Η πρώτη αναφορά συναντάται ήδη από το 1877 σε περιγραφές του ιατρού Kussmaul, ο οποίος όρισε το φαινόμενο αυτό ως, την κατάσταση εκείνη όπου το άτομο ηθελημένα και απολύτως συνειδητά εμφανίζει άρνηση να παράγει λόγο κάτω από συγκεκριμένες -μόνο- κοινωνικές συνθήκες, υποδηλώντας ταυτόχρονα την σαφή σύνδεση του με κοινωνικούς αλλά και συναισθηματικούς παράγοντες.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το DSM έρχεται να ενισχύσει την θέση αυτή και να τη συμπεριλάβει την επιλεκτική αλαλία στην κατηγορία των νηπιακών, παιδικών και εφηβικών διαταραχών τονίζοντας συνάμα ως δηλωτική προϋπόθεση ύπαρξης της, ο θεραπευόμενος να έχει κατακτήσει την βασική συνιστώσα της επικοινωνίας (εκφορά του λόγου).
Με άλλα λόγια, ένα επιλεκτικά άλαλο άτομο δεν χαρακτηρίζεται από οργανική βλάβη στον τομέα του λόγου ούτε από κάποια πολιτισμική/ γλωσσική ιδιαιτερότητα (π.χ. αλλόγλωσσο) αλλά, από την πρόθεση του ίδιου η οποία επαφίεται στο κοινωνικό περιβάλλον όπου το ίδιο θα επιλέξει ή και όχι να εκφραστεί.
Πλέον και ερχόμενοι στο σήμερα η πιο πρόσφατη έκδοση του DSM (IV), μετονομάζει την διαταραχή σε «επιλεκτική βοώτητα» και την κατατάσσει στην ευρύτερη κατηγορία των διαταραχών άγχους με την πιο υψηλή συχνότητα ενώ, η ηλικία εμφάνισης της εντοπίζεται μεταξύ 3 και 6 ετών.
Σε μια πρώτη βιβλιογραφική ανασκόπηση θα διαπιστώσει με σχετική ευκολία κανείς πως, τα αίτια της επιλεκτικής βοώτητας τίθενται ακόμη προς διερεύνηση ενώ, με βεβαιότητα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εμφανίζουν πολυσχιδή χαρακτήρα δεδομένο ότι, εξαντλούνται σε αρκετούς και διαφορετικούς τομείς της ζωής του ατόμου.
Πιο αναλυτικά, οι τρείς βασικοί άξονες που εκτιμάται ότι ασκούν αξιόλογη επίδραση στην εμφάνιση και στην ένταση της διαταραχής περιλαμβάνουν περιβαλλοντικά, γενετικά/κληρονομικά και ψυχολογικά γνωρίσματα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην επίδραση των τελευταίων.
Επεξηγηματικότερα και αναφορικά με το κοινωνικό περιβάλλον όπου το άτομο επιλέγει ή καλείται να δραστηριοποιηθεί έχει διαπιστωθεί ότι, η χαμηλής ποιότητας επικοινωνία, συναισθήματα καταπίεσης, η συνεχής επίκριση καθώς και η ύπαρξη συγκρουσιακών καταστάσεων δρουν δηλωτικά και ενισχύουν την ύπαρξη της φερόμενης διαταραχής η οποία τείνει χρονικά να παραταθεί.
Συνάμα, ευρήματα μελετών παγκόσμιας εμβέλειας έχουν καταδείξει, μια σχέση αιτιότητας ανάμεσα στα αγχώδη χαρακτηριστικά των γονέων και των λοιπών φροντιστών του παιδιού με την επιλεκτική βοώτητα όπου το ίδιο μπορεί να παρουσιάσει σε κάποια φάση της ζωής του.
Εμβαθύνοντας και προσφεύγοντας τώρα στα ψυχολογικά αίτια, εκείνα εξαντλούνται στην προσωπικότητα της εκάστοτε ατομικότητας αλλά και στον τρόπο βίωσης τραυματικών γεγονότων.
Ένα «φύσει» εσωστρεφές άτομο με στοιχεία ντροπαλότητας και άγχους είναι πιθανότερο να παρουσιάσει επιλεκτική αλαλία. Για τον λόγο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι, σε περιπτώσεις συναισθηματικά φορτισμένες όπως, ένα διαζύγιο, μια απώλεια ή μια μετάβαση (π.χ. αλλαγή πόλης, μετάβαση από το ασφαλές οικογενειακό πλαίσιο στο νηπιαγωγείο) οι πιθανότητες εμφάνισης της διαταραχής εντείνονται σπουδαία.
Φυσικός ντετερμινισμός έχει διαπιστωθεί επίσης, ανάμεσα στις επικοινωνιακές διαταραχές, την συναισθηματική ή και κοινωνική καθυστέρηση αλλά και στην έκπτωση που μπορεί να φέρει το παιδί στον τομέα της αδρής/ λεπτής κινητικότητας με την αξιολόγηση του ίδιου ως επιλεκτικά άλαλο άτομο. Τέλος, ειδικά μνεία χρειάζεται να γίνει σε πρόσφατες ερευνητικές απολήξεις όπου, καταδεικνύουν συσχέτιση τόσο της εν λόγω διαταραχής όσο και συναφών κοινωνικών προβλημάτων επικοινωνιακής βάσης με την έλλειψη ή την μη ορθή διάσπαση της πρωτεΐνης CNTNAP-2, προσθέτοντας κατά αυτόν τον τρόπο στο μικροσκόπιο των ειδικών έναν ακόμη παράγοντα προς εξέταση.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ατόμου με επιλεκτική αλαλία τείνουν να συγχέονται με εκείνα που μπορεί να εμφανίσει κάποιος/α με αγχώδη ή κοινωνική διαταραχή καθώς, έχουν -κατά μια έννοια- κοινό συντελεστή βάσης.
Διεξοδικότερα αν και το γνωστικό υπόβαθρο του παιδιού φαίνεται να παραμένει ακέραιο και αναλλοίωτο στον χρόνο (καθώς εμφανίζει ίδια επίπεδα ανάπτυξης με κάποιο νευροτυπικό συνομήλικο του) μερική ωστόσο έκπτωση συναντάται στο εκτιμώμενο λεξιλογικό του εύρος. Παράλληλα, ευεπηρέαστο κρίνεται ακόμη το άτομο ως προς την κοινωνικότητα του και την υγιή ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων κάτι το οποίο εξηγείτε λογικά λαμβάνοντας υπόψιν μας την αντικειμενική δυσκολία του ίδιου να συνάψει σχέσεις με άλλα άτομα.
Η επιλεκτική αλαλία δεν είναι εύκολα κατανοητή από όλους πόσο μάλλον από τα ίδια τα παιδιά, όπου στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν ένα επιλεκτικά άλαλο συνομήλικο τους αποτυγχάνουν και κουράζονται εύκολα.
Ως αποτελέσματα αυτού, το δεύτερο εμφανίζει υψηλά ποσοστά απομόνωσης, κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και χλευασμού.
Αναμφίβολα η κοινωνική ζωή τόσο του ατόμου που φέρει την διαταραχή όσο και της οικογένειας του δεν μέλλετε να μείνει αλώβητη αφού, πέρα από τον κοινωνικό στιγματισμό βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με την απραξία από πλευράς της κρατικής μέριμνας σε επίπεδο υποδομών αλλά και πληροφόρησης.
Βάσει του ισχυρισμού αυτού δικαίως έχει καταγραφεί η σύνδεση της διάγνωσης της επιλεκτικής αλαλίας με την αύξηση του γονεΪκού άγχους μολονότι, δεν είναι λίγες οι φορές που οι ίδιοι οι γονείς νιώθουν αναποτελεσματικοί ως προς το γονεϊκό τους έργο.
Ως επακόλουθα εντοπίζονται οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και οι βαρύτατες επιπτώσεις ενώ, αξιοσημείωτη θεωρείται η επίδραση της διαταραχής και στην ακαδημαϊκή επίδοση του ατόμου παρόλο που, το γεγονός ότι το νοητικό του δυναμικό παραμένει ανεπηρέαστο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εξάλλου όπου η επιλεκτική βοώτητα τοποθετείται χρονικά στην έναρξη μαθησιακών δυσκολιών και λοιπών ψυχιατρικών προβλημάτων ή διαταραχών (π.χ. ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, αυτισμός κ.λπ.) αναδεικνύοντας εκ παραλλήλου την αξία της διαφορικής διάγνωσης (διαφοροδιάγνωσης).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου