλείνοντάς την μέσα
σε θολωτό, καθώς πρόσταξα, τάφο,
αφήστε την εκεί μονάχη κι έρμη
κι είτε θέλει ας πεθάνη, είτε κι ας ζήση
μέσα σε τέτοια στέγη ταφιασμένη·
γιατί το κρίμα εμείς γι' αυτή την κόρη
δε θα' χωμε, μ' ας βγάλη από το νου της
πως στον απάνω κόσμο πια θα ζήση.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω τάφε μου, ω νυφιάτικό μου, ω αιώνια,
βαθιά στη γη σκαμμένη κατοικιά μου,
για σένα τώρα ξεκινώ να πάω
προς τους δικούς μου, που ένα τόσο πλήθος
έχει δεχτή απ' αυτούς η Περσεφόνη·
στερνή τους τώρα εγώ και πολύ πιο άθλια
πριν να 'ρθη ακόμα η ώρα μου πηγαίνω·
μα όταν θα φτάσω βέβαιη θρέφω ελπίδα
να με δεχτή ο πατέρας μου με αγάπη,
με αγάπη και συ, μάννα μου, με αγάπη,
και συ, αδερφέ μου πολυλατρεμένε·
γιατί νεκρούς μ' αυτά μου εγώ τα χέρια
σας έλουσα, σας στόλισα και μ' όλα
τα νεκρικά σάς τίμησα τα δώρα·
και τώρα, για να θάψω, Πολυνείκη,
το δικό σου κορμί, τέτοια παθαίνω·
κι όμως δίκαια σε τίμησα, όπως κρίνουν
όσοι έχουν γνώση, γιατί εγώ ποτέ μου
μήτε παιδιών αν ήμουνα μητέρα,
μητ' αν νεκρός ο άντρας μου εσεπόνταν,
δε θα 'παιρνα πάνω μου τέτοιο αγώνα
ενάντια στην απόφαση της χώρας.
Και χάρη σε ποιο νόμο αυτό που λέω;
Ο άντρας αν μου πεθάνη, θα μπορούσα
κι άλλον να πάρω, και παιδί να κάμω
απ' άλλον άντρα, αν θα 'χανα το πρώτο·
μα μια που μόχουν μάννα και πατέρας
στον Άδη κατεβή, δεν είναι τρόπος
ποτέ να γεννηθή αδερφός για μένα·
κι ενώ μ' αυτό το νόμο πάνω απ' όλους
σ' έβαλα εγώ, μυριάκριβε αδερφέ μου,
έγκλημα ο Κρέοντας έκρινε και τόλμη
ανήκουστη την πράξη αυτή, και τώρα
με παίρνει έτσι απ' τα χέρια και με σέρνει
πριν τις χαρές του υμέναιου να γνωρίσω,
πρι δω άντρα πλάι μου, πριν παιδιά αναστήσω,
μα έτσι παρατημένη από τους φίλους,
ζωντανή κατεβαίνω η μαυρομοίρα
στων πεθαμένων τα λημέρια, ενώ
ποιο νόμο των θεών έχω πατήση;
και γιατί πρέπει πια η δυστυχισμένη
να ελπίζω στους θεούς; ποιο σύμμαχό μου
να κράξω, όταν με την ευσέβειά μου
της ασεβείας την καταδίκη βρήκα;
μ' αν περνούν στους θεούς αυτά για δίκια,
πεθαίνοντας θα ομολογούσα τότε
πως ένοχη πεθαίνω, αν όμως οι άλλοι
έχουν την αμαρτία, ειθ' ας μην πάθουν
πιο πολλ' απ' όσα έτσι άδικα μου κάνουν.

ΧΟΡΟΣ
Πάντ' ακόμα το ίδιο φύσημα του ανέμου
την κρατά και δεν το λέει να την αφήση.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα γι' αυτό θα κλάψουν που έτσι αργούνε
τούτοι εδώ, που έχω προστάξη να την πάνε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αχ αλλίμονό μου, αυτός ο λόγος
την ολόστερνη την ώρα μου σημαίνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δε σου συνιστώ πολύ να ελπίζης
πως αυτό που λες δε θ' αληθέψη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω της Θήβας πατρική μου πόλη,
ω πανάρχαιοι θεοί της γενεάς μας,
πάει τέλειωσε, με παίρνουν
βλέπετε, άρχοντες της Θήβας,
τη στερνή βασιλοπούλα σας,
τι παθαίνω κι από ποιους,
γιατί φύλαξα το σέβας στους θεούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου