Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΣΟΦ Αντ 1155–1260

Έξοδος, σκηνή πρώτη και δεύτερη: Αγγελιαφόρος ανακοινώνει τους θανάτους της Αντιγόνης και του Αίμονα

Ο Τειρεσίας πληροφόρησε στο πέμπτο επεισόδιο τον Κρέοντα ότι οι θεοί ήταν δυσαρεστημένοι εξαιτίας της απόφασής του να μείνει άταφος ο Πολυνείκης και συμβούλευσε ανεπιτυχώς τον βασιλιά να εγκαταλείψει, για χάρη του λαού της Θήβας, την ισχυρογνωμοσύνη του. Φεύγοντας εξοργισμένος, ο τυφλός μάντης προειδοποίησε τον βασιλιά για τον επικείμενο χαμό ενός συγγενικού του προσώπου. Έτσι, ο κορυφαίος δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τον Κρέοντα να απελευθερώσει την Αντιγόνη και να θάψει τον Πολυνείκη, γεγονός που οδήγησε τον χορό να υμνήσει στο υπόρχημα του πέμπτου στασίμου τον Βάκχο.


(1155) ΑΓ. Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος,
οὐκ ἔσθ’ ὁποῖον στάντ’ ἂν ἀνθρώπου βίον
οὔτ’ αἰνέσαιμ’ ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ·
τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει
τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεί·
(1160) καὶ μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς.
Κρέων γὰρ ἦν ζηλωτός, ὡς ἐμοί, ποτέ,
σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα,
λαβών τε χώρας παντελῆ μοναρχίαν
ηὔθυνε, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ·
(1165) καὶ νῦν ἀφεῖται πάντα. Τὰς γὰρ ἡδονὰς
ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ’ ἐγὼ
ζῆν τοῦτον, ἀλλ’ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν.
Πλούτει τε γὰρ κατ’ οἶκον, εἰ βούλει, μέγα,
καὶ ζῆ τύραννον σχῆμ’ ἔχων, ἐὰν δ’ ἀπῇ
(1170) τούτων τὸ χαίρειν, τἆλλ’ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς
οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν.
ΧΟ. Τί δ’ αὖ τόδ’ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων;
ΑΓ. Τεθνᾶσιν· οἱ δὲ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν.
ΧΟ. Καὶ τίς φονεύει; τίς δ’ ὁ κείμενος; λέγε.
(1175) ΑΓ. Αἵμων ὄλωλεν· αὐτόχειρ δ’ αἱμάσσεται.
ΧΟ. Πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰκείας χερός;
ΑΓ. Αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ, πατρὶ μηνίσας φόνου.
ΧΟ. Ὦ μάντι, τοὔπος ὡς ἄρ’ ὀρθὸν ἤνυσας.
ΑΓ. Ὡς ὧδ’ ἐχόντων τἆλλα βουλεύειν πάρα.
(1180) ΧΟ. Καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ
δάμαρτα τὴν Κρέοντος· ἐκ δὲ δωμάτων
ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ περᾷ.
ΕΥ. Ὦ πάντες ἀστοί, τῶν λόγων ἐπῃσθόμην
πρὸς ἔξοδον στείχουσα, Παλλάδος θεᾶς
(1185) ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος.
Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ’ ἀνασπαστοῦ πύλης
χαλῶσα, καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ
βάλλει δι’ ὤτων· ὑπτία δὲ κλίνομαι
δείσασα πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι.
(1190) Ἀλλ’ ὅστις ἦν ὁ μῦθος αὖθις εἴπατε·
κακῶν γὰρ οὐκ ἄπειρος οὖσ’ ἀκούσομαι.
ΑΓ. Ἐγώ, φίλη δέσποινα, καὶ παρὼν ἐρῶ,
κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος·
τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὧν ἐς ὕστερον
(1195) ψεῦσται φανούμεθ’; ὀρθὸν ἁλήθει’ ἀεί.
Ἐγὼ δὲ σῷ ποδαγὸς ἑσπόμην πόσει
πεδίον ἐπ’ ἄκρον, ἔνθ’ ἔκειτο νηλεὲς
κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους ἔτι·
καὶ τὸν μέν, αἰτήσαντες ἐνοδίαν θεὸν
(1200) Πλούτωνά τ’ ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεθεῖν,
λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν, ἐν νεοσπάσιν
θαλλοῖς ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄθομεν,
καὶ τύμβον ὀρθόκρανον οἰκείας χθονὸς
χώσαντες αὖθις πρὸς λιθόστρωτον κόρης
(1205) νυμφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσεβαίνομεν.
Φωνῆς δ’ ἄπωθεν ὀρθίων κωκυμάτων
κλύει τις ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα,
καὶ δεσπότῃ Κρέοντι σημαίνει μολών·
τῷ δ’ ἀθλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς
(1210) ἕρποντι μᾶλλον ἆσσον, οἰμώξας δ’ ἔπος
ἵησι δυσθρήνητον· Ὢ τάλας ἐγώ,
ἆρ’ εἰμὶ μάντις; ἆρα δυστυχεστάτην
κέλευθον ἕρπω τῶν παρελθουσῶν ὁδῶν;
παιδός με σαίνει φθόγγος. Ἀλλά, πρόσπολοι,
(1215) ἴτ’ ἆσσον ὠκεῖς, καὶ παραστάντες τάφῳ
ἀθρήσαθ’, ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ
δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον, εἰ τὸν Αἵμονος
φθόγγον συνίημ’, ἢ θεοῖσι κλέπτομαι.
Τάδ’ ἐξ ἀθύμου δεσπότου κελευσμάτων
(1220) ἠθροῦμεν· ἐν δὲ λοισθίῳ τυμβεύματι
τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν,
βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην,
τὸν δ’ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον,
εὐνῆς ἀποιμώζοντα τῆς κάτω φθορὰν
(1225) καὶ πατρὸς ἔργα καὶ τὸ δύστηνον λέχος.
Ὁ δ’ ὡς ὁρᾷ σφε, στυγνὸν οἰμώξας ἔσω
χωρεῖ πρὸς αὐτὸν κἀνακωκύσας καλεῖ·
Ὦ τλῆμον, οἷον ἔργον εἴργασαι· τίνα
νοῦν ἔσχες; ἐν τῷ συμφορᾶς διεφθάρης;
(1230) Ἔξελθε, τέκνον, ἱκέσιός σε λίσσομαι.
Τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς,
πτύσας προσώπῳ κοὐδὲν ἀντειπών, ξίφους
ἕλκει διπλοῦς κνώδοντας, ἐκ δ’ ὁρμωμένου
πατρὸς φυγαῖσιν ἤμπλακ’· εἶθ’ ὁ δύσμορος
(1235) αὑτῷ χολωθείς, ὥσπερ εἶχ’, ἐπενταθεὶς
ἤρεισε πλευραῖς μέσσον ἔγχος, ἐς δ’ ὑγρὸν
ἀγκῶν’ ἔτ’ ἔμφρων παρθένῳ προσπτύσσεται·
καὶ φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοὴν
λευκῇ παρειᾷ φοινίου σταλάγματος.
(1240) Κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ, τὰ νυμφικὰ
τέλη λαχὼν δείλαιος ἐν Ἅιδου δόμοις,
δείξας ἐν ἀνθρώποισι τὴν ἀβουλίαν
ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν.
ΧΟ. Τί τοῦτ’ ἂν εἰκάσειας; ἡ γυνὴ πάλιν
(1245) φρούδη, πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λόγον.
ΑΓ. Καὐτὸς τεθάμβηκ’· ἐλπίσιν δὲ βόσκομαι
ἄχη τέκνου κλύουσαν ἐς πόλιν γόους
οὐκ ἀξιώσειν, ἀλλ’ ὑπὸ στέγης ἔσω
δμωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν.
(1250) Γνώμης γὰρ οὐκ ἄπειρος, ὥσθ’ ἁμαρτάνειν.
ΧΟ. Οὐκ οἶδ’· ἐμοὶ δ’ οὖν ἥ τ’ ἄγαν σιγὴ βαρὺ
δοκεῖ προσεῖναι χἠ μάτην πολλὴ βοή.
ΑΓ. Ἀλλ’ εἰσόμεσθα μή τι καὶ κατάσχετον
κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ,
(1255) δόμους παραστείχοντες· εὖ γὰρ οὖν λέγεις·
καὶ τῆς ἄγαν γάρ ἐστί που σιγῆς βάρος.
ΧΟ. Καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει
μνῆμ’ ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων,
εἰ θέμις εἰπεῖν, οὐκ ἀλλοτρίαν
(1260) ἄτην, ἀλλ’ αὐτὸς ἁμαρτών.

***
ΕΞΟΔΟΣ (απόσπασμα)

ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω εσείς που πλάι καθόστε στα παλάτια
του Κάδμου και τ' Αμφίονα, δεν υπάρχει
άνθρωπος, που όσο θα βαστά η ζωή του,
ή να τον μακαρίσω ή να τον κλάψω·
γιατ' είναι η τύχη πάντα που ανυψώνει
τον ένα ευτυχισμένο κι έναν άλλο
δυστυχισμένο τον σωριάζει χάμω·
και κανείς δε μπορεί να προφητέψη
το τι φυλάει η Μοίρα στους ανθρώπους.
Κι ο Κρέοντας μια φορά, όσο για μένα,
ζηλευτός ήταν, γιατ' αφού είχε σώση
την πόλη αυτή του Κάδμου απ' τους εχθρούς της
και πήρε την απόλυτη εξουσία
της χώρας, κυβερνούσε ευτυχισμένος
ανάμεσα στα ευγενικά παιδιά του.
Και τώρα όλα χαθήκανε, γιατί όταν
κάθε χαρά τον άνθρωπο προδώση,
δε θα πω εγώ πως αυτός ζη, τον παίρνω
για ζωντανό νεκρό· σώριαζε να 'χης
στα σπίτια σου, αν σ' αρέση, άμετρα πλούτη,
πήγαινε να 'σαι βασιλιάς με τα όλα,
αν απ' αυτά λείπη η χαρά, εγώ τ' άλλα
δε θα 'θελα να του τ' αγόραζα ούτε
με σκιά καπνού, μπρος στης χαράς τη γλύκα.

ΧΟΡΟΣ
Ποια 'ναι αυτή πάλι η συφορά που φέρνεις
στους βασιλιάδες;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Έχουν σκοτωθή,
κι οι ζωντανοί αφορμή του σκοτωμού των.

ΧΟΡΟΣ
Ποιος σκότωσε; Ποιος είναι ο σκοτωμένος;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Ο Αίμονας πάει, σφαγμένος με το χέρι ―

ΧΟΡΟΣ
Του πατέρα του τάχα, ή το δικό του;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Ο ίδιος με το δικό του μανιασμένος
με το γονιό του εξ αφορμής του φόνου.

ΧΟΡΟΣ
Ω μάντη, τι σωστά όσα είπες βγαίνουν.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Έτσι 'ναι αυτά· καιρός για τ' άλλα τώρα
να γίνη σκέψη.

ΧΟΡΟΣ
Μα να, βλέπω φτάνει
κατά δω κι η ταλαίπωρη η γυναίκα
του Κρέοντα, η Ευρυδίκη, είτε άκουσε
για το παιδί της τίποτα, ή κι έτσι
έτυχε απ' το παλάτι έξω να βγαίνη.

ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ω εσείς πολίτες, πήρανε τ' αυτιά μου
τα λόγια σας, ενώ ήμουνε για νά βγω
να πάω να προσκυνήσω και να τάξω
τη θεά Παλλάδα· κι έτυχε την ώρα
που σήκωνα το σύρτη για ν' ανοίξω,
και μου χτυπά σα μια βουή στ' αυτιά μου
σπιτικής συφοράς· απ' την τρομάρα
μού κόβουνται τα γόνατα και γέρνω
παράλυτη στα χέρια τω δουλώ μου·
μα ό,τι και να 'ναι ξαναπέτε μού τα
τι λέγατε, κι αμάθητη δεν είμαι
εγώ από συφορές για να τ' ακούσω.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Εγώ, που ήμουν και μπρος, βασίλισσά μου,
θα σου πω δίχως τίποτα να κρύψω
την πασ' αλήθεια· και γιατί να θέλω
να σου μαλάξω το κακό, αφού θά βγω
ψεύτης κατόπι; ο μόνος ίσιος δρόμος
είναι η αλήθεια πάντα ― Και λοιπόν
τον άντρα σου ακλουθούσα εγώ, οδηγός του,
προς τα ψηλά του κάμπου, οπού κοιτόνταν
το ανελέητο ακόμα το κουφάρι
του Πολυνείκη σκυλοσπαραγμένο·
και εκεί αφού στην Ενόδια την Εκάτη
και στον Πλούτωνα κάμαμε δεήσεις
να σπλαχνιστούν και πάψουν την οργή τους,
λούσαμε εκείνον με νερό αγιασμένο
και σε νιόκοφτα κάψαμε ελιοκλάδια
όλα τ' απομεινάρια του κορμιού του·
κι έπειτα αφού σωριάσαμε από πάνω
με χώμα της πατρίδας ψηλό τάφο,
κινήσαμε για την πετροχτισμένη
βραχοσπηλιά, που ήταν κλεισμένη η κόρη,
η νύφη του Άδη, όταν από μακρυά
μια φωνή κάποιος άκουσε να σκούζη
σπαραχτικά απ' το μέρος του άκλαφτου
του τάφου κι ευτύς τρέχει και το λέει
στoν Κρέοντα, και καθώς εκείνος φτάνει
όλο και πιο κοντά, χτυπάει τ' αυτί του
αξεδιάλυτος βόγγος πικρού θρήνου·
κι ευτύς ξεσπάει στενάζοντας σε λόγια
κακοθρήνητα: «Ωιμένα συφορά μου,
μην είμαι αράγε μάντης; μήπως είναι
αυτός ο πιο δυστυχισμένος δρόμος
πόκαμα ως τώρα; του παιδιού μου ακούω
τη φωνούλα μα τρέξετ' εσείς, δούλοι,
γρήγορα πιο κοντά, γύρω στον τάφο,
τραβήχτε από το πρόχωμα την πέτρα
που του φράζει την είσοδο και μπήτε
ως μέσα μέσα στο άνοιγμα, να δήτε
αν ειν' του Αίμονα η φωνή που ακούω,
ή με γελούνε οι θεοί.» Και μεις έτσι όπως
μας πρόσταξε βαρύθυμος ο αφέντης,
μπαίνομε και τι βλέπομε; στο βάθος
του τάφου μέσα κρεμασμένη εκείνη
με γύρω στο λαιμό θηλειά στριμμένη
απ' τη δίμιτη ζώστρα της και κείνον
να την κρατάη απ' τη μέση της πεσμένος
πάνω της σα χαμένος και να σκούζη
και να θρηνή το νεκρό του το ταίρι,
του πατέρα του τα έργα και το γάμο
τον άτυχό του· μα καθώς τον βλέπει
ο Κρέοντας, μ' ένα βαθύ βόγγο τρέχει
θρηνώντας μέσα, προχωρεί κοντά του
και του κράζει: «Ταλαίπωρε, τι πράμα
είν' αυτό πόχεις κάμη; τι έχεις βάλη
στο νου σου; από τι πας και χάνεσαι έτσι;
έβγα έξω, γυιε μου, έβγα σε ξορκίζω.»
Μα ρίχνοντάς του άγριες ματιές εκείνος
τον έφτυσε στο πρόσωπο και δίχως
ούτε λέξη να πη, τραβάει απ' τη θήκη
το δίκοπο σπαθί του, μα ο πατέρας
φεύγοντας ρίχτηκ' έξω να γλυτώση·
και καθώς δεν τον πέτυχε, ώργισμένος
με τον εαυτό του, ο άμοιρος, έτσι ως ήταν
τέντωσε πίσω το κορμί και μπήγει
το σπαθί του ως τη μέση στα πλευρά του·
και ενώ ανάσαινε ακόμα, παίρνει μέσα
στ' αδρανισμένα χέρια του την κόρη
κι αγκομαχώντας ξετινάζει βρύση
το αίμα του στάλες κόκκινες απάνω
στ' άσπρο το μάγουλό της, ως που μένει
νεκρός απάνω στη νεκρή· και του έλαχ' έτσι
στον Άδη καν, ο δόλιος, να γιορτάση
τους γάμους του, παράδειγμα στον κόσμο,
πως άλλο πιο μεγάλο δεν υπάρχει
στον άνθρωπο κακό απ' την ακρισία.

ΧΟΡΟΣ
Πώς σου φαίνεται αυτό; η βασίλισσά μας
έφυγε πάλι, δίχως ούτε λέξη
καλή ή κακή απ' το στόμα της να βγάλη.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Κι εγώ παραξενεύτηκα, μα ελπίζω
πως ακούοντας τη συφορά του γυιου της,
θα 'κρινε πως δεν ταίριαζε ν' αρχίση
ξεφωνητά στον κόσμο εμπρός και πήγε
μέσα, με τις γυναίκες της να στήση
το μοιρολόι του σπιτικού της πένθους·
γιατί δε λείπει η στόχαση απ' το νου της,
για να μην κριματίση.

ΧΟΡΟΣ
Εγώ δεν ξέρω,
μου φαίνεται όμως κι η πολύ μεγάλη
σιωπή κακό, κι ο πολύς μάταιος θρήνος.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Μα θα μάθωμε ευτύς, μπαίνοντας μέσα
μην ίσως και κρατή κλεισμένο κάποιο
κρυφό σκοπό στ' ανταριασμένα στήθη·
γιατ' έχεις δίκιο, κι η πολύ μεγάλη
σιωπή βαραίνει την καρδιά με φόβο.

ΧΟΡΟΣ
Μα να κι ο ίδιος τώρα φτάνει ο βασιλιάς
και τρανή στα χέρια μαρτυρία κρατά
αν δεν είναι κρίμα που το λέω ―
πως η συφορά του δεν είν' από ξένη,
μα από τη δικιά του την κακογνωμιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου